1930 το 2010
1930 το 2010
Ογδόντα χρόνια μετά τη σπαρακτική κρίση του 1930, η ιστορία επαναλαμβάνεται: όμως όχι σαν φάρσα, αλλά σαν μια δεύτερη τραγωδία, ωσάν η πρώτη να μην υπήρξε ποτέ, αφού τα συμπεράσματά της αγνοούνται ακόμη και στα εγχειρίδια.
Παρά την τρέχουσα παγκόσμια κρίση, οι κυβερνήσεις, με ποδηγέτηση των τραπεζών, εξωθούν τις οικονομίες σε βαθύτερο αδιέξοδο, με πρόσθετη λιτότητα, περικοπές δαπανών, μισθών, συντάξεων. Ενώ η κρίση εμφανίστηκε παντού ως υστέρηση ζήτησης έναντι της παραγωγής, εν τούτοις γενικεύονται σήμερα πολιτικές επιλογές που συρρικνώνουν ακόμη περισσότερο τη ζήτηση, με πρόσχημα την καταπολέμηση ελλειμμάτων και την υποθετική αποκατάσταση εμπιστοσύνης των αγορών χρήματος. Για τις δυτικο-ευρωπαϊκές κοινωνίες, το εγχείρημα αποβαίνει αδιέξοδο και αυτοκαταστροφικό: καταλύονται σήμερα κοινωνικές και θεσμικές προϋποθέσεις του δημοκρατικού πολιτεύματος, το κοινωνικό κλίμα δηλητηριάζεται, με συνέπεια ουδείς δείκτης εμπιστοσύνης να βελτιώνεται. Η μεταπολεμική εμπειρία ταχύρρυθμης ανάπτυξης διδάσκει ότι το κλίμα εμπιστοσύνης ισχύει ταυτόχρονα για όλες τις τάξεις: δεν είναι δυνατόν η εμπιστοσύνη της μιας να βασίζεται στον φόβο και πανικό των υπολοίπων. Εάν ο καπιταλισμός απέκτησε ιστορικά λαϊκά ερείσματα, αυτό το οφείλει στην εξασφάλιση απασχόλησης, σχετικής ευημερίας και δημοκρατίας για το σύνολο των πολιτών. Εάν σήμερα αυτή η ικανότητά του αναστέλλεται, εάν η απασχόληση και η ευημερία παραχωρούν τη θέση τους σε μαζική ανεργία και δυσπραγία μεγάλης κλίμακας, η δημοκρατία αναιρείται, ο καπιταλισμός χάνει νομιμοποίηση και λαϊκά ερείσματα.
Οσο οι προβλέψεις για την οικονομία χαμηλώνουν τόσο οι κοινωνικές διαμάχες οξύνονται και ο πυρετός ανέρχεται. Στην Ευρώπη επικρατεί «μετεωρολογική αντίληψη» της οικονομίας: ατελείωτες θυσίες, υπό την ατεκμηρίωτη υπόθεση ότι, με την αναίρεση του κοινωνικού κράτους, βελτιώνεται η εμπιστοσύνη των κεφαλαιούχων. Ο βρετανικός «Σάντεϊ Τέλεγκραφ» σημειώνει επιγραμματικά: «Δεν λέμε ότι πρέπει το κοινωνικό κράτος να μετατραπεί άμεσα σε αστυνομικό, όμως είναι γεγονός ότι η ιδέα του κοινωνικού κράτους ηχεί πλέον στην εποχή μας ως ιστορικά ξεπερασμένη. Για μέγιστο τμήμα του λαού, το κοινωνικό κράτος είναι πλέον συνώνυμο ανεπάρκειας, καταστολής, αυταρχισμού». Η «συντηρητική επανάσταση», που ευθύνεται για τη σημερινή κρίση και το διαγραφόμενο αδιέξοδο, σηκώνει σήμερα κεφάλι, λόγω του ιδεολογικού κενού της άλλης πλευράς, και προωθεί ακόμη περισσότερο διαβρωτικές επιλογές, ως δήθεν «θεραπευτική αγωγή» απεμπλοκής από το αδιέξοδο, στο οποίο η ίδια έχει καθηλώσει το παγκόσμιο σύστημα. Με την εμμονή στην επιλογή της παγκοσμιοποίησης, διαβάλλει την έννοια του κράτους-έθνους, αλλά και εκείνες της κοινωνίας και του κοινωνικού κράτους, όπως επίσης της συλλογικής δράσης, των εργατικών ενώσεων, των εθνικών διαπραγματεύσεων και εν τέλει των δημοκρατικών θεσμών, ακόμη και της απονομής δικαιοσύνης. «Ο λαός παραμένει αμαθής, μόνον οι ειδικοί γνωρίζουν, οι εξουσίες οφείλουν να επιλέγουν το σωστό, ανεξάρτητα από πολιτικό κόστος, δηλαδή ανεξάρτητα από τη λαϊκή αποδοκιμασία των επιλογών τους». Πώς αλλιώς δυσφημείται το πολιτικό σύστημα στη λαϊκή συνείδηση;
Το 1930 εξετιμάτο ότι 99% των κεφαλαίων στην ηπειρωτική Ευρώπη, με επίκεντρο τη Γερμανία, είχαν μετεγκατασταθεί στη χρηματοπιστωτική σφαίρα και μόνον 1% παρέμεναν στην παραγωγική. Η μαζική ανεργία έπληττε κατ' εξοχήν κλάδους αιχμής, που είχαν, όπως και σήμερα, περισσότερο «παγκοσμιοποιηθεί». Με δόγμα την άμεση καταπολέμηση των ελλειμμάτων, με την επιλογή του αποπληθωρισμού (deflation) προς ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της πραγματικής αξίας του νομίσματος, η οικονομική πολιτική των κυβερνήσεων διεσφάλιζε υψηλές χρηματικές αποδόσεις, αλλά με απαράκαμπτο τίμημα την καταστροφή της παραγωγικής οικονομίας. Παράλληλα, πυροδοτούσε την αποδόμηση των κοινωνιών, την εξαθλίωση εκατομμυρίων εργατικών οικογενειών, εκτρέφοντας κοινωνική αντίδραση που θα επέστρεφε με τη μορφή του ναζισμού. Το κοινωνικό χάος, η δυσφήμηση της αριστεροδεξιάς πολιτικής συναίνεσης οδήγησαν σε κοινωνική απόγνωση και μαζική αντιδημοκρατική ριζοσπαστικοποίηση, με ορόσημο την παράδοση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης στον Χίτλερ τον Φεβρουάριο του 1933.
Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα κυβερνούσε τη Γερμανία κατά το 1930-1932, όμως έθετε απόλυτη προτεραιότητα την προληπτική καταπολέμηση του πληθωρισμού, τις περικοπές δαπανών και μισθών, ανάγοντας τη μαζική ανεργία σε θετική προϋπόθεση εξισορρόπησης των ελλειμμάτων. Το Κ.Κ. Γερμανίας επαναλάμβανε με τη σειρά του αναλύσεις του μαρξιστή Ροδόλφου Χίλφερντιγκ, που στο παρελθόν θαύμαζε ο Λένιν: «Οποιος αναζητεί θεραπεία στην ασθένεια του καπιταλισμού δεν είναι μαρξιστής» και «η εργατική τάξη δεν είναι γιατρός του ετοιμοθάνατου καπιταλισμού». Μόνο μια μικρή ομάδα μελετητών των γερμανικών συνδικάτων, γύρω από τον ρωσικής καταγωγής Βλαδίμηρο Βοϊτίνσκι (1885-1960), διεκήρυσσε ότι η καταπολέμηση της κρίσης αρχίζει με την εξασφάλιση απασχόλησης στους ανέργους. Πριν από τους Ρούζβελτ και Κέινς, διεκδίκησαν πολιτική παγκόσμιας ανάκαμψης με διεθνή συντονισμό και, εν αδυναμία διεθνούς συνεννόησης, μεγάλα δημόσια έργα στη Γερμανία, χρηματοδοτούμενα με χρήμα πέραν των αντικρισμάτων χρυσού της χώρας. Οι Σοσιαλδημοκράτες απέρριψαν τις προτάσεις, διαβλέποντας σε αυτές κίνδυνο πληθωρισμού και εν δυνάμει πορεία ρήξης της Γερμανίας με τη διεθνή κοινότητα. Το Κ.Κ. τις απέρριψε επίσης ως «μεταρρυθμιστικές» και «μικροαστικές». «Τα τρόφιμα σαπίζουν στις αποθήκες, ενώ Γερμανοί πεθαίνουν από πείνα», απορούσε ο Φριτς Μπάαντε, μέλος των «Μεταρρυθμιστών», στιγματιζόμενος ως «ηλίθιος» από το Κ.Κ. Αλλος επίσης «ηλίθιος» ήταν ο Φριτς Τάρνοβ, ο οποίος υποστήριξε ότι «οι χαμηλοί μισθοί καταδικάζουν την οικονομία σε υπολειτουργία και μόνον οι υψηλοί μισθοί τής εξασφαλίζουν υψηλό δυναμισμό». Εν τούτοις, στις ΗΠΑ, τρίτος «ηλίθιος», ονομαζόμενος Χένρι Φορντ, επρόκειτο να σφραγίσει με «ηλιθιότητα» και φυσικά με το αζημίωτο την υψηλότερη ανάπτυξη στην ιστορία του καπιταλισμού. Η επαχθής «καυτή πατάτα» της απασχόλησης εκχωρήθηκε τελικά στους ναζί και αυτοί επελήφθησαν του προβλήματος μέσω κρατικών δαπανών προς πολεμικές βιομηχανίες. Ποιος από τους Γερμανούς και Ευρωπαίους πρωταγωνιστές και κομπάρσους της εποχής εκείνης μπορεί να ισχυριστεί ότι παρέμεινε αθώος και αμέτοχος της τραγωδίας που ακολούθησε;
Του ΚΩΣΤΑ ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΥ
''Ελευθεροτυπία''
30 Ιουλίου 2010