Πώς οι Ελληνες έπεσαν στα τούρκικα ...


Πώς οι Ελληνες έπεσαν στα τούρκικα

  Νίκος Γ. Ξυδάκης

Πέρυσι, όταν άρχιζε να φουντώνει η κρίση, σε ένα εστιατόριο της Θεσσαλονίκης έβλεπα τους Ελληνες να τραγουδούν και να χορεύουν λαϊκά. Αρχιζαν με Ρασούλη και κορύφωναν με Στράτο Διονυσίου και Ακη Πάνου. Βαριά τραγούδια, νταλκαδιάρικα, ζεϊμπέκικα προ πάντων. Σκέφτηκα τότε ότι στον δύσκολο καιρό που έρχεται οι Ελληνες θα αναδιπλωθούν προς τα έσω, για καλό και για κακό. Καλό, γιατί η ενδοσκόπηση μπορεί να δώσει καρπούς αυτογνωσίας, να απομακρύνει έναν ορισμένο επιπόλαιο κοσμοπολιτισμό, συνυφασμένο με την εύκολη χλιδή των δανεικών. Κακό, γιατί η εσωστρέφεια μπορεί εύκολα να φουντώσει έναν αμυντικό ναρκισσισμό και μιαν αυταρέσκεια θύματος.
Θυμήθηκα εκείνη την έλλαμψη πρόσφατα, παρακολουθώντας τουρκικά σίριαλ σε δημόσιους χώρους. Είχα αναρωτηθεί στο παρελθόν γιατί έχουν τέτοια επιτυχία τα τουρκικά σίριαλ στο ελληνικό μαζικό κοινό και δεν εύρισκα ικανοποιητική απάντηση. Τώρα τολμώ να κάνω μια υπόθεση, συνοπτικά την εξής: τα λαϊκά στρώματα, αυτά που τρέφονται ψυχαγωγικά με τηλεόραση, αναγνωρίζουν στις χονδροειδείς τυπολογίες των τουρκικών σίριαλ κάτι από τον χαμένο κοινωνικό εαυτό και τις παλαιές βεβαιότητες.
Κατ’ αρχάς, το ορατό. Στα τουρκικά σίριαλ οι χαρακτήρες είναι αδροί, με ξεκάθαρα περιγράμματα, δραματικά καλοί ή κακοί, οι άντρες είναι άντρες και οι γυναίκες είναι γυναίκες. Οι άντρες φορούν σκούρα κοστούμια και λευκά πουκάμισα. Οι γυναίκες είτε φορούν μαντίλες και τσεμπέρια, οι πιο ηλικιωμένες, είτε είναι κορέκτ καλλονές δυτικού τύπου, παίζουν ρόλο συζύγου, ερωμένης ή μάνας, σε έναν ανδρικό κόσμο. Η φαμίλια είναι το ισχυρότερο κοινωνικό (και δραματουργικό) κύτταρο. Το κράτος στέκει στο φόντο, αυστηρό, συγκαλυμμένα αυταρχικό. Οι άνθρωποι συγκρούονται μεταξύ ορμεμφύτων και ηθικών κανόνων, μεταξύ φατρίας και κράτους, μεταξύ φεουδαρχίας και νεωτερικότητας. Αντρες και γυναίκες, ντυμένοι συντηρητικά, απολύτως κομφορμιστικά, πάντως «ευρωπαϊκά», συνομιλούν διαρκώς με κινητά, κυκλοφορούν με χλιδάτες κούρσες BMW και Mercedes, μπαινοβγαίνουν σε σπίτια πολυτελώς υβριδικά, σημερινές εκδοχές του τουρκομπαρόκ.
Τα τουρκικά σίριαλ εικονίζουν σχηματικά, με τη φόρμα του λαϊκού ρομάντσου και της σαπουνόπερας, έναν κόσμο ταυτοχρόνως ιδεατό και πραγματικό, μακρινό και κοντινό, ανατολικό-ασιατικό και δυτικό-ευρωπαϊκό, έναν κόσμο μεταιχμιακό. Το ελληνικό κοινό αντικρίζει τον εαυτό του ακριβώς σε αυτό το μεταίχμιο, στο πέρασμα. Οπισθοδρόμηση; Αν το δούμε τυπικά, γραμμικά, ναι, το ελληνικό κοινό «οπισθοδρομεί», ταυτιζόμενο ενδοψυχικά με την τουρκική κοινωνία των σίριαλ, την τόσο ανδροκρατική και αυταρχική, όπου κυριαρχούν η ενδοοικογενειακή τιμή και αντιπαλεύουν η ωμή δύναμη και τα σφοδρά συναισθήματα. Μπορούμε να πούμε ότι το προχωρημένο ελληνικό κοινό, ευρισκόμενο κοινωνικά-πολιτισμικά-ιστορικά σε ανώτερο στάδιο, σαγηνεύεται από τους καθυστερημένους ιδεότυπους και την προνεωτερική ηθογραφία των Τούρκων.
Γιατί; Γιατί η εγχώρια παραγωγή δεν παράγει ηθογραφία, που να καθρεφτίζει την ελληνική κοινωνία πειστικά, με χιούμορ ή με αληθοφανείς συγκρούσεις. Ούτε δραματική ούτε κωμική. Τα τελευταία αρκετά χρόνια, η ελληνική τηλεοπτική παραγωγή κατακλύστηκε από καλιαρντές καρικατούρες, στις οποίες οι άντρες εικονίζονται ως ευνούχοι ηλίθιοι, οι γυναίκες ως τραβεστί ντόμινες, και όλοι μαζί διαλέγονται ουρλιάζοντας και αλληλοκραζόμενοι. Εξ ου και οι αδροί, συχνά χονδροειδέστατοι, χαρακτήρες των τουρκικών φαίνονται πιο πειστικοί, πιο αληθοφανείς ή, τουλάχιστον, πιο ελκυστικοί για ταυτίσεις.
Αλλά η σημαντικότερη αιτία για τη δημοτικότητα των τουρκικών είναι μάλλον η ψυχοκοινωνική αναδίπλωση των λαϊκών στρωμάτων ενώπιον του ναυαγήσαντος εκσυγχρονισμού. Οι αδρές, στέρεες δομές των τουρκικών οικογενειών, οι σπαθάτοι άντρες, με την υπερχειλίζουσα αρρενωπότητα, οι υπερθηλυκές γυναίκες που είναι όμως σύζυγοι και μητέρες, και όχι ξέκωλα ή dominatrix, το προστατευμένο χρήμα της κλειστής φαμίλιας, οι παγιωμένοι κώδικες τιμής, όλα τούτα τα προνεωτερικά ή πρωτοαστικά αναδύονται οικεία και ελκυστικά μπρος στα διψασμένα μάτια ενός ακροατηρίου που έχει χάσει τα ζύγια του, το ειδικό του βάρος, το παλαιό του μέτρο. Το ελληνικό κοινό βλέπει διψασμένο έναν παλαιό κόσμο, «ανατολικό», βραδύ και αδρό, τον κόσμο που έχασε. Εχασε τις μαντίλες και τα τσεμπέρια, λυτρώθηκε από προκαταλήψεις και αγκυλώσεις, αλλά δεν βρήκε σίγουρο βηματισμό και γονιμότητα στη φρενιτιώδη υστερονεωτερικότητα. Ο εκσυγχρονισμός έφερε διαψεύσεις, ματαιώσεις, πρόδωσε τις υπερτροφικές προσδοκίες. Και μας έριξε στα τούρκικα.

 ''ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ''
16-1-2012