Το λεξικό της εκλογικής ψευδολογίας ...


Το Λεξικό των Εκλογών, έτσι όπως το έχει συντάξει η μια γενιά πολιτικής (αλλά και πολιτικαντισμού) μετά την άλλη, εμπλουτίζεται βεβαίως με κάθε αναμέτρηση, διαθέτει ωστόσο τα σταθερά, τα πάγια λήμματά του. Αλλα από αυτά είναι φωτεινά, άλλα μαύρα κι άλλα γκρίζα (το πού θα κατατάξει κανείς τα λήμματα της κολακείας, τα σταθερότερα εξ όλων, εξαρτάται από τη φιλολογική σχολή στην οποία ανήκει). Στα φωτεινά λήμματα, τόσο φωτεινά όσο και τα εκβιασμένα χαμόγελα των ηγετών στις θηρευτικές προεκλογικές αφίσες, πρωτεύουσα θέση κατέχει φυσικά το «όραμα». Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι η χρήση του δείχνει να υποχωρεί στην πραγματιστική, αν όχι κυνική εποχή μας, όπου σαν επίθετο της πάσης αγιοσύνης και πάσης αξιοσύνης πλασάρεται το «παραγωγικός»· όχι το «δημιουργικός», όχι, ακόμα και αυτό φαντάζει πια κατάλοιπο από τον καιρό του ρομαντισμού.
«Οραμα», λοιπόν, και «ελπίδα», και «μέλλον», και «αύριο», και «εμείς» (ενίοτε εδώ γίνονται και οι συνήθεις παραπομπές στον Μακρυγιάννη, δίκην ιστοριοφιλολογικής τεκμηρίωσης), και «ο λαός», και «το δίκιο του λαού», και «η νεολαία μας» (το σύνθημα για τα «περήφανα γηρατειά» πάνε χρόνια που συνταξιοδοτήθηκε). Για κούφιες λέξεις πρόκειται. Για λέξεις–σκέλεθρα, που η σάρκα τους καταφαγώθηκε από τους επίμονους και επιμόνως αμνήμονες και επιπόλαιους χρήστες τους, οι οποίοι δεν μπαίνουν στον κόπο να σκεφτούν και να σκαρφιστούν κάτι καινούργιο, πιθανόν δελεαστικότερο. Από τον καιρό μάλιστα που αποφάσισαν ότι ακόμα και με 51% εκλογική συμμετοχή θα παρέμεναν λαϊκώς νομιμοποιημένοι (α, ναι, αυτός είναι ο μεγάλος τους καημός, εξ ου και η σφοδρή εναντίωσή τους στις παρεμβάσεις ημεδαπών και αλλοδαπών εξωθεσμικών), ακόμα και τα κατά συνθήκην ψεύδη τα απαγγέλλουν με μηρυκαστική βαριεστημάρα. Ετσι κι αλλιώς, μονά χάνουμε – ζυγά κερδίζουν, οπότε...
Είχε το δίκιο του λοιπόν ο σπουδαίος χιουμορίστας Μαρκ Τουέιν όταν, από τα χρόνια ήδη του 19ου αιώνα, προειδοποιούσε πως η τέχνη του ψεύδους (η τέχνη της πολιτικής ψευδολογίας θα έλεγε ακόμα πιο παλιά ένας άλλος μετρ της σάτιρας, ο Τζοναθαν Σουίφτ) έχει μπει για τα καλά σε περίοδο παρακμής. «Το παράπονό μου», λέει λοιπόν ο Αμερικανός συγγραφέας, «αφορά την παρακμή της τέχνης του ψεύδους. Κάθε υψηλόφρων άνθρωπος, κάθε άνθρωπος με ευαισθησίες που παρατηρεί τον αδέξιο και άχαρο τρόπο με τον οποίο ψευδόμαστε σήμερα, θλίβεται βλέποντας μια τόσο ευγενή τέχνη να εκπορνεύεται». Και συνεχίζει: «Καμιά αντίληψη δεν είναι πιο εμπεδωμένη από εκείνη που θεωρεί το ψεύδος μια αναγκαιότητα υπό τις συνθήκες που ζούμε – το συμπέρασμα, λοιπόν, ότι είναι αρετή είναι αυταπόδεικτο. Καμιά αρετή δεν μπορεί να φτάσει στο υπέρτατο ύψος και στην ύψιστη χρησιμότητά της χωρίς προσεκτική και επιμελή καλλιέργεια – ως εκ τούτου, αναμφίλεκτα, η αρετή του ψεύδους θα έπρεπε να διδάσκεται μέσω των σχολείων, της οικογενειακής εστίας, ακόμα και των εφημερίδων» (από το βιβλιαράκι του «Η τέχνη του ψεύδους», μεταφρασμένο από την Κατερίνα Σχινά για τις εκδόσεις Ποταμός).
Αν πάντως υπήρχε τρόπος να πληροφορηθεί ο Τουέιν τις εξελίξεις του 20ού και του νηπίου ακόμα 21ου αιώνα, θα χαιρόταν διαπιστώνοντας ότι σε κάποιο βαθμό ελήφθησαν υπόψη οι παρατηρήσεις του: Τουλάχιστον οι εφημερίδες, ελληνικές και ξένες (και βέβαια και τα λοιπά μέσα ενημέρωσης και διακίνησης πληροφοριών, την ύπαρξη και τη λειτουργία των οποίων δεν θα μπορούσε όμως να την προφητεύσει, όσο ευφάνταστος κι αν ήταν), άκουσαν την προτροπή του και έχουν γίνει συστηματικοί καλλιεργητές του ψεύδους και διδάσκαλοί του μεθοδικότατοι. Η συμβολή τους μάλιστα στον εμπλουτισμό του λεξικού της εκλογικής πολιτικής αφορά κυρίως τα μαύρα λήμματα, τα ολέθρου σημαντικά: «καταστροφή», «τρόμος», «χρεοκοπία», «ελληνική τραγωδία», «δαντική κόλαση», α, και το νέο δάνειο (ή αντιδάνειο), ο «δραχμαγεδών».
Ολα αυτά αποτέλεσαν την πρώτη (και συχνότατα την τελευταία) ύλη για να κατασκευαστούν πρωτοσέλιδοι γιγαντότιτλοι, για να στηθούν στρογγυλά τραπέζια τάχα μου τετράγωνης λογικής, αλλά στην πραγματικότητα ταγμένα στους εκφοβιστικούς σχεδιασμούς, για να υποστυλωθούν ειδήσεις, για να διογκωθεί το διαδικτυακό εμπόριο πανικού. Διότι όλα τούτα δεν εκφέρονταν μόνα τους, αλλά προβάλλονταν σαν αυτό που νομοτελειακώς μάς περίμενε «αν...». Αν, πριν αποφασίσουμε για την πολύτιμη ψήφο μας, δεν συνυπολογίζαμε τις επιθυμίες των «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», τις ορέξεις της «Μπιλντ», τις απαιτήσεις του «Φόκους» και τις λοιδορίες όλων όσοι αποτελούν τους πνευματικούς πατέρες τους ή τυγχάνουν εισαγωγείς και μεταφραστές των πολιτικών αντιλήψεών τους στα μέρη μας, που είναι ταπεινά, ορισμένοι ωστόσο τα θέλουν και ταπεινωμένα.
Σαν γκρίζα λήμματα, στο ίδιο πάντοτε λεξικό, θα ορίζαμε όσα δεν υπόσχονται τον παράδεισο και δεν προαναγγέλλουν την κόλαση, αλλά υποτίθεται ότι καταγράφουν τα συμβαίνοντα με διαύγεια και σχεδόν επιστημονική αυστηρότητα. Ακούμε λοιπόν μονότονα, και σχεδόν απ’ όλες τις πλευρές, για «εξαπάτηση» του εκλογικού σώματος, για «λεηλασία συνειδήσεων», για «υπεξαίρεση ψήφων», για «παραπλανημένους πολίτες». Καμία αντίρρηση ότι ένα καλά επεξεργασμένο και συστηματικά προβαλλόμενο (από «έγκριτες γραφίδες», δικές μας και ξένες) σενάριο τρόμου (κακή ώρα σαν κι αυτό που δούλεψε και τον Μάιο και πολύ περισσότερο τον Ιούνιο), και να φοβίσει μπορεί και να νοθεύσει την εκλογική διάθεση αρκετών και να αλλοιώσει ώς ένα βαθμό το αποτέλεσμα. Η αλλοίωση αυτή επιδεινώνεται από το πελατειακό μας σύστημα, που ακόμα καλά κρατεί, και το οποίο στηρίζει την αναπαραγωγή και τη διαιώνισή του ακριβώς στις φενακισμένες συνειδήσεις.
Κι ωστόσο εδώ ακριβώς βρίσκεται και η ευθύνη των κομματικών σχηματισμών που καταγγέλλουν ότι οι φίλοι και οι οπαδοί τους (ή οι πολίτες εν γένει) «παραπλανούνται» ή «εκβιάζονται»: Πώς ακριβώς τους έχουν διαπαιδαγωγήσει στο πέρασμα του χρόνου, με ποιες αξίες και με ποια ιδανικά (η λέξη αυτή στο λεξικό μας βρίσκεται στον ειδικό κατάλογο των «απαρχ.», των «απαρχαιωμένων»). Αν δηλαδή οι πατροπαράδοτα αμοραλιστές θεωρούν τον λαό εκβιαστέο και εκφοβιστέο, μερίδιο ευθύνης, και μάλιστα μεγάλο, έχουν και όσοι, με τη ρηχή πολιτική τους θεωρία και την αντανακλαστική πολιτική τους δράση, τον έχουν καταστήσει εκφοβίσιμο και εκβιάσιμο. Και δεν πρόκειται βέβαια για πρόβλημα της γραμματικής.

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ
''ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ''
24-6-2012