Μας ταιριάζει το μοντέλο Αργεντινής;

Μας ταιριάζει το μοντέλο Αργεντινής;

Διδάγματα από τη Λατινική Αμερική
Η υιοθέτηση ενός ισχυρού νομίσματος από μια χώρα, όπως έγινε με την εισαγωγή του ευρώ στην Ελλάδα, δεν είναι ούτε δύσκολο ούτε ιδιαίτερα ασυνήθιστο εγχείρημα. Χαρακτηριστική είναι άλλωστε η σταδιακή διεύρυνση της Ευρωζώνης από 11 χώρες-μέλη αρχικά σε 17 σήμερα, και η υιοθέτηση του δολαρίου ΗΠΑ ως εθνικό νόμισμα από τον Παναμά, το Ελ Σαλβαδόρ και τον Ισημερινό. Η εισαγωγή ενός αδύναμου νομίσματος σε περίοδο κρίσης είναι όμως εντελώς άλλο ζήτημα. Το κοντινότερο ιστορικό παράδειγμα είναι αυτό της Αργεντινής το 2002, όταν η χώρα εγκατέλειψε τη σταθερή ισοτιμία με το δολάριο και υποτίμησε το νόμισμά της κατά 300%. Τόσο η αριστερά, όσο και η αντιμνημονιακή δεξιά, προβάλλουν (σε πλήρη ομοφωνία) όλο και πιο επίμονα το συγκεκριμένο παράδειγμα ως λύση του ελληνικού προβλήματος. Είναι όμως λύση; Ή μήπως συνταγή καταστροφής;

 Η «Κ» παρουσιάζει σήμερα τα επιχειρήματα και των δύο πλευρών.


(1) 
Το θάρρος του Μπουένος Αϊρες  
Από την αρχή της ελληνικής κρίσης, η Αργεντινή λειτούργησε ως σημείο αναφοράς και φόβητρο. Οι υπερασπιστές των Μνημονίων ισχυρίζονται συχνά ότι προστατεύουν την Ελλάδα από την κατάντια της Αργεντινής. Ατυχέστατες αναφορές έγιναν ακόμη και από επίσημα χείλη, προκαλώντας ενόχληση στο Μπουένος Αϊρες. Για τους εκεί ιθύνοντες είναι εμφανές ότι η Ελλάδα ακολουθεί την πορεία της χώρας τους προς το χάος κατά το 1998-2001, εφαρμόζοντας την «ορθόδοξη» συνταγή του ΔΝΤ και της Ε.Ε. Υιοθετεί τρομακτική λιτότητα, επιδιώκει να δημιουργήσει δημοσιονομικά πλεονάσματα, αποδίδει προτεραιότητα στην εξυπηρέτηση του χρέους και προσβλέπει στην ανάπτυξη μέσω χαμηλών μισθών και ξένων επενδύσεων.
Ακόμη και το PSI έχει το αργεντίνικο προηγούμενό του. Τον Ιούνιο του 2001 η Αργεντινή έκανε το περιβόητο μεγκακάνχε, δηλαδή εθελοντική ανταλλαγή ομολόγων με πρωτοβουλία των δανειστών της. Μαζί με το εξίσου περιβόητο μπλιντάχε, δηλαδή θωράκιση με νέα δάνεια από το ΔΝΤ, το μεγκακάνχε υποτίθεται ότι θα έλυνε την κρίση, χωρίς ακρότητες όπως η επιθετική αθέτηση πληρωμών. Η «λύση» δεν κράτησε ούτε έξι μήνες, καθώς η ύφεση έγινε βαθύτερη και η χώρα έφτασε στην κοινωνική κατάρρευση. Ο εμπνευστής της, ο Ντομίνγκο Καβάλο, ο άνθρωπος που ουσιαστικά κατέστρεψε την Αργεντινή κατά τη δεκαετία του 1990, έχει σήμερα μηδαμινή αξιοπιστία στη χώρα του.
Η Αργεντινή έκανε παύση πληρωμών τον Δεκέμβριο του 2001, ενώ κατόπιν ήρε την πρόσδεση του πέσο με το δολάριο και εγκατέλειψε το πρόγραμμα του ΔΝΤ. Ακολούθησαν μήνες βαθιάς κρίσης, καθώς η οικονομία ήταν εξουθενωμένη ύστερα από τρία χρόνια «σωτηρίας». Αλλά η ανάκαμψη ήρθε και η χώρα μπήκε σε ταχύτατους ρυθμούς ανάπτυξης. Δέκα χρόνια μετά, το ΑΕΠ είναι σχεδόν διπλάσιο, το Μπουένος Αϊρες σφύζει από ζωή, η χώρα παραμένει ανοιχτή και με έντονη διεθνή παρουσία. Παράλληλα, η κατανομή του εισοδήματος έχει βελτιωθεί σημαντικά, καθώς το μερίδιο της εργασίας στο ΑΕΠ ανέβηκε από περίπου 30% το 2001 στο 50% το 2011.
Η Αργεντινή αντιμετωπίζει τώρα νέα προβλήματα, παρότι η ανάπτυξη για το 2011 ήταν και πάλι ταχύτατη, με ρυθμό 8,9%. Τα εξωτερικά πλεονάσματα περιορίζονται, εμφανίστηκε δημοσιονομική στενότητα, ο πληθωρισμός κινείται στο 15-20% και υπάρχει μεγάλη διαρροή κεφαλαίων. Ο δευτερογενής τομέας χρειάζεται άμεσα παραγωγική ανασυγκρότηση. Το εντυπωσιακό όμως είναι ότι η χώρα ψάχνει για ριζοσπαστικές λύσεις, μακριά από τις αποτυχημένες πολιτικές του ΔΝΤ.
Η Κριστίνα Φερνάντες ντε Κίρχνερ κυριαρχεί στην πολιτική σκηνή και οι Περονιστές έχουν κάνει στροφή προς τα αριστερά. Αντιλαμβάνονται ότι ο πληθωρισμός πρέπει να ελεγχθεί μέσω της ανάπτυξης και χωρίς να χαθούν τα κέρδη στην κατανομή του εισοδήματος. Η κεντρική τράπεζα, υπό την διοίκηση της ξεχωριστής Μερσέντες ντελ Ποντ, στοχεύει πλέον στην υψηλή απασχόληση και όχι μόνο στη σταθερότητα των τιμών. Η χώρα σκέφτεται σοβαρά να υιοθετήσει βιομηχανική πολιτική για ανάπτυξη στηριγμένη στις εγχώριες πηγές, με έλεγχο του πιστωτικού συστήματος. Θα υπάρξει οπωσδήποτε σύγκρουση με τον τραπεζικό τομέα, τους γαιοκτήμονες και άλλους συντηρητικούς κύκλους, αλλά οι προοπτικές είναι θετικές για τα λαϊκά στρώματα.
Η Ελλάδα δεν είναι πράγματι Αργεντινή. Εχει πολύ υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα και μετέχει στην ΟΝΕ, ένα νομισματικό πλαίσιο πολύ πιο δεσμευτικό από την πρόσδεση του πέσο με το δολάριο, γεγονός που κάνει την ύφεση βαθύτερη. Η συρρίκνωση του ελληνικού ΑΕΠ από το 2008 μέχρι το τέλος του 2012 πιθανόν να αγγίξει το ποσοστό της συνολικής μείωσης του ΑΕΠ της Αργεντινής σε όλη τη διάρκεια της κρίσης της. Για την Ελλάδα, φυσικά, έπεται συνέχεια, χωρίς να έχει εκλείψει το φάσμα της εξόδου από το ευρώ. Η ΟΝΕ επέτρεψε επίσης στις ελληνικές τράπεζες να έχουν συνεχή πρόσβαση σε ρευστότητα από την ΕΚΤ, ενώ οι τράπεζες της Αργεντινής δεν είχαν αντίστοιχη δυνατότητα.
Η ουσιαστικότερη όμως διαφορά είναι ότι η Ε.Ε. λειτουργεί καταναγκαστικά επί του ελληνικού πολιτικού συστήματος, το οποίο τρέμει και στην ιδέα της εξόδου από την ΟΝΕ. Η πειθάρχηση στην πολιτική του Βερολίνου είναι πλήρης, χωρίς ίχνος ανεξαρτησίας. Το πολιτικό σύστημα θα προτιμήσει να μεταβάλει την Ελλάδα σε χώρα φτωχών, παρά να έρθει σε ρήξη με την Ε.Ε.
Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, οι πολιτικές εξελίξεις στη χώρα μας πιθανώς θα είναι πιο ραγδαίες και ριζοσπαστικές απ’ ό,τι στην Αργεντινή. Η συνταγή της τρόικας εντείνει την οικονομική διάλυση και ωθεί προς την κοινωνική έκρηξη. Οταν θα φτάσει η ώρα της κρίσεως, οι δυνάμεις που θα βάλουν την Ελλάδα σε τροχιά ανάπτυξης και κοινωνικής δικαιοσύνης θα χρειαστεί να πάνε πιο πέρα από τον Νέστορ Κίρχνερ και την Κριστίνα Φερνάντες.
  Κώστας Λαπαβίτσας
 Καθηγητής Οικονομικών στη Σχολή Ανατολικών και Αφρικανικών Μελετών (SOAS) του Πανεπιστημίου του Λονδίνου.




(2)
Τεράστιο κοινωνικό κόστος
Ορισμένοι οικονομολόγοι παροτρύνουν την Ελλάδα να ακολουθήσει το παράδειγμα της Αργεντινής και να επιστρέψει σε μία υποτιμημένη δραχμή για να ανακάμψει ταχύτερα η οικονομία της. Ομως, το κόστος μιας τέτοιας επιλογής είναι ασύγκριτα υψηλότερο από οποιοδήποτε όφελος μπορεί να προκύψει. Υπάρχουν τρεις σημαντικές διαφορές μεταξύ της Ελλάδας σήμερα και της Αργεντινής πριν από μία δεκαετία: 1. Η Αργεντινή είχε δικό της νόμισμα, το πέσο, ενώ η Ελλάδα δεν έχει πλέον τη δραχμή. 2. Η Ελλάδα είναι μέρος της Ευρωζώνης και έχει πρόσβαση σε χρηματοδότηση από τις χώρες–μέλη και από την ΕΚΤ, και 3. Η Αργεντινή εξάγει πρώτες ύλες, οι τιμές των οποίων είχαν εκρηκτική άνοδο την περασμένη δεκαετία, ενώ η Ελλάδα όχι. Ας αναλύσουμε τις συνέπειες αυτών των διαφορών.
1. Διαδικαστικά, η επιστροφή στη δραχμή είναι πολύ δύσκολη, αν όχι ανέφικτη. Αντίθετα με την Αργεντινή, που απλώς μετέτρεψε όλα τα συμβόλαια (δάνεια, μισθούς, ενοίκια κ.λπ.) σε πέσο, η Ελλάδα πρέπει επιπλέον να τυπώσει δραχμές, να ξαναπρογραμματίσει όλους τους υπολογιστές (μισθοδοσία, τράπεζες) και να μετατρέψει αντίστοιχα το σύστημα πληρωμών, καθώς και όλα τα ΑΤΜ κ.λπ. σε δραχμές. Είναι αδύνατον αυτή η διαδικασία να ολοκληρωθεί χωρίς να το πάρει είδηση κανείς. Θα πρέπει κυριολεκτικά να κλείσει το τραπεζικό σύστημα για μήνες, να επιβληθούν δηλαδή έλεγχοι συναλλάγματος και περιορισμοί στις αναλήψεις για να αποτραπεί η φυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό. Στο διάστημα αυτό (αλλά και στη συνέχεια) είναι απίθανο η Ελλάδα να προσελκύσει επενδύσεις από το εξωτερικό.
2. Στην Αργεντινή, οι αναλήψεις καταθέσεων από το τραπεζικό σύστημα ξεκίνησαν περίπου ένα χρόνο πριν από την υποτίμηση, με αποτέλεσμα να επιβληθούν περιορισμοί στις αναλήψεις, που μείωσαν τη ρευστότητα της οικονομίας και επέτειναν την κρίση. Αντίθετα από την Αργεντινή, ενώ και οι ελληνικές τράπεζες έχουν χάσει το ένα τρίτο των καταθέσεών τους από την αρχή την κρίσης, η παροχή ρευστότητας από την ΕΚΤ διατήρησε το σύστημα πληρωμών ανέπαφο.
3. Οπως γράφει ο πρώην υπουργός Οικονομικών της Αργεντινής Domingo Cavallo: «Οι εξαγωγές της Αργεντινής δεν αυξήθηκαν μετά την υποτίμηση. Αντιθέτως, μειώθηκαν από 26,6 δισ. δολάρια το 2001 σε 25,6 δισ. το 2002. Ο όγκος των εξαγωγών αυξήθηκε την περίοδο 2003–2010 με τους ίδιους ρυθμούς που αυξανόταν την περίοδο 1991–1998, όταν το πέσο ήταν σε κλειδωμένη ισοτιμία με το δολάριο. Η αύξηση των εξαγωγών από το 2003 και μετά δεν προήλθε από την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας, αλλά από την εντυπωσιακή αύξηση των τιμών των εξαγόμενων προϊόντων. (...) Η υποτίμηση, αντιθέτως, οδήγησε σε ραγδαία αύξηση τον πληθωρισμό, στο 42% το 2002» («Κ», 9/10/11 «Η Ελλάδα θα πρέπει να κάνει αναδιάρθρωση μέσα στο πλαίσιο του ευρώ»).
Στην Αργεντινή η υποτίμηση είχε μεγάλο κοινωνικό κόστος: δεκάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν στις αναταραχές, ενώ οι αποταμιεύσεις έχασαν τα τρία τέταρτα της αξίας τους. Ακολούθησε πολιτική αστάθεια, αύξηση της φτώχειας και της ανεργίας, και αλλαγή της οικονομικής πολιτικής προς τον λαϊκισμό και την κακοδιαχείριση. Η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική δημιούργησε χρόνιο πρόβλημα πληθωρισμού, που τρέχει με ρυθμούς της τάξης του 25% σήμερα. Η στάση πληρωμών και η αναδιάρθρωση χρέους που ακολούθησε έγινε με τρόπο μη αποδεκτό από τους πιστωτές, με αποτέλεσμα η Αργεντινή να μην έχει ακόμη επανακτήσει την πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές. Οι έλεγχοι τιμών που επιβλήθηκαν είχαν αποτέλεσμα να μη γίνουν επενδύσεις στους κρίσιμους τομείς της ενέργειας και των μεταφορών, δημιουργώντας ελλείψεις.
Οι θυσίες που απαιτούνται για να εφαρμοστούν οι διαρθρωτικές αλλαγές που προβλέπει το Μνημόνιο για να γίνει η ελληνική οικονομία ανταγωνιστική είναι πολύ μικρότερες από αυτές που συνεπάγεται η επιστροφή στη δραχμή. Αν η Ελλάδα αποχωρήσει από την Ευρωζώνη, η αναπόφευκτη προσαρμογή σε χαμηλότερο επίπεδο κατανάλωσης θα γίνει μέσω πληθωρισμού, που θα πλήξει δυσανάλογα τις χαμηλές εισοδηματικές τάξεις που δεν έχουν καταθέσεις στο εξωτερικό ή άλλα περιουσιακά στοιχεία σε ισχυρά νομίσματα. Η επιμονή μιας μερίδας της Αριστεράς για επιστροφή στη δραχμή είναι ανεξήγητη, καθώς θα βλάψει κυρίως αυτούς για τους οποίους υποτίθεται ότι μάχεται. Βραχυπρόθεσμα, η απώλεια χρηματοδότησης από Ε.Ε./ΔΝΤ θα οδηγήσει σε ελλείψεις βασικών ειδών, όπως εισαγόμενο πετρέλαιο, φάρμακα και τρόφιμα. Μακροπρόθεσμα, το μόνο που θα επιτευχθεί είναι η συνέχιση της πολιτικής «λεφτά υπάρχουν», συντηρώντας έτσι την παρασιτική οικονομία των ΔΕΚΟ και των κρατικοδίαιτων ΜΜΕ που τρέφονται από το κομματικό κράτος, χωρίς μόνιμη βελτίωση στην ανταγωνιστικότητα.

 Μιράντα Ξαφά
 Σύμβουλος επενδύσεων στην EF Consulting και πρώην στέλεχος του ΔΝΤ.

 ''ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ''
1-4-2012