Τι θα πω στην Ιταλία ...

(...)
ίσως η παταγώδης αποτυχία να αποτελεί το κύριο σύμπτωμα του συνδυασμού της μεγάλης (υπέρμετρης ίσως) φιλοδοξίας και της πολιτικής καινοτομίας.
(...)


Πρόσφατα προσκλήθηκα σε ένα συνέδριο, που διοργανώνεται αυτό το Σαββατοκύριακο στην Ιταλία. Μου ζητήθηκε να μιλήσω για την Ελλάδα. Η παρουσία ανάμεσα στους συνέδρους επιφανών Ευρωπαίων και Ιταλών πολιτικών και οικονομικών παραγόντων, ανάμεσά τους και του Ιταλού πρωθυπουργού Μάριο Μόντι, έθεσε τον πήχυ ψηλά. Τι θα μπορούσα να τους πω για τις προοπτικές της χώρας μας;
Εθεσα στον εαυτό μου τρεις στόχους. Πρώτο, να πω κάτι που να ξεφεύγει από τα όσα έχουν γραφτεί στα διεθνή μίντια. Δεύτερο, να είναι πειστικό σ’ ένα κοινό με υψηλή δόση ωμού ρεαλισμού, αν όχι κυνισμού. Τέλος, να είναι θετικό για την Ελλάδα, χωρίς όμως να είναι ούτε ψεύτικο, αλλά ούτε και συναισθηματικό.
Ομολογώ πως κάποια στιγμή απελπίστηκα. Δεν είναι ίσως υπερβολική η διαπίστωση πως δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα που να μην έχει γραφτεί ή λεχθεί για την Ελλάδα την τελευταία διετία, από τα χειρότερα κλισέ έως αναλύσεις εξαιρετικού επιπέδου. Η αλήθεια είναι πως, όταν σχεδόν μονοπωλείς τη διεθνή προσοχή, τραβάς πάνω σου την πεμπτουσία της παγκόσμιας βλακείας, αλλά και την αντίστοιχη σοφία. Είναι, επιπλέον, εξαιρετικά δύσκολο στη σημερινή συγκυρία να αρθρωθεί κάτι θετικό για τη χώρα μας, που να ξεπερνά συναισθηματικές κορώνες σαν την προσφορά του ελληνισμού στον παγκόσμιο πολιτισμό, τον ανθρώπινο πόνο κ.λπ. Οποιος, τέλος, έχει έρθει σε επαφή με διεθνείς παράγοντες, γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι η χώρα μας έχει απολέσει σχεδόν κάθε ίχνος έξωθεν καλής μαρτυρίας και πως πολλοί έχουν ήδη προεξοφλήσει την τελειωτική μας και απόλυτη αποτυχία.
Είναι γεγονός πως το άγχος αποτελεί τον ισχυρότερο σύμμαχο σε τέτοιου είδους επικίνδυνες αποστολές. Τελικά, ύστερα από μπόλικη σκέψη, αρκετό προβληματισμό και πολλές συζητήσεις με φίλους και γνωστούς, κατέληξα στην εξής ιδέα:
 δεν είναι η πρώτη φορά που ολόκληρος ο κόσμος παρακολουθεί μια παταγώδη ελληνική αποτυχία. Η στρατιωτική αποτυχία της ελληνικής επανάστασης αντιμετωπίστηκε ως το πιθανά άδοξο τέλος της ρομαντικής προσπάθειας να αναγεννηθεί ο ελληνισμός στο λίκνο όπου γεννήθηκε. Πιο πρόσφατα, η Μικρασιατική Καταστροφή και το δράμα των προσφύγων έφερε στην επιφάνεια μια τεράστια ανθρωπιστική καταστροφή, που συγκέντρωσε την παγκόσμια προσοχή. Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος αντιμετωπίστηκε ως το πιο δύσκολο τεστ μιας Δύσης που βρισκόταν στο κατώφλι του Ψυχρού Πολέμου. Το πραξικόπημα του 1967 ήταν για πολλούς μια απίστευτη αναβίωση της πολιτικής των τανκς σε μια ήπειρο απ’ όπου είχε εξοβελιστεί με μεγάλο κόπο και κόστος. Βέβαια, η κατάσταση ομαλοποιήθηκε μετά το 1974 ώς το 2009, που αποτύχαμε ξανά – και με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο. Δύσκολα πεθαίνουν οι μνήμες των προηγούμενων αποτυχιών. «Τι συμβαίνει με τη χώρα σας;» μου είπε χαρακτηριστικά μια γνωστή Αμερικανίδα δημοσιογράφος πριν από δύο χρόνια. «Είχαμε πιστέψει πως είχατε πια γίνει κανονικοί!»
Τι εξηγεί τελικά αυτή την περίεργη έφεση στην παραγωγή αποτυχιών παγκόσμιας εμβέλειας; Πολλοί την αποδίδουν στην υποτιθέμενη ιδιαιτερότητά μας ως έθνους. Για κάποιους, η ιδιαιτερότητα αυτή είναι αρνητική («δεν είμαστε λαός εμείς» κ.λπ.) και για άλλους θετική («η αντίσταση είναι χαραγμένη στο DNA του Ελληνα»). Οι αντιλήψεις αυτού του είδους στερούνται σοβαρότητας. Πιστεύω, αντίθετα, πως ίσως η παταγώδης αποτυχία να αποτελεί το κύριο σύμπτωμα του συνδυασμού της μεγάλης (υπέρμετρης ίσως) φιλοδοξίας και της πολιτικής καινοτομίας. Η Ελλάδα υπήρξε μια από τις πρώτες χώρες της περιφέρειας που επιχείρησαν να εισαγάγουν τον διαφωτισμό και τους φιλελεύθερους θεσμούς σε μια εν πολλοίς πρωτόγονη αγροτική κοινωνία. Είναι μια χώρα που πέτυχε να χτίσει ένα ομοιογενές έθνος – κράτος με ισχυρή εθνική συνείδηση, που εισήγαγε μεγάλες αγροτικές μεταρρυθμίσεις, θεμελιώνοντας μια κοινωνία με σχετικά μικρές ανισότητες και αυξημένη κοινωνική κινητικότητα, που εφάρμοσε ένα δημοκρατικό πολίτευμα με ευρύτατη λαϊκή συμμετοχή και που τελικά πέτυχε μια εκπληκτική οικονομική απογείωση μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μια υποδειγματική μετάβαση στη δημοκρατία το 1974. Και όλα αυτά με περιορισμένες πλουτοπαραγωγικές πηγές, αντιμέτωπη με ένα ιδιαίτερα δύσκολο ιστορικό παρελθόν και μια επικίνδυνη γεωγραφία.
Δεν είναι αφύσικο να αποτυγχάνεις όταν καινοτομείς φιλόδοξα. Η διαφορά είναι πως στην περίπτωση αυτή, η αποτυχία δεν είναι απαραίτητα δείγμα εγγενούς αδυναμίας, όσο αναπόφευκτο κόστος μιας υπερβολικής αλλά εντέλει υγιούς φιλοδοξίας. Δεν χωράει αμφιβολία πως το όραμα της πολιτικής και οικονομικής ενσωμάτωσης της χώρας στην καρδιά της Δυτικής Ευρώπης υπήρξε ένα τεράστιο στοίχημα με μεγάλο ρίσκο. Είναι εξίσου αναμφίβολο πως η ανάληψή του ήταν ορθή.
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν η τωρινή μας αποτυχία αποβεί τελικά καταστροφική. Ομως, το παρελθόν μάς διδάσκει κάτι: ούτε η Μικρασιατική Καταστροφή, ούτε ο Εμφύλιος, ούτε το απριλιανό πραξικόπημα απέσπασαν τελικά τη χώρα από την, μακροπρόθεσμα, ανοδική της πορεία. Αν έχω δίκιο, αυτό σημαίνει πως ούτε η τελευταία μας αποτυχία είναι απαραίτητο να έχει τις ακραίες συνέπειες που πολλοί προβλέπουν σήμερα. Ελπίζω το ακροατήριό μου να βρει τις σκέψεις αυτές πρωτότυπες και κυρίως πειστικές.
   Στάθης Ν. Καλύβας
 Kαθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο πανεπιστήμιο Yale

''KAΘΗΜΕΡΙΝΗ''
18-3-2012