Στους αγώνες η διέξοδος.
Στους αγώνες η διέξοδος.
Η επικείμενη σύνοδος κορυφής είναι εξαιρετικά κρίσιμη.
Η ατζέντα των θεμάτων αλλά και η κατεύθυνση των εισηγήσεων, αντί να απαντούν στα πραγματικά προβλήματα που ανέδειξε η κρίση, αναζητούν μηχανισμούς αυστηρότερης πειθαρχίας και τιμωρίας όσων αποκλίνουν από την κυρίαρχη γραμμή, που ωστόσο είναι η ίδια που οδήγησε στην κρίση.
Το πιο άμεσο όμως και επείγον είναι να αποτραπεί η θεσμοθέτηση του μηχανισμού ελεγχόμενης πτώχευσης ή διαχείρισης κρίσεων, όπως είναι η επίσημη ονομασία του.
Ο μηχανισμός αυτός όχι μόνο δεν «τιμωρεί» τους δανειστές, όχι μόνο δεν τους επιβάλλει κάποιο μερίδιο από το κόστος της κρίσης, όπως παραπλανητικά λέγεται, αλλά μεγιστοποιεί τη δύναμη και τον ρυθμιστικό τους ρόλο και τους εξασφαλίζει δυνατότητες μεγαλύτερων κερδών μέσα από τοκογλυφικά επιτόκια και κερδοσκοπικά παιχνίδια.
Αν και οι λεπτομέρειες δεν είναι γνωστές, φαίνεται πως μια από τις πρόνοιες του νέου μηχανισμού είναι πώς τα νέα ομόλογα που θα εκδίδονται θα υπόκεινται σε μια αυτόματη, λίγο πολύ, διαδικασία «κουρέματος», μείωσης δηλαδή της ονομαστικής τους αξίας, στην περίπτωση που η εκδότρια χώρα βρεθεί σε δυσκολία να εξυπηρετήσει το χρέος της. Γνωρίζοντας αυτό, οι δανειστές θα τιμολογούν από τα πριν τον κίνδυνο ενός τέτοιου ενδεχομένου, με αποτέλεσμα τη γενική άνοδο των επιτοκίων δανεισμού και τη θεσμοθετημένη διαφοροποίησή τους. Ετσι, οι χώρες με τα πιο ασφαλή ομόλογα και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματά τους θα μπορούν να δανείζονται από τις διεθνείς αγορές με χαμηλά επιτόκια, π.χ. 2,5%, και να δανείζουν τις λιγότερο ασφαλείς χώρες με επιτόκιο 5%, 6% ή και 10%. Υπό τον ουδέτερο τίτλο «διαχείριση κρίσεων» δημιουργείται λοιπόν ένας ακόμη μηχανισμός αναδιανομής, εις βάρος των αδύναμων οικονομιών.
Θύματα ενός τέτοιου μηχανισμού δεν θα είναι μόνο η υπερχρεωμένη Ελλάδα αλλά και χώρες όπως η Ισπανία ή η Ιταλία και δεν είναι τυχαίο που ο υπουργός Οικονομικών της τελευταίας, κ. Τρεμόντι, προσυπέγραψε με τον πρόεδρο του Eurogroup, κ. Γιούνγκερ άρθρο στους «Financial Times» (5/12/2010), με το οποίο τάσσονται υπέρ της δημιουργίας ενός κοινού φορέα δανεισμού της ευρωζώνης μέσω της έκδοσης ευρωομολόγων. Ο μηχανισμός λοιπόν αυτός, όπως προτείνεται, θα λειτουργεί ως μηχανισμός τιμωρίας και ταπείνωσης για τις ελλειμματικές χώρες και παρασιτικών κερδών για τις πλεονασματικές χώρες, γεγονός που θα οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερες αποκλίσεις στο εσωτερικό της ευρωζώνης.
Ομως δεν αρκεί η αποτροπή τέτοιων μηχανισμών τιμωρίας. Υπάρχουν κρίσιμα προβλήματα που απαιτούν ρύθμιση. Είναι αναγκαίοι λοιπόν μηχανισμοί άλλου τύπου για την πρόληψη των κρίσεων, αποτροπής των αδιεξόδων και αλληλεγγύης των λαών και όχι εκ των υστέρων τιμωρίας των θυμάτων των κρίσεων. Αυτό απαιτεί την αλλαγή του ρόλου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ώστε αυτή να μπορεί να λειτουργεί ως δανειστής ύστατης ανάγκης, να παρεμβαίνει στις αγορές ομολόγων και να μπορεί να χρηματοδοτεί χαμηλότοκα πανευρωπαϊκά προγράμματα για κοινωνικές, περιβαλλοντικές και αναπτυξιακές υποδομές. Η έκδοση ευρωομολόγων μπορεί να διασφαλίσει όρους φθηνότερου δανεισμού, αλλά αυτό δεν αρκεί αν δεν διαγραφεί ή δεν ακυρωθεί μέρος του συσσωρευμένου χρέους. Η μετατροπή μέρους των εθνικών χρεών σε κοινό ευρωπαϊκό χρέος σε ποσοστό 60%, όπως έχουν ήδη προτείνει ο ελληνας καθηγητής κ. Βαρουφάκης και άλλοι, θα μπορούσε να υπηρετήσει αυτή την προοπτική. Η επιβολή κοινών φόρων στις χρηματοπιστωτικές και άλλες συναλλαγές θα μπορούσε να ενισχύσει το μέγεθος και τις αναδιανεμητικές λειτουργίες του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού.
Τέτοιες και άλλες συναφείς διευθετήσεις θα μπορούσαν, εφόσον υλοποιηθούν, να αποτρέψουν τα χειρότερα. Ομως δεν θα αλλάξουν ριζικά τη νεοφιλελεύθερη και ταξική φύση της αρχιτεκτονικής του τελευταίου. Για να συμβεί αυτό απαιτείται ο κοινός αγώνας των ίδιων των εργαζομένων ενάντια στον μισθολογικό, τον κοινωνικό και τον φορολογικό ανταγωνισμό.
Η γενικευμένη λιτότητα, ο κοινωνικός πόλεμος ενάντια στους μισθούς και το κοινωνικό κράτος για να προστατευθεί η αξία του συσσωρευμένου πλούτου, η κοινότητα των προβλημάτων και των αναγκών σε όλη την κλίμακα της Ευρώπης, δημιουργούν, πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό, όχι μόνο την ανάγκη αλλά και τη δυνατότητα για έναν τέτοιο κοινό αγώνα.
Του ΓΙΑΝΝΗ ΔΡΑΓΑΣΑΚΗ
Πρώην βουλευτή του Συνασπισμού
'' Ελευθεροτυπία ''
12 Δεκεμβρίου 2010