Η πολιτική ρίζα της οικονομικής κρίσης επανέρχεται στο προσκήνιο ...
(...)
Η κρίση είναι σε μεγάλο βαθμό προϊόν της παγκοσμιοποίησης.
(...)
οι δυτικές πολιτικές ελίτ ταύτισαν τα συμφέροντα των εταιρειών με τα συμφέροντα των κρατών και δρομολόγησαν την παγκοσμιοποίηση, διευκολύνοντας τη μετανάστευση της παραγωγής προς την Ασία, προς χώρες με πολύ χαμηλότερο κόστος εργασίας. Ο διαχωρισμός της παραγωγής από την κατανάλωση, όμως, είναι εκρηκτική αντίφαση.
Οι κοινωνίες στην Ευρώπη έχουν στερηθεί θέσεις εργασίας και τα κράτη έσοδα
(...)
οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις κατέφυγαν στο δανεισμό.
(...)
Η πολιτική ρίζα της οικονομικής κρίσης επανέρχεται στο προσκήνιο
Του Σταυρου Λυγερού
Αέρας αισιοδοξίας πνέει στην Ευρώπη μετά την απόφαση της συνόδου κορυφής, αλλά η πραγματικότητα είναι πιο σκοτεινή από όσο παρουσιάζεται. Η διαγραφή μέρους του ελληνικού χρέους δεν είναι όση απαιτείται για να το καταστήσει εξυπηρετήσιμο, αλλά αποτελεί βάση για να πατήσει μια σφαιρική πολιτική ανάταξης της ελληνικής οικονομίας. Το κρίσιμο ζήτημα είναι ότι η παρούσα κυβέρνηση και ευρύτερα το υφιστάμενο πολιτικό σύστημα φαίνονται ότι δεν έχουν ούτε τις πολιτικές προϋποθέσεις, αλλά ούτε και την εμπιστοσύνη της κοινωνίας για να διεκπεραιώσουν αυτή την αποστολή. Με άλλα λόγια, η πολιτική ρίζα της οικονομικής κρίσης επανέρχεται με ένταση στο προσκήνιο.
Το ευρωπαϊκό ιερατείο προσπαθεί να αποτρέψει την ανεξέλεγκτη κατάρρευση της Ελλάδας, επειδή έχει συνείδηση ότι μια τέτοια εξέλιξη θα συμπαρέσυρε σε μεγάλο βαθμό την Ευρωζώνη. Η ελληνική κρίση είναι συστημικός κίνδυνος, επειδή αποτελεί την ακραία έκφραση της κρίσης του ευρώ. Και αυτή η κρίση δεν είναι ούτε εξωγενής ούτε συγκυριακή. Είναι σε μεγάλο βαθμό προϊόν της παγκοσμιοποίησης.
Λόγω της διαπλοκής τους με τις μεγάλες εταιρείες των χωρών τους, οι δυτικές πολιτικές ελίτ ταύτισαν τα συμφέροντα των εταιρειών με τα συμφέροντα των κρατών και δρομολόγησαν την παγκοσμιοποίηση, διευκολύνοντας τη μετανάστευση της παραγωγής προς την Ασία, προς χώρες με πολύ χαμηλότερο κόστος εργασίας. Ο διαχωρισμός της παραγωγής από την κατανάλωση, όμως, είναι εκρηκτική αντίφαση.
Οι κοινωνίες στην Ευρώπη έχουν στερηθεί θέσεις εργασίας και τα κράτη έσοδα. Τα υψηλά κέρδη των πολυεθνικών μόνο εν μέρει επιστρέφουν στη Δύση και βεβαίως δεν πηγαίνουν για να συντηρήσουν το βιοτικό επίπεδο των δυτικών κοινωνιών. Για να καλύψουν στοιχειωδώς το κενό και επειδή τα μειωμένα δημόσια έσοδα δεν επαρκούσαν, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις κατέφυγαν στο δανεισμό.
Οταν το 2008 έσκασε η φούσκα και οι τράπεζες βρέθηκαν φορτωμένες με τοξικά παράγωγα, οι δυτικές κυβερνήσεις έσπευσαν να τις διασώσουν. Η διάσωση αύξησε απότομα το δημόσιο χρέος. Το κόστος της διάσωσης ήταν το νερό που ξεχείλισε ένα ποτήρι το οποίο ανάλογα με τη χώρα ήταν ή μισογεμάτο ή σχεδόν γεμάτο. Οσο η διεθνής κοινότητα θα αντιμετωπίζει τις αγορές σαν ιερές αγελάδες, η δημοσιονομική κρίση των κρατών θα οξύνεται και θα μετεξελίσσεται σε κρίση χρέους. Η Ευρωζώνη υπέστη ρήγμα στον πιο αδύναμο κρίκο της, στην Ελλάδα. Από τη στιγμή που υπέστη ρήγμα, η επίθεση των αγορών ήταν αναπόφευκτη.
Οι εξουσιαστικές ελίτ επικαλούνται το διογκωμένο δημόσιο χρέος για να μετακυλίσουν το κόστος στις πλάτες των φορολογουμένων. Γι’ αυτό επιστρατεύουν σε όλες σχεδόν τις χώρες το γνωστό επιχείρημα ότι οι πολίτες ζουν πάνω από τις δυνατότητές τους. Το επιχείρημα δεν είναι αβάσιμο, αλλά, όπως πάντα, τα μεγάλα ψέματα χρησιμοποιούν σαν όχημα μισές αλήθειες.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο η άνιση κατανομή των βαρών. Με τη διεθνή κρίση ακόμα παρούσα και τις κοινωνικές πληγές ακόμα ανοιχτές, οι κερδοσκόποι των αγορών έχουν ξαναρχίσει τα γνωστά παιχνίδια τους. Είναι γελοίο, άλλωστε, να τους ζητάς να γίνουν κάτι άλλο απ’ αυτό που είναι.
Παρ’ ότι η διεθνής κρίση κονιορτοποίησε τα ιδεολογήματα για την αυτορρύθμιση των αγορών, οι κυβερνήσεις δεν λαμβάνουν μέτρα ελέγχου, και όποτε λαμβάνουν, όπως η κυβέρνηση Ομπάμα, είναι κατώτερα των περιστάσεων. Οι πολιτικές ελίτ έχουν την τάση να αντιμετωπίζουν την κρίση περισσότερο σαν θεομηνία και λιγότερο ως αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο λειτουργούν οι αγορές. Γι’ αυτό και παραμένουν προσκολλημένες στους ίδιους θεσμούς και στα ίδια αποτυχημένα εργαλεία.
Στην πραγματικότητα, οι αποφάσεις των δυτικών κυβερνήσεων αντανακλούν τον συσχετισμό δυνάμεων που διαμορφώνει μια δυναμική σύγκρουση. Στη μια όχθη είναι το χρηματιστικό κεφάλαιο, οι ιδεολογικοί και προπαγανδιστικοί μηχανισμοί του, καθώς και τα ερείσματά του στο πολιτικό σύστημα. Παρά την κρίση, οι δυνάμεις αυτές συνεχίζουν να υπερασπίζονται την ασυδοσία των αγορών. Εν πολλοίς, μάλιστα, το επιτυγχάνουν, επειδή κατά κανόνα ελέγχουν τις θέσεις κλειδιά όχι μόνο στην οικονομία, αλλά και στην πολιτική, και στα ΜΜΕ, και στα πανεπιστήμια.
Στην αντίπερα όχθη βρίσκονται οι ποικίλες δυνάμεις που υπερασπίζονται την αυτονομία της δημοκρατικά νομιμοποιημένης πολιτικής εξουσίας. Δικαιωμένες από τα γεγονότα, αυτές οι δυνάμεις πιέζουν για την επιβολή κανόνων στις αγορές, αλλά ελάχιστα καταφέρνουν. Η σύγκρουση, λοιπόν, δεν είναι ανάμεσα στις αγορές και στα κράτη. Η σύγκρουση είναι για τον μεγαλύτερο δυνατό έλεγχο της κρατικής εξουσίας και διεξάγεται και εντός των κρατών και εντός των κομμάτων. Από την έκβασή της θα κριθεί εάν τις τύχες των κοινωνιών θα καθορίζουν οι δημοκρατικά εκλεγμένες πολιτικές ηγεσίες ή οι αγέλες των κερδοσκοπικών κεφαλαίων.