Ο πόλεμος για τα μύδια ...
Πριν από δυο βδομάδες βρέθηκα στο Μακρύγιαλο, έναν παραλιακό οικισμό, με δυο χιλιάδες περίπου κατοίκους, είκοσι χιλιόμετρα από την Κατερίνη, για να κάνω ένα γαστρονομικό θέμα για τα μύδια. Στις βόρειες ακτές του νομού Πιερίας και λίγο πιο δίπλα, στην περιοχή της Χαλάστρας, καλλιεργείται το 90% της ετήσιας ελληνικής παραγωγής, η συντριπτική πλειοψηφία της οποίας εξάγεται με ειδικές νταλίκες στην Ιταλία και στην Ισπανία. Ένα καΐκι, περνώντας με προσοχή ανάμεσα στους θαλάσσιους διαδρόμους με τα βαρέλια, μας μετέφερε μέχρι ένα λευκό μυδοκαλλιεργητικό σκάφος. Δύσκολη δουλειά, χειρωνακτική εργασία, πολλές ώρες. Και ο ήλιος δε σε λυπάται. Σε βαράει κατακούτελα, σου προκαλεί ασφυξία, κι ας είσαι μέσα στη θάλασσα. Μας ξενάγησαν στο πλωτό εργοστάσιο, μας εξήγησαν τον τρόπο καλλιέργειας του μυδιού και μας έδωσαν συμβουλές για το πώς να καταλαβαίνουμε αν είναι φρέσκα ή νεκρά- ακούς τον ήχο που κάνουν όταν τα χτυπάς πάνω στο μάρμαρο.
Όλα αυτά καλά. Ωστόσο, το αληθινό ρεπορτάζ δεν κρυβόταν στα μύδια, αλλά στους ιδιοκτήτες των μυδοκαλλιεργειών. Το πράγμα βρωμούσε από την αρχή, αλλά δεν το είχα καταλάβει. Έδωσα τηλεφωνικά ραντεβού με τον πρόεδρο των μυδοκαλλιεργητών του Μακρύγιαλου, τον κύριο Κώστα Κουτούπα, για τις εννιά και μισή το πρωί στο λιμανάκι της περιοχής, τέσσερα χιλιόμετρα έξω από το χωριό. Περίμενα σε ένα περίπτερο, στο οποίο μαζεύονταν όλοι όσοι κατά κάποιο τρόπο ασχολούνται με τα μύδια. Ώρα έντεκα, και ο πρόεδρος άφαντος, το τηλέφωνο δεν το σήκωνε. «Είναι στην εφορία και δεν ξέρει τι ώρα θα τελειώσει, τώρα μίλησα μαζί του», μας είπε ένας παχουλοκομψός μεσήλικας με γυαλιά. Η συμπεριφορά του προέδρου, ο οποίος α προπό δεν πήρε ούτε για να ζητήσει συγγνώμη, δεν χωράει περαιτέρω σχολιασμό. Παρότι κόντευε να μου γυρίσει το μυαλό από τα νεύρα, στάθηκα στα λεγόμενα του.
«Καλά, δημοσιογράφος πράμα, τόσο άσχετος είσαι;», μου λέει εξυπνακίστικα και συνεχίζει «ήρθες μέχρι το Μακρύγιαλο για να κάνεις το μύδι ως γαστρονομικό προϊόν; Δεν σου έχει ψιθυρίσει κανείς για τα παράνομα μυδοτροφεία της Χαλάστρας; Για τον πόλεμο που μας κάνουν; Για το λιμεναρχείο που τους έχει αφήσει ανεξέλεγκτους; Με τον πόνο μας παίζεις;». Είχε πάρει φορά και δεν σταματούσε πουθενά, λες και του είχα πατήσει τον κάλο. Όμως δεν είχα πει κουβέντα, μόνος του αρπάχτηκε. Όποτε τον ρωτούσα για τα μύδια της περιοχής, μου έλεγε για τους «αλήτες» Χαλαστρινούς. Συμπεριφερόταν σαν τους εκπροσώπους των κυβερνητικών κομμάτων που επιτίθενται σκοπίμως στην αντιπολίτευση για να μην ψάξεις στα κιτάπια τους. Αγανάκτησα κι έφυγα, επέστρεψα στο χωριό μήπως βρω κάποιον να με εξυπηρετήσει, να βρω ένα καραβάκι για να μπω στη θάλασσα, τουλάχιστον ένα ανοιχτάδικό - έτσι ονομάζονται τα αποκελυφωτήρια, τα μέρη δηλαδή όπου αφαιρείται το κέλυφος του μυδιού και συσκευάζουν τη ψίχα του- για να δω από κοντά τη διαδικασία . Όλες οι πόρτες ερμητικά κλειστές, οι δικαιολογίες έκαναν παρέλαση. Άλλος δεν είχε καθαρίσει το χώρο του, άλλος είχε πρόβλημα με τη βάρκα του κι άλλος προσποιούταν ότι δεν είχε παραγωγή (το μεγαλύτερο ψέμα).
Μου έκανε τρομερή εντύπωση η απροθυμία τους. Μα να θες να διαφημίσεις αφιλοκερδώς τον τόπο τους, ειδικά σε περίοδο κρίσης, και να είναι όλοι τόσο αρνητικοί; Στην πορεία διαπίστωσα ότι ο καθένας είχε τους λόγους του. Κανείς δεν θέλει η παρανομία να διαφημίζεται, κανείς δεν θέλει ένα δημοσιογράφο ανάμεσα στα πόδια του. Άλλος δεν είχε άδεια για το αποκελυφωτήριο και συσκεύαζε παράνομα τα μύδια, δίχως να ακολουθεί τους κανόνες υγιεινής, άλλος πλήρωνε φτωχοκάματο ανασφάλιστους λαθρομετανάστες - Κινέζους για την ακρίβεια, που έχουν μικρά χέρια κι ανοίγουν πιο γρήγορα τα μύδια - άλλος δεν είχε άδεια κυκλοφορίας για το σκάφος, άλλος άφηνε τα πλαστικά δίχτυα και τα βαρέλια μέσα στη θάλασσα γιατί βαριόταν να τα κουβαλήσει στην ακτή κι άλλος είχε παραπάνω στρέμματα μυδοκαλλιέργειας από αυτά που είχε δηλώσει στο Δήμο και στο λιμενικό. Από όλα όσα προανέφερα, το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι το τελευταίο. Μάλιστα, με όσους καλλιεργητές το συζήτησα, είχαν αναπτύξει και μια ενδιαφέρουσα επιχειρηματολογία για να νομιμοποιήσουν ηθικά την παρανομία τους.
Χαρακτηριστική περίπτωση ο Θωμάς, τον οποίο συνάντησα τυχαία σε ένα παραλιακό ξενοδοχείο. «Αδελφέ, το λιμενικό με έχει καταστρέψει, σκέφτομαι να τα παρατήσω. Μία μου έκοψε πρόστιμο γιατί δεν είχα φωτοβολίδα, μία γιατί μου έλειπε το σωσίβιο, τώρα με έγραψε γιατί βρήκαν δέκα στρέμματα αδήλωτα, αν είναι δυνατόν, μου έχουν ρουφήξει το μεδούλι», μου διηγούταν με φυσικότητα ο σαρανταπεντάρης μυδοτρόφος, ο οποίος από οχτώ χρονών βουτούσε στη θάλασσα για όστρακα. Ας αφήσουμε στην άκρη τον παραλογισμό, που του ρουφούσαν το μεδούλι οι λιμενικοί επειδή έκαναν τη δουλειά τους, κι ας πιάσουμε το σημείο με τα παράνομα στρέμματα. Παρεμπιπτόντως, αφενός ότι οι μυδοτρόφοι πληρώνουν ετήσιο ενοίκιο στο Δήμο για τις καλλιέργειες, αφετέρου ότι η υγειονομική υπηρεσία πραγματοποιεί μια φορά την εβδομάδα έλεγχο για την τοξικότητα των νερών κι αν τα επίπεδα των τοξινών είναι ακατάλληλα απαγορεύουν τη συγκομιδή.
Ο Θωμάς λοιπόν, ισχυριζόταν ότι ήταν αναγκασμένος να έχει αδήλωτα στρέμματα για να μπορέσει η επιχείρησή του να είναι βιώσιμη. «Άκου να δεις, τα στρέμματα των Χαλαστρινών είναι στην πλειοψηφία τους παράνομα. Δεν πληρώνουν φόρους, δεν τους ελέγχει η υγειονομική υπηρεσία, δεν κόβουν τιμολόγια, δεν επιβαρύνονται με δημοτικά τέλη κι ενοίκιο, τα έξοδά τους είναι μηδενικά. Έτσι, βγαίνουν στην αγορά και μπορούν να πουλάνε το μύδι στη μισή τιμή από αυτή που το διαθέτω εγώ. Πώς να είσαι ανταγωνιστικός, μου λες;». Στο ερώτημά του δεν απάντησα, μου φαίνονταν απίστευτα τα όσα μου έλεγε και ταυτόχρονα τόσο αληθινά. Η αφετηρία της λογικής του ήταν η εξής: αν όλοι παρανομούν, αναγκάζομαι να παρανομήσω κι εγώ αλλιώς θα κλείσω. Τον ρώτησα πως οι Χαλαστρινοί μπορούν να διαθέτουν το προϊόν τους και να το εξάγουν. «Με πλαστά τιμολόγια φυσικά, πηγαίνουν οι χονδρέμποροι στη Χαλάστρα, αγοράζουν μύδια από κει και γράφουν ότι τα προμηθεύτηκαν από το Μακρύγιαλο, απλό είναι», μου απάντησε και συνέχισε εξοργισμένος, με παράπονο, «αυτοί έχουν την ασυλία των βουλευτών της Θεσσαλονίκης που τόσα χρόνια τους προστατεύουν, μηδενός εξαιρουμένου. Εμείς δυστυχώς είμαστε στο Νομό Πιερίας...»
Ο πόλεμος για τα μύδια, ανάμεσα στη Χαλάστρα (της οποίας η δυνατότητα παραγωγής είναι 2.000 τόνοι μύδια το χρόνο και φέτος η συγκομιδή ξεπέρασε τους 20.000 τόνους!) και στο Μακρύγιαλο, έχει γιγαντώσει την παρανομία σε τέτοιο βαθμό, που σχεδόν όλοι οι κάτοικοι είναι συνένοχοι στο έγκλημα. Οι πρώτοι παρανομούν κατ’ εξακολούθηση, αδιαφορώντας για τα πάντα. Δεν τους νοιάζει ούτε το οικολογικό έγκλημα που διαπράττουν στη θάλασσά τους, η οποία υπολογίζεται ότι σε μια δεκαετία δεν θα μπορεί να αντέξει ούτε ένα στρέμμα μυδοκαλλιέργειας. Μαζί τους, σύμφωνα με τα λεγόμενα των αντιπάλων τους, εγκληματεί το λιμενικό, που σφυρίζει αδιάφορα και κόβει πρόστιμα για τα μάτια του κόσμου, τα οποία κατόπιν σβήνονται από τους βουλευτές, η υγειονομική υπηρεσία που δεν πραγματοποιεί συστηματικούς, επιτόπιους ελέγχους, και η πολιτεία, η οποία σαν τον Πόντιο Πιλάτο νίπτει τας χείρας της διότι διατείνεται πως κοστίζει πολύ ακριβά να ξηλώσει όλες τις παράνομες μυδοκαλλιέργειες.
Από την άλλη, οι κάτοικοι του Μακρύγιαλου παρανομούν κι αυτοί, χρησιμοποιώντας ως ηθικό άλλοθι τις ανομίες στη Χαλάστρα. Ο ένας κοιτάει πώς να κλέψει τον άλλον, κι όλοι μαζί κλέβουν τον Δήμο. Δυο κοινωνίες σε απόλυτη σήψη, που βρωμάνε σαν χαλασμένα μύδια. Δυσκολεύτηκα να βρω ένα νόμιμο μυδοτρόφο - όσο μπόρεσα δηλαδή να τον τσεκάρω. Κι όταν του μίλησα, η απογοήτευση κολλούσε στα χείλη του. Με όλα αυτά που γίνονται στην περιοχή, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει κινήσει τις διαδικασίες για να χαρακτηρίσει τα συγκεκριμένα μέρη ως «β’ ζώνη διαλογής», πράγμα το οποίο σημαίνει ότι τα μύδια απαγορεύεται να διατεθούν στο εμπόριο αν πρώτα δεν καθαριστούν. Με άλλα λόγια, το ελληνικό μύδι, ένα από τα πιο δυνατά εμπορικά προϊόντα της Βόρειας Ελλάδας, που πριν μια δεκαετία στο εξωτερικό ήταν πρώτο σε ζήτηση, πρόκειται κατά πάσα πιθανότητα να υποβαθμιστεί. Επειδή όλοι αυτοί που τόσα χρόνια διαχειρίζονταν το προϊόν, αντί να επενδύσουν στην εμπορική του αξία και να το διαφημίσουν, προτίμησαν να το δηλητηριάσουν με το ατομικό συμφέρον τους. Τώρα, κλαίγονται κι αυτοί για την κρίση. Αυτοί, που σκότωσαν το θαλάσσιο παράδεισο τους.
Γιάννης Παπαδημητρίου