25 Μαρτίου 1821:H ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ! Πραγματικότητα και μύθοι - 7 κείμενα
ΒΡΥΖΑΚΗΣ Θ.-Επανάσταση
1.
«Οι ιδέες δεν παράγουν επαναστάσεις, οι κοινωνικές συνθήκες, ναι»
Μια ελληνική ιστοριογραφία αποκαλύπτει τους ιστορικούς μύθους· μια άλλη όμως, κάποιες φορές, δέχεται τις αποκαλύψεις της προηγούμενης, δημιουργεί όμως νέους· και σήμερα.
Πολλοί υπόδουλοι Ελληνες λόγω της ανάπτυξης του εμπορίου στην Ανατολική Μεσόγειο σταδιακά μετατράπηκαν σε εμπόρους και ναυτικούς. Λιθογραφία του Friedel με Υδραίους ναυτικούς
Σήμερα ο πρώτος που ευλογεί τους ιστορικούς μύθους δεν είναι πια η Εκκλησία, όπως παλαιότερα, αλλά η ίδια η συγκεκριμένη ιστοριογραφία.
Τι είναι όμως ιστορικός μύθος; Προφανώς, ένα ιστορικό ψεύδος. Προσοχή όμως, δεν είναι μόνο γεγονός που κατασκευάστηκε από την αρχή χωρίς να έχει υπάρξει τίποτε στο παρελθόν. Οπως επίσης ιστορικός μύθος μπορεί να είναι η μισή αλήθεια, η απόκρυψη αλήθειας για κάποιο γεγονός· ακόμη και η εξαπάτηση, όπως να λέμε ότι η Επανάσταση του 1821 οφείλεται σε μια ιδέα! Και όπως εξαπάτηση είναι να κατασκευάζεις ένα κρυφό σχολειό, γύρω στο 1960, σε μοναστήρι κοντά στην Αθήνα, και να το επιδεικνύεις ως κρυφό σχολειό της Τουρκοκρατίας.
Ας επανέλθουμε στις ιδέες, για να πλησιάσουμε στο θέμα μας, που είναι η Επανάσταση του 1821. Από μόνες τους οι ιδέες δεν παράγουν τίποτε· προπάντων δεν παράγουν επανάσταση. Οι ίδιες είναι παράγωγο κάποιων πραγματικοτήτων· αυτές πάλι δεν είναι άλλο από την κοινωνία - τις κοινωνικές σχέσεις που λέγαμε παλαιότερα: από το είδος τους και το επίπεδο ανάπτυξής τους.
Μέσα σε μια κοινωνία παράγονται όλα και αυτά τα παραγόμενα τα μεταμορφώνουν, με τη σειρά τους, όλα.
Το εμπόριο στη Μεσόγειο
Για να αντιληφθούμε λοιπόν γιατί, πώς και τι είδους ήταν η Επανάσταση του 1821, οφείλουμε να μελετήσουμε την πορεία της ελληνικής κοινωνίας κατά τις προηγούμενες δεκαετίες. Θα μάθουμε τότε ότι οι Ευρωπαίοι, για το δικό τους συμφέρον, ανέπτυξαν το εμπόριό τους στην ανατολική Μεσόγειο και στον κατακτημένο ελληνικό χώρο, ότι αυτό το εμπόριο δεν μπορούσε να μη χρησιμοποιήσει και τους ντόπιους, ότι πολλοί Ελληνες άλλαξαν γι' αυτό επάγγελμα, ότι επίσης γι' αυτό άλλαξε η σύνθεση των καλλιεργειών, για να προσαρμοστούν στη ζήτηση του εξωτερικού εμπορίου, αυτό έβαλε τους υπόδουλους Ελληνες στη διαδικασία των μεταφορών, αύξησε την αγροτική και βιοτεχνική παραγωγή, για να ανταποκρίνονται στις ποσότητες που χρειάζονταν οι ξένοι έμποροι.
Επίσης, κυκλοφόρησε στην ελληνική αγορά χρήμα, σχηματίστηκε κέρδος και μικρός πλούτος και πολλοί υπόδουλοι Ελληνες άλλαξαν επάγγελμα -από αγρότης σε μεσίτη, από καλλιεργητής σε μεταφορέα εμπορευμάτων. Το τελευταίο έχει μεγάλη σημασία: οι παραγωγοί είναι προσανατολισμένοι πια στην παραγωγή εμπορεύματος. Διαμορφώθηκε μια αγορά πλήρως εκχρηματισμένη: ο ξένος έμπορος θα αγοράσει πρώτη ύλη, μαλλιά ας πούμε, θα τα στείλει στην υφαντουργία της χώρας του και θα τη φέρει πίσω να την πουλήσει ως μάλλινο ύφασμα· να πουλήσει το ύφασμα σε αγορά με συνεχώς ελαστικοποιούμενη απορροφητικότητα.
Η κοινωνική κινητικότητα ήταν εκτεταμένη· περισσότερο μετά τη Γαλλική Επανάσταση του 1789 και μάλιστα μετά την άνοδο του Ναπολέοντα και τους πολέμους που άνοιξε. Τότε, που ο γαλλικός εμπορικός στόλος, κυρίαρχος έως τότε στις ελληνικές θάλασσες, αποσύρθηκε, ενώ και με τους αλλεπάλληλους αποκλεισμούς, που στέρεψαν από προμήθειες τις ευρωπαϊκές αγορές, ο υπόδουλος Ελληνισμός βρέθηκε έτοιμος να επενδύσει στην παραγωγή καραβιών και στη διεξαγωγή εμπορίου απ' αυτά. Αυτές οι δραστηριότητες των Ελλήνων τροφοδότησαν τις ευρωπαϊκές αγορές: τα κέρδη ήταν τεράστια και συσσωρεύονταν.
Στην πανίσχυρη ομάδα εφοπλιστών και μεγαλεμπόρων που διαμορφώθηκε, προστέθηκαν και πραγματικά πολυάριθμες ομάδες βοηθητικών ομάδων, από ναυπηγούς και ναύτες έως ξυλοκόπους, έως αχθοφόρους, κατασκευαστές παξιμαδιών και μπακάληδες, που εξασφάλιζαν την τροφοδοσία των καραβιών.
Κοινωνική αναδιάταξη
Ολη η κοινωνία βρέθηκε στο τέλος του 18ου αιώνα σε αναδιάταξη - τα σημάδια του αστισμού ήταν περισσότερο από εμφανή και άρχισαν να διαμορφώνονται οι ιδεολογικές βάσεις του Ελληνισμού με στήριγμα τη διδασκαλία του Διαφωτισμού και το κήρυγμα της Γαλλικής Επανάστασης· όλα μαζί οδήγησαν στη διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης, ενώ ο υπόδουλος Ελληνισμός είχε στραμμένα τα βλέμματα στη Δύση αποκλειστικά, εκτός από την επίσημη Εκκλησία.
Ο Ελληνισμός βρίσκεται πλέον στην Ευρώπη, κουβαλώντας στις πλάτες του το ένδοξο αρχαίο παρελθόν, ενώ έχει συνδεθεί με τον παροικιακό Ελληνισμό. Ο τελευταίος, συμμέτοχός της, παρακολούθησε την πολύμορφη ανάπτυξη του υπόδουλου κομματιού. Εκείνος θα αρχίσει και θα προχωρήσει την έκδοση κοσμικού βιβλίου, εφημερίδων, μεταφρασμένων ευρωπαϊκών βιβλίων.
Ωστε, το 1803, ο Αδαμάντιος Κοραής μίλησε στο φημισμένο College de France για την «πολιτισμένη» κατακτημένη Ελλάδα, για την ανάπτυξη της ναυτιλίας και του εμπορίου, για την αυριανή Ελλάδα που θα γίνει ένα ευρωπαϊκό κράτος.
Στην πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα, όλες οι νέες οικονομικές δραστηριότητες των υπόδουλων Ελλήνων γνώρισαν την κορύφωσή τους· την ώρα που ο αριθμός των σχολείων αύξανε, τα νέα μαθήματα, τα διαφωτισμένα, η φυσική και η χημεία εισάγονταν σ' αυτά, για να προκαλέσουν την μήνιν του Πατριαρχείου· την ώρα που βιβλία και εφημερίδες ενίσχυαν την ενημέρωση και την ιδεολογική βάση της νεαρής ακόμη αστικής τάξης· την ώρα που η «Ελληνική Νομαρχία» του Ανώνυμου καυτηρίαζε σκληρά αναχρονιστικές αντιλήψεις και πρακτικές και οι μυστικές εταιρείες κάτι ήθελαν να πουν για τις αλλαγές που έχουν συμβεί στον υπόδουλο Ελληνισμό· την ώρα, τέλος, που η ελληνική αστική τάξη έβρισκε τον προστάτη της στην ελληνική αρχαιότητα: δεν είμαστε οι υποδουλωμένοι ραγιάδες· είμαστε η συνέχεια των ένδοξων αρχαίων Ελλήνων· να, τα καράβια μας τα λένε Αρη, Ποσειδώνα, Θεμιστοκλή· αλλά και Παναγία.
Από τις αρχές της δεύτερης δεκαετίας όμως, όταν φάνηκε ότι ο Ναπολέων όδευε ολοταχώς στην ήττα, οι ευρωπαϊκές αγορές άρχιζαν να απεγκλωβίζονται και οι εθνικές ναυτιλίες των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών να επιστρέφουν στην ανατολική Μεσόγειο. Η ελληνική ναυτιλία, χωρίς κρατική προστασία, με το κράτος «της», την Οθωμανική Αυτοκρατορία, να μην την έχει ποτέ θεωρήσει δική του ναυτιλία, γιατί λειτουργούσε με φεουδαρχικές λογικές, δεν ήταν δυνατό να αντέξει στον ανταγωνισμό. Εμπόριο και ναυτιλία βρέθηκαν σε κρίση, που συμπαρέσυρε καθετί όφειλε την ανάπτυξή του στις νέες αυτές οικονομικές δραστηριότητες.
Στα πρώτα χρόνια της κρίσης ιδρύθηκε η Φιλική Εταιρία (1814) μια μυστική συνωμοτική οργάνωση, με σκοπό να προετοιμάσει την επανάσταση των Ελλήνων· και όσο η κρίση βάθαινε τόσο οι μυήσεις στη Φιλική Εταιρία πύκνωναν. Ο υπόδουλος Ελληνισμός γρήγορα δοκίμασε εκτεταμένη ανεργία, φτώχεια, κοινωνική έκπτωση, με μεγάλα συσσωρευμένα κεφάλαια ανενεργά· βρέθηκε σε αδιέξοδο.
Από τη στιγμή που ο Ελληνισμός βρέθηκε με το όπλο στο χέρι, οι κυριότεροι σταθμοί είναι, πρώτα πρώτα, η Προκήρυξη του Αλέξανδρου Υψηλάντη, δηλαδή της Φιλικής Εταιρίας, με το ιδεολογικό στίγμα της Επανάστασης - το μανιφέστο της.
Κατόπιν, η Εγκύκλιος της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου, που αφόριζε, όχι μόνον τον Αλ. Υψηλάντη, όπως κάποια ιστοριογραφία ισχυρίζεται, αποκρύπτοντας την αλήθεια, αλλά την ίδια την Επανάσταση.
Ακολουθεί η «διεθνοποίηση», από την πρώτη ημέρα, της Επανάστασης, με την πρόσκληση προς όλες τις ευρωπαϊκές χώρες να συνδράμουν τους επαναστατημένους Ελληνες, κάτι σαν ανταπόδοση του χρέους τους για τα φώτα που έλαβαν από τους αρχαίους προγόνους τους.
Θα παρακολουθούμε σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης τη στρατιωτική ιδιοφυΐα τού Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και την πολιτική τού Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου.
Επανάσταση και εξουσία
Σταθμός είναι οι εμφύλιοι πόλεμοι, που δεν πρέπει να αποδοθούν στην «προαιώνια» έφεση των Ελλήνων για διχόνοια, σάμπως να είναι στο DNA τους, αλλά στην αλήθεια ότι δεν υπάρχει επανάσταση στην Ιστορία, που να μη γέννησε εμφύλιο πόλεμο, καθώς κάθε επανάσταση παράγει εξουσία.
Τα δάνεια από την Αγγλία προμήνυαν την απελευθέρωση, ενώ το Ναβαρίνο δεν σήμαινε παρά την επιτυχία της εξωτερικής πολιτικής της Επανάστασης να προκαλέσει την ανταγωνιστική στρατιωτική επέμβαση των μεγάλων της Ευρώπης υπέρ των Ελλήνων.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΡΕΜΜΥΔΑΣ
Ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Νικηφόρος Λύτρας
-Κ.Κανάρης κατά τουρκικής ναυαρχίδας
Το 1995 κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ η μελέτη του ιστορικού και κοινωνιολόγου James Loewen, «Lies my teacher told me. Everything your American history textbook got wrong». Το βιβλίο προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις στις ΗΠΑ, υπήρξε όμως η αφετηρία για έναν γόνιμο διάλογο σχετικά με τη διδασκόμενη σχολική Ιστορία και το περιεχόμενό της.
Πολύ μεγάλο μέρος των σχετικών αναλύσεων επικεντρώθηκαν στους μύθους που τα σχολικά εγχειρίδια Ιστορίας αναπαράγουν, καθώς και τη χρησιμότητά τους.
Είναι γενικά παραδεκτό από τους ιστορικούς πως η εθνική Ιστορία κάθε έθνους κράτους στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην εθνική μυθολογία του, στην προβολή δηλαδή του ιστορικού παρελθόντος του με τέτοιο τρόπο, ώστε να αναδεικνύονται οι αρετές του έθνους.
Οσο νεότερο μάλιστα είναι ένα έθνος τόσο μεγαλύτερη εμφανίζεται η ανάγκη του να στραφεί στην ανάπλαση της Ιστορίας προκειμένου να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της εποχής του. Η εθνική μυθολογία αναπαράγεται κυρίως μέσω της σχολικής εκπαίδευσης, αφού έχει κριθεί πως συμβάλλει σημαντικά στη διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης των νεαρών μαθητών.
Ιδιαίτερα στα τέλη του 18ου και κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα το κίνημα του Ρομαντισμού ευνόησε την καλλιέργεια μύθων και θρύλων που σχετίζονταν με τη δύναμη και τη λάμψη του έθνους. Ο ρομαντικός ιστορισμός ανήγαγε το έθνος σε υπέρτατη αξία, ταυτίζοντας ουσιαστικά την Ιστορία με την εθνική Ιστορία.
Ετσι οι Ελβετοί αναφέρονται με δικαιολογημένη υπερηφάνεια στον εθνικό τους ήρωα, τον Γουλιέλμο Τέλλο, ο οποίος το 14ο αιώνα με τη δράση του εναντίον των τυραννικών Αψβούργων συνέβαλε στη θεμελίωση της ελβετικής συνομοσπονδίας.
Σήμερα όμως γνωρίζουμε πως το συγκεκριμένο περιστατικό αποτελεί τμήμα της εθνικής μυθολογίας, το οποίο διαδόθηκε κυρίως την εποχή των ναπολεόντειων πολέμων μέσω του ομότιτλου θεατρικού δραματικού έργου του Φρίντριχ Σίλερ (1804) και της όπερας του Ροσίνι, το 1829.
Το ίδιο και η ιστορία του Robin Hood, εθνικού ήρωα των Βρετανών. Ο Ρομπέν των Δασών έδρασε το 13ο αιώνα και ο αγώνας του εναντίον του σερίφη του Νότιγχαμ προβλήθηκε ως μία διαρκής πάλη του καλού ενάντια στο κακό, υπέρ των φτωχών και των καταφρονημένων. Το ενδιαφέρον για τον Robin Hood αναζωπυρώθηκε το 1818, όταν κυκλοφόρησε το περίφημο βιβλίο του Walter Scott, «Ιβανόης».
Ωστόσο, οι πηγές που διαθέτουν οι μελετητές για το πρόσωπο και τη δράση του «προστάτη των φτωχών» είναι αντιφατικές. Εχουν υποκατασταθεί μάλιστα στη συλλογική συνείδηση από την τηλεοπτική βιομηχανία του Χόλιγουντ, όπου αστέρες όπως ο Ερολ Φλιν, ο Κέβιν Κόστνερ και ο Ράσελ Κρόου τον υποδύθηκαν με εξαιρετική επιτυχία.
Magna Carta χωρίς το βασιλιά
Οπως όλα τα έθνη, έτσι και οι Αμερικανοί αλλά και οι Αγγλοι έχουν συμβάλει αποφασιστικά στη διαδικασία κατασκευής μιας εθνικής μυθολογίας ωραιοποιώντας στιγμές, γεγονότα και πρόσωπα της πρόσφατης Ιστορίας τους. Ετσι ο στρατηγός και πολιτικός, πρώτος πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζορτζ Ουάσιγκτον εξυμνείται για τα εξαιρετικά στρατιωτικά κατορθώματά του εναντίον των Βρετανών, αν και η στρατιωτική του ευφυΐα έχει αμφισβητηθεί από τους ιστορικούς.
Επίσης η Magna Carta (Μάγκνα Κάρτα), ο αγγλικός καταστατικός χάρτης του 1215, φέρεται να έχει υπογραφεί από τον Αγγλο βασιλιά Ιωάννη, παρά το γεγονός ότι η υπογραφή του απουσιάζει από το εν λόγω κείμενο.
Στο ίδιο πλαίσιο με τα παραπάνω παραδείγματα, η ρομαντική ελληνική ιστοριογραφία του 19ου αιώνα καλλιέργησε τους δικούς της μύθους και θρύλους, αρκετοί από τους οποίους σχετίζονταν με την Τουρκοκρατία και την εθνικοαπελευθερωτική Επανάσταση του 1821, όπως η περίπτωση του κρυφού σχολειού και η κήρυξη της Επανάστασης στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας στα Καλάβρυτα, ανήμερα του Ευαγγελισμού την 25η Μαρτίου του 1821.
Σήμερα η ιστορική επιστήμη έχει επισημάνει πως ο περίφημος πίνακας του Νικολάου Γύζη είχε κατά βάση συμβολικό περιεχόμενο, απεικονίζοντας τις δραματικές συνθήκες και την υποχώρηση της ελληνικής παιδείας την εποχή της προέλασης των Οθωμανών, ενώ η σκηνή με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό να ευλογεί τα όπλα των επαναστατών δεν συνέβη στα Καλάβρυτα αλλά στην πλατεία Αγίου Γεωργίου της Πάτρας, λίγες ημέρες νωρίτερα και με διαφορετικούς πρωταγωνιστές.
Απολις και αβασίλευτος
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο ιστορικός οφείλει να έχει ως οδηγό του τη ρήση του Λουκιανού, να είναι σε τελική ανάλυση άπολις και αβασίλευτος. Ως εκ τούτου, οφείλει να στέκεται κριτικά απέναντι σε οτιδήποτε αντιστρατεύεται τις βασικές αρχές της επιστήμης του.
Ωστόσο, οφείλει να γνωρίζει πως οι μύθοι και οι θρύλοι έπαιξαν το δικό τους ρόλο στην εθνική Ιστορία κάθε έθνους. Καλλιέργησαν συλλογικές συγκινήσεις, σφυρηλάτησαν την κοινωνική συνοχή και εν πολλοίς επέτρεψαν την καλλιέργεια και την εμπέδωση μιας ενιαίας ταυτότητας στο σύνολο του πληθυσμού.
Σε τελική ανάλυση οι εθνικοί μύθοι αποτέλεσαν μία κοινωνική αναγκαιότητα, εκλαϊκεύοντας ένα συνήθως πολυσύνθετο και πολυεπίπεδο παρελθόν.
Οταν μάλιστα οι μύθοι αυτοί δεν αναπαρήγαν στερεότυπα και προκαταλήψεις για γειτονικούς λαούς, δεν καλλιεργούσαν τον επιθετικό εθνικισμό και τη μισαλλοδοξία, τότε η χρησιμότητά τους υπήρξε πολλαπλώς ωφέλιμη για το κοινωνικό σύνολο.
Με βάση τις παρατηρήσεις αυτές είναι, νομίζω, δυνατό να υποστηριχθεί πως η εθνική μυθολογία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της εθνικής Ιστορίας κάθε έθνους και γι' αυτό η ανάλυση και η ερμηνεία της πρέπει να γίνεται με σεβασμό και πάντοτε σε στενή συνάρτηση με τις κοινωνικές συνθήκες που την εξέθρεψαν.
ΙΑΚΩΒΟΣ Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ
*Επίκουρος καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας ΑΠΘ
Βρυζάκης Θ.
Η Έξοδος του Μεσολογγίου
3.
Το 1821 ανάμεσα στο μύθο και στην αλήθεια. Καλύτερα μιας ώρας...
Η Επανάσταση του 1821 και ο μακρόχρονος πόλεμος της ελληνικής ανεξαρτησίας που ακολούθησε, εγγράφηκαν με ιδιαίτερο τρόπο στην ιστορία της Ευρώπης.
Ηταν οι εποχές της Παλινόρθωσης, της ανατροπής δηλαδή των πολιτικών σχημάτων που προήλθαν από τη μεγάλη Γαλλική Επανάσταση, αλλά και των αξιών, των κληροδοτημάτων της τελευταίας στην ιστορία της ανθρωπότητας. Οι βασιλικοί και αυτοκρατορικοί ηγεμόνες είχαν εγκατασταθεί με ασφάλεια στους θρόνους τους και αναζητούσαν σε σχήματα, όπως η Ιερή Συμμαχία, τρόπους για να εξασφαλίσουν την εξουσία τους στο παρόν και το μέλλον. Τις προσδοκίες των λαών και των ανήσυχων πνευμάτων της ηπείρου τις σκέπαζε η μαύρη καταχνιά της Θείας Πρόνοιας, Υψιστου Τοποτηρητή της τυραννικής ισορροπίας του κόσμου.
Οταν μια επανάσταση ξεσπά σε ένα ιστορικό πλαίσιο, όπως αυτό του 1821, σχεδόν αυτονόητα γίνεται υπόθεση που αφορά πολλούς, ασύγκριτα περισσότερους από όσους η όποια αποδέσμευση της Ελλάδας από τον σουλτάνο άμεσα αφορούσε. Ολα τα φωτεινά πνεύματα της Ευρώπης στράφηκαν προς αυτήν και σε αυτήν εναπόθεσαν τις ελπίδες και τις ιδέες τους, τη νοσταλγία τους επίσης για μία Ευρώπη της δικαιοσύνης, της ελευθερίας και του πνεύματος, όπως αυτή που το 1789 είχε υποσχεθεί.
Με λίγα λόγια, εξαιρετικά πολλοί ήσαν εκείνοι που είδαν στον ξεσηκωμό των Ελλήνων όσα ο καθένας τους επιθυμούσε να δει στην εποχή του και στον κόσμο του. Και για το λόγο αυτό, η Ελληνική Επανάσταση έγινε η επανάσταση του Ρομαντισμού και τυλίχθηκε με την πλούσια μυθοπλασία που ο τελευταίος έφερνε μαζί του.
Σε αυτή τη συγκυρία, βασανιστικά και επώδυνα, οι Ρωμιοί έγιναν Ελληνες. Και έντυσαν τη νέα τους αυτή ιδιότητα με τα πολύχρωμα ενδύματα που η εποχή της εθνικής δημιουργίας προμήθευσε.
Εχοντας πλέον σημαντική απόσταση στο χρόνο από τα τότε συμβάντα μπορούμε σήμερα να είμαστε πιο αναλυτικοί στις παρατηρήσεις μας. Σε τελευταία ανάλυση, οι σημερινές γνώσεις επιτρέπουν τη σύγκριση όσων συνέβησαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία με ανάλογες καταστάσεις στο χώρο ή το χρόνο. Η διάθεση «εκδυτικισμού» -«εξευρωπαϊσμού» ή «εκμοντερνισμού» αν προτιμάτε- που εκδηλώθηκε στα ανώτατα κλιμάκια της Αυτοκρατορίας στα τέλη τού γενικότερα ανατρεπτικού 18ου αιώνα, συμπεριλάμβανε στα «θύματά» της και τη χριστιανική διοικητική και εκκλησιαστική αριστοκρατία της Πόλης, τους Φαναριώτες.
Σε μια Αυτοκρατορία που ήθελε να πορευθεί στα ίχνη του Μεγάλου Πέτρου της Ρωσίας, τουλάχιστον, δεν ταίριαζαν ανώτατοι κρατικοί λειτουργοί αλλόθρησκοι ή ευνούχοι. Οι τελευταίοι προοδευτικά εξέλιπαν, οι προτελευταίοι όμως είχαν και άλλες επιλογές.
Η εδαφική επέκταση της Ρωσίας, η οικονομική επέκταση της Γαλλίας, της Αγγλίας και γενικά της «Δύσης», οι διομολογήσεις, αλλά και η ρευστότητα των καιρών, έδωσαν στους ισχυρούς Ρωμιούς της Πόλης άφθονες εναλλακτικές για το κοινωνικό και πολιτικό τους μέλλον ιδέες. Στην Πόλη, στις αυλές των πριγκίπων του Δούναβη και στους κύκλους των αυτοεξόριστων στη Ρωσία ή στην Ιταλία, τα από καιρό αλλήθωρα βλέμματα προς τη Δύση έγιναν συνάντηση με έναν κόσμο ολότελα διαφορετικό από τον ώς τότε δικό τους.
Στο κάτω-κάτω οι ταραγμένοι καιροί του Ναπολέοντα, εκτός από νέες ιδέες, έδιναν και νέους συμμάχους. Οι Αρβανίτες των μικρών νησιών έγιναν ισχυροί καραβοκύρηδες, ο από το εμπόριο πλούτος μεγάλωσε και οι πολιτικές αναταράξεις στον κορμό της Ελλάδας ενίσχυσαν και εν μέρει αυτονόμησαν ισχυρά κοινωνικά στρώματα αριστοκρατικής υφής: τους προύχοντες του Μωριά λόγου χάρη, τους αξιωματούχους και τους αρματολούς του Αλή Πασά στα Γιάννενα.
Η αποσχιστική δραστηριότητα του τελευταίου έφερε τα πράγματα στο σημείο βρασμού. Το κόστος της εκστρατείας σε μεγάλο ποσοστό ανέλαβαν να το καταβάλουν οι προύχοντες του Μωριά, ενώ οι χριστιανοί αρματολοί τού παρ' ολίγον κράτους του αποστάτη Αλή έμειναν χωρίς αφεντικό, ανοικτοί σε όποιες νέες προτάσεις. Με τη Φιλική Εταιρία ως σημείο συνάντησης οι διάφορες πιέσεις και δυσαρέσκειες μετατράπηκαν εύκολα σε εξέγερση και η ιστορία των Ρωμιών άρχισε να μεταβάλλεται σε ιστορία των Ελλήνων.
Η εξέλιξη ήταν η αναμενόμενη σε τέτοιο τόπο, τέτοια εποχή. Φαναριώτες (όσοι δεν έσπευσαν να προσκυνήσουν στον πρώτο θυμό του σουλτάνου), προύχοντες, αρματολοί, καραβοκύρηδες, μπορούσαν λίγο μόνο να ξηλώσουν τον ιστό της δουλείας. Δεν μπορούσαν να τον κομματιάσουν και να υφάνουν πάνω του τη νέα κατάσταση.
Για να γίνει αυτό, η εξέγερσή τους, η απόσχισή τους από το οθωμανικό σύστημα, μέρος του οποίου ήσαν οι ίδιοι, η αυθάδεια στην εξουσία του σουλτάνου, έπρεπε να μεταβληθεί σε επανάσταση. Για να γίνει αυτό -αμέσως το κατάλαβε ο Κολοκοτρώνης- οι υποτελείς των αρχόντων, οι αγρότες, οι ποιμένες, οι ναυτικοί, οι ραγιάδες, ο λαός αν θέλετε, έπρεπε να μπουν στον αγώνα. Και μπήκαν δίνοντας έκτοτε, με τον καλό ή με τον κακό τρόπο -δεν είναι μπαλέτο οι επαναστάσεις- τον τόνο στις εξελίξεις των γεγονότων. Στη γέννηση της Ελλάδας δηλαδή!
«Ετσι ήταν ωρέ!», όπως θα έλεγε ο γέροντας αγωνιστής του Βλαχογιάννη. Με το αίμα και τις προσδοκίες των πολλών, με τους υπολογισμούς και τα συμφέροντα των λίγων, με το μεγαλείο και τις μικρότητες του αγώνα, με τις ατελείωτες παρεξηγήσεις και απογοητεύσεις των ρομαντικών φιλελλήνων, με τις παρεμβάσεις των ισχυρών, κτίστηκε, βήμα το βήμα, το ανεξάρτητο κράτος των Ελλήνων. Και έκτοτε, στο χάρτη του κόσμου, υπάρχει Ελλάδα και Ελληνες.
...Μέχρι κάποιο πρόσθετο Μνημόνιο να αποφασίσει καθαρά ότι λάθος έγιναν όλα αυτά, ότι είναι αναχρονιστικά, μη ανταγωνιστικά και βιώσιμα, ότι δεν αρμόζουν στον κόσμο της καπιταλιστικής αγοράς. Οτι δηλαδή, με το να ξαναγίνουμε υποτελείς και ραγιάδες, θα αποκτήσουμε κάποιο μικρό παράθυρο με θέα στον παράδεισο των σημερινών ισχυρών.
Καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Λιθογραφία του Friedel με Υδραίους ναυτικούς
4.
Κεντρομόλοι και φυγόκεντρες τάσεις στη Σάμο
Η Σάμος υπήρξε ένα από τα λίγα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, του οποίου οι κάτοικοι πήραν τα όπλα ενάντια στην κυριαρχία του σουλτάνου και το μοναδικό που κατάφερε να μείνει ελεύθερο καθ' όλη τη διάρκεια του αγώνα της ανεξαρτησίας -εξ ου και η ελληνική ιστοριογραφία έχει αφιερώσει ένα σημαντικό αριθμό σελίδων στη μελέτη αυτής της περιόδου της νεότερης ιστορίας του νησιού.
Εντούτοις, με δεδομένη τη συμβολική και ιδεολογική σημασία του «Εικοσιένα» στη δημιουργία της ελληνικής εθνικής ταυτότητας, και στην περίπτωση της Σάμου οι μέχρι σήμερα κυρίαρχες ιστοριογραφικές προσεγγίσεις είναι υπερβολικά δεσμευμένες σε τελεολογικού τύπου ερμηνείες, ιδεολογικά φορτισμένες, καθώς, προκειμένου να κατασκευαστεί το γενικό εξηγητικό σχήμα, το ερευνητικό ενδιαφέρον έχει εστιαστεί αποκλειστικά σε εκείνες τις μορφές κοινωνικής δράσης που καταφάσκουν την πορεία προς το τελικό ιστορικό «αποτέλεσμα»: αυτό της εκδήλωσης του εθνικού κινήματος και της συγκρότησης του εθνικού κράτους.
Βασική θέση αυτού του κειμένου, με αφορμή την περίπτωση της νησιωτικής Σάμου, είναι ότι αν κανείς αλλάξει την κλίμακα της παρατήρησης και επικεντρώσει το ενδιαφέρον του στην περιφέρεια του εθνικού χώρου, θα καταφέρει να συλλάβει ολόκληρο το φάσμα των κοινωνικών συμπεριφορών που επέδρασαν στη διαμόρφωση των γεγονότων κατά τη συγκυρία του αγώνα της ανεξαρτησίας, είτε αυτές είχαν εντέλει χαρακτήρα κεντρομόλο είτε φυγόκεντρο.
Ενσωμάτωση
Σε ό,τι αφορά κατ' αρχάς την κεντρομόλο όψη αυτής της σύνθετης και συγκρουσιακής συχνά διαδικασίας, αυτή δηλαδή που έτεινε προς την ενσωμάτωση των επιμέρους τοπικών κοινωνιών στο «εθνικό σώμα», σημαντικό ρόλο φαίνεται ότι διαδραμάτισαν και στην περίπτωση της Σάμου δύο αλληλένδετοι μηχανισμοί, οι οποίοι λειτούργησαν ως οργανωτικός μοχλός για την ευρύτερη επαναστατική κινητοποίηση: αφ' ενός, η συγκρότηση οριζοντίων δικτύων αλληλεγγύης, στο πρότυπο των μυστικών επαναστατικών αδελφοτήτων που χαρακτηρίζουν πανευρωπαϊκά την «εποχή των επαναστάσεων», και, αφ' ετέρου, η προσπάθεια συγκρότησης μιας δημόσιας σφαίρας στο εσωτερικό του νησιού, προκειμένου οι νέες ιδέες να διαχυθούν σε όλο το φάσμα της τοπικής κοινωνίας -ας σημειώσουμε εδώ την κυκλοφορία από νωρίς στη Σάμο χειρόγραφων εφημερίδων επαναστατικού περιεχομένου.
Η χρονική στιγμή της συγκρότησης των επαναστατικών δικτύων στη Σάμο θα πρέπει μάλλον να τοποθετηθεί στα τέλη του 1818, όταν ο εκπρόσωπος της Φιλικής Εταιρίας φτάνει στο νησί και αρχίζει τη μύηση αρκετών Σαμιωτών στο εθνικό μυστικό. Παρ' όλο που οι πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η Φιλική Εταιρία επέκτεινε το δίκτυό της στη Σάμο είναι αντιφατικές, έχει ενδιαφέρον να παραθέσουμε τα λόγια ενός από τους αγωνιστές του σαμιακού «Εικοσιένα», του Γεωργίου Δημητριάδη, καθώς συνιστούν μια σημαντική μαρτυρία για τον τρόπο με τον οποίο αναδύεται στη Σάμο η ελληνική εθνική συνείδηση στην επαναστατική συγκυρία. Οσον αφορά λοιπόν τη διαδικασία διαμόρφωσης του επαναστατικού δικτύου στο νησί, ο Δημητριάδης γράφει (αρκετά χρόνια αργότερα, και αναφερόμενος στον εαυτό του στο γ' ενικό πρόσωπο) ότι, μετά τη μύησή του στο μυστικό της Εταιρίας:
«μετέβει (...) εις Μαραθόκαμπον, και αμέσως (...) εξιχνίαζε (...) τα φιλελεύθερα πνεύματα εκείνων, οίτινες είχον και ισχυρούς βραχίονας (...). Μεταξύ δε των φιλελευθέρων τούτων, γενναιώτερος και ισχυρότερος ην ο Καπετάν Σταμάτης Γεωργιάδης, και διά τούτο αυτόν πλησιάσας πρώτον εισήγαγε αυτόν πρώτιστον εις τα μυστήρια της εταιρίας, καθότι (...) διετήρουν την μεταξύ των συγγενικήν αγάπη ειλικρινέστατα, ως καταγόμενοι από έναν και τον αυτόν γενάρχην Διαμαντήν (...). Απαντες (οι συγγενείς), και ισάριθμοι αγχιστίς (...), συνεκρότουν ήδη εν τη κωμοπόλει ταύτη του Μαραθοκάμπου και εν όλη τη Σάμω, την ισχυροτέραν των κατοίκων μερίδα, και διά τούτο διέδωκεν εις όλους τους συγγενείς τούτους το μυστήριον της εταιρίας (...)»1.
Εντοπιότητα
Φαίνεται, λοιπόν, ότι το οριζόντιο δίκτυο των μελών τού υπό ανάδυση έθνους θεμελιώθηκε στις επιμέρους τοπικές κοινωνίες πάνω στα κάθετα δίκτυα της παραδοσιακής κοινωνίας, τα οποία ήταν δομημένα στη βάση της εντοπιότητας, της συγγένειας και της αγχιστείας. Ετσι εξηγείται και η πραγματικά γρήγορη διάχυση των επαναστατικών ιδεών στη Σάμο -όπως ενδεχομένως και στις υπόλοιπες επαρχίες της οθωμανικής αυτοκρατορίας που «πήραν τ' άρματα» κατά του σουλτάνου: ο προσηλυτισμός μιας σχετικά ολιγάριθμης ομάδας «ισχυρών ανδρών» στο μυστικό της Εταιρίας ήταν τελικά επαρκής για την κινητοποίηση ολόκληρου του δικτύου των «συγγενών» και «αγχιστέων» τους για την πραγμάτωση του πολιτικού σχεδίου της επανάστασης.
Ωστόσο, ακόμα και αυτές οι νεωτερικές επαναστατικές πρακτικές που συνδέονται αναμφισβήτητα με το σαμιακό «Εικοσιένα» δεν φαίνεται να λειτούργησαν καθ' όλη τη διάρκεια του αγώνα προς την κατεύθυνση της εθνικής ολοκλήρωσης. Μια προσεκτικότερη ματιά στο ιστορικό της λειτουργίας των μυστικών επαναστατικών αδελφοτήτων στο νησί καταδεικνύει ότι οι συγκεκριμένες νεωτερικές πρακτικές επιτέλεσαν άλλοτε κεντρομόλους και άλλοτε φυγόκεντρες λειτουργίες στο πλαίσιο της εν λόγω συγκυρίας, ανάλογα με τα εκάστοτε κυρίαρχα κοινωνικοπολιτικά διακυβεύματα.
Σε ό,τι αφορά λοιπόν τις φυγόκεντρες δυνάμεις της σαμιακής κοινωνίας στη συγκυρία της «εθνικής παλιγγενεσίας», είναι γνωστή η σύγκρουση που ξεσπά ανάμεσα στους τοπικούς προκρίτους και την κεντρική διοίκηση το καλοκαίρι του 1822, με αφορμή την άφιξη στη Σάμο του άρτι διορισθέντος υποεπάρχου Κυριάκου Μώραλη2, που θα οδηγήσει μάλιστα τους πρώτους να διακηρύξουν γραπτώς την πρόθεσή τους να μη δεχτούν στο εξής «ξένο έπαρχο».
Το γεγονός ότι, από τις τέσσερις χειρόγραφες «επαναστατικές» εφημερίδες της Σάμου που διασώζονται σήμερα, οι δύο δεν αναφέρονται στον πόλεμο με τους Οθωμανούς αλλά στη σύγκρουση της τοπικής κοινότητας με την κεντρική ελληνική διοίκηση, είναι νομίζω ενδεικτικό3. Ας σταθούμε όμως λίγο παραπάνω στο σημείο αυτό, προσθέτοντας ότι, στη δεδομένη συγκυρία, η τοπική κοινωνία (ή, τουλάχιστον, οι «εκπρόσωποί» της) επιχείρησε να οργανώσει τη δράση της έναντι της κεντρικής διοίκησης μέσω μιας νέας μυστικής εταιρείας.
Πράγματι, στις 26 Ιουνίου 1826, μια ιδιάζουσα μυστική εταιρεία συγκροτείται στη Σάμο, με το όνομα Φιλανθρωπική Εταιρία. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που αντλούμε από το καταστατικό της, το οποίο είναι υπογεγραμμένο από είκοσι προκρίτους του νησιού, υπό την εποπτεία του τότε διοικητή Λογοθέτη Λυκούργου, τα μέλη της Φιλανθρωπικής Εταιρίας είχαν τη ρητή αποστολή να ενεργούν για την πραγμάτωση του πολιτικού σκοπού της αδελφότητας, ήτοι «να μην αφήνουν άλλους να εμβαίνουν γενικώς εις τα κοινά πράγματα της πατρίδος, [...] παρά από ανθρώπους της Εταιρίας»4.
Η ταυτότητα των μελών της Εταιρίας καθώς και οι αναλογίες του καταστατικού της με αυτό της Φιλικής μαρτυρούν χωρίς αμφιβολία για τη σχέση συνέχειας μεταξύ των δύο αδελφοτήτων, διαφαίνονται ωστόσο και σημαντικές διαφοροποιήσεις ως προς τον πολιτικό τους προσανατολισμό. Εν ολίγοις, αν και ακολουθεί το πρότυπο της Φιλικής, ως προς την ιεραρχική δομή της, το τελετουργικό και την ορολογία της, οι στόχοι της Φιλανθρωπικής Εταιρίας διαφέρουν ριζικά από αυτούς της προκατόχου της, στο μέτρο που η ίδρυσή της συνιστά μάλλον μια απόπειρα αυτοοργάνωσης εκ μέρους μιας κοινωνικής ομάδας που μόλις έχει κατακτήσει την τοπική εξουσία, προκειμένου να διατηρήσει την πολιτική της πρωτοκαθεδρία στο τοπικό επίπεδο έναντι της κεντρικής διοίκησης, προστρέχοντας σε αυτές ακριβώς τις πρακτικές που της είχαν επιτρέψει μέχρι εκείνη τη στιγμή την ανοδική κοινωνική κινητικότητα.
Από τα παραπάνω καθίσταται νομίζω σαφές ότι η εθνική συνείδηση, ως κυρίαρχη μορφή κοινωνικο-πολιτικής ταυτότητας, δεν εμφανίζεται ταυτόχρονα σε όλες τις κοινωνικές ομάδες που, σύμφωνα με την ίδια την εθνικιστική ιδεολογία, συναποτελούν το «εθνικό σώμα». Και ακόμη περισσότερο, το γεγονός ότι μια κοινωνική ομάδα ενστερνίζεται σε κάποια δεδομένη στιγμή της «εθνικές ιδέες» δεν συνεπάγεται ότι η δράση της δεσμεύεται εφεξής αποκλειστικά από τις τελευταίες -αυτό τουλάχιστον μας διδάσκει η περίπτωση της Σάμου.
1. ΒΛ. Γ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΑΜΟΥ, ΧΑΛΚΙΔΑ 1866, ΣΕΛ. 21-22.
2. ΒΛ. ΣΧΕΤΙΚΑ, Α. ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ, «ΤΟ "ΣΤΡΑΤΟΠΟΛΙΤΙΚΟΝ ΣΥΣΤΗΜΑ" ΣΑΜΟΥ ΚΑΙ Η ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ», ΣΑΜΙΑΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ, ΤΟΜ. 1 (1993-1994), ΣΕΛ. 97-120.
3. ΒΛ. ΣΧΕΤΙΚΑ, Μ. ΒΟΥΡΛΙΩΤΗΣ, ΚΑΡΜΑΝΙΟΛΟΙ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟ (1800-1839), ΑΘΗΝΑ 1990, ΣΕΛ. 17-18.
4. ΒΛ. Α. ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ, «ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΑ ΣΑΜΙΑΚΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ, ΤΗΣ ΦΙΛΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΡΗΓΑ», ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΘΕΜΑΤΑ (1965).
ΝΙΚΟΣ ΒΑΦΕΑΣ
Διδάσκει Ιστορική και Πολιτική Κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης
Delacroix --Massacre Chio
5.
Μύθοι και στερεότυπα: προϋποθέσεις για μια ουσιαστική ανατροπή τους
Παρά το γεγονός ότι η Ελληνική Επανάσταση, το μείζον αυτό γεγονός της νεοελληνικής ιστορίας, δεν μελετήθηκε από τη μεταδικτατορική «ανανεωτική» ιστοριογραφία στην έκταση που η βαρύτητα και η ευρήτητά της υποδείκνυαν, υπήρξαν μελέτες που, συνεχίζοντας μια παράδοση λίγων αλλά φωτισμένων και τολμηρών προδρόμων, ανέτρεψαν την αναχρονιστική και εθνοκεντρική ερμηνεία που είχε επιβάλει η έως τότε κυρίαρχη ελληνοχριστιανική ιδεολογία.
Η ανατροπή αυτή, αν και πολύπλευρη, έφτασε προς τους μη ειδικούς, το ευρύ κοινό, ως κατάρριψη κάποιων στερεοτύπων γύρω από τα οποία είχαν συμβολοποιηθεί οι διαφορές στο παρελθόν. Το ερώτημα που τίθεται βασανιστικά για πολλοστή φορά είναι γιατί αυτά τα στερεότυπα εξακολουθούν να αποτελούν ιστορικούς μύθους και μετά την απόδειξη, από την έγκυρη επιστημονική έρευνα, ότι το ιστορικό τους υπόβαθρο είναι ανύπαρκτο, γιατί υποστηρίζονται σθεναρά από άτομα και ομάδες, και γιατί στις πιέσεις των ομάδων αυτών σχεδόν πάντοτε υποχωρούν και οι κάποιες εκσυγχρονιστικές πρωτοβουλίες της πολιτείας.
Μια απάντηση στο ερώτημα έχει δοθεί επανειλημμένα: η ελληνική κοινωνία εξακολουθεί, κι εδώ ευρίσκεται η αρχαϊκότητά της, να αναζητεί, όχι στο παρόν αλλά στο παρελθόν τα αίτια των αδιεξόδων της. Αυτή η μετάθεση επιχειρείται συνήθως σκόπιμα από όσους δεν επιθυμούν ή δεν αντέχουν μια ουσιαστική ανάλυση της κοινωνικής πραγματικότητας και με τις δυνατότητες που διαθέτουν στην πληροφόρηση αποπροσανατολίζουν τους πολλούς.
Επιστημονικές προϋποθέσεις
Στο πλαίσιο αυτό, ο λόγος των ιστορικών όχι μόνο δεν ακούγεται αλλά πολλές φορές ακυρώνεται. Επικρατεί τελικά η άποψη που εξυπηρετεί ταξικές, πολιτικές, θρησκευτικές κ.λπ. ιδεολογίες και συμφέροντα.
Δεν ισχυρίζομαι ότι οι ιστορικοί δεν έχουν ιδεολογική θέση ή ότι μόνον αυτοί αναζητούν την άπιαστη εξάλλου αντικειμενικότητα, αλλά ότι εργάζονται με κάποιες επιστημονικές προϋποθέσεις που δεν είναι αυτονόητες και απαιτούν μια σκληρή μαθητεία για να αποκτηθούν. Αυτή ακριβώς η μαθητεία επιβάλλει στους ιστορικούς, αν σέβονται τον εαυτό τους και τη δουλειά τους, να μην υποκύπτουν εύκολα σε αναχρονισμούς, ιδεολογικές σκοπιμότητες και συμφέροντα.
Σ' αυτούς επομένως θα έπρεπε κυρίως μια συντεταγμένη πολιτεία να βασιστεί, στην προσπάθειά της να αποδεσμεύσει τους πολίτες από μια εγκλωβισμένη σε στερεότυπα ιστορική γνώση και με νέα κείμενα, που θα απευθύνονται πρωτίστως στους νέους αλλά και στο ευρύ κοινό, να διαμορφώσει τις προϋποθέσεις μια κριτικής σκέψης όπου το παρελθόν, με την ανάλυση των εκάστοτε κοινωνικών σχέσεων, δεν θα αποτελεί στείρα αναφορά για μίμηση και πρότυπα, αλλά αφετηρία γόνιμου προβληματισμού για την κατανόηση των προβλημάτων του παρόντος.
Τι όμως συνέβη ώς τώρα; Οσες πρωτοβουλίες αναλήφθηκαν προς μια κάποια αλλαγή του προσφερόμενου ιστορικού υλικού στους νέους, στιγματίστηκαν ως ανθελληνικές, καταστροφικές των αξιών και της παράδοσης κ.λπ. κ.λπ. Στις καταγγελίες αυτές πρωτοστατούν συνήθως διάφοροι ανεγκέφαλοι υπερπατριώτες, ωστόσο πίσω από αυτούς κρύβονται, πολλές φορές με τη σιωπή τους, ισχυρά κέντρα εξουσίας, που δεν θέλουν καμιά ουσιαστική αλλαγή στον τρόπο σκέψης των νέων ανθρώπων και επομένως των μελλοντικών πολιτών και ψηφοφόρων.
Ετσι καταγγέλθηκαν με το χειρότερο τρόπο προσπάθειες που, παρά κάποια αναπόφευκτα λάθη που είναι εγγενή σε τέτοιες απόπειρες, άνοιγαν νέους ορίζοντες στα σχολικά εγχειρίδια Ιστορίας. Και η πολιτεία, αντί να σεβαστεί στοιχειωδώς τους θεσμούς, που η ίδια έχει θεσπίσει, βάσει των οποίων τα εγχειρίδια αυτά είχαν νομοτύπως παραχθεί, υπαναχώρησε άτακτα στις κραυγές των αντιτιθέμενων. Είναι γνωστές οι αθλιότητες που συνόδευαν το όλο ζήτημα.
Κάποια λίγα από αυτά τα στερεότυπα για το 1821 επιχειρεί να ανατρέψει η πρόσφατη σχετική τηλεοπτική εκπομπή του «Σκάι». Σε ένα πρώτο επίπεδο, η πρωτοβουλία είναι καλοδεχούμενη: το συγκεκριμένο τηλεοπτικό μέσο μπορεί να περάσει στο ευρύτερο κοινό θέσεις χωρίς να κατηγορηθεί, παρά μόνο από τους γνωστούς ανεγκέφαλους υπερπατριώτες, για ανθελληνισμό, μαρξιστικές ερμηνείες κ.λπ.
Μια δεύτερη όμως σκέψη οδηγεί αναπόφευκτα σε μελαγχολία. Δεν είναι απογοητευτικό να θεωρείται ότι ο εν λόγω τηλεοπτικός σταθμός καινοτομεί για θέματα που είναι στην ιστοριογραφία μας κατακτημένα εδώ και δεκαετίες και που ποικίλοι μηχανισμοί εμπόδισαν να είναι κατακτημένη γνώση για όλους;
Με τέτοιους μόνο τρόπους θα υποκαταστήσουμε την αναγκαία, υπεύθυνη και μεθοδευμένη υψηλή εκλαΐκευση της ιστορικής γνώσης; Ενα τηλεοπτικό κανάλι, και αυτό φάνηκε και από τη συγκεκριμένη εκπομπή, έχει τους αναπόφευκτους λόγω του ρόλου του περιορισμούς, που δεν αίρονται από την προβολή ως συμβούλων της εκπομπής κάποιων επιλεγμένων ιστορικών, δυστυχώς μη ειδικών στο 1821, ή από στρογγυλά τραπέζια που σχεδιάζονται την τελευταία στιγμή και που τα διευθύνουν ανιστόρητοι δημοσιογράφοι.
Κυρίως λείπει μια επαρκής προσπάθεια να φανεί η πολυπλοκότητα των ιστορικών φαινομένων, με τον κίνδυνο στη θέση κάποιων ξεπερασμένων στερεοτύπων να εδραιωθούν κάποια άλλα, «προοδευτικά», «εκσυγχρονιστικά». Δεν αρνούμαι τη συμβολή που έχουν αυτή ή παρόμοιες προσπάθειες, αλλά θα οφείλουν να είναι παράλληλες ή να συμπληρώνουν ουσιαστικότερες πρωτοβουλίες, που δεν μπορούν παρά να εμπλέκουν γενναία την πολιτεία, τη μόνη που έχει χρέος να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για πολυφωνία και υπεύθυνη πληροφόρηση.
Ως μια από τις «καινοτομίες» της παραπάνω τηλεοπτικής σειράς παρουσιάστηκε η ανάγκη να γνωρίσουμε καλύτερα και αυτούς που οι Ελληνες επαναστάτες πολεμούν, τους Τούρκους δηλαδή και γενικότερα την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Εδώ απλώς κοινοποιείται τηλεοπτικά ένα αίτημα που οι ασχολούμενοι με την Τουρκοκρατία και το 1821 ιστορικοί έχουν τονίσει από παλαιά και που επιχειρούν να θέσουν τις βάσεις ώστε να μην αποτελεί απλώς ζητούμενο.
Μελέτη των οθωμανικών αρχείων
Διαθέτουμε κατ' αρχήν λίγους, αλλά λαμπρούς τουρκολόγους που γνωρίζουν και την παλαιά οθωμανική γραφή. Ηδη σε δύο τουλάχιστον διεθνή συνέδρια για το 1821, που έγιναν στη χώρα μας, προσκλήθηκαν Τούρκοι ιστορικοί που επιδιώκουν κι αυτοί να εντάξουν στα ενδιαφέροντά τους, και με βάση κυρίως οθωμανικά έγγραφα, το πώς η Οθωμανική Αυτοκρατορία είδε και αντιμετώπισε την Ελληνική Επανάσταση.
Ενώ όμως πυκνώνει το αίτημα να μελετήσουμε συστηματικά, και όχι ευκαιριακά, τα πλουσιότατα οθωμανικά αρχεία, που σώζονται ανέπαφα στην Κωνσταντινούπολη και τα οποία περιέχουν δεκάδες χιλιάδες έγγραφα για το 1821 (π.χ. εκθέσεις προς την Πύλη του Δράμαλη, του Κιουταχή κ.λπ. για τα όσα συμβαίνουν στις επαναστατικές περιοχές), τα εμπόδια πυκνώνουν συνεχώς.
Υπάρχουν ήδη μεταπτυχιακοί φοιτητές και υποψήφιοι διδάκτορες που, εκτός των άλλων, έμαθαν την οθωμανική γραφή και που θα μπορούσαν με μια υποτροφία να δουλέψουν στα αρχεία της Κωνσταντινούπολης για να συλλέξουν, στο πλαίσιο ενός ερευνητικού προγράμματος, πολύτιμο για την Επανάσταση υλικό, ώστε και τις γνώσεις μας για το 1821 να εμπλουτίσουμε, αλλά κυρίως να γνωρίσουμε ουσιαστικά τον Αλλο, τους Τούρκους δηλαδή, και να αποκτήσουμε έτσι σφαιρική εικόνα του μεγάλου αυτού γεγονότος.
Πώς όμως να τολμήσεις κάτι, όταν εξαγγέλθηκε ότι δεν θα δοθούν φέτος υποτροφίες του ΙΚΥ. Καταστρέφεται και με το μέτρο αυτό κάθε ερευνητική προοπτική, για μια οικονομία λίγων δεκάδων χιλιάδων ευρώ, όταν γνωρίζουμε ότι πολύ περισσότερα χαρίζονται, εν μέσω κρίσης και αυστηρής λιτότητας, σε έχοντες και πλούσια ιδρύματα.
Και πώς να φανταστείς ότι θα ενισχυθεί από το κράτος η προετοιμασία του εορτασμού των 200 χρόνων από την έναρξη της Επανάστασης. Εορτασμός που θα μπορούσε να ανανεώσει όχι μόνο τις σπουδές για το 1821, αλλά να δώσει ώθηση γενικότερα στην ιστορική έρευνα, δεδομένου ότι το αντικείμενο, η Ελληνική Επανάσταση, λόγω της πολυπλοκότητάς της και λόγω του ότι είναι ένα μείζον ευρωπαϊκό γεγονός θα εμπλέξει, αν σχεδιαστεί κατάλληλα η νέα προσέγγισή της, ποικίλους προβληματισμούς και προσεγγίσεις.
Δεν είμαι καθόλου αισιόδοξος για τη συμβολή του κράτους, με αναπόφευκτη συνέπεια να μην μπορούν να είναι γενναίες οι πρωτοβουλίες που αναμένονται να αναληφθούν από φορείς όπως τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, τα πανεπιστήμια, τα ερευνητικά κέντρα, ιστορικές εταιρείες κ.ά.
Συνοψίζοντας, θα ήθελα να τονίσω ότι το 1821 είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να αφεθεί η ανανέωση των ερμηνευτικών του προσεγγίσεων και η με επιστημονικές προδιαγραφές εκλαΐκευσή του, μόνο σε ευκαιριακές ιδιωτικές τηλεοπτικές σειρές, με τους εγγενείς στόχους και σκοπούς που αυτές έχουν.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΟΥΚΟΣ
Πανεπιστήμιο Κρήτης
Othon, Amalia
5.
«... έμελλεν ο Βασιλεύς Οθων, να καθιερώση την 25 του Μαρτίου ως εθνικήν εορτήν»
Από τα τέλη του 18ου αιώνα Ευρωπαίοι στοχαστές και διανοούμενοι είχαν αρχίσει να συνειδητοποιούν πόσο σημαντική μπορούσε να αποδειχθεί για την ενότητα και την πατριωτική προσήλωση ενός λαού η τέλεση μιας εθνικής εορτής γύρω από ένα μνημείο που θα μετέφερε στο παρόν ήρωες και ένδοξες στιγμές του εθνικού παρελθόντος.
Ηδη από το 1772 (στο δεύτερο διαμελισμό της Πολωνίας) ο Ζαν-Ζακ Ρουσό συνιστούσε στους Πολωνούς να θεσπίσουν μια εθνική εορτή για να εδράσουν στις «καρδιές» τους την πίστη για τις ικανότητες του έθνους τους. Και η Γαλλική Επανάσταση, ειδικά στην ιακωβινική της φάση, προσέφερε στα έθνη που επρόκειτο στο εξής να επιζητήσουν την ανεξαρτησία τους, πολύτιμα διδάγματα και για τη λειτουργική αξία των εθνικών συμβόλων και των διαμορφούμενων εθνικών μύθων στο πλαίσιο των εθνικών εορτών τους.
Τη διαπίστωση μάλιστα της σύγχρονης βιβλιογραφίας, ότι η καθιέρωση και η οργάνωση εθνικών εορτών αποτελεί πολιτική στρατηγική που επιτρέπει στις εκάστοτε ηγεσίες των κρατών να επιβάλουν μια νοητή «συνέχεια» ανάμεσα στο εθνικό παρόν που οι ίδιες εκπροσωπούν και σε δεδομένο κομμάτι του ιστορικού παρελθόντος που οι ίδιες μπορούν να επιλέγουν, επιβεβαιώνει άριστα στον αρχόμενο 19ο αιώνα η περίπτωση των εθνικών γιορτών του αρτισύστατου ελληνικού βασιλείου.
Η 25η Ιανουαρίου
Η πρώτη προτεινόμενη ελληνική εορτή συνδέθηκε με την πολιτική του Κυβερνήτη. Απομονώνοντας από τις ένδοξες στιγμές του αγώνα την έξοδο του Μεσολογγίου, ο Ιωάννης Καποδίστριας επιθυμούσε να πείσει τους Ελληνες ότι η απόκτηση της πολιτικής ελευθερίας ήταν αποτέλεσμα της άδολης πατριωτικής αυτοθυσίας και ότι οι θυσίες ήταν απολύτως αναγκαίο να συνεχιστούν ως φόρος τιμής τώρα στους νεκρούς ήρωες του αγώνα.
Επειδή όμως η ανέγερση του ηρώου στο Μεσολόγγι, γύρω από το οποίο «η πατρίς» θα τελούσε κάθε έτος την εορτή της ανεξαρτησίας της δεν επετεύχθη μέχρι τη δολοφονία του, το συμβολικό οπλοστάσιο της ιδρυτικής εορτής της ανεξαρτησίας του έθνους μεταβιβάστηκε σχεδόν ανεπεξέργαστο στην Αντιβασιλεία.
Και αυτή επέλεξε τη μέρα και το γεγονός στο οποίο θα εδραζόταν ο ιδρυτικός μύθος της αρτισύστατης Ελλάδας, σύμφωνα με τις ανάγκες του καθεστώτος που εκπροσωπούσε: Ηταν η 25η Ιανουαρίου, η μέρα που ο ανήλικος Οθων αποβιβάστηκε, το 1833, στο Ναύπλιο και η μέρα που η πρώτη εντυπωσιακή συμμετοχή των Ελλήνων σε τελετές και παρελάσεις συνέδεε την ανεξάρτητη Ελλάδα με την εγκαθίδρυση της μοναρχίας.
Αντίθετα, η 25η Μαρτίου καθιερώθηκε ως εθνική γιορτή το 1838, λίγους μήνες μετά την απόφαση του Οθωνα να προβεί στην «εθνική και γενναία τω όντι πράξιν» που τον αναδείκνυε «μεγαλόψυχον και περί πολλού ποιούμενον τα συμφέροντα του έθνους του»: στην απόφαση δηλαδή να απομακρύνει τους Βαυαρούς συνεργάτες του από το υπουργικό συμβούλιο και να αναλάβει προσωπικά, συνεργαζόμενος στο εξής αποκλειστικά με Ελληνες, τη διοίκηση του βασιλείου του.
Ετσι, η κατάλυση της «βαυαροκρατίας» συνδυάστηκε με την πανηγυρική αποκατάσταση στη συλλογική μνήμη των ισχυρών συμβόλων της Επανάστασης του 1821. Και η επιλογή της μέρας ήταν μια άριστη συμβολική «επένδυση», εφόσον αναχαίτιζε τις προσπάθειες δεδομένων ελληνικών κύκλων να συνδέσουν τον αγώνα τους για την ελευθερία με τη συνταγματική κατοχύρωσή της, την οποία απέρριπτε σθεναρά ο βασιλιάς· και επίσης διότι η 25η Μαρτίου, κατά τις εκτιμήσεις της εποχής, «και θρησκευτικώς θεωρουμένη συνδέεται με τον θείον Ευαγγελισμόν τον προμηνύσαντα την γέννηση του Σωτήρος του κόσμου, του Θεανθρώπου Ιησού, ως να ήτο Θεόθεν προωρισμένον να ευαγγελισθή αυθημερόν και ο Ελλην την αναγέννησιν της πατρίδος του».
Ο ελληνικός ιδρυτικός μύθος, λοιπόν, που μέχρι την έξωση του Οθωνα ήταν δυνατό να εορτάζεται δύο φορές το χρόνο (την 25η Ιανουαρίου και την 25η Μαρτίου -και από το 1844 και τρίτη φορά, την 3η Σεπτεμβρίου) συνδύαζε άριστα την ιστορική ενότητα του ορθόδοξου έθνους, τη συλλογική κινητοποίηση για την απόκτηση της ελευθερίας το 1821, και φυσικά τη δυναμική της μοναρχίας ως συνιστώσες του εθνικού παρελθόντος.
Η ενίσχυση των εθνικών εορτών και της συλλογικής μνήμης με μύθους δεν σημαίνει απαραίτητα ότι οι μύθοι αρκούν για να δημιουργήσουν έθνη ούτε ότι λειτουργούν αποτελεσματικά για να εμπνεύσουν θαυμασμό και εθνική άμιλλα, αν βασίζονται σε μη επαληθεύσιμες πραγματικότητες του ιστορικού παρελθόντος.
Αντίθετα οι μύθοι προσφέρουν στις εκάστοτε πολιτικές ελίτ των εθνικών κρατών μια γέφυρα για την «επιστροφή» τους στο «βασίλειο» του παρελθόντος, στο οποίο μπορούν να αναζητούν τις ένδοξες στιγμές και τη «χρυσή εποχή», κατά τον Anthony Smith, την οποία θα αναδείξουν σε πηγή έμπνευσης του έθνους εν όψει νέων προκλήσεων και πολιτικών αναγκών.
Ετσι, η μέρα της κατάληψης της Βαστίλης στη Γαλλία κατέστη ιστορική ημέρα το 1880 στο πλαίσιο της στρατηγικής της τότε μετριοπαθούς ρεπουμπλικανικής μπουρζουαζίας να απομακρύνει την απειλή των πολιτικών εχθρών της Αριστεράς.
Φαντασιακό στοιχείο
Φυσικά, το «φαντασιακό» στοιχείο του μύθου δεν ήταν το γεγονός της κατάληψης αλλά η ερμηνεία της, που προσαρμοζόταν στις απαιτήσεις της Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας: και η οποία ήθελε τα σύμβολα του 1789, τις αναφορές στην ελευθερία, την ισότητα και την αδελφότητα να κατοχυρώνουν την υποτιθέμενη ενότητα που απέρρεε από τη συμμετοχή στο γαλλικό έθνος.
Παρομοίως ο φαντασιακός ιστός της μνήμης του γαλλοπρωσικού πόλεμου, που αναδείχθηκε σε εθνική γερμανική γιορτή κατά την 25η επέτειό του, εδραζόταν στην επιδιωκόμενη απόδειξη της αδιάσειστης ενότητας του γερμανικού έθνους διά της προβολής της συλλογικής συμμετοχής των Γερμανών στην εμπειρία της ενοποίησής τους.
Την ίδια λειτουργία επιτελούν και οι μύθοι που συνοδεύουν την ελληνική εθνική επέτειο και οι οποίοι επίσης στοχεύουν στην απόδειξη της ακατάλυτης ενότητας του έθνους, παρουσιάζοντας τους Ελληνες του 1821 να εξεγείρονται εν σώματι την 25η Μαρτίου με τις ευλογίες της Εκκλησίας (και όχι τυχαία τη μέρα του Ευαγγελισμού) κατά της τυραννικής εξουσίας του Οθωμανού σουλτάνου επιζητώντας, όχι μόνο την ανεξαρτησία από την κυριαρχία του, αλλά και τη σύσταση δημοκρατικής πολιτείας.
ΕΛΠΙΔΑ ΒΟΓΛΗ
Λέκτορας Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας στο Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης
Ν.Γύζης-Το κρυφό σχολειό
7.
«Κρυφό σχολειό: τα ιστορικά δεδομένα για τον αβάσιμο ισχυρισμό»
Μια απλή αναζήτηση στο Google αποδίδει 259.000 αποτελέσματα για το κρυφό σχολειό. Στη συντριπτική τους πλειονότητα πρόκειται για αναφορές που υπερασπίζονται το μύθο.
Και όμως στις πηγές της οθωμανικής περιόδου δεν υπάρχει καμιά μαρτυρία, ούτε καν ένδειξη για λειτουργία κρυφού σχολειού ή απαγόρευση της εκπαίδευσης σε όλη τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου και σε όλη την έκταση της αυτοκρατορίας.
Το επιχείρημα ότι τέτοιες πηγές δεν σώθηκαν επειδή τα σχολειά ήταν κρυφά και οι γραπτές αναφορές αποφεύγονταν, μήπως και ανακαλυφθούν από τους Τούρκους, δεν ευσταθεί διότι για άλλες μυστικές, συνωμοτικές ενέργειες σώθηκε πλήθος άμεσων μαρτυριών.
Οσες πηγές προσκομίζουν ως αποδείξεις οι υπερασπιστές του κρυφού σχολειού δεν περιέχουν καμιά νύξη για απαγόρευση εκπαίδευσης. Συνιστούν απλώς εντυπώσεις μιας χριστιανικής πνευματικής παρακμής στην αυτοκρατορία συγκριτικά με την αντίστοιχη των ευρωπαϊκών χωρών ή με ένα εξιδανικευμένο βυζαντινό παρελθόν.
Οι αναφορές αυτές είναι, εν πολλοίς, γραμμένες από μορφωμένους χριστιανούς ή ξένους περιηγητές, και έχουν συνήθως προπαγανδιστικό χαρακτήρα με στόχο να πιέσουν τη Δύση να οργανώσει σταυροφορίες εναντίον των Οθωμανών. Συνακόλουθα, ενώ αποδίδουν την παρακμή στην απώλεια της χριστιανικής βασιλείας, αποκλείουν από το κάδρο τους τις πλούσιες εκδηλώσεις του οθωμανικού πολιτισμού, καθώς η θρησκευτική αντίθεση καθιστά εκ προοιμίου βάρβαρους τους μουσουλμάνους και την κουλτούρα τους. Αλλωστε, η πνευματική υποχώρηση, που παρατηρείται στα πρώτα χρόνια μετά την οθωμανική κατάκτηση, οφείλεται στη φυγή των Βυζαντινών λογίων και γενικότερα των ελίτ στη Δύση.
Το επιχείρημα ότι η σπανιότητα των σχολείων στην πρώιμη οθωμανική περίοδο δεν μπορεί παρά να οφείλεται στην οθωμανική καταπίεση επίσης δεν ευσταθεί. Η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού ήταν αγρότες που δεν χρειαζόταν να ξέρουν γράμματα. Ο πολιτισμός τους ήταν προφορικός που εκφραζόταν με παραμύθια και δημοτικά τραγούδια. Η μόρφωση δεν είχε κοινωνική αξία. Μόνο λιγοστοί γραμματικοί ή νοτάριοι χρειάζονταν για τη σύνταξη των επίσης λιγοστών συμβολαίων.
Οι παπάδες επίσης χρειαζόταν να γνωρίζουν ανάγνωση για τις εκκλησιαστικές λειτουργίες. Συχνά παπάδες και γραμματικοί ταυτίζονταν. Αλλά και η μόρφωση των παπάδων κάποιες φορές δεν ήταν απλώς στοιχειώδης αλλά ανεπαρκής.
Η επίδραση του Διαφωτισμού
Πάντως όποιος αποφάσιζε να μάθει γράμματα, στον παπά ή στον καλόγερο απευθυνόταν, αυτός ήξερε. Για τούτο και η εκπαίδευση, όπως και γενικότερα η κουλτούρα, ήταν θρησκευτική: κυρίως από τα ιερά βιβλία μάθαιναν γράμματα. Το ίδιο θρησκευτική ήταν η εκπαίδευση και στους Οθωμανούς, το ίδιο και στους Βυζαντινούς. Και στο Βυζάντιο η συντριπτική πλειονότητα ήταν αγράμματη. Λίγοι μάθαιναν τα βασικά γράμματα, κυρίως από κληρικούς στις εκκλησίες.
Κάπως καλύτερη μόρφωση έπαιρναν όσοι θα ακολουθούσαν εκκλησιαστική καριέρα ή οι γόνοι των ελίτ που προορίζονταν για διοικητικά αξιώματα. Λίγα ιδιωτικά και εκκλησιαστικά σχολειά υπήρχαν γι' αυτούς στις μεγάλες πόλεις.
Η κοινωνία δεν χρειαζόταν τα γράμματα. Μόνον ύστερα από τον 17ο αιώνα με τη ραγδαία ανάπτυξη του εμπορίου και τον πολλαπλασιασμό των γραπτών συναλλαγών αυξήθηκε η ανάγκη κοσμικών μορφωμένων στελεχών (γραμματέων, λογιστών, δασκάλων).
Από τότε η μόρφωση και η λογιοσύνη αποκτούν βαθμιαία αυτόνομη αξία. Τότε πολλαπλασιάζονται τα σχολειά. Και αργότερα, στον 18ο αιώνα, υπό την επιρροή και των διαφωτιστικών ιδεών, αρχίζουν να διαμορφώνονται οι εθνικές ιδέες και να διαχέονται στους μορφωμένους. Μέχρι τότε τίποτε εθνικό δεν διδασκόταν.
Οι εκπαιδευτικοί θεσμοί δεν είχαν χαρακτήρα εθνικής διαπαιδαγώγησης πριν τον 19ο αιώνα ούτε στην οθωμανική αυτοκρατορία, αλλά ούτε και στη Δύση. Η παραδοσιακή ορθόδοξη κουλτούρα προσλάμβανε την οθωμανική κατάκτηση ως θεόθεν τιμωρία για τις αμαρτίες των χριστιανών και ως θεόθεν δοκιμασία που έπρεπε να την υπομένουν. Ο Κοσμάς Αιτωλός κήρυττε την ίδρυση σχολείων στον όψιμο 18ο αιώνα για να μειώσει την αύξηση των εθελούσιων εξισλαμισμών, όχι για να διατηρήσει την εθνική συνείδηση, όπως, άλλωστε, φαίνεται στο γνωστό του απόφθεγμα: «Δεν είστενε Ελληνες, δεν είστενε ασεβείς, αιρετικοί, άθεοι, αλλ' είστενε ευσεβείς ορθόδοξοι χριστιανοί».
Οι επιβιώσεις πάντως της κοινωνικής απαξίας της εκπαίδευσης φτάνουν μέχρι πριν λίγες δεκαετίες όταν ακόμα στα χωριά οι παππούδες μας και οι γιαγιάδες μας, που θα συνέχιζαν το αγροτικό επάγγελμα, άρχιζαν να δουλεύουν από παιδιά και δεν πήγαιναν σχολείο.
Οι Οθωμανοί, άλλωστε, δεν είχαν κανένα λόγο να απαγορεύσουν την εκπαίδευση των χριστιανών. Αντίθετα την χρειάζονταν, διότι είχαν ανάγκη ενός αποτελεσματικού εκκλησιαστικού μηχανισμού για τη διοίκηση των χριστιανών. Το Πατριαρχείο, που ο Μωάμεθ επανασυνέστησε αμέσως μετά την άλωση, και η εκκλησιαστική ιεραρχία συνιστούσαν ουσιαστικά τμήμα της οθωμανικής διοίκησης. Υπάρχουν τεκμήρια που δείχνουν μέριμνα της οθωμανικής διοίκησης για τη χριστιανική εκπαίδευση.
Σουλτανικό διάταγμα του 1675 διατάζει τους οθωμανούς αξιωματούχους της Κασταμονής του Πόντου να πάψουν να εισπράττουν παρανόμως χρήματα από τους γονείς των χριστιανών μαθητών της πόλης. Εγγραφο του 1796 του Κωστάκη Χαντζερή, με το επίσημο οθωμανικό αξίωμα του δραγομάνου του στόλου, επιπλήττει τους προεστούς της Σίφνου επειδή δεν επισκευάζουν τις ζημιές του σχολείου. Γνωρίζουμε ότι ο Αλή Πασάς ενίσχυσε την εκπαίδευση στα Ιωάννινα. Ο γραμματικός του, Αθανάσιος Ψαλίδας, ήταν παράλληλα διευθυντής της σχολής Καπλάνη στα Γιάννενα.
Ανώτερες σχολές
Η λειτουργία κρυφών σχολειών δείχνει παράλογη όταν επιτρεπόταν απρόσκοπτα η λειτουργία ανωτέρων σχολών. Η Πατριαρχική Σχολή (μετέπειτα Μεγάλη του Γένους) λειτουργεί στην Κωνσταντινούπολη από το 1454. Ακόμα πιο παράλογη δείχνει η ύπαρξη κρυφών σχολειών, και μάλιστα των πιο «γνωστών», σε τόπους όπου λειτουργούσαν ανώτερες σχολές (Ιωάννινα, Δημητσάνα, Αθήνα), και μάλιστα μέσα στις πόλεις, ενώ τα κρυφά σχολειά βρίσκονταν πολλά χιλιόμετρα μακριά, στην Πεντέλη ή στη χαράδρα του Λούσιου όπου ήταν αδύνατο να περπατήσουν και να φτάσουν τα παιδιά), ή σε τόπους όπου δεν υπήρχε μόνιμη οθωμανική παρουσία (Τήνος) ή σε περιοχές που κατακτήθηκαν στην ύστερη οθωμανική περίοδο οπότε ήδη λειτουργούσαν πολλές ανώτερες σχολές (Κρήτη 1669, Τήνος 1715).
Η συχνή διενέργεια μαθημάτων το βράδυ (βλ. και το δημοτικό τραγουδάκι «Φεγγαράκι μου λαμπρό») δεν οφείλεται σε οθωμανικούς περιορισμούς, αλλά στην προτεραιότητα των αγροτικών ασχολιών, στις οποίες τα παιδιά εργάζονταν από πολύ μικρά. Ούτε η ύπαρξη των τοπωνυμίων «Κρυφό σχολειό» συνιστά απόδειξη διότι όλα τα τοπωνύμια μαρτυρούνται στον 20ό αιώνα, τα περισσότερα μάλιστα μετά το 1960, ύστερα δηλαδή από τη δημιουργία του μύθου και πρέπει να αποδοθούν σε έμπρακτη υιοθέτηση της λόγιας κατασκευής από τα λαϊκά στρώματα και τις τοπικές κοινωνίες.
Ο λόγιας αφετηρίας μύθος διαμορφώνεται σταδιακά, από την επανάσταση και μετά, στο πλαίσιο της νεαρής εθνικής ιδεολογίας, όπου η παιδεία νοείται ως φορέας εμπέδωσης εθνικής συνείδησης. Ετσι, μέσω του μύθου, δικαιολογείται η πνευματική καθυστέρηση των Ελλήνων έναντι των Δυτικών, νομιμοποιείται η επανάσταση, συμπληρώνονται τα κενά της «εθνικής αντίστασης» στην οθωμανική κυριαρχία, παρουσιάζεται η Εκκλησία ως φορέας διατήρησης της εθνικής ταυτότητας. Αργότερα, η Αριστερά παρουσιάζει το κρυφό σχολειό ως το λαϊκό σχολειό της περιόδου, και οι τοπικές κοινωνίες, παρουσιάζοντας κάθε μοναστηριακή κρύπτη της περιοχής ως κρυφό σχολειό, διεκδικούν ισότιμη ενσωμάτωση στον ένδοξο κορμό της εθνικής ιστορίας.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΤΑΘΗΣ
* Ιστορικός