Το «όραμα» να γίνει η Ελλάδα Σιγκαπούρη...
Έργο του Κώστα Γραμματόπουλου:
''Αιγαίο''
Το «όραμα» να γίνει η Ελλάδα Σιγκαπούρη...
Tου Χρήστου Γιανναρά
O πολιτικός λόγος, στην ιστορική διαδρομή του ελλαδικού εθνικού κρατιδίου, είχε πάντοτε στοιχεία πατριωτισμού: Αναφορές στην Ιστορία, στην αδιάκοπη συνέχεια του Ελληνισμού, στον πολιτισμό που αυτός γέννησε, σε άθλους συλλογικούς, σε ονόματα σοφών και ηρώων. Ηταν αυτονόητος ο πατριωτικός χαρακτήρας του πολιτικού λόγου, δεν ξεχώριζαν οι «συντηρητικοί» από τους «προοδευτικούς» ως προς αυτό το γνώρισμα.
Εξάλλου το ίδιο συνέβαινε (και συμβαίνει) σε όλα τα «πεφωτισμένα και λελαμπρυσμένα της Εσπερίας έθνη» – με εξαίρεση μειονότητες παγιδευμένων στον ψυχαναγκασμό του μαρξιστικού διεθνισμού. Οι κοινωνίες που υιοθέτησαν τις αρχές του Διαφωτισμού για τη συγκρότηση έθνους - κράτους, διατηρούν στον πολιτικό λόγο, αυτονόητα, εμφατικές αναφορές στην εθνική τους ιδιαιτερότητα. Δεν είναι μόνο ορθολογική προϋπόθεση λειτουργικής συνοχής της συλλογικότητας, είναι και βασική ψυχολογική ανάγκη του ανθρώπου η βιωματική αίσθηση λώρου καταγωγής και συνέχειας η συνείδηση ριζών.
Το αυτονόητο πατριωτικό στοιχείο του πολιτικού λόγου στην Ελλάδα εξέλιπε το 1974. Το πολιτικό σύστημα βάλθηκε να αποποιηθεί οπωσδήποτε το παρελθον της χώρας, ιστορία, προγόνους, πολιτισμική ετερότητα, αν ήταν δυνατόν και τη γλώσσα των Ελλήνων. Μέθυσε με το όραμα να γίνει η Ελλάδα η Σιγκαπούρη της Μεσογείου: Κράτος - αγορά με διεθνοποιημένους όρους οργάνωσης και διαβίωσης, πειθήνιο στις οποιεσδήποτε απαιτήσεις του οποιουδήποτε αρκεί να αποφέρουν πλούτο, αφού όραμα μοναδικό, κοινωνικό και πολιτικό, ήταν η μεγιστοποίηση της καταναλωτικής ευχέρειας όλων.
Ορατή αφορμή της παθιασμένης επιλογής του τριτοκοσμικού μοντέλου στάθηκε η εφτάχρονη δικτατορία των συνταγματαρχών: Ταύτισε στις συνειδήσεις τον πατριωτισμό (γλώσσα, ιστορία, αίσθηση πατρίδας, αίσθηση του ιερού) με τον εθνικισμό στην πιο αποκρουστική και γελοία μορφή του. Το πώς συντελέσθηκε αυτή η ταύτιση, αξίζει εξειδικευμένη έρευνα.
Το αποτέλεσμα πάντως ήταν ότι μια ασήμαντη κοινωνική μειονότητα, των ψυχαναγκαστικών του μαρξιστικού διεθνισμού, κολλέγιασε με την επαρχιώτικη μειονεξία των απογόνων του κοραϊκού εκστασιασμού για τη Δύση. Και ο αφελληνισμός του Νεοέλληνα έγινε κατηγορική προστακτική, κυρίαρχη εξουσιαστική ιδεολογία, ταυτίστηκε με τον «εκσυγχρονισμό», την «πρόοδο» της χώρας.
Ο συνασπισμός της «Αριστεράς» και της «προόδου» κυβέρνησε (κυριολεκτικά) τη χώρα μετά το 1974 και την κυβερνάει, με όποιο κόμμα κι αν φέρνει στη βιτρίνα της εξουσίας ο λαός. Η ιδεολογία του συνασπισμού Μαρξιστών και Κοραϊκών, η ηθική του, οι πολιτικές πρακτικές του είναι ένας συνεπέστατος μηδενισμός: επιδίωξη καταναλωτικής ευωχίας, έστω και με εξωφρενικό, εγκληματικό υπερδανεισμό, εγωκεντρική απληστία, παγιωμένη κοινή συνείδηση ότι «όλα επιτρέπονται». Μεταπηδάμε από κόμμα σε κόμμα μόνο για να παραμένουμε στη δημοσιότητα, καταληστεύουμε το κοινωνικό χρήμα από χρυσαμειβόμενα κομματικά μετερίζια στον κρατικό μηχανισμό. Ομως, στον «κοινωνικό στίβο» των καφενείων του Κολωνακίου αναδειχνόμαστε όλοι «αριστεροί». Και συναποφασίζουμε διακομματικά, ποιον από την παρέα θα εκθειάσουμε ως υποψήφιο δήμαρχο, ποια στήριξη θα προσφέρουμε (ομόφωνα) στην αγωνιστική πρωτοπορία των επιτελών του υπουργείου Παιδείας για να επιτευχθεί με συνέπεια ο αφελληνισμός της ελλαδικής νεολαίας.
Αντίλογοι και διαμαρτυρίες ξεμυτίζουν, αλλά καταγγέλλουν την κομματική βιτρίνα, όχι το διακομματικό διευθυντήριο στο παρασκήνιο, όχι τον μηδενισμό. Και εξουδετερώνονται άνετα οι διαμαρτυρίες με τη ρετσινιά του «εθνικιστή», του σχεδόν ακροδεξιού, του περίπου φασίστα. Ανετα, αφού δεν υπάρχει αντιπρόταση στον μηδενισμό, ο πατριωτισμός έσβησε μέσα στη χλεύη για τη γελοιοποίησή του από τη δικτατορία. Αντιπρόταση δεν υπάρχει: όλοι οι μπροστάρηδες του τόπου, πρόεδροι Δημοκρατίας, πρωθυπουργοί, κομματικοί αρχηγοί, αρχιεπίσκοποι μιλάνε τη γλώσσα των οικονομικών προτεραιοτήτων και της χρηστικής ωφελιμοθηρίας, γλώσσα του Ιστορικού Υλισμού. Μιλάνε τη γλώσσα που θέλει την Ελλάδα Σιγκαπούρη, αφελληνισμένο Ελλαδιστάν.
Ισως όσοι αρνούνται τον μηδενισμό της μεταπολίτευσης, να είναι οι περισσότεροι. Αλλά μένουν παγιδευμένοι στα παραπλανητικά επιφαινόμενα: ελπίζουν ακόμα στο ΠΑΣΟΚ, στον ανελλήνιστο λόγο της παρακμιακής μικρόνοιας, στη Ν.Δ. που συνεχώς αυτοεξευτελίζεται, γιατί δεν ξέρει να μετανοήσει. Δεν υποψιάζονται ότι το καρκίνωμα, που γέννησε τη χρεοκοπία και το «μνημόνιο», είναι ο μηδενισμός των αφελληνισμένων, αραχτός στα «σικάτα» στέκια. Οτι το πρόβλημά μας είναι να ξαναδώσουμε «νόημα» στον πατριωτισμό.
Ο εθνικισμός είναι συμφορά, γιατί ψευτίζει και διαστρέφει τον πατριωτισμό, τον αλλοτριώνει σε ιδεολογία. Δεν πρόκειται πια για βιωμένη οικειότητα πατρίδας, δεσμούς καταγωγής και συνέχειας, αισθητές σχέσεις μετοχής σε διαχρονικά αυτονόητα. Ο εθνικισμός αναπληρώνει τη βιωματική εμπειρία με ναρκισσιστικές ψυχολογικές εγκυστώσεις, που τις εμφανίζει σαν πεποιθήσεις, και μάλιστα εξαναγκαστές κατά πάντων. Επιστρατεύει προπαγανδιστική χρήση της Ιστορίας, ντοπάρισμα με επιθυμητές ψευδαισθήσεις. Καυχήσεις, κούφια έπαρση, απαιτήσεις να εισπράττει ο εγωκεντρισμός προνομίες και τον κοινό θαυμασμό για κατορθώματα άλλων, των προγόνων.
Ο πατριωτισμός, το ακριβώς αντίθετο: Κοινωνικό (κοινωνίας) γεγονός, άθλημα μετοχής, δηλαδή αυθυπέρβασης. Μετοχή και ανάληψη ευθύνης για τη διαχείριση επιτευγμάτων σοφίας και αρετής που μεταβιβάζονται μόνο εμπειρικά: με το γάλα της μάνας, την «υποταγή στη γλώσσα» (Σολωμός). Κριτήριο για να ξεχωρίζουμε τον αυθεντικό πατριωτισμό από την εθνικιστική καπηλεία, είναι το ίδιο, ένα και μοναδικό, που βεβαιώνει πάντοτε την ποιότητα: η ανιδιοτέλεια.
Οι χοντροκοπιές της δικτατορίας ίσως βοήθησαν να διακρίνουμε ότι ο πατριωτισμός του πολιτικού λόγου, η ελληνικότητά του, ακόμα και στις κορυφαίες κάποτε περιπτώσεις του Τρικούπη, του Βενιζέλου, του Παπαναστασίου, του Μεταξά, μάλλον απηχούσε έναν κομψό και ειλικρινή, αλλά σαφώς μεταπρατικό εθνικισμό – έβλεπε την Ελλάδα με τα ματογυάλια της Δύσης. Η λαϊκή αυθεντικότητα του Πλαστήρα ή η οραματιστική οξυδέρκεια του Ιωνος Δραγούμη δεν άρκεσαν για να γονιμοποιήσουν διευρυμένης αποδοχής κριτήρια πατριωτισμού. Και αργότερα, η συναρπαστική ελληνικότητα των αναζητήσεων της γενιάς του ’30, δεν άγγιξε ποτέ τον πολιτικό λόγο.
Tου Χρήστου Γιανναρά
ΠΗΓΗ: