Η σιωπή των ταγών ...


Η σιωπή των ταγών
Η εξεταστική της Βουλής επιτροπή για το Βατοπέδι ανέλαβε να διερευνήσει τις περίεργες οικονομικές συναλλαγές της αγιορείτικης μονής με το ελλαδικό κράτος. Το περίεργο των συναλλαγών έγκειται, κυρίως, σε υπερτιμήσεις της αξίας εδαφικών εκτάσεων ιδιοκτησίας της μονής που ανταλλάχθηκαν με ακίνητα του δημοσίου.
Το θέμα που ειδικότερα ενδιαφέρει την επιτροπή της Βουλής είναι αν, από τους πακτωλούς των χρημάτων, στους οποίους μεταφράστηκαν οι υπερτιμήσεις των βατοπεδινών κτημάτων, επωφελήθηκαν λάθρα κομματικοί μηχανισμοί με τη μεσολάβηση των υπεύθυνων για την ανταλλαγή υπουργών. Είναι γνωστό ότι η εμπορευματοποίηση της πολιτικής (στην Ελλάδα ασύδοτη) απαιτεί ιλιγγιώδη ποσά που μόνο η διαπλοκή των κομμάτων με διεφθαρμένους χρηματοδότες μπορεί να εξασφαλίσει.
Και η μεν εξέλιξη του εξεταστικού έργου που ανέλαβε η επιτροπή της Βουλής, αφήνει μάλλον αδιάφορους εμάς τους πολίτες. Γιατί ξέρουμε ότι οι εξεταστικές επιτροπές δεν εξετάζουν ποτέ το πραγματικό υπό εξέτασιν πρόβλημα, απλώς ψάχνουν αφορμές για να συνεχίζεται ο αλληλοδιασυρμός των «κομμάτων εξουσίας». Ομως, αυτό που μάλλον ενδιαφέρει μια μερίδα της ελληνικής κοινωνίας (στο εσωτερικό και στη διασπορά) είναι ο διεθνής διασυρμός μιας ιστορικής (χιλίων εκατό χρόνων) μονής, αλλά και του αγιορειτικού συνολικά μοναχισμού (με αυθαίρετη γενίκευση των εντυπώσεων), όπως και της παράδοσης, στο σύνολό της, των μεταφυσικών αναζητήσεων και ψηλαφήσεων, μήτρας και άξονα του πολιτισμού των Ελλήνων.
Ο διασυρμός έχει αφορμές άμεσα προκλητικές και σκανδαλώδεις. Πρώτη, η κραυγαλέα ασυνέπεια των θλιβερών αυτών ρασοφόρων, οι δίχως προσχήματα αντιφάσεις τους: Ανθρωποι που εκούσια και αυτοπροαίρετα έκαναν το άλμα να επιλέξουν την ελευθερία της ακτημοσύνης, την ισόβια πτωχεία, να εμφανίζονται ανετότατα προσαρμοσμένοι στους πυρετώδεις ρυθμούς της καθημερινότητας λυκανθρώπων της αγοράς: ατσίδες στα τεχνάσματα της επενδυτικής κερδοσκοπίας, στη φοροδιαφυγή με off shore εταιρείες, μανιακοί στο κυνηγητό του χρήματος, πολυμήχανοι στη διαπλοκή με τον κομματικό υπόκοσμο της πολιτικής.
Δεύτερη χειροπιαστή αφορμή διασυρμού: η επιδεικτική καπηλεία ιερών και οσίων με στόχο και πάλι το χρήμα, την εξουσιαστική ισχύ της εύνοιας των ισχυρών. Της ίδιας μονής θλιβεροί ρασοφόροι να περιφέρουν σε βίλες μεγαλοπλουσίων και αμοραλιστών ηγεμόνων ιερά κειμήλια της αγιορειτικής πολιτείας, να τα εξευτελίζουν σαν να πρόκειται για φετίχ μιας πρωτόγονης μαγικής θρησκευτικότητας, χρυσοπουλημένη τροφή στην απροσχημάτιστα ωμή, ενορμητική (των ενστίκτων) θρησκοληψία. Ολοφάνερα άσχετοι οι ρασοφόροι με το εκκλησιαστικό γεγονός, έμπρακτα αποκομμένοι από το σώμα της Εκκλησίας, τη γλώσσα - έκφραση, το ήθος και τις στοχεύσεις του εκκλησιαστικού αθλήματος, προσπαθούν με το χρήμα τους να εξαγοράσουν την ανοχή ή και την εύνοια Πατριαρχείων, να επιβάλουν τις προτιμήσεις τους σε εκλογές προκαθημένων αυτοκέφαλων Εκκλησιών, να επηρεάσουν τον πολιτικό βίο και τις προεδρικές εκλογές στην Κύπρο, να παρέμβουν στις σχέσεις Κωνσταντινούπολης και Μόσχας και μύρια όσα ανάλογα.
Δύσκολο να αντικειμενοποιήσει κανείς τις δραστικότερες αφορμές διασυρμού του αγιορείτικου μοναχισμού και της ελληνικής εκκλησιαστικής παράδοσης με αφορμή τα σκάνδαλα της μονής Βατοπεδίου. Δύσκολο, γιατί εντοπίζονται αυτές οι αφορμές κυρίως στη φυσιογνωμική σημειολογία που μεταφέρει το τηλεοπτικό θέαμα: Εκφράσεις προσώπων, είδος βλεμμάτων, τύπος χαμόγελου, στάσεις σωμάτων, γλώσσα των χειρονομιών:
Πώς να αποδείξεις την κατάφωρη ψευτιά στα ευσεβίστικα τυποποιημένα χαμόγελα, τη μοχθηρότητα στο σκοτεινό βλέμμα που καμουφλάρεται με ταπεινόσχημη χαμαιθωρία, τη δαιμονική οίηση και τη μανιακή δίψα εξουσιασμού ανθρώπων που ντύνεται την κυρτωμένη κακομοιριά γυναικώδους αιδημοσύνης. Τέτοια στοιχεία τα διαβάζει κανείς στην τηλεοπτική εικόνα, αλλά δεν μπορεί να τα επικαλεστεί σαν αντικειμενικές αφορμές διασυρμού του μοναχισμού και του εκκλησιαστικού γεγονότος. Γιατί δεν είναι κοινό για όλους τους θεατές της εικόνας το κριτήριο - αισθητήριο διάκρισης της υγείας από την αρρώστια, του ασκητικού αθλήματος από τη συμπλεγματική διαστροφή του.
Σίγουρα, δεν είναι πια κοινό ούτε και το κριτήριο διάκρισης της αυθεντικής ομορφιάς από το κιτς του νεοπλουτίστικου εντυπωσιασμού. Ο πολιτισμός μας σήμερα (ο κοινός τρόπος του βίου) μάς έχει εθίσει να κρίνουμε την ομορφιά σαν διακοσμητικό, υποκειμενικά ευφραντικό στοιχείο, όχι ως γλώσσα αποκάλυψης, γλώσσα φανερώσεων αλήθειας. Γι’ αυτό και δεν αντιδρούμε στο ψεύτικο χρυσοκέντημα βιομηχανικά εξομοιωμένων κακόγουστων αμφίων, στη νευρωτική ταυτοχρονία των διακόνων όταν θυμιατίζουν σαν μαριονέτες τον ηγούμενο, δεν μας ενοχλεί ο αυτοκρατορικός μανδύας στους ώμους και το σκήπτρο στο χούφτιασμα άξεστου λαϊκότροπου χρήστη – μια μεγαλοπρέπεια - κονσέρβα που έχει πάψει να παραπέμπει σε οτιδήποτε άλλο πέρα από την επίδειξη.
Kαι η μεν Βουλή των Ελλήνων έφτιαξε (έστω προσχηματικά) μιαν εξεταστική επιτροπή για τις ενδεχόμενες ευθύνες υπουργών στο βατοπεδινό σκάνδαλο. Γιατί άραγε οι επίσκοποι του εκκλησιαστικού σώματος και η «σύναξη» των αγιορειτών ηγουμένων δεν αισθάνθηκαν την παραμικρή ανάγκη να παρέμβουν στον πιο οδυνηρό (πρόξενο αγανάκτησης) σκανδαλισμό από όσους έζησε η ελληνική κοινωνία εδώ και πολλές δεκαετίες; Αν από υπερβολή μακροθυμίας δεν θέλησαν να παραδειγματίσουν τους αυτουργούς του ανυπόφορου σκανδάλου, δεν ενδιαφέρονται τουλάχιστον να φωτίσουν στις συνειδήσεις τη διαφορά της υγείας από την αρρώστια, της γνησιότητας από τη διαστροφή; Μπορεί να μένει αναπάντητη από τους εκφραστές της εκκλησιαστικής εμπειρίας και μαρτυρίας η δαιμονική αναίδεια του ισχυρισμού ότι «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα»: ότι προκειμένου να επισκευάσουν το μοναστήρι τους οι Βατοπεδινοί δικαιολογούνται να μετέρχονται κάθε κόλπο οικονομικής ραδιουργίας, να ανεβοκατεβαίνουν σε χρηματιστήρια, εταιρείες επενδύσεων και υπουργικά γραφεία, ρασοφορεμένες ατσίδες στις μπίζνες;
Με τα κριτήρια της εκκλησιαστικής μαρτυρίας, ακόμα και τα προσχήματα «φιλανθρωπίας» (ιδρύματα και κοινωφελή έργα που φιλοδοξούσε να γεννοβολήσει η ασυμμάζευτη χρηματολαγνεία των Βατοπεδινών) είναι βδέλυγμα, όταν απλώς καμουφλάρουν τη φαρισαϊκή αυτάρκεια και τον ναρκισσισμό. Πόσο βαθύς είναι ο λήθαργος;
Tου Χρήστου Γιανναρά
''ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ''
14-3-2010