Μια όαση στον πλανήτη της κρίσης ...




Από όλον αυτόν τον χαμό της κρίσης με τις χρεοκοπίες τραπεζών και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, τα πακέτα διάσωσης, την ύφεση και τις διακρατικές παρεμβάσεις στις οικονομίες κυρίαρχων κρατών, μια μεγάλη δυτική χώρα λάμπει διά της απουσίας της. Και είναι περίεργο, διότι αυτή η χώρα βρίσκεται δίπλα στην εστία της μεγάλης πυρκαγιάς που ξεκίνησε το 2007, μιας κρίσης που διέσχισε αστραπιαία δύο ωκεανούς αλλά δεν πέρασε τα -έτσι κι αλλιώς χαλαρά- βόρεια σύνορα των ΗΠΑ. Αναφερόμαστε στον Καναδά, που είναι η δέκατη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, με ΑΕΠ 1,8 τρισ. δολάρια. Το 2011 αναπτύχθηκε κατά 2,8% και η ανεργία ήταν στο 7,2%
«Τούτος ο «αγαθός γίγαντας του Βορρά»», γράφει στο τελευταίο του βιβλίο ο Τζον Λάντσεστερ, «ήταν η μόνη χώρα του G8 που δεν έδωσε πακέτο διάσωσης σε τράπεζα και δεν εισήλθε σε ύφεση. Κι αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στους πολύ αυστηρότερους τραπεζικούς νόμους, ιδίως τις απαιτήσεις για μεγαλύτερο ύψος αποθεματικών. Στην ουσία το καναδικό παράδειγμα προέβλεπε οι τραπεζίτες να προστατευτούν από τον εαυτό τους, διά του δισταγμού των ρυθμιστικών αρχών να προχωρήσουν σε απορρύθμιση (σ.σ.: των χρηματοπιστωτικών αγορών). Πράγματι, η καναδική ιστορία παρουσιάζει ένα χαρακτηριστικό μοτίβο. Οι τράπεζες του Καναδά ήταν περιβόητες για την αστάθειά τους στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, και αυτό ακριβώς το γεγονός οδήγησε σε αυστηρότερο νομοθετικό καθεστώς και κατά συνέπεια σε τράπεζες που στηρίζονταν σε πιο στέρεες βάσεις. Από το 1923 σημειώθηκαν στον Καναδά μόνο δύο χρεοκοπίες τραπεζών. Στις ΗΠΑ σημειώθηκαν 17.000. Μερικές φορές κάνεις το σωστό αφού προσπάθησες το λάθος, λούστηκες την κρυάδα και άλλαξες γραμμή. Στη μεγάλη φιέστα της μόχλευσης κατά τη φάση της εκρηκτικής ανόδου, ο Καναδάς ήταν ο μόνος που δεν πήρε μέρος στο πάρτι: ενώ αλλού ο δείκτης μόχλευσης ήταν στο 30 προς 1 και ακόμη πιο πάνω, οι τράπεζες του Καναδά είχαν μέση μόχλευση 18 προς 1. Αυτός ουσιαστικά είναι ο λόγος που δεν κατέρρευσαν συμπαρασύροντας και την υπόλοιπη οικονομία».

Γεροντοκόρες σε πάρτι
Σε όλη αυτή την περίοδο οι τράπεζες του Καναδά θεωρούνταν κάτι σαν γεροντοκόρες σε πάρτι. Ο υπουργός Οικονομικών Τζιμ Φλάχερτι θυμάται ότι, όταν επισκέφθηκε την Κίνα το 2007, όλοι έλεγαν ότι «το καναδικό τραπεζικό σύστημα ήταν βαρετό κι απέφευγε υπερβολικά το ρίσκο. Οταν ξαναπήγα το 2010 οι ίδιοι συνάδελφοι με επαινούσαν ότι «έχουμε πολύ στέρεο τραπεζικό σύστημα»». Ο πρώην πρωθυπουργός του Καναδά Πολ Μάρτιν εξήγησε ότι «οι τράπεζές μας είναι καλύτερα διοικούμενες και έχουμε καλύτερη κρατική ρύθμιση».
Δεν αρκούσαν όμως μόνο οι αυστηρές τραπεζικές ρυθμίσεις. Η καναδική οικονομία ήταν πολλαπλώς έτοιμη για την κρίση που έπληξε τις οικονομίες μετά το 2007. Ο προαναφερθείς κεντροαριστερός πρωθυπουργός, Πολ Μάρτιν, είναι ο αρχιτέκτονας του οικονομικού θαύματος που ζει τώρα ο Καναδάς. Ανέλαβε υπουργός Οικονομικών το 1992, όταν η καναδική οικονομία μαστιζόταν από ετήσιο έλλειμμα 42 δισ. δολαρίων και το μεγαλύτερο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ στους G8 (70%). Σε τέσσερα χρόνια περιέκοψε τα ελλείμματα και το καναδικό κράτος είχε πλεόνασμα για 12 συνεχή χρόνια, δηλαδή μέχρι το 2008. Το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκε στο 50% που ήταν το χαμηλότερο του G8. Αναμόρφωσε το ασφαλιστικό σύστημα, μείωσε κατά πολύ τις δαπάνες (από 53% του ΑΕΠ, κάτω του 40%) κι αύξησε κάποιους φόρους, ειδικά στα υψηλά εισοδήματα.
Τα πλεονάσματα εκείνης της περιόδου, που μείωσαν κατά είκοσι ποσοστιαίες μονάδες το χρέος, επέτρεψαν στην κεντροδεξιά πλειοψηφία, που κυβερνά από το 2006, να ασκήσει κεϊνσιανές πολιτικές μόλις χτύπησε η κρίση. Πέρυσι το έλλειμμα έφτασε αριθμητικά σε ύψος ρεκόρ και ποσοστιαία σε 5,5% του ΑΕΠ. Η ανεργία όμως αυξήθηκε ελάχιστα: από 6,1% το 2007 σε 7,3% πέρυσι.
Ο Αμερικανός κωμικός Στιβ Αλεν είχε κάποτε πει πως «αν οι Αμερικανοί ήταν καλοί, θα ήταν Καναδοί». Αυτό δεν προκύπτει μόνο από τα ποσοστά εγκληματικότητας στις δύο χώρες· στις ΗΠΑ γίνονται 5 δολοφονίες ανά 100.000 κατοίκους, στον Καναδά 1,8. Παρά το γεγονός, όμως, ότι το παραγωγικό προφίλ των δύο χωρών είναι ίδιο, διαφέρουν αρκετά στη φορολογία και στις δαπάνες. Τα φορολογικά έσοδα στον Καναδά φτάνουν το 38,4% του ΑΕΠ, ενώ στις ΗΠΑ το 28,2%. Οι κρατικές δαπάνες στον Καναδά βρίσκονται λίγο πιο κάτω από το 40%, ενώ στις ΗΠΑ 34-38% του ΑΕΠ. Ο Καναδάς όμως έχει ένα εκτεταμένο αλλά και αποκεντρωμένο κράτος πρόνοιας, ενώ οι ΗΠΑ ξοδεύουν πάρα πολλά λεφτά σε εξοπλισμούς (4,1% του ΑΕΠ).
Ο Καναδάς έχει καθολική υγειονομική περίθαλψη του πληθυσμού (κάτι σαν Εθνικό Σύστημα Υγείας), ενώ οι ΗΠΑ καλύπτονται από το κράτος μόνο για κάποιες ομάδες του πληθυσμού (υπερήλικες, παιδιά, ανάπηροι κ.ά.) Ετσι το προσδόκιμο ηλικίας είναι υψηλότερο στον Καναδά, 81 χρόνια, έναντι 78 στις ΗΠΑ. Η βρεφική θνησιμότητα είναι κατά 18,8% υψηλότερη στις ΗΠΑ. Το περίεργο όμως είναι ότι και οι δύο χώρες έχουν το ίδιο ποσοστό κρατικών δαπανών για την υγεία, περίπου 7%. Οι ΗΠΑ έχουν και υψηλότατες ιδιωτικές δαπάνες υγείας. Η συνολική δαπάνη φτάνει το 15,3% του ΑΕΠ έναντι 10% στον Καναδά.
«Κλειδί» η ρύθμιση
Το κλειδί μοιάζει να είναι η ρύθμιση. Παρά το γεγονός ότι ο Καναδάς έχει υψηλότερη οικονομική ελευθερία από τις ΗΠΑ (το Heritage Foundation τον κατατάσσει στην 6η θέση και τις ΗΠΑ στη 10η) τουλάχιστον στον χρηματοπιστωτικό τομέα τα πράγματα ήταν σαφή και αυστηρά. Οπως γράφει ο Τζορτζ Λάντσεστερ «ο ΟΟΣΑ αξιολογεί τις τράπεζες του Καναδά, ως τις ασφαλέστερες του κόσμου· οι ΗΠΑ έρχονται 40ές, δύο θέσεις κάτω από την Μποτσουάνα, και η Μεγάλη Βρετανία 44η... Μεταξύ των άλλων χαρακτηριστικών του καναδικού τραπεζικού συστήματος είναι τα χαμηλά επίπεδα τιτλοποίησης και η χρήση της τιτλοποίησης κυρίως ως μεθόδου αύξησης της ρευστότητας και όχι ως εργαλείου διασποράς κινδύνου από εργαλεία όπως τα CDS και τα CDO... μια νομοθεσία που επέμενε ότι κανείς δεν δανειζόταν πάνω από το 80% του ακινήτου. Και παρεμπιπτόντως, αυτή η πορεία δεν είχε ως τίμημα να μείνει η χώρα πίσω σε άλλους τομείς: από το 2004 το μέσο εισόδημα των Καναδών αυξήθηκε 11% σε σχέση με το 5% στις ΗΠΑ. Μια χώρα δεν χρειάζεται να διαθέτει ένα υπερκινητικό μέχρι φρενίτιδας χρηματοπιστωτικό τομέα για να έχει ακμάζουσα οικονομία».
Το κόστος της διάσωσης των τραπεζών
Κανείς δεν ξέρει πόσο θα κοστίσει παγκοσμίως -σε όρους μείωσης του ΑΕΠ ή έστω σε όρους συμμετοχής των φορολογουμένων- η κρίση. Για την ακρίβεια, κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει το κόστος διάσωσης των αμερικανκών τραπεζών στους φορολογουμένους της υπερδύναμης.
Το μόνο σίγουρο, σύμφωνα με τον Τζον Λάνκαστερ, είναι ότι «ο λογαριασμός φαίνεται τσιμπημένος. Ως προς το καθαρό μέγεθος της μεγάλης λυπητερής, κανείς δεν μπορεί να ξεπεράσει τη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, η οποία είχε μια φούσκα ακινήτων, μια πιστωτική φούσκα και χρόνια ολόκληρα αυξανόμενων ελλειμμάτων χάρη στα ενθουσιώδη πειράματα του George W. Bush με τον σπάταλο συντηρητισμό του».
Το κανάλι Bloomberg υπολογίζει ότι το κόστος διάσωσης των τραπεζών θα φτάσει τα 7,76 τρισ. δολάρια, δηλαδή 24.000 δολ. κατά κεφαλήν για κάθε άνδρα, γυναίκα και παιδί που ζουν σήμερα στις ΗΠΑ. Ο οικονομολόγος Jim Bianco υπολόγισε σε αποπληθωρισμένες τιμές ότι το Σχέδιο Μάρσαλ, συν το Νιου Ντιλ του Φραγκλίνου Ρούσβελτ, συν η αγορά της Λουιζιάνας, συν όλες οι διαστημικές δαπάνες της ΝΑSΑ (συμπεριλαμβανομένης της αποστολής ανθρώπου στο φεγγάρι), συν η διάσωση του ασφαλιστικού συστήματος επί προεδρίας Ρέιγκαν, συν οι πόλεμοι στην Κορέα, στο Βιετνάμ και στο Ιράκ κόστισαν (συνολικά) στους Αμερικανούς φορολογουμένους 3,92 τρισ. δολάρια. Για να φτάσει το κόστος διάσωσης, πρέπει να προστεθούν και οι δαπάνες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου που σε αποπληθωρισμένες τιμές ανήλθαν σε 3,6 τρισ. δολάρια. Το σχέδιο Ομπάμα για σχεδόν καθολική περίθαλψη των Αμερικανών υπολογίζεται να φτάσει τα 800 δισεκατομμύρια μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια, κι αυτό θεωρήθηκε από τους παλαβούς Ρεπουμπλικανούς κάτι σαν... κομμουνισμός.
Και τι αγοράζουν οι φορολογούμενοι από τη μεγαλύτερη κρατική παρέμβαση στην ιστορία των ΗΠΑ; Για τον Τζον Λάνκαστερ, ελάχιστα πράγματα. «Κατά κανόνα», γράφει, «δεν τα κακαρώνουμε τρώγοντας κομμάτια γυαλί από συσκευασμένα φαγητά, ούτε από φάρμακα με λάθος ετικέτες ούτε σε αεροπορικά δυστυχήματα, επειδή τα σούπερ μάρκετ, οι φαρμακευτικές εταιρείες και οι αεροπορικές εταιρείες έχουν εσωτερικεύσει την ανάγκη για ασφάλεια. Δεν είναι Τιτάνες της ηθικής, αλλά το έχουν αντιληφθεί: τα ατυχήματα είναι κακά γιατί μπορούν να τους εξαφανίσουν από τον χάρτη. Οι τράπεζες δεν το έχουν αντιληφθεί: έπαθαν ένα καταστροφικό ατύχημα και την έβγαλαν μέλι γάλα, άρα ποιο το κίνητρο να αλλάξουν;».
Χειρότερα: πριν από την κρίση, έγραψαν οι Financial Times, «ανταγωνίζονταν μεταξύ τους 15 τράπεζες. Τώρα υπάρχουν έξι». Γι' αυτό ίσως και τα μπόνους των στελεχών διαρκώς μεγαλώνουν, παρά την κρίση. Η Goldman Sachs «αναγκάστηκε τον Σεπτέμβριο του 2008 να αποχαρακτηριστεί ως επενδυτική προκειμένου να λάβει την κρατική βοήθεια, μόνο και μόνο για να δηλώσει τον Ιούλιο του 2009 κέρδη ρεκόρ όλων των εποχών - και αντίστοιχα μπόνους», γράφει ο Τζον Λάνκαστερ. «Το σλόγκαν του ιδρυτή της easyjet Στέλιου Χατζηιωάννου «αν νομίζεις ότι η ασφάλεια είναι ακριβή, δες τι συμβαίνει σε ένα ατύχημα...» στην τραπεζική είναι σχεδόν το αντίθετο: «Δεν κάνουμε θέμα την ασφάλεια, αφού αν μας συμβεί ατύχημα, εσείς είστε που πληρώνετε»».
Διαβάστε
- John Lanchester, «Ουπς! Πώς φτάσαμε να χρωστούν όλοι σε όλους και κανείς να μην μπορεί να πληρώσει...», εκδ. Anubis

ΠΑΣΧΟΣ ΜΑΝΔΡΑΒΕΛΗΣ

''ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ''
24-3-2012