Από τη Βαλτική, χωρίς αγάπη ...




Προ ολίγων ημερών, ο Άντρις Βίλκις, υπουργός Οικονομικών της Λετονίας, συνεισέφερε κι αυτός τα δυο του σεντς για το συζητημένο μέχρι θανάτου θέμα της ελληνικής εξόδου από την Ευρωζώνη. Όπως είπε στο κρατικό ραδιόφωνο της χώρας του: «Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι δεν γίνεται να υπάρχουν ψευδαισθήσεις για παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ. Θα πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος το συντομότερο δυνατό να αποβληθεί η Ελλάδα από την Ευρωζώνη με το μικρότερο δυνατό κόστος. Η προσωπική μου λύση είναι να γίνει αυτό το συντομότερο δυνατό». Ίσως ο κ. Βίλκις να λειτουργεί υπό μία δική του ψευδαίσθηση, ότι υπάρχει συγκεκριμένος αριθμός θέσεων στο κοινό νόμισμα (όπως στις μουσικές καρέκλες) και ότι άρα πρέπει να φύγει κάποιος για να ενταχθεί η Λετονία, όπως ελπίζει να κάνει από 1/1/2014. Επειδή όμως μάλλον γνωρίζει δεν ισχύει αυτό, αξίζει να δούμε τι μπορεί να κρύβεται πίσω από την προκλητική του δήλωση, και τι πραγματικά μπορεί να μάθει η Ελλάδα και η Ευρωζώνη από το λετονικό οικονομικό «θαύμα».

Ας τσαλαβουτήξουμε λίγο στο πρόσφατο οικονομικό παρελθόν: η Λετονία ήταν από τις χώρες που χτυπήθηκαν πιο σκληρά εξαιτίας της χρηματοπιστωτικής κρίσης που ξέσπασε μετά την πτώχευση της Lehman Brothers. Η διεθνής διάσωση της βαλτικής χώρας συνοδεύθηκε από ένα αμείλικτο πακέτο λιτότητας και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, που είχε σκοπό να πετύχει τη διαβόητη εσωτερική υποτίμηση. Ευρισκόμενη εκτός του ευρώ αλλά σε καθεστώς σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας, η κυβέρνηση της χώρας είχε την επιλογή της υποτίμησης του νομίσματος. Η επιλογή αυτή θα προκαλούσε μεν σοβαρούς κλυδωνισμούς (90% των τραπεζικών δανείων ήταν σε ευρώ) αλλά δεν θα ήταν τόσο αποσαθεροποιητική όσο θα είναι μία έξοδος από το ευρώ για την Ελλάδα, ενώ θα προσέφερε μία ταχεία οδό διεξόδου από το κραχ. Η επιλογή αυτή απορρίφθηκε υπέρ της δύσκολης συνταγής. Όπως έγραψε σε βιβλίο που δημοσίευσε πέρυσι μαζί με τον Άντερς Ασλουντ ο Βάλντις Ντομπρόβσκις, ο Λετονός πρωθυπουργός: «Όταν μια χώρα πρέπει να αντιμετωπίσει υποκείμενες διαρθρωτικές πηγές αναποτελεσματικότητας στην οικονομία, η εσωτερική υποτίμηση είναι προτιμότερη της υποτίμησης της ισοτιμίας».


Τα αποτελέσματα ήταν τα αναμενόμενα: Τη διετία 2008-9, το ΑΕΠ μειώθηκε αθροιστικά 24%, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού. Η ανεργία εκτινάχθηκε στο 20,5%, από μόλις 5,3% πριν την κρίση. Ως αποτέλεσμα, το ένα δέκατο περίπου του εργατικού δυναμικού της χώρας μετανάστευσε στο εξωτερικό!

Σήμερα, ωστόσο, τέσσερα χρόνια μετά, η Λετονία χαιρετίζεται διεθνώς ως περίπτωση επιτυχημένης εφαρμογής της εσωτερικής υποτίμησης. Το 2011 η οικονομία της χώρας αναπτύχθηκε κατά 5,5%, και η ανεργία έχει πάρει την κατιούσα, παρότι βρίσκεται ακόμα σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα (άνω του 15%). Το δημοσιονομικό έλλειμμα της λετονικής κυβέρνησης μειώθηκε στο 3,5% του ΑΕΠ το 2011, από 8,2% το 2010, το δημόσιο χρέος έπεσε στο 43% του ΑΕΠ και η οικονομία έκλεισε τη χρονιά με οριακό πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών. Σε ομιλία της τον περασμένο Ιούνιο στη Ρίγα, η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν «Ανησυχώ για τα παιδιά του Νίγηρα» Λαγκάρντ παρουσίασε τη Λετονία ως χώρα-υπόδειγμα προσαρμογής, από την οποία η υπόλοιπη Ευρωζώνη έχει πολλά να μάθει. Ο ίδιος ο Ντομπρόβσκις, μιλώντας στα τέλη Ιουνίου στο Economist, ερωτώμενος το μυστικό της επιτυχίας της χώρας του σε σύγκριση με τα βάσανα της Ελλάδας, είπε:

«Επιλέξαμε μία εμπροσθοβαρή προσαρμογή, εφαρμόσαμε το μεγαλύτερο μέρος της προσαρμογής κατά τη διάρκεια της κρίσης, ειδικά το 2009 και μόλις επαναφέραμε τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, επιστρέψαμε άμεσα στην οικονομική ανάπτυξη. Ενώ αυτό που βλέπουμε στην ελληνική περίπτωση είναι ότι προσπάθησαν να αναβάλλουν τη λιτότητα, να αναβάλλουν την προσαρμογή.»

Δύο ερωτήματα προκύπτουν: Πρώτον, είναι πραγματικά «ιστορία επιτυχίας» η περίπτωση της Λετονίας; Και δεύτερον, ισχύει ότι η εσωτερική υποτίμηση απέτυχε στην Ελλάδα επειδή το πολιτικό μας σύστημα προσπάθησε να αναβάλλει την προσαρμογή και ότι θα είχαμε επανέλθει στο δρόμο της ανάκαμψης αν είχαμε ακολουθήσει το παράδειγμα των Λετονών;

Όσον αφορά το πρώτο, υπάρχουν διάφορες κηλίδες που σπιλώνουν την εικόνα του οικονομικού θαύματος που (θέλουν να) βλέπουν κάποιοι, Ξεκινάμε από την ύφεση-ρεκόρ του 2008-9. Όπως παρατηρούν σε σχετικό paper ο Μαρκ Γουάισμπροτ και η Ρεμπέκα Ρέι του Center for Economic Policy Research, συγκρίνοντας τη στρατηγική εσωτερικής υποτίμησης με την υποτίμηση του νομίσματος, η βουτιά του λετονικού ΑΕΠ που προκλήθηκε από την πολιτική που ακολούθησε ήταν πολύ μεγαλύτερη ακόμα και από την πτώση που υπέστη η Ινδονήσια, της οποίας η οικονομία επλήγη περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη που υποτίμησε το νόμισμά της την τελευταία εικοσαετία. Τρία χρόνια μετά την εφαρμογή της πολιτικής δε, οι περισσότερες χώρες που είχαν καταφύγει στην παραδοσιακή υποτίμηση είχαν ξεπεράσει τα επίπεδα ΑΕΠ στα οποία βρίσκονταν πριν την κρίση. Σύμφωνα με το ίδιο το ΔΝΤ, που εξάρει το παράδειγμα των Λετονών, η χώρα θα επανέλθει στα προ κρίσης επίπεδα ΑΕΠ το 2017 – δέκα χρόνια μετά το ξέσπασμά της. Επιπλέον, όπως είδαμε, η ανεργία βρίσκεται ακόμα στα ύψη στη Λετονία, και θα ήταν ακόμα μεγαλύτερη αν δεν είχε μεσολαβήσει η προαναφερθείσα μαζική φυγή εργαζόμενων από τη χώρα – η οποία, φυσικά, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί λύση του προβλήματος. Η παρατεταμένα υψηλή ανεργία έχει δημιουργήσει ανησυχίες για τις κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις του μεγάλου αριθμού των μακροχρόνια ανέργων. Τέλος, όπως παρατηρούν οι Γουάισμπροτ & Ρέι, η ανάκαμψη το 2010-11 ήλθε κυρίως χάρη στην παρέκκλιση από τους δρακόντειους όρους της εσωτερικής υποτίμησης – τα σχεδιαζόμενη μέτρα περαιτέρω περικοπών το 2010 δεν εφαρμόστηκαν, ενώ η αύξηση του πληθωρισμού (από το -4,2% στο 5%) οδήγησε σε δραστική μείωση των πραγματικών επιτοκίων.


Ας περάσουμε τώρα στο δεύτερο ερώτημα. Είναι αναμφίβολο ότι το ελληνικό πολιτικό σύστημα προσπάθησε να αναβάλλει πολλά, για τους γνωστούς νοσηρούς λόγους, και εφάρμοσε πλημμελώς τα συμφωνηθέντα με την τρόικα. Αυτό όμως δεν μπορεί να ειπωθεί για τη δημοσιονομική προσαρμογή. Η Ελλάδα μείωσε το έλλειμμά της κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ το 2010, σε μία χρονιά όπου η ύφεση έφτασε το 4,5%. To 2011 μείωσε το έλλειμμα κατά σχεδόν μιάμιση ακόμα μονάδα του ΑΕΠ, παρότι αυτό συρρικνώθηκε ακόμα περισσότερο (6,9%). Η προσαρμογή στην Ελλάδα ήταν εξίσου εμπροσθοβαρής όπως και στη Λετονία. Ήταν ένας από τους βασικούς λόγους, πέρα από την έλλειψη πολιτικής βούλησης για διαρθρωτικές αλλαγές και τις γνωστές αδυναμίες της δημόσιας διοίκησης, που κατέρρευσε η πραγματική οικονομία.

Είναι ενδιαφέρον να διαβάσει κανείς την αποτίμηση του επικεφαλής οικονομόλογου του ΔΝΤ Ολιβιέ Μπλανσάρ για την πορεία της Λετονίας και το βαθμό στον οποίο μπορεί να αντλήσουν μαθήματα από αυτήν οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Ο Μπλανσάρ παραθέτει ορισμένους βασικούς συντελεστές της επιτυχίας της Λετονίας (στον βαθμό που είναι επιτυχία, όπως παρατηρεί), μεταξύ των οποίων:
• Στήριξη της κοινής γνώμης στη δημοσιονομική προσαρμογή, εν μέρει βασισμένης στη δύσκολη μετάβαση από τον κεντρικό σχεδιασμό μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ («οι Λετονοί άντεχαν τον πόνο»)
• Ευελιξία στους μισθούς, σε σχέση με τη μέση ευρωπαϊκή αγορά εργασίας
• Ανοιχτή οικονομία (εξαγωγές ίσες με 50% του ΑΕΠ), που επιτρέπουν στην αύξηση ανταγωνιστικότητας να μεταφραστεί σε σημαντικά οικονομικά οφέλη
• Χαμηλό επίπεδο δημοσίου χρέους


Όπως παρατηρεί – πολύ πιο νηφάλια από την προϊσταμένη του – ο Μπλανσάρ, αυτά τα χαρακτηριστικά δεν ισχύουν στον ευρωπαϊκό Νότο. Λιγότερο από οπουδήποτε, ισχύουν στην Ελλάδα. Άρα η ιδέα ότι θα μπορούσαμε ήδη να έχουμε επιστρέψει στην ανάπτυξη αρκεί να σφίγγαμε τα δόντια σαν τους αγέρωχους, σκληραγωγημένους κατοίκους της Βαλτικής, είναι περισσότερο μία φαντασίωση παρά μία πραγματικότητα.

Αυτό που έχει περισσότερο ενδιαφέρον, και το οποίο προδίδουν οι δηλώσεις τόσο του πρωθυπουργού όσο και του υπουργού Οικονομικών της Λετονίας, είναι η ευρέως διαδεδομένη άποψη που υπάρχει στη χώρα αυτή για την Ελλάδα. Οι Λετονοί δείχνουν να θεωρούν ότι είμαστε μία πλούσια χώρα που δεν είναι διατεθειμένη να υποστεί τον απαραίτητο πόνο και προτιμά να επιδοτείται από τους άλλους, συμπεριλαμβανομένων και χωρών πολύ φτωχότερων από την ίδια. Όταν και αν η Λετονία ενταχθεί στο ευρώ – αν υπάρχει ακόμα, κι αν είμαστε ακόμα εντός – η στάση αυτή σημαίνει ότι θα έχουμε άλλη μια φωνή εχθρική προς τα συμφέροντά μας στο Eurogroup. Ήδη οι γείτονες των Λετονών Εσθονοί, μέλη της Ευρωζώνης από 1/1/2011, διερωτώνται γιατί η φτωχή τους χώρα να πρέπει να διασώζει τους ανέμελους και κατά πολύ πιο εύπορους Έλληνες, όπως παρατήρησε ο πρωθυπουργός τους πρόσφατα στο CNN. Οι Σλοβάκοι, αντίστοιχα, έχουν επανειλημμένως εκφράσει δυσφορία για τους πόρους που πρέπει να καταβάλλουν υπέρ της Ελλάδας.

Ακόμα, λοιπόν, κι αν πάρουμε τα μέτρα των 11,6 δισ. και τα εγκρίνει η τρόικα, όταν πάμε στο Eurogroup (στις 3 ή στις 14 Σεπτεμβρίου) για να ζητήσουμε επιμήκυνση (και άρα περισσότερα λεφτά), θα αντιμετωπίσουμε ένα τείχος καχυποψίας. Και το τείχος αυτό δεν θα είναι μόνο του Βερολίνου.

του Γιάννη Παλαιολόγου
7-8-2012

Πηγή
http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.8emata&id=17390