Η Γερμανία έχει τρεις μήνες καιρό πριν η κρίση αλλάξει την Ευρώπη για πάντα...
Είναι τώρα ξεκάθαρο ότι ο βασικός λόγος της κρίσης του ευρώ είναι η
παράδοση του δικαιώματος κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) να τυπώνουν
χρήματα στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Δεν κατάλαβαν τι ακριβώς σήμαινε
αυτό - ούτε και οι ευρωπαϊκές Αρχές. Όταν υιοθετήθηκε το ευρώ, οι εποπτικές
Αρχές επέτρεψαν στις τράπεζες να αγοράζουν απεριόριστα κρατικά ομόλογα χωρίς να
διαθέτουν τα αντίστοιχα κεφάλαια και η ΕΚΤ διαχειριζόταν με τον ίδιο τρόπο όλα
τα κρατικά ομόλογα.
Οι εμπορικές τράπεζες θεώρησαν συμφέρον να συγκεντρώνουν ομόλογα πιο
αδύναμων κρατών προκειμένου να κερδίζουν λίγα περισσότερα σημεία βάσης (basis
points: τρόπος υπολογισμού αποδόσεων για τίτλους ή χρεόγραφα), γεγονός που
προκάλεσε σύγκλιση των επιτοκίων σε όλη την ευρωζώνη. Η Γερμανία, που
δοκιμαζόταν υπό το βάρος της επανένωσης, προχώρησε σε δομικές μεταρρυθμίσεις και
έγινε πιο ανταγωνιστική. Άλλες χώρες γνώριζαν άνθιση στους τομείς της στέγασης
και της κατανάλωσης βασιζόμενες στον φθηνό δανεισμό, γεγονός που τις καθιστούσε
λιγότερο ανταγωνιστικές. Έπειτα ήρθε η κατάρρευση του 2008.
Οι κυβερνήσεις έπρεπε να διασώσουν τις τράπεζές τους. Κάποιες από αυτές
βρέθηκαν στη θέση μίας αναπτυσσόμενης χώρας που αντιμετώπιζε ένα τεράστιο χρέος
με ένα νόμισμα που δεν ήλεγχε. Χαρακτηριστικό της απόκλισης στις οικονομικές
επιδόσεις ήταν ότι η Ευρώπη είχε χωριστεί σε κράτη δανειστών και οφειλετών. Όταν
οι χρηματοπιστωτικές αγορές συνειδητοποίησαν ότι τα κατ' εικασίαν χωρίς ρίσκο
κρατικά ομόλογα μπορούν να «κουρευτούν», αύξησαν δραματικά τα πριμ κινδύνου.
Αυτό επιβάρυνε τις δυνητικά χρεοκοπημένες εμπορικές τράπεζες, που ήταν
φορτωμένες με τέτοια ομόλογα, προκαλώντας την διπλή κρίση δημόσιου και
τραπεζικού χρέους στην Ευρώπη.
Η ευρωζώνη τώρα αντιγράφει τον τρόπο με τον οποίο το παγκόσμιο οικονομικό
σύστημα αντιμετώπισε αυτή την κρίση το 1982 και ξανά το 1997. Και στις δύο
περιπτώσεις, οι διεθνείς οργανισμοί επέβαλαν κακουχίες στην περιφέρεια για να
προστατεύσουν το κέντρο. Τώρα η Γερμανία, χωρίς να το γνωρίζει, διαδραματίζει
τον ίδιο ρόλο. Οι λεπτομέρειες διαφέρουν αλλά η ιδέα παραμένει η ίδια: οι
δανειστές μεταφέρουν όλο το βάρος της προσαρμογής στους οφειλέτες, ενώ το
«κέντρο» αποφεύγει τις δικές του ευθύνες για την ανισορροπία.
Στην κρίση του ευρώ, οι ευθύνες του «κέντρου» είναι ακόμη μεγαλύτερες από
ό,τι ήταν το 1982 ή το 1997: σχεδίασε ένα ελαττωματικό νομισματικό σύστημα και
απέτυχε να διορθώσει τις ατέλειες. Η δεκαετία του 1980 ήταν μία χαμένη δεκαετία
για τη Λατινική Αμερική - η ίδια μοίρα περιμένει τώρα την Ευρώπη. Στο ξεκίνημα
της κρίσης, η διάλυση του ευρώ ήταν αδιανόητη: τα ενεργητικά και τα παθητικά
εκφρασμένα σε ένα κοινό νόμισμα ήταν τόσο αλληλοσυνδεόμενα που μία διάλυση θα
οδηγούσε σε ανεξέλεγκτη κατάρρευση.
Τώρα η ένταση στις χρηματαγορές έχει φθάσει σε επίπεδα ρεκόρ.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Βρετανία, που διατήρησε τον έλεγχο του
νομίσματός της απολαμβάνει τις χαμηλότερες αποδόσεις στην Ιστορία της, ενώ το
πριμ κινδύνου (risk premium: το πρόσθετο ποσοστό της αναμενόμενης απόδοσης ώστε
μία επένδυση να είναι ασφαλής) της Ισπανίας έφθασε σε νέα ύψη.
Η πραγματική οικονομία της ευρωζώνης παρακμάζει, ενώ η οικονομία της
Γερμανίας ανθεί. Αυτό σημαίνει ότι η απόκλιση μεγαλώνει. Οι πολιτικές και
κοινωνικές δυναμικές επίσης δείχνουν προς την κατεύθυνση της διάλυσης. Η κοινή
γνώμη, όπως εκφράζεται στα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα, αντιτίθεται ολοένα
περισσότερο στη λιτότητα, τάση που αναμένεται να συνεχιστεί μέχρι να ανατραπεί
αυτή η πολιτική. Κάτι πρέπει να αλλάξει.
Κατά τη γνώμη μου, οι υπεύθυνοι έχουν «παράθυρο» ενός τριμήνου, στη
διάρκεια του οποίου θα μπορούσαν ακόμη να διορθώσουν τα λάθη τους και να
ανατρέψουν τη τρέχουσα τάση. Αυτό θα απαιτούσε έκτακτα πολιτικά μέτρα για την
επιστροφή σε συνθήκες πιο κοντά στο κανονικό και να συμμορφωθούν με τις
ισχύουσες συνθήκες, οι οποίες έπειτα μπορούν να αναθεωρηθούν σε μία πιο ήρεμη
ατμόσφαιρα έτσι ώστε να αποτραπεί η επανεμφάνιση ανισορροπιών. Είναι δύσκολο
αλλά όχι ακατόρθωτο. Πρέπει να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα στον τραπεζικό και
δημόσιο τομέα ταυτόχρονα, χωρίς να αμελείται η μείωση της απόκλισης στην
ανταγωνιστικότητα. Η ευρωζώνη χρειάζεται μία τραπεζική ένωση.
Οι υπερχρεωμένες χώρες χρειάζονται ανακούφιση στο κόστος δανεισμού.
Υπάρχουν διάφοροι τρόποι για να επιτευχθεί αυτό, αλλά όλοι απαιτούν την ενεργή
στήριξη της Γερμανίας. Εδώ εντοπίζεται το πρόβλημα. Η γερμανική κυβέρνηση
εργάζεται πυρετωδώς για ένα πακέτο προτάσεων που θα παρουσιάσει στη σύνοδο της
Ευρωπαϊκής Ένωσης στο τέλος Ιουνίου, αλλά όλα δείχνουν ότι θα προσφέρουν μόνο τα
λιγότερα από όσα μπορούν να συμφωνήσουν οι διάφορες πλευρές - κάτι που για ακόμη
μία φορά σημαίνει, μόνο προσωρινή ανακούφιση. Αλλά βρισκόμαστε σε σημείο καμπής.
Η κρίση με την Ελλάδα πιθανώς να φθάσει στην αποκορύφωσή της το φθινόπωρο,
ακόμη και αν στις εκλογές βγει μία κυβέρνηση που είναι διατεθειμένη να τηρήσει
τις συμφωνίες με τους δανειστές της. Ως τότε, η γερμανική οικονομία θα έχει
αποδυναμωθεί, με αποτέλεσμα η καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ να
δυσκολευτεί ακόμη περισσότερο να πείσει τη γερμανική κοινή γνώμη να αναλάβει
επιπρόσθετες ευρωπαϊκές ευθύνες.
Η Γερμανία θα κάνει ό, τι μπορεί για να κρατήσει το ευρώ ενωμένο, αλλά η
Ευρωπαϊκή Ένωση θα γίνει κάτι πολύ διαφορετικό από την ανοιχτή κοινωνία που
κάποτε διέγειρε τη φαντασία των κατοίκων της. Η απόσταση μεταξύ δανειστών και
οφειλετών θα γίνει μόνιμη, με τη Γερμανία να υπερισχύει και την περιφέρεια να
καθίσταται μία παρηκμασμένη ενδοχώρα. Αυτό που χρειάζεται είναι ξεκάθαρο: μία
ευρωπαϊκή δημοσιονομική Αρχή που θα μπορεί και θα θέλει να μειώσει το βάρος του
χρέους της περιφέρειας, όπως και μία τραπεζική ένωση. Εξαρτάται από τη Γερμανία
το εάν θα αντεπεξέλθει στις ηγετικές της ευθύνες που πηγάζουν από τη δική της
οικονομική επιτυχία.
Το Βήμα, The Project Syndicate
''ΒΗΜΑ''
8-6-2012