Ελληνική οικονομία:Ελλειψη ανταγωνιστικότητας, συρρίκνωση εξαγωγών ...

Εικόνα από την ''Ελευθεροτυπία''22/3/2010

Ελλειψη ανταγωνιστικότητας, συρρίκνωση εξαγωγών
ΒΟΥΤΙΑ -17,5% ΣΤΙΣ ΠΩΛΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ
 
Σκίτσο του Γ.Καλα'ι'τζή
''Ελευθεροτυπία'' 23/3/2010

 Ο ήλιος δεν έχει ακόμα ξεπροβάλει πίσω από το Big Ben. Πρώτες πρωινές ώρες και εκατοντάδες φορτηγά έξω από τα σουπερμάρκετ της βρετανικής πρωτεύουσας ξεφορτώνουν τόνους προϊόντα από διάφορες χώρες του κόσμου. Παστά κρέατα από τον Βορρά, τυριά από τη Γαλλία, ελιές από την Ισπανία, λάδι από το Μαρόκο, τοπικά εδέσματα από τα αραβικά κράτη.
Και τα ελληνικά τυριά; Το εξαιρετικής ποιότητας μέλι ελάτης; Η λιαστή ντομάτα Σαντορίνης, ο χαλβάς, τα ντολμαδάκια; Αν σήμερα άνοιγε ένα σουπερμάρκετ σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή πρωτεύουσα και ήθελε να βάλει στα ράφια του τα πρώτα σε εξαγωγές ελληνικά προϊόντα, τα φορτηγά θα ξεφόρτωναν αντιβιοτικά και ερπύστριες, μιας και στις πρώτες δύο θέσεις των εξαγώγιμων ελληνικών προϊόντων βρίσκονται φάρμακα και «εμπιστευτικά προϊόντα». Τι είναι αυτά; Είναι είτε διάφορα μέρη οπλικών συστημάτων (μπορεί οι φρεγάτες να φτιάχνονται στη Γαλλία, αλλά κάποια κομμάτια τους είναι... made in Greece, κατασκευάζονται εδώ και εν συνεχεία εξάγονται), είτε «διπλωματικές συναλλαγές», είτε προϊόντα «μονοπωλίου» τα οποία δεν αναφέρονται για να μην τα... αντιγράψουν οι ανταγωνιστές.
Με την Ελλάδα να βρίσκεται σε οικτρή οικονομική κατάσταση και τις εξαγωγές να κατακρημνίζονται στο -17,5% το 2009, την ώρα που θα μπορούσαμε να στηρίξουμε την οικονομία μας σε αυτές, το μέλλον διαγράφεται δυσοίωνο. Εκτός εάν το κράτος αποφασίσει να βοηθήσει τους επαγγελματίες και τους εξαγωγείς να δώσουν στα ελληνικά προϊόντα τη θέση που τους αξίζει λόγω της εξαιρετικής τους ποιότητας σε σχέση με τα ομοειδή ανταγωνιστικά των άλλων χωρών.

 Από την ''ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ''


-----------1------------
Γιατί δεν ψωνίζουν
Η έλλειψη brand name και η άγνοια των αγοραστών για την ποιότητα των αγαθών που παράγει η Ελλάδα είναι, σύμφωνα με τους ειδικούς, ο βασικός λόγος που ένα προϊόν, όπως το εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο της Ελλάδας, βρίσκεται μόλις στη δέκατη θέση στη λίστα των 20 κυριότερων εξαγώγιμων προϊόντων. Προϊόντα όπως το μέλι δεν υπάρχουν καν στη λίστα, ενώ τα τυριά μας βρίσκονται στη 15η θέση.
Και γιατί να ψωνίσει ελιές Καλαμών ο Γάλλος ή ο Αμερικανός, όταν η τιμή τους είναι τριπλάσια από τις ισπανικές; Τον ενημέρωσε κανείς ότι οι δικές μας είναι μακράν καλύτερες; Τα ερωτηματικά για την έλλειψη εκστρατειών και την αποτελεσματικότητα εμπορικών ακολούθων των πρεσβειών μας πλανώνται πάνω από τα κεφάλια των εξαγωγέων μας...
Ελληνικά προϊόντα υπάρχουν στα μεγάλα σουπερμάρκετ όλων των χωρών, αλλά περιορίζονται στα βασικά και τυποποιημένα (φέτα Μεβγάλ, μακαρόνια Μίσκο, γιαούρτι Total κ.λπ.), ενώ η ποικιλία είναι ιδιαιτέρως μικρή. Αν θέλει κάποιος να στηρίξει την ελληνική οικονομία ψωνίζοντας ελληνικά τρόφιμα ή άλλα είδη, θα πρέπει να απευθυνθεί είτε σε ντελικατέσεν είτε σε μικρά ελληνικά μπακάλικα που «φυτρώνουν» στις γειτονιές με πολλούς Ελληνες. Και ο Αγγλος, ο Γάλλος ή ο Ιρλανδός, σαν αυτόν που απέστειλε την επιστολή στους «Financial Times»; (Πριν από λίγες ημέρες οι «Financial Times» δημοσίευσαν την επιστολή ενός ζευγαριού που κατοικεί στη Μ. Βρετανία, Ιρλανδός ο ένας, Κολομβιανή ή άλλη, το οποίο υποστήριζε πως, παρότι αναζητούσε επισταμένος ελληνικά προϊόντα -με στόχο να ενισχύσει την ελληνική οικονομία- ωστόσο δεν έβρισκε πουθενά στα σούπερμαρκετ της Αγγλίας!) Γιατί θα πρέπει να γυρνάει τα σοκάκια στις παρυφές μιας πρωτεύουσας για να βρει μελιτζανοσαλάτα, φάβα, πιπεριές Φλωρίνης ή βούτυρο Κέρκυρας;
Στην 21η θέση λοιπόν στους 27 της Ε.Ε. και 14η στους 16 της ευρωζώνης, με προϊόντα που όταν έρχονται στην Ελλάδα οι τουρίστες τα τιμούν μέχρι τελικής πτώσεως από τις καρέκλες των εστιατορίων. Γιατί δεν τα αγοράζουν και στη χώρα τους, ώστε να τα αναζητούν επίμονα και οι εισαγωγείς τους από τους επιχειρηματίες μας;
«Η μείωση στις εξαγωγές δικαιολογείται εν μέρει από τη διεθνή οικονομική κρίση, που μεταφράζεται στο ότι οι πελάτες υφίστανται την ίδια κρίση και μειώνουν τις αγορές τους» λέει στην «Ε» η πρόεδρος του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων (ΠΣΕ) Χριστίνα Σακελλαρίδη. «Αρα περιορίζουν τις εισαγωγές αφού η ζήτηση είναι μειωμένη. Μην ξεχνάμε ότι πέρσι οι εξαγωγές μας δέχτηκαν πλήγμα και από τις απεργιακές κινητοποιήσεις, ιδιαίτερα στο λιμάνι εναντίον της Cosco».
Ομως το βασικό και διαχρονικό πρόβλημα που φρενάρει την εξάπλωση των εξαγωγών είναι, σύμφωνα με την κ. Σακελλαρίδη, η έλλειψη ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων. «Αυτό είναι πολύ σοβαρό και παίζει καθοριστικό ρόλο. Πάρτε για παράδειγμα το λάδι. Αντί να αγοράσει κάποιος ελληνικό, παίρνει μαροκινό, παρ' όλο που είναι υποδεέστερο, γιατί είναι πιο φτηνό και ο αγοραστής θέλει απλά να κάνει τη δουλειά του. Ικανοποιεί τις ανάγκες του με ομοειδή προϊόντα, χαμηλότερου κόστους. Αλλωστε δεν είμαστε πια χώρα χαμηλού κόστους παραγωγής». 
Και εδώ μπαίνει το ζήτημα της έλλειψης brand name, δηλαδή επώνυμων και αναγνωρίσιμων προϊόντων. «Δεν υπάρχει ούτε σωστό μάρκετινγκ ούτε ρευστότητα ώστε να υπάρξει brand name. Δεν έχουμε καταφέρει να καθιερώσουμε τα προϊόντα μας επώνυμα και δεν υπάρχει και βοήθεια από κρατικούς μηχανισμούς προς αυτή την κατεύθυνση».
Η πρόεδρος του ΠΣΕ αναφέρει ως παράδειγμα την εξαγωγή μελιού. «Το μέλι από τη Βουλγαρία ή την Τσεχία πουλιέται 3 ευρώ το κιλό. Το δικό μας πουλιέται 10. Βεβαίως είναι η μέρα με τη νύχτα και το δικό μας είναι καταπληκτικό και δεν συγκρίνεται. Ομως ο ξένος πελάτης, που δεν είναι συνηθισμένος στο ελληνικό μέλι και δεν ξέρει τα προτερήματά του, κάνει τη δουλειά του με το ένα τρίτο της τιμής. Ετσι συμβαίνει με όλα μας τα προϊόντα».
Η κ. Σακελλαρίδη προσπάθησε -επιχειρηματίας και η ίδια- να εξαγάγει ελληνικές ελιές στο Ντουμπάι. «Δεν μπόρεσα. Οι άνθρωποι που θα τις αγόραζαν -και που είναι και φίλοι- μου έδειξαν τα τιμολόγια από τις εισαγωγές που κάνουν από την Ισπανία. Πρόκειται για ελιές που είναι πολύ μικρές, σαν νυχάκια. Εμείς δεν έχουμε τέτοια κακή ποιότητα. Αλλά πού να ξέρουν τη διαφορά αν δεν έχουν γίνει κινήσεις προώθησης; Εχουμε ποιοτικά προϊόντα. Πρέπει να τα κάνουμε και επώνυμα. Αυτό θέλει στήριξη και μάρκετινγκ».
Χριστίνα Σακελλαρίδη
Πρόεδρος Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων (ΠΣΕ)

-----------------2----------------- 
«Υπάρχει έλλειμμα στρατηγικής»
«Η εξαγωγική προσπάθεια της Ελαιουργικής είναι από τις πιο σημαντικές στον κλάδο, αποτελεί περίπου το 25% του τζίρου της. Τα ελαιοκομικά προϊόντα της βρίσκονται σε σημαντικές αγορές του εξωτερικού. Στις ΗΠΑ, ας πούμε, το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο με την επωνυμία «Σπιτικό» βρίσκεται σε καταστήματα στη Νέα Υόρκη, στη Βαλτιμόρη, στο Σικάγο και στο Λος Αντζελες - σε ομογενειακές αγορές, κατά κύριο λόγο.
Η πιο παραδοσιακή αγορά και με τον μεγαλύτερο όγκο -δεδομένου ότι έχουμε το 72% των ελληνικών εξαγωγών για το 2009 με βάση τα στατιστικά στοιχεία της πρεσβείας και του εμπορικού γραφείου στο Τόκιο- βρίσκεται στην Κίνα. Εκεί εξάγουμε έξτρα παρθένο ελαιόλαδο με τρεις διαφορετικές επωνυμίες, σε καταναλωτικούς συνεταιρισμούς, σούπερ-μάρκετ και βιομηχανίες. Από τις σημαντικές μας αγορές είναι οι Φινλανδία (στα καταστήματα Kesko και Inex), Βουλγαρία, Ρουμανία, Ουκρανία, Μολδαβία (επιτραπέζιες ελιές), ενώ εξαγωγική δραστηριότητα υπάρχει σε Γερμανία, Νότιο Αφρική και Αυστραλία (κατάστημα Coles).
Σε ό,τι αφορά τις κρατικές κινήσεις στήριξης, αυτές διέπονται από έλλειμμα εθνικής στρατηγικής, τουλάχιστον για το εθνικό προϊόν που ονομάζεται ελαιόλαδο. Οι Ελληνες πρέπει να μάθουμε απ' αυτό που έχουν κάνει εκείνοι που πέτυχαν, όπως οι Ισπανοί, που αυτή τη στιγμή κυριαρχούν με μικρό αριθμό επωνυμιών και με μεγάλες και σημαντικές σε όγκο εταιρίες, οι οποίες έχουν προέλθει από διαδικασίες συνένωσης. Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα κοντεύουμε να ξεπεράσουμε τις 300 επωνυμίες και τυποποιητές ελαιόλαδου στην Ελλάδα! Πρέπει να κάνουμε εντατική εθνική προώθηση για τα προϊόντα μας. Πρέπει να δοθεί, φυσικά, μια κατευθυντήρια γραμμή και από την Πολιτεία γιατί αν συνεχιστεί η λογική των "φέουδων" στους διάφορους κλάδους, δεν πρόκειται να γίνει τίποτα».
Βαρθολομαίος Σειραδάκης, εμπορικός διευθυντής

-----------------3-----------------
«Αδυναμία του μικρού βιομηχανικού τομέα να παράγει νέα προϊόντα»
Τον τελευταίο καιρό η πορεία των ελληνικών εξαγωγών ακολουθεί μια εξαιρετικά επικίνδυνη τροχιά συρρίκνωσης για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους.
Με δεδομένη μάλιστα τη συνέχιση της οικονομικής κρίσης και τη δυσκολία επανάκτησης χαμένων αγορών, οι προσδοκίες για το 2010 δεν είναι καθόλου ευχάριστες. Το παρήγορο, αν μπορεί κανείς να το χαρακτηρίσει έτσι, είναι ότι κατά το 2009 και η Ευρωπαϊκή Ενωση συνολικά ακολούθησε την ίδια πορεία, με μείωση των συνολικών εξαγωγών της κατά 18%, ποσοστό κατά μισή μονάδα μεγαλύτερο από αυτό της χώρας μας.
Η Ελλάδα εισάγει σήμερα προϊόντα αξίας 48 δισ. ευρώ, ενώ εξάγει μόνο 14 δισ. και η διαφορά αυτή των 34 δισ. μόνο κατά το 1/3 καλύπτεται από το πλεόνασμα του ισοζυγίου υπηρεσιών. Επομένως η Ελλάδα έχει ένα εμπορικό έλλειμμα της τάξης των 22 δισ. (26 πέρσι) το οποίο καλύπτεται από χρήματα που δεν επαναπατρίζονται, δηλαδή αφαιρούνται οριστικά από τη μηχανή πολλαπλασιασμού του πλούτου και της ευημερίας της χώρας.
Η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει ένα σημαντικό και διαρκώς επιδεινούμενο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας που αντικατοπτρίζεται στα μεγέθη του ισοζυγίου πληρωμών. Το πρόβλημα συνδέεται με την έλλειψη δυναμικής στο πεδίο των εξαγωγών, με διευρυνόμενο χάσμα στις επιδόσεις της χώρας, όχι μόνο με τις χώρες που κυριαρχούν στη διεθνή σκηνή, αλλά ακόμη και με τις χώρες που αναδείχθηκαν κατά την τελευταία περίοδο (πχ. χώρες πρώην Ανατολικής Ευρώπης, Ανατολική Ασία κ.ά.) και τις χώρες που βρίσκονται στην ίδια αναπτυξιακή κατηγορία με την Ελλάδα. Συνδέεται με το αυξανόμενο επίπεδο εισαγωγών καταναλωτικών αγαθών. Ταυτόχρονα συνδέεται με το μικρό μέγεθος του βιομηχανικού τομέα και την αδυναμία του να παράγει νέα προϊόντα, που θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν τη δυναμική ζήτηση στις διεθνείς αγορές. Επίσης είναι απόρροια της συγκριτικά πιο αδύναμης ικανότητας της παραγωγικής βάσης να αναπτύξει και να αξιοποιήσει διεθνή δίκτυα. Συνδέεται με την έλλειψη βασικών προϋποθέσεων για την αξιοποίηση καινοτόμων παραγωγικών και οργανωτικών διαδικασιών, που θα επέτρεπαν την προσαρμογή των επιχειρήσεων σε ανταγωνιστικά πιο σύνθετες λειτουργίες. Το πρόβλημα τέλος οφείλεται και στην αδυναμία περιορισμού των θεσμικών εμποδίων και δημιουργίας ενός κανονιστικού πλαισίου που να ενισχύει την επιχειρηματικότητα, την εξωστρέφεια ή τις ξένες άμεσες επενδύσεις.
Η ελληνική οικονομία χαρακτηρίζεται από ισχυρή εσωστρέφεια. Οι ελληνικές εξαγωγές ως ποσοστό του παραγόμενου εγχώριου προϊόντος είναι μόλις 6%, οι μικρότερες σε όλη την Ευρώπη των 27, με εξαίρεση την Κύπρο. (Πρώτη εξαγωγική χώρα στην Ευρώπη είναι το Βέλγιο με ποσοστό εξαγωγών 85%, ενώ στην τρίτη θέση από το τέλος βρίσκεται η Ισπανία με ποσοστό 16%). Με βάση αυτόν τον δείκτη, είναι φανερό ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να εξάγει τα προϊόντα που παράγει στις ξένες αγορές. Εκτός όμως από την αδυναμία κατάκτησης ξένων αγορών, οι δυσανάλογα μεγάλες εισαγωγές της επιβεβαιώνουν και την έλλειψη υποδομών για την παραγωγή των αναγκαίων για την εγχώρια κατανάλωση.
Η πορεία της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων κατά την τελευταία δεκαετία, όπως εκτιμάται από τον συνήθως χρησιμοποιούμενο δείκτη Balassa (καθαρές εξαγωγές διά του συνόλου του εξωτερικού εμπορίου για κάθε ομάδα προϊόντων), είναι αποκαρδιωτική. Ο δείκτης βρίσκεται μονίμως στο αρνητικό πεδίο, υποδηλώνοντας μια αρνητική και δυστυχώς επιδεινούμενη ανταγωνιστικότητα που οδηγεί σε διευρυνόμενο έλλειμμα στις συνολικές εμπορικές ανταλλαγές με τα άλλα κράτη. Ακόμα και ο αγροτο-διατροφικός τομέας δεν περισώζεται, αφού λειτουργεί υπό το κράτος της «εισπρακτικής» λογικής, τόσο των κυβερνήσεων όσο και των ίδιων των αγροτών, έναντι της στοχευμένης, συλλογικής προσπάθειας και του μακροπρόθεσμου σχεδιασμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι ομάδες παραγωγών οπωροκηπευτικών, που δραστηριοποιήθηκαν για πολλά χρόνια αποκλειστικά στη διαδικασία των αποσύρσεων και όχι στο συντονισμό των παραγωγών σε ενέργειες σχετικά με την παραγωγή και την προώθηση της εμπορίας των μελών τους. Οι εξαιρέσεις, όπως π.χ. στην κατηγορία των ελαίων ή φρούτων, δεν είναι ικανές να διορθώσουν τη γενικότερη εικόνα.
Πέτρος Σολδάτος, Σταύρος Ζωγραφάκης, Παύλος Καρανικόλας καθηγητές Τμ. Αγροτικής Οικονομίας και Ανάπτυξης, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών



---------------4----------------
«Αναζητούμε το ομογενειακό στοιχείο»
«Η MISKO εξάγει σε χώρες όπως η Αγγλία, η Γερμανία, οι ΗΠΑ, η Αλβανία, η Βουλγαρία, η Κύπρος, η Γαλλία και η Αυστραλία, αλλά και σε όλες τις αγορές που η μεσογειακή διατροφή κερδίζει διαρκώς έδαφος.
Στην επιλογή των αγορών στις οποίες εξάγουμε σαφώς κριτήριο είναι και η ύπαρξη Ελλήνων ομογενών που αποζητούν τα ελληνικά προϊόντα για να διατηρήσουν την ελληνική παράδοση στην κουζίνα τους και, συνεπώς, να κρατήσουν ισχυρούς τους δεσμούς τους με την Ελλάδα».
Γιώργος Σπηλιόπουλος - διευθύνων σύμβουλος MISKO Α.Ε.



----------------5--------------
«Λείπει το οργανωμένο μάρκετινγκ»
«Υπάρχει παρουσία των ελληνικών προϊόντων στο εξωτερικό, ωστόσο είναι ισχνή. Η αλήθεια είναι πως έχουν γίνει προσπάθειες, αλλά όχι κάτι συστηματικό. Κι αυτό, γιατί λείπει η προώθηση. Το μάρκετινγκ σ' αυτή την περίπτωση είναι κομβικό.
Ενώ η Ελλάδα έχει πολύ καλό, ποιοτικά, προϊόν, της λείπουν η σωστή διανομή, το οργανωμένο μάρκετινγκ (το οποίο μπορούν να αναλάβουν οι εμπορικοί ακόλουθοι της χώρας μας, μιας και οι εμπορικοί ακόλουθοι άλλων χωρών λειτουργούν περίπου ως διαπραγματευτές για ένα εθνικό προϊόν) - και, φυσικά, υπάρχει και το ζήτημα της τιμής. Ενώ έχουμε πολύ καλό κρασί, η τιμή του είναι διπλάσια και, συχνά, τριπλάσια σε σχέση με το χιλιανό.
Η Agrino έχει παρουσία στο εξωτερικό, στην ελληνική ομογένεια, και σε Γερμανία, Ολλανδία, Βέλγιο, Ελβετία. Εχουμε συστηματική παρουσία στα προϊόντα κέτερινγκ, που απευθύνονται στην αγορά της HORECA, όπου το ελληνικό ρύζι εξάγεται σε σημαντικές ποσότητες στη Γερμανία, τη Σκανδιναβία ακόμα και την Αγγλία, παρότι εκεί δεν υπάρχει έντονο το στοιχείο της ομογένειας.
Ως εταιρεία, είχαμε κάνει μια κίνηση συνεργασίας με τα καταστήματα Tesco της Αγγλίας, μπαίνοντας με τη συσκευασία γιγάντων Καστοριάς, που είναι εξαιρετικό προϊόν - αλλά δεν "περπάτησε". Κι αυτό, γιατί έπρεπε να έχουμε και ισχυρή παρουσία σε επίπεδο διαφήμισης και σε ό,τι αφορά τον έλεγχο της αγοράς.
Τι χρειάζεται για να "σηκώσει κεφάλι" η ελληνική εξαγωγική δραστηριότητα; Χρειάζεται μια κεντρική στρατηγική, που θα έχει συνέπεια και συνέχεια. Ο ΟΠΕ έχει δουλέψει καλά και πρέπει να ενισχυθεί η δουλειά του. Πρέπει να αντιληφθούμε πως στον τομέα των εξαγωγών ισχύει η πρακτική της "καινοτομίας" και της "εξωστρέφειας". Επίσης, πρέπει να ενωθούμε: είναι πολύ κοστοβόρο να έχεις δικό σου δίκτυο διανομής για τις εξαγωγές. Συνένωση δυνάμεων για δημιουργία ισχυρών δικτύων στο εξωτερικό, αυτό χρειαζόμαστε».
Αγις Πιστιόλας, διευθυντής Εξαγωγών και Μάρκετινγκ της Agrino

Αντιγραφή από την ''ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ''
22/3/2010
 Των ΛΙΑΝΑΣ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ, ΚΑΤΙΑΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ