Η Ελλάδα μπορεί να διεκδικήσει τις γερμανικές επανορθώσεις ...
Η Ελλάδα μπορεί να διεκδικήσει τις γερμανικές επανορθώσεις .
Υπάρχει η νομική δυνατότητα τόνισαν στη Βουλή διακεκριμένοι επιστήμονες.
Η Ελλάδα διαθέτει την νομική δυνατότητα όπως και την εγκυρότητα των νομικών επιχειρημάτων, τα οποία αποτελούν σημαντικό πολιτικό και διπλωματικό εργαλείο για την διεκδίκηση των γερμανικών επανορθώσεων και την επιστροφή του αναγκαστικού κατοχικού δανείου.
Αυτό προέκυψε ως συμπέρασμα από την συζήτηση που έγινε στην κοινή συνεδρίαση των Επιτροπών Οικονομικών Υποθέσεων και Εξωτερικών και Άμυνας της Βουλής παρουσία διακεκριμένων επιστημόνων και εκπροσώπων φορέων διεκδίκησης των γερμανικών αποζημιώσεων. Όπως επίσης προέκυψε, δεν υπάρχει σαφής αποτίμηση των αποζημιώσεων αυτών, ενώ σε ό,τι αφορά το κατοχικό δάνειο που επιβλήθηκε με διακοίνωση του πληρεξουσίου του Γ’ Ράιχ προς τον κατοχικό πρωθυπουργό Τσολάκογλου τον Μάρτιο του 1942, είναι ασαφές σε τι ποσό ανέρχεται σε σημερινές τιμές συμπεριλαμβανομένων των επιτοκίων και των ανατοκισμών.
Όπως τόνισε σχετικά ο επικεφαλής του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Γερμανικών Αποζημιώσεων κ. Μ. Γλέζος, «κάποτε πρέπει να γνωρίζουμε πόσο ήταν το αναγκαστικό δάνειο και ποιες δόσεις πληρώθηκαν».
Αναφερθείς στο θέμα ο υποδιοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος κ. Γ. Παπαδάκης τόνισε ότι το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων ανάγεται καθ’ ολοκληρίαν στην Ελληνική πολιτεία και τις διεθνείς σχέσεις. Μάλιστα δήλωσε ότι η ΤτΕ «δεν έχει στοιχεία ούτε μπορεί να έχει εξ αντικειμένου άποψη για το θέμα».
Βεβαίως η ΤτΕ προέβη στις πληρωμές του αναγκαστικού δανείου και όπως είπε ο κ. Παπαδάκης, το άθροισμα των συνολικών καταβολών συνιστά το κεφάλαιο του αναγκαστικού δανείου στο πλαίσιο του οποίου η χώρα μας υποχρεώθηκε να χρηματοδοτήσει τις απαιτήσεις των γερμανών κατακτητών.
Αίσθηση πάντως προκάλεσε η δήλωσή του ότι η ΤτΕ «δεν διαθέτει τα πρωτότυπα στοιχεία για το δάνειο, τα οποία προφανώς βρίσκονται στο υπουργείο Οικονομικών». Βάσει της έκθεσης της τράπεζας του 1947 που αφορούσε τους ισολογισμούς και των προηγούμενων ετών, υπάρχει πίνακας στον οποίο αποτυπώνεται το ποσό του 1 τετράκις 530 τρισεκατομμυρίων ονομαστικών δραχμών, το οποίο βεβαίως δεν έχει κανέναν νόημα λόγω του πληθωριστικού χρήματος που υπήρχε τότε.
Το ποσό αυτό με κατά προσέγγιση μετατροπή του και βάσει της ισοτιμίας της παλαιάς (πληθωριστικής) δραχμής προς τη νέα δραχμή, αντιστοιχούσε το 1944 με 32 δισ. 133 εκατομμύρια και με επίσημη ισοτιμία δραχμής προς δολάριο (1 δολάριο προς 149 δρχ.) τότε το ποσό ήταν 215 εκατομμύρια 662 χιλιάδες δολάρια. Όσον αφορά τον μεταγενέστερο υπολογισμό του ύψους του χρέους της Γερμανίας προς την Ελλάδα με την προσθήκη τόκων (επιτόκιο, ανατοκισμός), το 1961 έγινε μια προσπάθεια -λαμβάνοντας υπ’ όψιν το πιο υψηλό επιτόκιο τότε των μακροπρόθεσμων ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου- και με τον ανατοκισμό έφτανε σε 6 δισ. ευρώ σημερινών ευρώ. Αλλά όπως τόνισε ο κ. Παπαδάκης αυτό αφορά υπολογισμούς του 1961, ενώ σημείωσε ότι αν βρεθούν τα πρωτότυπα έγγραφα για το κατοχικό δάνειο, αυτά θα αποτελούν σημαντικό αποδεικτικό στοιχείο.
Ο ακαδημαϊκός και καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Εμμ. Ρούκουνας αναφέρθηκε στις νομικές παραμέτρους της υπόθεσης τονίζοντας ότι στην περίπτωση των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας «η ευθύνη των κρατών καταγράφεται και αποτιμάται ως χρήμα με την μορφή των αποζημιώσεων», επισημαίνοντας ότι σύμφωνα με τα δημοσιευμένα στοιχεία η χώρα μας δεν παραιτήθηκε από τις αξιώσεις της. Τόνισε δε ότι χρειάζεται μια συνολική μελέτη των επίσημων στοιχείων ώστε να ληφθούν οι σχετικές αποφάσεις.
«Όταν μιλάμε για τις γερμανικές επανορθώσεις, μιλάμε για ένα από τα κορυφαία θέματα που αντιμετωπίζουμε στο διεθνές δίκαιο», εξήγησε στους βουλευτές ο καθηγητής Διεθνών και Ευρωπαϊκών Θεσμών του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Στ. Περράκης, επισημαίνοντας ότι η επιλογή της Γερμανίας να επικαλεστεί την ετεροδικία, υπόθεση η οποία κρίθηκε προσφάτως υπέρ της από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, «εμπόδιζε στο να υλοποιηθεί η ρύθμιση του διεθνούς δικαίου: ότι δηλαδή το θύμα δικαιούται αποκατάστασης».
Ενώ υπενθύμισε ότι η Ελλάδα μπορεί να μην κυνήγησε συστηματικά το ζήτημα των αποζημιώσεων μετά το 1995, ωστόσο υπήρχαν πολιτικές κινήσεις οι οποίες συγκλίνουν στο ότι «η Ελλάδα ουδέποτε έχει παραιτηθεί από τις διεκδικήσεις αυτές». «Όταν έχεις εγκλήματα κατά κράτους, δεν μπορείς να επικαλείσαι ετεροδικία. Σε αυτή την περίπτωση η ετεροδικία υποχωρεί», υποστήριξε.
Και υπογράμμισε ότι η χώρα μας «έχει υποχρέωση να θέσει αυτοτελώς το θέμα των αποζημιώσεων», αφού βεβαίως γίνει μια σοβαρή αποτίμηση, όχι μόνον για τις αποζημιώσεις και το κατοχικό δάνειο, αλλά και για τους αρχαιολογικούς θησαυρούς που αρπάχθηκαν αλλά και τις ζημίες που υπέστη ο ελληνικός εμπορικός στόλος και μάλιστα στην φάση που η χώρα μας ήταν ουδέτερη. Πάντως διευκρίνισε ότι «οι ελληνικές κυβερνήσεις είναι αρμόδιες πότε θα προβάλλουν το ζήτημα».
Όπως ανέφερε, εξάλλου, ο καθηγητής Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Αντ. Μπρεδήμας, η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα που στην κατεχόμενη Ευρώπη που πλήρωνε με τους επαχθέστερους όρους το αναγκαστικό δάνειο καταβάλλοντας στους ναζί το 113% του ΑΕΠ της. «Θεώρησαν ότι θα παίρνουν τα χρήματα χωρίς να θεωρηθεί ότι είναι έξοδα κατοχής. Γι’ αυτό εφηύραν το τέχνασμα του κατοχικού δανείου», εξήγησε, ενώ επικαλούμενος σχετική δήλωση του αείμνηστου Ξενοφώντα Ζολώτα, είπε ότι επιστράφηκαν δυο δόσεις του δανείου αυτού.
Αν και το 1990 με την συνθήκη «2+4» που συνήψαν οι εμπλεκόμενες μεγάλες δυνάμεις του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου με την ενοποιημένη πλέον Γερμανία, έγινε μια διευθέτησης ειρήνης, η Ελλάδα είναι τρίτο μέρος και ως εκ τούτου διατηρεί το δικαίωμα να διεκδικήσει αποζημίωση. Άλλωστε το 1995, ο τότε Έλληνας πρέσβης στην Βόννη με επίσημο διάβημα της χώρας μας προς την Γερμανία, την κάλεσε σε συζητήσεις.
Ο κ. Μπρεδήμας αναφέρθηκε και στην υποτιθέμενη μυστική συμφωνία μεταξύ Κωνσταντίνου Καραμανλή και Κόνραντ Αντενάουερ για παραίτηση της Ελλάδος από το δικαίωμα των απαιτήσεων έναντι της Γερμανίας. Επικαλούμενος την σχετική έρευνα που είχε διενεργήσει στον φάκελο των συνομιλιών μεταξύ των δυο ανδρών «χαρτί παραίτησης εκ μέρους της Ελλάδας δεν βρέθηκε».
Ο κ. Γλέζος κάλεσε τον Πρωθυπουργό κ. Λ. Παπαδήμο, τον οποίο είχε συναντήσει ως επικεφαλής του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Γερμανικών Αποζημιώσεων όταν εκείνος ήταν διοικητής της ΤτΕ, να δώσει τώρα την εντολή για να προχωρήσει η Ελλάδα στις αναγκαίες ενέργειες για την απαίτηση των γερμανικών επανορθώσεων και την επιστροφή του αναγκαστικού δανείου.
Αυτό προέκυψε ως συμπέρασμα από την συζήτηση που έγινε στην κοινή συνεδρίαση των Επιτροπών Οικονομικών Υποθέσεων και Εξωτερικών και Άμυνας της Βουλής παρουσία διακεκριμένων επιστημόνων και εκπροσώπων φορέων διεκδίκησης των γερμανικών αποζημιώσεων. Όπως επίσης προέκυψε, δεν υπάρχει σαφής αποτίμηση των αποζημιώσεων αυτών, ενώ σε ό,τι αφορά το κατοχικό δάνειο που επιβλήθηκε με διακοίνωση του πληρεξουσίου του Γ’ Ράιχ προς τον κατοχικό πρωθυπουργό Τσολάκογλου τον Μάρτιο του 1942, είναι ασαφές σε τι ποσό ανέρχεται σε σημερινές τιμές συμπεριλαμβανομένων των επιτοκίων και των ανατοκισμών.
Όπως τόνισε σχετικά ο επικεφαλής του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Γερμανικών Αποζημιώσεων κ. Μ. Γλέζος, «κάποτε πρέπει να γνωρίζουμε πόσο ήταν το αναγκαστικό δάνειο και ποιες δόσεις πληρώθηκαν».
Αναφερθείς στο θέμα ο υποδιοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος κ. Γ. Παπαδάκης τόνισε ότι το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων ανάγεται καθ’ ολοκληρίαν στην Ελληνική πολιτεία και τις διεθνείς σχέσεις. Μάλιστα δήλωσε ότι η ΤτΕ «δεν έχει στοιχεία ούτε μπορεί να έχει εξ αντικειμένου άποψη για το θέμα».
Βεβαίως η ΤτΕ προέβη στις πληρωμές του αναγκαστικού δανείου και όπως είπε ο κ. Παπαδάκης, το άθροισμα των συνολικών καταβολών συνιστά το κεφάλαιο του αναγκαστικού δανείου στο πλαίσιο του οποίου η χώρα μας υποχρεώθηκε να χρηματοδοτήσει τις απαιτήσεις των γερμανών κατακτητών.
Αίσθηση πάντως προκάλεσε η δήλωσή του ότι η ΤτΕ «δεν διαθέτει τα πρωτότυπα στοιχεία για το δάνειο, τα οποία προφανώς βρίσκονται στο υπουργείο Οικονομικών». Βάσει της έκθεσης της τράπεζας του 1947 που αφορούσε τους ισολογισμούς και των προηγούμενων ετών, υπάρχει πίνακας στον οποίο αποτυπώνεται το ποσό του 1 τετράκις 530 τρισεκατομμυρίων ονομαστικών δραχμών, το οποίο βεβαίως δεν έχει κανέναν νόημα λόγω του πληθωριστικού χρήματος που υπήρχε τότε.
Το ποσό αυτό με κατά προσέγγιση μετατροπή του και βάσει της ισοτιμίας της παλαιάς (πληθωριστικής) δραχμής προς τη νέα δραχμή, αντιστοιχούσε το 1944 με 32 δισ. 133 εκατομμύρια και με επίσημη ισοτιμία δραχμής προς δολάριο (1 δολάριο προς 149 δρχ.) τότε το ποσό ήταν 215 εκατομμύρια 662 χιλιάδες δολάρια. Όσον αφορά τον μεταγενέστερο υπολογισμό του ύψους του χρέους της Γερμανίας προς την Ελλάδα με την προσθήκη τόκων (επιτόκιο, ανατοκισμός), το 1961 έγινε μια προσπάθεια -λαμβάνοντας υπ’ όψιν το πιο υψηλό επιτόκιο τότε των μακροπρόθεσμων ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου- και με τον ανατοκισμό έφτανε σε 6 δισ. ευρώ σημερινών ευρώ. Αλλά όπως τόνισε ο κ. Παπαδάκης αυτό αφορά υπολογισμούς του 1961, ενώ σημείωσε ότι αν βρεθούν τα πρωτότυπα έγγραφα για το κατοχικό δάνειο, αυτά θα αποτελούν σημαντικό αποδεικτικό στοιχείο.
Ο ακαδημαϊκός και καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Εμμ. Ρούκουνας αναφέρθηκε στις νομικές παραμέτρους της υπόθεσης τονίζοντας ότι στην περίπτωση των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας «η ευθύνη των κρατών καταγράφεται και αποτιμάται ως χρήμα με την μορφή των αποζημιώσεων», επισημαίνοντας ότι σύμφωνα με τα δημοσιευμένα στοιχεία η χώρα μας δεν παραιτήθηκε από τις αξιώσεις της. Τόνισε δε ότι χρειάζεται μια συνολική μελέτη των επίσημων στοιχείων ώστε να ληφθούν οι σχετικές αποφάσεις.
«Όταν μιλάμε για τις γερμανικές επανορθώσεις, μιλάμε για ένα από τα κορυφαία θέματα που αντιμετωπίζουμε στο διεθνές δίκαιο», εξήγησε στους βουλευτές ο καθηγητής Διεθνών και Ευρωπαϊκών Θεσμών του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Στ. Περράκης, επισημαίνοντας ότι η επιλογή της Γερμανίας να επικαλεστεί την ετεροδικία, υπόθεση η οποία κρίθηκε προσφάτως υπέρ της από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, «εμπόδιζε στο να υλοποιηθεί η ρύθμιση του διεθνούς δικαίου: ότι δηλαδή το θύμα δικαιούται αποκατάστασης».
Ενώ υπενθύμισε ότι η Ελλάδα μπορεί να μην κυνήγησε συστηματικά το ζήτημα των αποζημιώσεων μετά το 1995, ωστόσο υπήρχαν πολιτικές κινήσεις οι οποίες συγκλίνουν στο ότι «η Ελλάδα ουδέποτε έχει παραιτηθεί από τις διεκδικήσεις αυτές». «Όταν έχεις εγκλήματα κατά κράτους, δεν μπορείς να επικαλείσαι ετεροδικία. Σε αυτή την περίπτωση η ετεροδικία υποχωρεί», υποστήριξε.
Και υπογράμμισε ότι η χώρα μας «έχει υποχρέωση να θέσει αυτοτελώς το θέμα των αποζημιώσεων», αφού βεβαίως γίνει μια σοβαρή αποτίμηση, όχι μόνον για τις αποζημιώσεις και το κατοχικό δάνειο, αλλά και για τους αρχαιολογικούς θησαυρούς που αρπάχθηκαν αλλά και τις ζημίες που υπέστη ο ελληνικός εμπορικός στόλος και μάλιστα στην φάση που η χώρα μας ήταν ουδέτερη. Πάντως διευκρίνισε ότι «οι ελληνικές κυβερνήσεις είναι αρμόδιες πότε θα προβάλλουν το ζήτημα».
Όπως ανέφερε, εξάλλου, ο καθηγητής Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Αντ. Μπρεδήμας, η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα που στην κατεχόμενη Ευρώπη που πλήρωνε με τους επαχθέστερους όρους το αναγκαστικό δάνειο καταβάλλοντας στους ναζί το 113% του ΑΕΠ της. «Θεώρησαν ότι θα παίρνουν τα χρήματα χωρίς να θεωρηθεί ότι είναι έξοδα κατοχής. Γι’ αυτό εφηύραν το τέχνασμα του κατοχικού δανείου», εξήγησε, ενώ επικαλούμενος σχετική δήλωση του αείμνηστου Ξενοφώντα Ζολώτα, είπε ότι επιστράφηκαν δυο δόσεις του δανείου αυτού.
Αν και το 1990 με την συνθήκη «2+4» που συνήψαν οι εμπλεκόμενες μεγάλες δυνάμεις του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου με την ενοποιημένη πλέον Γερμανία, έγινε μια διευθέτησης ειρήνης, η Ελλάδα είναι τρίτο μέρος και ως εκ τούτου διατηρεί το δικαίωμα να διεκδικήσει αποζημίωση. Άλλωστε το 1995, ο τότε Έλληνας πρέσβης στην Βόννη με επίσημο διάβημα της χώρας μας προς την Γερμανία, την κάλεσε σε συζητήσεις.
Ο κ. Μπρεδήμας αναφέρθηκε και στην υποτιθέμενη μυστική συμφωνία μεταξύ Κωνσταντίνου Καραμανλή και Κόνραντ Αντενάουερ για παραίτηση της Ελλάδος από το δικαίωμα των απαιτήσεων έναντι της Γερμανίας. Επικαλούμενος την σχετική έρευνα που είχε διενεργήσει στον φάκελο των συνομιλιών μεταξύ των δυο ανδρών «χαρτί παραίτησης εκ μέρους της Ελλάδας δεν βρέθηκε».
Ο κ. Γλέζος κάλεσε τον Πρωθυπουργό κ. Λ. Παπαδήμο, τον οποίο είχε συναντήσει ως επικεφαλής του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Γερμανικών Αποζημιώσεων όταν εκείνος ήταν διοικητής της ΤτΕ, να δώσει τώρα την εντολή για να προχωρήσει η Ελλάδα στις αναγκαίες ενέργειες για την απαίτηση των γερμανικών επανορθώσεων και την επιστροφή του αναγκαστικού δανείου.
ΠΗΓΗ: