«Ουδέν νεότερον από το ελληνικό μέτωπο»-Διαχρονική αειθαλής πελατειακή κομματοκρατία,ανεπίδεκτη μαθήσεως ...

 
«Τίποτα πια δεν θα είναι όπως πριν»
Να μπεις δυο φορές στο ίδιο ποτάμι δεν γίνεται, αν το ποτάμι κυλάει ανεμπόδιστο να σμίξει με τη θάλασσα. Δίκιο είχε ο Ηράκλειτος. Αν όμως το ποτάμι έχει βαλτώσει, αν το ρεύμα κατάντησε έλος, τότε το αδύνατο γίνεται δυνατό, γιατί ήδη το φυσικό έχει καταντήσει αφύσικο. Και μπορείς πια να μπεις και δυο και τρεις φορές στο ακίνητο νερό, το σαπισμένο. Κι όχι για να κερδίσεις τίποτα σε εμπειρία και γνώση αλλά για να φαρμακωθείς και να απογοητευθείς ακόμα περισσότερο. Την αίσθηση ακριβώς ότι το ποτάμι του χρόνου έχει βαλτώσει στον τόπο μας, μέσα από τις αλλεπάλληλες επαναλήψεις των ίδιων και των ίδιων (στο επίπεδο είτε των προσώπων και των κομμάτων είτε των διακηρύξεών τους είτε των μονότονα επαναλαμβανόμενων ομοειδών σκανδάλων), αποκτά όποιος έχει κάπως γερή μνήμη ή, αν το μνημονικό του είναι καταπονημένο, αναδιφά τις πίσω σελίδες.
Ας πάμε λοιπόν λίγο πίσω, στο 1997, ένα έτος, ακόμα ένα, σωπασμένο μέσα στην ανωνυμία του χρόνου. Αρχήγευε τότε στη χώρα ο κ. Κώστας Σημίτης, ο πολιτικός που, σαν απλός (ή μάλλον αδιάφορος) παρατηρητής των πραγμάτων, μας διαβεβαίωσε προ δεκαπενθημέρου ότι για όλα φταίει το πελατειακό κράτος, άρα ο ίδιος δεν έχει την παραμικρή ευθύνη, αφού απλώς πρωθυπούργευε (όπως παλαιότερα ο προκάτοχός του Ανδρέας Παπανδρέου «απλώς προήδρευε», και όπως ο διάδοχος του κ. Σημίτη στον πρωθυπουργικό θώκο, ο κ. Κ. Καραμανλής, απλώς ρητόρευε περί υπευθυνότητας, μέχρι να πάψει να το κάνει κι αυτό, βαριεστημένος). Για το Μάαστριχτ μιλούσαμε τότε, για τη συνθήκη Σένγκεν, για τον «Καποδίστρια», που είχε βαλθεί να αφανίσει τα τελευταία ίχνη κοινοτικού πνεύματος, μέχρι να παραδώσει τη σκυτάλη στον «Καλλικράτη» (ανυπεράσπιστε Κλεισθένη, πατέρα της αθηναϊκής δημοκρατίας, που δυο φορές σου υφάρπαξαν τις ιδέες για να τις παραχαράξουν, ας σου ζητήσουμε συγγνώμη κι ας μην την ακούσεις ποτέ). Και για τους Ολυμπιακούς μιλούσαμε βέβαια τότε, για να πείσουμε και να πειστούμε ότι θα φέρουν στον τόπο την αιώνια δόξα και την αιώνια ευημερία.
Στις 21 Φεβρουαρίου του 1997, λοιπόν, χιλιάδες νέοι διαγωνίστηκαν για μια θέση στο Δημόσιο, απλοί κομπάρσοι σε ένα τελετουργικό που δήθεν αποθέωνε την αξιοκρατία και τη διαφάνεια. Συν τοις άλλοις, οι διαγωνισθέντες είχαν κληθεί να γράψουν την περίληψη ενός μακροσκελούς ημιπαραληρηματικού κειμένου. Αγνωστο ποιος εμπνεύστηκε το μανιφέστο σε ώρα έκστασης, το έγραψε και το εξαπέλυσε στις κεφαλές των εξεταζομένων, σαν πλάκες πέτρινες με τον Λόγο της Αληθείας χαραγμένο πάνω τους. Ας υποθέσουμε ότι το σχεδίασε κάποιος από τους υπεύθυνους προπαγάνδας ή τους βαρύτατους διανοούμενους του ΠΑΣΟΚ, μπορεί ο ο κ. Λαλιώτης, ο κ. Λιάνης ή ο κ. Ανδρουλάκης - δεν έχω λόγους να θυμάμαι πού βρισκόταν τότε ο καθείς τους, από ποιο «μετερίζι» πολεμούσε υπέρ του σοσιαλισμού και κατά της βαρβαρότητας.
Ενόψει των Ολυμπιακών του 2004, έλεγε το περισπούδαστο κείμενο, ένα τυπικό δείγμα της α λα ΠΑΣΟΚ λογοτεχνίας, βρισκόμαστε σε μια «γοητευτική και κρίσιμη επταετία», όπου «μορφοποιείται η εθνική προσπάθεια της επαγγελίας του εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας», για την ευόδωση της οποίας παρατηρείται «η μεγαλύτερη κινητοποίηση πόρων και ανθρώπινου δυναμικού που γνώρισε αυτός ο τόπος». Και επειδή η σεμνότητα και η ταπεινότητα ανακαλύφθηκαν κάπως αργότερα, ιδού η απόλυτη βεβαιότητα, που αποδεικνύει ότι το καβαφικώς ελεγχθέν ζεύγος «υπεροψία και μέθη» μπορεί καμιά φορά να είναι τεκμήριο μετριοπάθειας: «Πρόκειται για πραγματική επανάσταση, για την οποία είναι βέβαιο ότι θα μπορούσαμε κάποτε να λέμε –όπως ο Γκαίτε για τη μάχη του Βαλμί– ότι τίποτα πια δεν θα είναι όπως πριν». Αναλόγως σεμνή και η κατακλείδα του πασοκικού ευαγγελίου, το οποίο όφειλαν να συνοψίσουν και επί της ουσίας να αποδεχτούν (και όχι βέβαια να μυκτηρίσουν) οι εξεταζόμενοι: «Η Ελλάδα επιχειρεί την εθνική της εξόρμηση όχι ως η μικρή και αδύναμη χώρα του Τρικούπη ούτε ως το διχασμένο έθνος του Βενιζέλου, αλλά ως μια χώρα σταθερή, σίγουρη και ολοένα ισχυρότερη».
«Τίποτα πια δεν θα είναι όπως πριν»... Το ίδιο ακριβώς ακούμε και τώρα. Τότε όμως η φρασούλα είχε θετικό, θετικότατο περιεχόμενο, αφού προέβλεπε, διαβεβαίωνε μάλλον, ότι η Ελλάδα (του κ. Σημίτη, και όχι κάποιων εντέλει ασήμαντων, όπως ο Τρικούπης ή ο Βενιζέλος) οδεύει προς το μεγαλείο της κορυφής, ενώ στις μέρες μας οι ίδιες λέξεις, από διάφορα επιτιμητικά στόματα εξαπολυόμενες, ελληνικά και ξένα, έχουν σφόδρα αρνητικό νόημα. Τι συνέβαινε λοιπόν στη διάρκεια του θαυμαστού 1997, τι όντως συνέβαινε μπροστά στα μάτια του «ισχυρού» πρωθυπουργού, των υπουργών του και ημών των υπηκόων; Παραθέτω σκόρπιες ειδήσεις από τις εφημερίδες της εποχής, και μάλιστα μόνο από τον Ιούνιο του έτους εκείνου: Εκθεση του ΟΟΣΑ αποκαλύπτει «νοσηρά κυκλώματα στο ΕΣΥ». «Ελεγχο σε 460 επιχειρήσεις που διέπραξαν ευρείας έκτασης φοροδιαφυγή» εξαγγέλλει ο αρμόδιος υπουργός κ. Δρυς, που απειλεί ότι «θα δοθούν στη δημοσιότητα τα ονόματα διεφθαρμένων εφοριακών». Και πάλι ο κ. Δρυς, δηλώνει ότι «θα χρησιμοποιηθούν όλα τα μέσα για την είσπραξη φοροοφειλών που ξεπερνούν το ενάμισι τρισεκατομμύριο» (δραχμές είχαμε τότε, σήμερα απλώς μετράμε σε ευρώ τη φοροδιαφυγή).
Πάμε παρακάτω στου κακού τη σκάλα: Ουδεμία υπεύθυνη διευκρίνιση παρέχεται για τη διαχείριση των 5 δισ. που συγκεντρώθηκαν με το τέχνασμα του σπατόσημου. «Σχέδιο νομιμοποίησης 250.000 αυθαιρέτων για να αντληθούν πόροι προς κάλυψη των αυξημένων ταμειακών αναγκών» (παλιά μου τέχνη). «Υποπτο κύκλωμα δικαστών· κατηγορούνται για εμπλοκή σε υποθέσεις εκατομμυρίων». Εκθεση της «Διεθνούς Διαφάνειας» αναδεικνύει την Ελλάδα ευρωπαϊκή συμπρωταθλήτρια, μαζί με την Ιταλία και την Ισπανία (στο άθλημα πάντως της μίζας που δίνουν οι επιχειρήσεις σε πολιτικούς για να προωθήσουν τη δουλίτσα τους, πρωτεύει η Γερμανία). Και στα ψιλά: «Φραγμένα τα φρεάτια της ΕΥΔΑΠ» (πότε ακριβώς είχε βγει η κ. Παπανδρέου με γαλότσες και νιτσεράδα;). «Νυστέρι στην αγορά φαρμάκων». «Υπολειτουργούν οι δασικές και πυροσβεστικές υπηρεσίες. Κίνδυνος για τα δάση η ανεπάρκεια των μηχανισμών πρόληψης και καταστολής των πυρκαγιών» (μπα, λάθεψαν οι κινδυνολόγοι, ούτε στρέμμα δάσους δεν κάηκε έκτοτε). Τέλος (;): Σύμφωνα με έρευνα της Νομικής Σχολής, το 1996 το 19,41% των συντάξεων του ΙΚΑ ήταν αναπηρικές, ενώ στον ΟΓΑ οι αναπηρικές έφταναν το 25,34% (μα σε πόσους πολέμους συμμετείχαμε δίχως να το ξέρουμε;).
Διαφθορά, σπατάλη, ανοργανωσιά, διαπλοκή, πελατειακό σύστημα... Λαϊκότροπα, θα κατέληγε κανείς στο συμπέρασμα «Τι ’χες Γιάννη, τι ’χα πάντα». Επί το λογοτεχνικότερον, θα αποφαινόταν «ουδέν νεότερον από το ελληνικό μέτωπο». Και στη μια και στην άλλη περίπτωση πάντως την ίδια αίσθηση θα είχε: ότι ο χρόνος λίμνασε, κι ο ίδιος βρίσκεται βουλιαγμένος μες στο τέλμα του, χωρίς ανάσα.

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ
''ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ''
16-5-2010

(Ο τίτλος, οι υπογραμμίσεις και η εικονογράφηση των αναρτήσεων γίνονται με ευθύνη του blogger)