«Όχι άλλο αυτομαστίγωμα»
«Η σημερινή κυβέρνηση δεν έχει νομιμοποίηση»
λέει η Ιωάννα Καρυστιάνη.
«Εξαπατήθηκε ο κόσμος και έδωσε την ψήφο του»
προσθέτει.
«Όχι άλλο αυτομαστίγωμα»
Της ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΣ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Τι κάνουν οι έχοντες τον τελευταίο καιρό;
Η Ιωάννα Καρυστιάνη υποψιάζεται πως έχουν κι αυτοί τα προβλήματά τους. Αν μάλιστα κρατάνε από εκείνη τη γενιά που πέρασε τα φοιτητικά της χρόνια στα κουτουκάκια -«τότε που μάζευαν με την κόρα του ψωμιού το τζατζίκι και βουτούσαν παπάρες στη χωριάτικη», μια γενιά στην οποία περίσσευαν όσοι δήλωναν «ντούροι αριστεροί»- δεν αποκλείεται να σκέφτονται πως πήραν τη ζωή τους λάθος, όσο καλοκουρδισμένη, όσο γουστόζικα σκηνοθετημένη κι αν ήταν αυτή.
Ωστόσο, «ο χαβαλές του πλούτου είναι ένας δρόμος χωρίς επιστροφή, μόνο μια χρεοκοπία μπορεί να σώσει τους αφασικούς λεφτάδες» μονολογεί αυτομαστιγωνόμενη μια από τις ηρωίδες του νέου της βιβλίου, καθώς οργανώνει ένα «λιτό» χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν, στην 250 τετραγωνικών βίλα της, κάπου στις Κυκλάδες. Αλλο σοκ, όμως, επιφυλάσσεται από τη συγγραφέα σ' αυτήν την όψιμα ενοχική αστή...
Εναν χρόνο μετά τα σπαρακτικά «Σακιά», όπου μια μάνα προσπαθεί να καταλάβει πώς το μοναχοπαίδι της έγινε δολοφόνος, η Ιωάννα Καρυστιάνη επιστρέφει με το «Καιρός σκεπτικός»: μια συλλογή εννέα διηγημάτων που κυκλοφορούν αύριο από τον «Καστανιώτη», όλα τους με φόντο τα περσινά μουντά Χριστούγεννα, τα περισσότερα με ηλικιωμένους πρωταγωνιστές που ζουν εκτός των τειχών. Ανάμεσά τους, μια ακαταπόνητη παζαριώτισσα από την Ελασσόνα, φίρμα για την καπατσοσύνη και την μπέσα της, ένας κολλημένος με την μπάλα Τρικαλιώτης, με μοναδική συντροφιά του μια αφίσα του Μέσι, ένα ζευγάρι ομοφυλόφιλων οχυρωμένο επί δεκαετίες στην Κινέτα, μακριά απ' τα καχύποπτα βλέμματα, ένας συνταξιούχος φιλόλογος που γιατροπορεύει ως το τέλος το «θεριό», τον σχιζοφρενή γιο του, καθώς και λεβέντισσες γιαγιάδες από την Κρήτη, χήρες και με τα παιδιά τους ξενιτεμένα, που η έλλειψη σωματικής επαφής τούς ανακατεύει τα σωθικά.
«Με τα διηγήματα αυτά, σαν να ήθελα να χτυπήσω ξανά μερικές πόρτες» εξηγεί η Καρυστιάνη, καθώς μας υποδέχεται στα Μελίσσια, με το τζάκι αναμμένο -«εν αναμονή του πετρελαίου...»- παραμονές των μαζικών συλλαλητηρίων στο κέντρο της Αθήνας, λίγες ώρες πριν φύγει για το Μεσολόγγι κι από κει για την Πάτρα, τ' Ασπρα Σπίτια, το Λεβίδι, την Καλαμάτα, μιας κι ακόμα διοργανώνονται εκδηλώσεις για τα «Σακιά». «Πουθενά δεν ξέρουν για το καινούριο βιβλίο» λέει. «Το 'γραψα μέσα στον τελευταίο ενάμιση χρόνο, αποζητώντας να ξαναβρώ τους ήρωες της "Κυρίας Κατάκη", να δω πώς τα φέρνουν βόλτα αυτήν την κρίσιμη εποχή. Δεν πρόκειται βέβαια για μονολόγους, αλλά και πάλι είναι ιστορίες ταπεινών ανθρώπων τους οποίους επιμένω ν' αγαπώ μ' όλα τους τα καλά κι όλα τους τα στραβά. Κάποιες, όπως το "Μπάρδο", το "Θεριό" ή η "Κινέτα", θα μπορούσαν να γίνουν μυθιστορήματα, αλλά ούτε ο χρόνος με φτάνει ούτε οι αντοχές μου...»
- Εχετε πάθος με τους ηλικιωμένους, έτσι δεν είναι;
«Από μικρή, όχι τώρα που κοντεύω να φτάσω τα χρόνια τους! Πολλές φορές τους παίρνω από πίσω, κυριολεκτικά πάω γυρεύοντας να τους συναντήσω και να τους πιάσω την κουβέντα σε καφενεδάκια, σε πλατείες, σε νεκροταφεία, σε μαγαζιά. Οχι μόνο εδώ, στις γειτονιές, αλλά και στην επαρχία, όπου ταξιδεύω συχνά. Οταν χάσαμε την πεθερά μου και με λίγους μήνες διαφορά δυο ξαδέλφες της, αισθάνθηκα ότι η οικογένεια δεν πατούσε το ίδιο στέρεα πια. Είναι καλό να συνυπάρχουν όλες οι ηλικίες σε μια οικογένεια...»
- Ολο και συχνότερα ακούμε ανθρώπους να δηλώνουν ότι αν τα βρούνε σκούρα θα γυρίσουν στο χωριό. Τι βλέπετε να συμβαίνει τελευταία στην επαρχία;
«Για να είμαι ειλικρινής, πολλές φορές αναρωτιέμαι αν αγαπώ την Ελλάδα που υπάρχει μόνο στο μυαλό μου, αν δηλαδή παρακάμπτω κάποιες καταστάσεις σαπίλας, κι επιμένω όχι απλώς να βλέπω αλλά και να μεγεθύνω τα καλά. Κάνω αγώνα, γιατί ένα σωρό ντροπαλές κωμοπόλεις θυσίασαν τις ιδιαιτερότητές τους και τις μνήμες που φώλιαζαν στα κτίρια και τις ψυχές των ανθρώπων και μεγαλοπιάστηκαν. Οι αροκάριες που έστεκαν κάποτε σαν κορυφές τους, μοιάζουν τώρα με γλαστράκια περικυκλωμένα από τα εμπορικά κέντρα που ξεφυτρώνουν στις πλατείες και τα περίχωρα. Υπάρχει ωστόσο η ευλογημένη γη! Οι περισσότεροι έχουν ένα περιβολάκι. Κι απ' ό,τι διαπιστώνω, η έννοια της ανταλλαγής αναπτύσσεται όλο και πιο πολύ. Θα σου δώσω λάδι, θα μου δώσεις φρούτα, θα σου φτιάξω μαρμελάδα, θα μου δώσεις αβγά. Δεν είναι απλώς ένας τρόπος να κάνεις οικονομία, είναι και μια ευκαιρία γι' ανθρώπινη επαφή».
- Αυτό λαχταράνε κι οι ήρωές σας. Η μοναξιά τους είναι τρομακτική...
«Δεν καμουφλάρεται η μοναξιά. Είναι ένα αχανές τοπίο, το οποίο κάποιοι, δυστυχώς, δεν θ' αξιωθούν να διασχίσουν ποτέ. Η συνειδητή δρασκελιά σ' αυτό σε αναγκάζει να σκεφτείς, να δεις και τον εαυτό σου και τους άλλους ξανά. Καθένας μας οφείλει να περιφρουρήσει την αυτονομία της ατομικής του περισυλλογής. Ειδικά τώρα, που ζούμε σε συνθήκες απανωτών σοκ, που κλονίζονται συθέμελα βεβαιότητες, που το υπεσχημένο μέλλον αποδεικνύεται όνειρο απατηλό, δεν πρέπει να μείνουμε με ζαρωμένες καρδιές. Η αντοχή και η αντίσταση προϋποθέτουν το σθένος της καρδιάς και το σφρίγος της αλληλεγγύης. Αυτά πρέπει ν' αναζητήσουμε και μάλιστα επειγόντως».
- Εσείς που έχετε ζήσει ζόρικες εποχές, δικαιολογείτε όσους μιλάνε σήμερα για «πόλεμο», «χούντα», «κατοχή»; Μήπως υπερβάλλουν;
«Δεν ξέρω... Οσο ερειπωμένη κι αν ήταν μεταπολεμικά η Ελλάδα, οι άνθρωποι ήξεραν πως τα χειρότερα ήταν πίσω τους. Τώρα, όμως, νιώθουμε πως τ' ακόμη χειρότερα είναι μπροστά. Εκεί που νομίζαμε ότι αποχαιρετήσαμε οριστικά τη φτώχεια, να 'μαστε ξαφνικά αντιμέτωποι με τη βιαιότητα της ανεργίας, με τον φόβο ότι θα μεταναστεύσουν τα παιδιά μας, πατικωμένοι στα σπίτια μας μέσα σε στίβες χαρτιών, κάτω από τη δικτατορία των αριθμών, δακτυλοδεικτούμενοι ως πολίτες μιας "διεφθαρμένης" χώρας, όπως δηλώνει ανά την Ευρώπη ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Πόσοι τέλος πάντως καταχράστηκαν δημόσιο πλούτο; Εκατό χιλιάδες; Υπάρχουν δέκα εκατομμύρια που δεν το έκαναν. Πώς να κάνουμε κουράγιο δίχως περηφάνια και αξιοπρέπεια; Αυτό που συμβαίνει είναι απολύτως βάρβαρο και νοσηρό. Και, ενώ καλούμαστε να δούμε πού δεν ήμασταν εντάξει, πόσο μεγαλύτερη ήταν η δρασκελιά απ' τη σκιά μας, οι από πάνω -αναρωτιέμαι- τι κάνουν ακριβώς; Υπουργούς έχουμε ή οδηγούς βομβαρδιστικών;»
- Κι όμως ισχυρίζονται πως αγωνίζονται να μας σώσουν από τη χρεοκοπία.
«Αυτή η επιχειρηματολογία έχει καταντήσει ανέκδοτο. Συγνώμη που θα το πω, αλλά η σημερινή κυβέρνηση δεν έχει νομιμοποίηση. Εξαπατήθηκε ο κόσμος κι έδωσε την ψήφο του. Το ίδιο ισχύει και για όλη τη Βουλή όταν, προστατευμένη από σιδερένια πλέγματα κι από χιλιάδες ΜΑΤ, ψηφίζει αντισυνταγματικούς νόμους, περιστέλλοντας το κοινωνικό κράτος και τα εργασιακά δικαιώματα. Δημοκρατία δεν σημαίνει μια ψήφος κάθε τέσσερα χρόνια που καταντάει πρόσχημα για την υπεράσπιση των ισχυρών. Η δημοκρατία πρέπει απαραιτήτως να έχει οικονομική διάσταση για τους πολλούς».
- Παρένθεση: οι φήμες ότι σας είχε προταθεί από τον Καραμανλή η προεδρία της δημοκρατίας πόση βάση είχαν;
«Καμία. Εκείνη την περίοδο βρισκόμουν στην Κρήτη, πλάι στη μάνα μου, στο νοσοκομείο, και πρέπει να πρόσφερα το πλέον αλλόκοτο θέαμα σε αρρώστους και συγγενείς. Μ' άκουγαν -είχαν σπάσει τα τηλέφωνα- να διαψεύδω τα πάντα σε Χατζηνικολάου και κομπανία, και θα νόμιζαν πως είχαν μπροστά τους μια ψυχασθενή! Παραμονές των τελευταίων εκλογών, εν τούτοις, μου προτάθηκε μια θέση στο ψηφοδέλτιο επικρατείας του ΠΑΣΟΚ, και μάλιστα ψηλά... "Είμαι της αριστεράς. Τελεία" απάντησα. Τι να 'λεγα; Κατά βάθος πιστεύω πως άλλη ήταν η φιλοδοξία του Παπανδρέου -να γίνει γενικός γραμματέας του ΟΗΕ. Γι' αυτό κι έκανε τόσα χατίρια, γι' αυτό δρομολόγησε την ιστορία του ΔΝΤ, γι' αυτό αποφάσισε να πει σε όλα "ναι"».
- Επρεπε, λέτε, να κάνει πίσω;
«Φυσικά. Το ίδιο και τα μέλη της κυβέρνησής του. Εμείς οι καλλιτέχνες, όταν δεν πάει καλά το βιβλίο, το cd, η ταινία μας, σπάμε το κεφάλι μας να βρούμε πού αστοχήσαμε, κάνουμε καιρό για να συνέλθουμε, πληρώνουμε αδρά το τίμημα της αποτυχίας. Αντίθετα, οι πολιτικοί, ατιμώρητοι χάρη σε νόμους που οι ίδιοι ψηφίσανε, ούτε που χασομερούν από ενοχές. Συνεχίζουν το έργο τους ακάθεκτοι, ενώ έπρεπε κάποιοι να έχουν ήδη αποσυρθεί. Κι ο Σαμαράς να 'ρθει, πόσο διαφορετικά θα 'ναι τα πράγματα; Αν όμως πέσει αυτή η κυβέρνηση και γλυκαθεί ο κόσμος από την ανατροπή της, ο επόμενος πρωθυπουργός, που θα κάνει τα ίδια, ούτε τρεις μήνες δεν θ' αντέξει».
- Σε πείσμα του κλισέ που σας θέλει σιωπηλούς, όλο και περισσότεροι συγγραφείς και καλλιτέχνες παρεμβαίνετε στον δημόσιο βίο. Πώς σας φάνηκε η πρωτοβουλία των 32 διανοουμένων να ζητήσουν μεγαλύτερη τόλμη από την κυβέρνηση ως προς τις διαρθρωτικές αλλαγές;
«Σαν ένας βραχίονας στο πολιτικό σύστημα. Ετσι μου φάνηκε. Σέβομαι κάθε άποψη, αλλά στο κείμενό τους δεν υπήρχε ούτε μία παράγραφος για τον κόσμο που δοκιμάζεται. Θέλω να ελπίζω ότι μερικοί θα το ξανασκεφτούν· δεν θεωρώ όλες τις υπογραφές τελεσίδικες. Ομως κι εμείς που κατεβαίνουμε στους δρόμους βλέπουμε τις ταμπέλες να καραδοκούν. Πότε "εθνικιστές" μας λένε, πότε "γκρινιάρηδες" κι "οπισθοδρομικούς". Οσο για το κλισέ, ας το διευκρινίσουμε: οι θιασώτες του έχουν μαύρα μεσάνυχτα από πολιτισμό. Ζητήματα όπως η έκπτωση των αξιών, η ευτέλεια του πελατειακού πολιτικού συστήματος, η στάση μας απέναντι στους μετανάστες, χρόνια τώρα, έχουν τεθεί ξεκάθαρα από τους έλληνες δημιουργούς».
- Υπάρχουν συγγραφείς που ανυπομονείτε να διαβάσετε το επόμενο βιβλίο τους;
«Αν υπάρχουν λέει; Η Δούκα, ο Κουμανταρέας, ο Νόλλας, η Ζατέλη, ο Δημητρίου... Από τους νεότερους, ο Μακριδάκης κι ο Χρήστος Οικονόμου. Κι από ξένους, πρόσφατα ανακάλυψα την Αννι Πρου και τον Σεμπάστιαν Μπάρι, κι έχω εντυπωσιαστεί. Επιστρέφω όμως συχνά και στους ποιητές μας, όπως και στους κλασικούς -στον Παπαδιαμάντη, τον Ντοστογέφσκι, τον Τσέχοφ. Γράφοντας και διαβάζοντας, άλλωστε, έμαθα σιγά σιγά ν' αναζητώ την έσω-φωνή, αυτή με την οποία ψελλίζει κανείς στον εαυτό του τους πιο μύχιους φόβους, τις πιο τρελές ελπίδες του, τις πιο βαριές ενοχές. Γι' αυτό και στα διηγήματα της συλλογής, πέρα από την οικονομική συγκυρία, ήθελα να υπάρχει κι ο απεγνωσμένος έρωτας ενός νεαρού, η τακτοποίηση μιας εκκρεμότητας τριάντα χρόνων, ο θρήνος ενός πατέρα για τον γιο του, καταστάσεις ανθρώπινες και διαχρονικές».
- Πόσο αποτελεσματικές μπορεί να είναι στις μέρες μας αυτές οι εσωτερικές φωνές;
«Εξαρτάται. Σήμερα δείχνουν να σκεπάζονται από στεντόρειες κραυγές διαμαρτυρίας. Δεν έπρεπε, όμως, να μείνουμε με την ελπίδα της επιστροφής στην προηγούμενη κατάσταση. Μας περνάει άραγε απ' το μυαλό ότι είμαστε ικανοί για το καλύτερο; Θα επιδιώξουμε να το δοκιμάσουμε; Θα στραφούμε σε πιο ουσιαστικές απαιτήσεις και από τους εαυτούς μας και από το πολιτικό σύστημα; Αυτό εύχομαι. Και, επιτέλους, όχι άλλο αυτομαστίγωμα! Θα 'θελα ν' ακούσω για την Ελλάδα και δυο λόγια θετικά».