Πικρές αλήθειες ...
Του ΣΠΥΡΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Πικρές αλήθειες
Ευδιάθετοι επιστρέφαμε στην Αθήνα από σύντομες διακοπές του Δεκαπενταύγουστου.
Η κίνηση στους δρόμους ήταν εξαιρετικά πυκνή, ενώ πολλοί οδηγοί φαίνεται πως ηδονίζονταν με παράτολμες και επικίνδυνες ταχύτητες και προσπελάσεις. Αυτή η άναρχη επιδρομή πλήθους πανάκριβων αυτοκινήτων παρακίνησε στην απορία από ποια άραγε εισοδήματα να καλύφθηκε η αγορά τους. Η απάντηση με ξάφνιασε: «Από την ίδια πηγή που χρηματοδότησε την αγορά και του δικού σου τροχοφόρου»! Στην εύθικτη εναντίωσή μου, ότι το δικό μου αμάξι πληρώθηκε από τις οικονομίες πολυετών μισθών και συντάξεων, η απάντηση που πήρα με ξάφνιασε ακόμη περισσότερο: «Και πού τα βρήκε το κράτος για να σου πληρώνει μισθούς και συντάξεις; Δεν έχεις ακούσει ότι από το 1989 σταθερά οι ελληνικές κυβερνήσεις πληρώνουν μισθούς και συντάξεις με δανεικά από το εξωτερικό;». Η αλήθεια είναι ότι, ώς πριν από λίγους μήνες, αγνοούσα αυτήν την καμομοιριά. Και υποθέτω ότι εξίσου απληροφόρητοι ήταν και οι περισσότεροι τρόφιμοι του δημόσιου ταμείου. Οι εκάστοτε κυβερνήτες μας, ευέλικτοι, εξασφάλιζαν την εκλογή ή και επανεκλογή τους, ενθαρρύνοντάς μας αναιδώς να δανειζόμαστε από τις τράπεζες, να παίζουμε (όσοι ανόητοι παρασύρθηκαν και έπαιζαν) στο Χρηματιστήριο, να ξοδεύουμε αφειδώς σε καταναλωτικά αγαθά, να σπαταλάμε ασκόπως, ενώ το δημόσιο χρέος συνεχώς διογκωνόταν και μας έφερνε όλο και πιο κοντά εδώ που, ανύποπτοι, ξυπνήσαμε την επιούσα των βουλευτικών εκλογών, πριν από δέκα μήνες. Τώρα γνωρίζουμε: ζούμε με δανεικά. Και το χρέος συνεχώς διογκώνεται, παρά την υπαγωγή της χώρας μας κάτω από διεθνή έλεγχο. Το σημερινό δημόσιο χρέος μας είναι 300 δισεκατομμύρια ευρώ. Και δείχνει ότι, σε πέντε χρόνια, θα έχει ανέβει στα 450. Κάτι που -αναπότρεπτα- πειθαναγκάζει σε μία από τις δύο προσεχείς καταλήξεις: είτε στην επί πολλές δεκαετίες καθήλωση εκεί που μας έχει πειθαναγκάσει η διεθνής αυστηρή εποπτεία, είτε στην πανηγυρική κήρυξη της χρεοκοπίας, με κατασχέσεις και πλειστηριασμούς της δημόσιας περιουσίας, έτσι όπως την προβλέπει το Μνημόνιο, με την αναμενόμενη αποσάθρωση της εσωτερικής δημόσιας τάξης.
Επί δύο αιώνες σταθήκαμε ανίκανοι να ξεπεράσουμε τον άκρατο ατομισμό μας και να φτιάξουμε κράτος με ευρωπαϊκές προδιαγραφές. Φυσικά, μπροστάρης σ' αυτή την αθλιότητα υπήρξε σταθερά η άρχουσα τάξη τής κατ' ευφημισμόν λεγόμενης πολιτικής, της συνδικαλιστικής, ακόμη και της κατ' επίφαση πνευματικής ηγεσίας του έθνους. Οπωσδήποτε όμως έχουμε βιώσει και χειρότερες καταστάσεις, με κορυφαία την ιταλική και γερμανική Κατοχή - τότε που είχαμε στερηθεί ακόμη και το ψωμάκι. Μια φρίκη πείνας και εξαθλίωσης, που τα παιδιά και τα εγγόνια μας αδυνατούν να κατανοήσουν, όταν οι παλαιότεροι διηγούμαστε τις κακουχίες εκείνης της εποχής. Οπωσδήποτε όμως, όσοι διαμορφώσαμε ήθος υπομονής και ελπίδας μέσα από τη φρίκη της Κατοχής, μπορούμε τώρα και προσπερνάμε αδιάφοροι τις απειλές της σύγχρονης ρητορείας των συνδικαλιστών, που νομίζουν πως μας τρομάζουν, πότε με αδυναμία προμήθειας βενζίνης και πότε πως θα μας βυθίσουν στο σκοτάδι, αν θιγούν τα προκλητικά προνόμια με τα οποία επί δεκαετίες τούς κακόμαθε ο εξίσου ληστρικός πολιτικός κόσμος της χώρας. Εχουμε επιβιώσει στα χρόνια της Κατοχής με μαγκάλι και λάμπα πετρελαίου! Θα μου λείψει η δυνατότητα να εργάζομαι στον υπολογιστή μου. Αλλ' αυτό δεν είναι λόγος να στηρίξω τους αναιδείς συνδικαλιστικούς εκβιασμούς!
Θυμάμαι τον Νίκο Α., έναν ανήσυχο συμφοιτητή μου, που τότε συχνά αποφαινόταν πως «αυτός ο τόπος χρειάζεται βούρδουλα και Μάο Τσε Τουνγκ»! Φυσικά, καμία βία και κανένα νταηλίκι δεν έφεραν την ποθητή Αλλαγή. Ο τόπος έχει ανάγκη από την αγάπη και την αλληλεγγύη των πολιτών του. Αυτό, προπαντός, μας λείπει. Οχι μόνο περιστασιακά, αλλά και στις σταθερές συμπεριφορές μας. Οσες φορές στο παρελθόν, όπως ανάμεσα 1940-44, υπήρξε -ασφαλώς όχι καθολική, οπωσδήποτε όμως εκτεταμένη- διάθεση ομοψυχίας και αλληλεγγύης για κοινό αγώνα αντίστασης, το έθνος, όχι μόνο επιβίωσε, αλλά και μεγαλούργησε. Ομως αυτή η διάθεση εξανεμίστηκε πάνω στις ακρότητες του Εμφυλίου Πολέμου και της ροπής για διαρπαγή, που καλλιεργήθηκε στα χρόνια της ειρήνης. Επί πολλούς αιώνες ο ελληνικός λαός είχε ζήσει σε διαρκείς καταστάσεις ανασφάλειας και φτώχειας. Μέσα στο κλίμα αυτών των περιπετειών διαμορφώθηκε ο ψεύτικος χαρακτήρας τής καθ' υπερβολήν δουλοπρέπειας, όταν νομίζει ότι η χρεία το καλεί, και της πρόστυχης αδιαφορίας ή και κακολογίας, όταν ο χθεσινός πελιδνός ικέτης νομίζει πως δεν έχει πια ανάγκη τον ισχυρό προστάτη, που άλλοτε καλόπιανε ως ευεργέτη του. Σχέσεις άδολης φιλίας, στηριγμένης σε ανυπόκριτη εκτίμηση, δύσκολα επιβεβαιώνονται μέσα στη ροή του ελληνικού χρόνου. Το αποτέλεσμα είναι ότι ένας προδήλως ευφυής λαός, με ισχυρή αγωνιστική διάθεση ενώπιον συνεχών εναντιοτροπών της ζωής, καταλήγει να νιώθει απελπιστικά μόνος και ουσιαστικά άφιλος. Ούτε ο αυτοσεβασμός, μήτε η φρόνηση καλλιεργήθηκαν στον τόπο μας ως αρετές ικανές, αν όχι να μας χαρίσουν στιγμές ευτυχίας, τουλάχιστον να μας προστατεύουν πρωτίστως από τη δική μας έμφυτη ροπή για αρνητικότητα και καταφρόνεση των άλλων, με τους οποίους θα μπορούσαμε και θα έπρεπε να έχουμε και να καλλιεργούμε σχέσεις έντιμης φιλίας και συνεργασίας.
Αυτή την πραγματικότητα δείχνει ένα υπό έκδοση βιβλίο φίλου συναδέλφου, άλλοτε καθηγητή της Φιλοσοφίας σε ευφήμως γνωστό Πανεπιστήμιο της περιφέρειας, που με συγκίνηση διάβασα αυτές τις μέρες, προτού ακόμη να κυκλοφορήσει στα βιβλιοπωλεία. Καθώς λοιπόν διηγείται ο φίλος συγγραφέας, τελειώνοντας στο χωριό του, στη Μακεδονία, το Γυμνάσιο εκείνης της εποχής, αποσύρθηκε στο βουνό, όπου όλο τον χειμώνα έβοσκε τα πρόβατα του πατέρα του, με μοναδικό σύντροφο το άγριο τσοπανόσκυλο. Πολλές φορές τις νύχτες έπρεπε ν' αποκρούει με ρόπαλα και πέτρες τις επιδρομές πεινασμένων λύκων. Στο φως της ημέρας διάβαζε, παρέα με τα πρόβατα, με την ελπίδα το φθινόπωρο να δώσει εξετάσεις για τη Φιλοσοφική Σχολή. Το κατόρθωσε έναν χρόνο αργότερα, δίχως φροντιστήριο, μελετώντας παρέα με τα πρόβατα, και σταθερά αντιπαλεύοντας με τους πεινασμένους λύκους. Σπούδασε με υποτροφία, που πέτυχε με τις καλές επιδόσεις του, έτσι που, και πάλι με υποτροφίες, μπόρεσε και συνέχισε τις μεταπτυχιακές σπουδές του στη Φιλοσοφία, εδώ και στο εξωτερικό. Μα δεν έπαψε, ώς τα γηρατειά του, να αντιπαλεύει με άγριους λύκους. Οχι εκείνους που αντιμετώπιζε στα βουνά ως τσοπάνης, αλλά τους λύκους που σταθερά όρθωνε μπροστά του ο φθόνος των ομοτέχνων. Οχι μόνο αντιζήλων, μέσα στα γρανάζια της ακαδημαϊκής σταδιοδρομίας, αλλ' ακόμη και τη φθονερή κακοήθεια προϊστάμενων πανεπιστημιακών δασκάλων. Πικρές αλήθειες, μέσα στη σταθερά φαρμακωμένη και άφιλη ελληνική πραγματικότητα.
Του ΚΩΣΤΑ Ε. ΜΠΕΗ
''ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ''
25 Αυγούστου 2010