«Ουδείς αναμάρτητος»: πώς οι πολιτικοί αποποιούνται τις ευθύνες τους
Ενας άντρας έχει απατήσει τη γυναίκα του. Αυτή το ανακαλύπτει και του ζητάει εξηγήσεις: «Γιατί το ’κανες;». Ατάραχος αυτός, απαντά: «Ουδείς αναμάρτητος».
Γιατί θα έπρεπε να μας παραξενέψει μια τέτοια απάντηση; Πιο γενικά: τι είναι αυτό που καθιστά τέτοιου είδους απαντήσεις μη ικανοποιητικές; Κατά πρώτο λόγο, μια τέτοια απάντηση δείχνει ότι ο ομιλητής δεν έχει συνειδητοποιήσει το σφάλμα του, άρα δεν δείχνει ειλικρινή μεταμέλεια. Παραπέμπει σε μια εγγενώς «αμαρτωλή» ανθρώπινη φύση, η οποία τον οδήγησε στη συγκεκριμένη πράξη. Αποσείει έτσι τη συγκεκριμένη ηθική ευθύνη που φέρει ως αυτόβουλο ον, χάριν μιας γενικής ανθρωπολογικής συνθήκης – «όλοι κάνουμε λάθη». Δεύτερον, δεν παρέχει μια αφήγηση που να ερμηνεύει τη συμπεριφορά του. Με τη γενική αναφορά στην ανθρώπινη φύση υπεκφεύγει, αφού δεν αναστοχάζεται τη δική του συγκεκριμένη συμπεριφορά. Αποφεύγοντας να δώσει συγκεκριμένη εξήγηση, αποφεύγει το «λόγον διδόναι».
Ενας πρωθυπουργός, ο κ. Σαμαράς, ερωτάται από δημοσιογράφο στο Βερολίνο για τη σφοδρώς αντιμνημονιακή του ρητορική τα προηγούμενα δύο χρόνια, όταν ήταν στην αντιπολίτευση. Ατάραχος αυτός απαντά, μιμούμενος το διαβόητο «mea culpa» του Ανδρ. Παπανδρέου: «Ουδείς αναμάρτητος»! Με άλλα λόγια, ο κ. Σαμαράς είναι σαν να είπε: «Οπως όλοι, έχω κάνει λάθη στη ζωή μου. Η αντίθεσή μου στο Μνημόνιο ήταν ένα από αυτά».
Η αφηρημένη ομολογία του ήταν μια απομίμηση ομολογίας ενοχής, μια ψευδεπίγραφη ανάληψη ευθύνης. Προσποιούμενος ότι αναγνωρίζει τις αστοχίες του, οικειοποιείται –και, πονηρά, προσπερνά– την κριτική: αποφεύγει τη βάσανο της εξήγησης που θα έπρεπε να παράσχει. Η εξήγησή του αναπόφευκτα θα είχε αυτοκριτικό χαρακτήρα, με κίνδυνο απομείωσης του πολιτικού του κεφαλαίου. Αποφεύγοντας τη δημόσια αφήγηση των αστοχιών του, ξεφεύγει από τη δημόσια λογοδοσία.
Η υποψία μας για τη διπλή γλώσσα του πρωθυπουργού μετατρέπεται σε βεβαιότητα αν δούμε προηγούμενες παρεμφερείς δηλώσεις του. Τον Μάιο 2012, σε προεκλογική ομιλία στην Αρτα, είπε: «Εξακολουθώ και λέω ότι (το Μνημόνιο) είναι λάθος συνταγή». Σήμερα εμμέσως λέει: «Η αντίθεσή μου στο Μνημόνιο ήταν λάθος». Θα προσέξατε ότι ο κ. Σαμαράς πιστεύει δύο αντιφατικά πράγματα συγχρόνως: και το Μνημόνιο ήταν λάθος και η αρνητική στάση του στο Μνημόνιο ήταν εσφαλμένη! Σχιζοφρενικό;
Θα αναρωτηθείτε πώς συμβιβάζει ένας άνθρωπος τόσο αντιφατικές απόψεις. Δεν υποφέρει από «γνωστική δυσαρμονία»; Απάντηση: Ενας απορροφημένος από το εγώ του πολιτικός δεν βιώνει την αντιφατικότητα ως προβληματική. Ο ναρκισσιστικός εαυτός του κατασκευάζει ad hoc νοητικά σχήματα που εκλογικεύουν τη λογική ασυνέπεια. Τα προβλήματα που χειρίζεται ένας πολιτικός είναι άλλωστε τόσο σύνθετα, που μπορεί να απομονώσει εκείνες τις πτυχές που διευκολύνουν την εκλογίκευση του ιδιοτελούς καιροσκοπισμού του.
Ετσι, την υπερψήφιση του δεύτερου Μνημονίου ο κ. Σαμαράς την αποκαλεί, στην ομιλία του στην Αρτα, «ψήφο για το κούρεμα του χρέους». Το πακέτο των 11,5 δισ. περικοπών το βαφτίζει, στην ομιλία του στο Ζάππειο τον περασμένο Απρίλιο, «περικοπές σπατάλης». Αν και κανένας ισχυρισμός από μόνος του δεν είναι αναληθής, η διατύπωσή του είναι φενακιστική: αποκρύπτει τη μεγάλη εικόνα, αναδεικνύοντας επιλεκτικά επιμέρους όψεις της. Η λογικοφάνεια υποκαθιστά τη λογική συνέπεια.
Επιπλέον, στο μέτρο που κάθε ισχυρισμός διατυπώνεται ενώπιον ακροατηρίου (πραγματικού ή νοητού), η λογική ασυνέπεια αμβλύνεται από την πολλαπλότητα των ρητορικών πλαισίων: σε κάθε ακροατήριο λες διαφορετικά πράγματα! Στις προεκλογικές σου ομιλίες βάλλεις κατά του Μνημονίου, αυτοσυγχαίρεσαι για τη διορατικότητά σου, και υπόσχεσαι ότι θα βρεις ανώδυνα «ισοδύναμα» μέτρα. Στη Μέρκελ, ταπεινωμένος, δεσμεύεσαι ότι θα εφαρμόσεις πιστά το Μνημόνιο! Η ποικιλία των ρητορικών πλαισίων ενθαρρύνει την καιροσκοπική προδιάθεση του ομιλητή. Οι λαϊκιστές το ξέρουν καλά: λες αυτά που θέλουν να ακούσουν οι εκάστοτε ακροατές σου!
Φυσικά, η λαϊκιστική πλειοδοσία και η καιροσκοπική συμπεριφορά δεν χαρακτηρίζουν μόνο τον κ. Σαμαρά – διαπερνούν όλο το πολιτικό φάσμα. Τα κόμματα προσποιούνται ότι αναλαμβάνουν δεσμεύσεις, τις οποίες καιροσκοπικά αγνοούν. Τελευταίο παράδειγμα, η δήθεν «προγραμματική συμφωνία» των τριών κυβερνητικών κομμάτων: ένα κείμενο άνευ αξίας πλέον, αφού βασικές δεσμεύσεις του ήδη αθετήθηκαν!
Ποιο είναι το πρόβλημα με αυτό τον καιροσκοπικό («στρατηγικό») τύπο ομιλίας; Ευτελίζει την πολιτική γλώσσα και τις ηθικές δεσμεύσεις που εγγενώς αναλαμβάνουν οι συν–ομιλητές, προάγει την ασυνεννοησία, και ενθαρρύνει τον ναρκισσισμό. «Αλλα μας λέγατε προεκλογικά», φώναζαν πρόσφατα οι συνδικαλιστές της Ν.Δ. «Αλλα λέγαμε στην προγραμματική συμφωνία», επισημαίνουν οι διαφωνούντες βουλευτές της ΔΗΜΑΡ και του ΠΑΣΟΚ.
Η έλλογη συμμετοχή μας στην πολιτική κοινότητα προϋποθέτει ότι η επικοινωνία μας αποσκοπεί πρωτίστως στην αμοιβαία κατανόηση. Αυτό συμβαίνει όταν είμαστε σε θέση να ερμηνεύσουμε ο ένας τους ισχυρισμούς του άλλου, το οποίο προϋποθέτει ότι οι ισχυρισμοί αντανακλούν αξιόπιστα τις πεποιθήσεις μας. Με άλλα λόγια, η συν–ομιλία μας διαπερνάται από την υπόρρητη προσδοκία «να ειπωθεί η αλήθεια». Οχι ότι δεν χρησιμοποιούμε «στρατηγικά» τον λόγο μας, αλλά, ακόμη και αυτή η χρήση καθίσταται εφικτή στο μέτρο που συν–εννοούμαστε. Η «στρατηγική» χρήση της γλώσσας προϋποθέτει την κατανοητική («επικοινωνιακή») χρήση: για να παραπλανήσουμε πρέπει να προσποιηθούμε ότι δεν το κάνουμε! Ακόμα και ο Τσοχατζόπουλος διατείνεται ότι «υπηρέτησε την Ελλάδα»!
Το δράμα της χώρας δεν αποτυπώνεται μόνο στην οικτρή δημοσιονομική της κατάσταση, αλλά και στην ευτέλεια της γλωσσικής συμπεριφοράς των πολιτικών της.
Χ. Κ. Τσούκας
(Καθηγητής στα Πανεπιστήμια Κύπρου και Warwick)
''ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ''
30-9-2012
TO ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΩΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_30/09/2012_497152