Πίστη: διέξοδος ή υποκατάστατο;





Terry Eagleton
(1)
Ενώ η θρησκεία κατηγορείται από φιλελεύθερους «αστούς» διανοητές για σκοταδισμό και μισαλλοδοξία, η Αριστερά μοιάζει να έχει ανοίξει έναν ιδιότυπο διάλογο με τη θρησκευτική πίστη. Ανανέωση της αριστερής σκέψης ή σημάδι αμηχανίας;
Δύσκολοι καιροί για την Αριστερά. Ιδίως για τη μαρξιστική σκέψη. Εκεί που η κλασική μαρξιστική θεωρία μάς διαβεβαίωνε ότι ο κομμουνισμός είναι νομοτελειακά, με επιστημονικά τεκμηριωμένο τρόπο, το επόμενο στάδιο στην ιστορική πορεία της ανθρωπότητας (για την ακρίβεια το τελικό), τα γεγονότα δεν έδειξαν κανέναν σεβασμό για τη νομοτέλεια που θα έπρεπε να τα καθοδηγεί. Και επειδή, σύμφωνα με μια παλιά μαρξιστική τακτική, όταν τα γεγονότα δεν συμφωνούν με τη θεωρία τόσο το χειρότερο για τα γεγονότα, η θεωρία αφορίζει τώρα τις επιστημονικές προβλέψεις και τις νομοτέλειες και στρέφεται για την επιβεβαίωσή της στην πίστη.
Είναι αλήθεια ότι δεν την αποκαλεί πάντοτε έτσι. Τι άλλο μαρτυρούν όμως σύγχρονοι μαρξιστές θεωρητικοί, από τον Μπαντιού ώς τον Ζίζεκ, αν όχι πίστη, προσδοκία του απροσδόκητου, εκείνου που θα ανατρέψει τη λογική των πραγμάτων, εκείνης της απρόβλεπτης ριζοσπαστικής πράξης, που ίσως και να έχει θετικό αποτέλεσμα. Με άλλα λόγια, έχουμε να κάνουμε με τη μεταφορά του θαύματος από τον χώρο της θρησκείας στον χώρο της πολιτικής.


Στην ίδια γραμμή κινείται τώρα και ο Τέρι Ιγκλετον, ο επιφανέστερος σύγχρονος μαρξιστής κριτικός και θεωρητικός της λογοτεχνίας. Αυτός μάλιστα το πάει μακρύτερα. Η βιτριολική κριτική που ασκεί στον πολεμικό αθεϊσμό του Ρίτσαρντ Ντόκινς και του Κρίστοφερ Χίτσενς (γιατί ο Ιγκλετον διαθέτει ομολογουμένως απολαυστικά καυστικό χιούμορ) βαδίζει σφιχταγκαλιασμένη με μια πολύ πιο σοβαροπρεπή υπεράσπιση της χριστιανικής θεολογίας, όχι ακριβώς αναμενόμενη έστω και από έναν επίγονο του μαρξισμού.
Δεν μιλάμε εδώ απλώς για τις «σοσιαλιστικές» όψεις της βιβλικής παράδοσης για τον Ιησού, που έχουν άλλωστε τονιστεί συχνά από την Αριστερά, αν και μάλλον για προπαγανδιστικούς λόγους: την περιφρόνηση του πλούτου, τη συμπάθεια για τους ενδεείς και τους διωκόμενους, την ισότητα όλων, ανδρών και γυναικών, κυρίων και δούλων, ενώπιον του Θεού κ.λπ. κ.λπ. Οχι. Ο Ιγκλετον, ανυψώνοντας ή προσαρμόζοντας ή, πιο πεζά, ξεμασχαλιάζοντας όλα αυτά για να τα σηκώσει σε ένα ανώτερο επίπεδο νεομαρξιστικής σκέψης, βλέπει στη χριστιανική αγάπη, με ύψιστη έκφρασή της τη σταυρική θυσία του Υιού του Θεού υπέρ της πεπτωκυίας ανθρωπότητας, την επαναστατική εκείνη χειρονομία που ανατρέπει την ισχύουσα λογική τάξη και θεσπίζει ένα καινούργιο «παράδειγμα» για την αντίληψη του κόσμου, αλλά και για την επέμβαση σ' αυτόν. Φτάνει μάλιστα ο Ιγκλετον στο σημείο να υποστηρίξει, χωρίς να νοιάζεται για τα ιστορικά δεδομένα, ότι η ποιότητα των καθημερινών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων είναι χριστιανική ανακάλυψη!
Πλάι σε όλα αυτά μια παράδοξη, για να μην πούμε στρεψόδικη συνηγορία υπέρ της ύπαρξης του Θεού: ο κόσμος, όπως μας μαθαίνει η σύγχρονη επιστήμη, δεν οφείλει τη δημιουργία του σε καμιά νομοτέλεια, και αυτό ακριβώς υποδεικνύει ότι υπάρχει Θεός, που τον δημιούργησε χάριν παιδιάς ή αγάπης (άραγε αγάπης για το παιχνίδι ή αγάπης για κάτι που δεν υπήρχε;). Είναι πολύ απίθανο να μην πέρασε από το μυαλό του Ιγκλετον ότι η απουσία νομοτέλειας δεν συνεπάγεται σώνει και καλά κάποια θεϊκή παρέμβαση, αλλά πολύ απλά το τυχαίο γεγονός, το οποίο και δέχεται η σύγχρονη επιστήμη αναφορικά με την κοσμογονία, όπως και για άλλα φαινόμενα. Κάτι τέτοιο όμως δεν θα τον βόλευε, γιατί αυτός θέλει τον κόσμο να δημιουργήθηκε από την αγαπητική βούληση, που στην (όψιμη βέβαια) σκέψη του ισοδυναμεί, όπως είδαμε, με την επαναστατική - σοσιαλιστική βούληση.

Το να διαφωνεί κανείς με τον Ιγκλετον δεν σημαίνει απαραίτητα ότι συμμερίζεται τον χονδροειδή αθεϊσμό του Ντόκινς (και σε μικρότερο βαθμό του Χίτσενς), που αντιμετωπίζει την έννοια του Θεού όπως και οι απλοϊκοί πιστοί, σαν να περιγράφει μια φυσική οντότητα. Και ασφαλώς έχουμε αφήσει πίσω μας την εποχή της αφελούς πεποίθησης ότι ο ορθολογισμός και η επιστημονική γνώση είναι οι μόνοι οδηγοί για την προσέγγιση της Αλήθειας. Υπάρχει το απρόβλεπτο, υπάρχουν τυχαία συμβάντα (το αναγνωρίζει, όπως είπαμε, και η σημερινή επιστήμη), υπάρχουν πράγματι ασυνέχειες, αλλαγές παραδείγματος στην ανθρώπινη κοσμοεικόνα. Υπάρχουν αλήθειες που δεν συλλαμβάνονται με τη λογική ανάλυση ή με την επιστημονική έρευνα. Υπάρχει η ανάγκη νοηματοδότησης της ύπαρξης, ανάγκη που και αυτή βρίσκεται πέρα από τις αρμοδιότητες της επιστήμης. Υπάρχει η τάση μας για υπέρβαση, που αυτή και αν δεν εξηγείται ορθολογικά ή με την κοινωνιοβιολογία του Ντόκινς. Αλλο όμως να έχεις επίγνωση του ρόλου του απρόβλεπτου, του τυχαίου ή του άλογου στοιχείου και άλλο να στηρίζεις σε τέτοιους παράγοντες ένα πρόγραμμα πολιτικής δράσης για τον θρίαμβο του «καλού σκοπού».
Ο Ιγκλετον υπερασπίζει, ή μάλλον οικειοποιείται ιδεολογικά, τον χριστιανισμό όπως τον ερμηνεύει ο ίδιος, μένοντας στη θεωρία του (τη θεολογία του) και παραβλέποντας σχεδόν επιδεικτικά τις ιστορικές χρήσεις και πρακτικές του. Πρόκειται για την ίδια ακριβώς στάση πολλών μαρξιστών απέναντι στη δική τους κοσμοθεωρία: ο μαρξισμός είναι σωστός, λανθασμένη ήταν μόνον η εφαρμογή του, δεν υπάρχουν στη θεωρία του σπέρματα των ιστορικών παρεκκλίσεών του, φταίνε οι ανθρώπινες αδυναμίες και οι «αντικειμενικές συνθήκες» για την αποτυχία του στην πράξη. Ενώ το έναυσμα για την επίθεση του Ντόκινς, του Χίτσενς, του Μισέλ Ονφρέ και άλλων δυτικών διανοητών εναντίον της θρησκείας είναι η έξαρση του ισλαμικού φονταμενταλισμού, αλλά και του χριστιανικού, ιδίως στις ΗΠΑ, ο Ιγκλετον μέμφεται τους δύο πρώτους επειδή δεν καταδικάζουν παράλληλα και τον καπιταλισμό (αυτό θυμίζει το γνωστό ανέκδοτο με τον αμερικανό επισκέπτη στη Σοβιετική Ενωση, ο οποίος διαμαρτύρεται για τα εξόφθαλμα ψέματα του ξεναγού του και εισπράττει την απάντηση «Κι εσείς γιατί καταπιέζετε τους μαύρους;»). Για τον αμερικανικό χριστιανικό φονταμενταλισμό μάλιστα λέει, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι είναι παθολογική μορφή της προσπάθειας να διαφυλαχτούν κάποιες πνευματικές αξίες σ' έναν κόσμο όπου βασιλεύει η υλοφροσύνη! Για άλλη μια φορά, δεν φταίει η ίδια η θρησκεία για την «παθολογία» της.
Ο Ιγκλετον έχει δίκιο στην παρατήρησή του ότι η λογική, για να σταθεί με αξιώσεις απέναντι σ' έναν βάρβαρο ανορθολογισμό, πρέπει να στηριχτεί και σε βαθύτερες δυνάμεις της ψυχής, που την υπερβαίνουν και μπορεί να έχουν μια ανησυχητική ομοιότητα με τον ίδιο τον ανορθολογισμό. Και, προσωπικά, θα συμμεριζόμουν τον «τραγικό ανθρωπισμό» του, τον οποίο αντιπαραθέτει στον φιλελεύθερο ανθρωπισμό. Αλλά τα πολιτικά συμπεράσματα που θέλει να βγάλει από την υπεράσπιση της πίστης αποτελούν χαρακτηριστική έκφραση της αμηχανίας, αν όχι της απόγνωσης που προκαλεί στη σκέψη της Αριστεράς ο τόσο αλλαγμένος κόσμος μας.
Θα ήταν παράλειψη να μην επισημανθεί και επαινεθεί η έξοχη μετάφραση αυτού του ιδιαίτερα απαιτητικού, υφολογικά και εννοιολογικά, βιβλίου.

ΡΕΠΟΡΤΑΖ: 

  Δημοσθένης Κούρτοβικ

 www.tanea.gr/vivliodromio 



(2)

Μαρξιστής κατά αθεϊσµού
Ο βρετανός λογοτεχνικός κριτικός και θεωρητικός του πολιτισµού Τέρι Ιγκλετον υπερασπίζεται τη χριστιανική πίστη απέναντι στους νεοαθεϊστές

«Σε µια εποχή που η πολιτική Αριστερά βρίσκεται σε δεινή ανάγκη για καλές ιδέες, ο λόγος της θρησκείας θα µπορούσε να προσφέρει πολύτιµες εναισθητικές γνώσεις για την ανθρώπινη χειραφέτηση» 
υποστηρίζει ο κριτικός και θεωρητικός του πολιτισµού Τέρι Ιγκλετον. Βρετανός της εργατικής τάξης ο οποίος ανατράφηκε ως κοινός ρωµαιοκαθολικός ιρλανδικής καταγωγής, µε το βιβλίο του Λογική, πίστη και επανάσταση εµφανίζεται ως αυτόκλητος υπερασπιστής της θρησκευτικής πίστης, εν προκειµένω της χριστιανικής, απέναντι στη νέα σχολή ενός µανικού αθεϊσµού, που εντοπίζεται στα πρόσωπα και στα κείµενα του βιολόγου Ρίτσαρντ Ντόκινς και του δηµοσιογράφου Κρίστοφερ Χίτσενς – του διδύµου «Ντίτσκινς», όπως τους αποκαλεί χάριν συντοµίας. 

Καρδινάλιοι στην Καπέλα Σιξτίνα του Βατικανού.
«Η εκδοχή του Ευαγγελίου που πρόσφερε η Β' Σύνοδος του Βατικανού 
διαθέτει ανθρώπινο και πολιτικό βάρος»
 γράφει ο Τέρι Ιγκλετον


Στη µετανεωτερική εποχή η θρησκεία βρίσκεται παντού σε άνοδο, το ενδιαφέρον όµως είναι ότι ξαναγίνεται δηµόσια και συλλογική και τείνει συχνά να πάρει πολιτική µορφή – φαίνεται πως είναι πάλι έτοιµη να ξεσηκώσει και να σκοτώσει. Κοσµικοί διανοούµενοι τύπου Ντίτσκινς ανασκουµπώθηκαν για να πολεµήσουν αυτό το σκοτεινό, ανορθολογικό πρόσωπο της θρησκείας. 

Ο Ιγκλετον δεν αρνείται ότι η θρησκεία έχει υπάρξει µια «βρωµερή ιστορία µισαλλοδοξίας,δεισιδαιµονίας, ευσεβών πόθων και καταπιεστικής ιδεολογίας» και ότι ο χριστιανισµός έχει προδώσει τις επαναστατικές του καταβολές περνώντας από το πλευρό των απόκληρων στο πλευρό ψευδόµενων πολιτικών, διεφθαρµένων τραπεζιτών και φανατικών νεοσυντηρητικών. Εκείνο όµως που πυροδοτεί την πολεµική τού αταλάντευτου µαρξιστή Ιγκλετον είναι το γεγονός ότι οι πολέµιοι του θρησκευτικού φονταµενταλισµού δεν ασκούν καµία κριτική στον παγκόσµιο καπιταλισµό, ο οποίος δηµιουργεί τα αισθήµατα άγχους και ταπείνωσης που τρέφουν τον φονταµενταλισµό. Πολύ βολικά, οι κληρονόµοι του φιλελευθερισµού και του ∆ιαφωτισµού ξεχνούν ότι έχουν επίσης προδώσει τις θεωρητικές τους διακηρύξεις, όπως αποδεικνύουν η βίαιη υπεξαίρεση της ελευθερίας και της δηµοκρατίας στο εξωτερικό, ο ρατσισµός, η αποικιοκρατία, οι ιµπεριαλιστικοί πόλεµοι, η Χιροσίµα, το απαρτχάιντ, η υποταγή στους σκοπούς του εµπορικού κέρδους. 
Επιστρατεύοντας στο οπλοστάσιό του θεολόγους, πολιτικούς επιστήµονες, ιστορικούς, φιλοσόφους και λογοτέχνες, από τον Θωµά τον Ακινάτη ως τον Μαρξ, τον Φρόιντ, τον Λακάν, τον Σλάβοϊ Ζίζεκ, τον Τσαρλς Τέιλορ, τον Αλέν Μπαντιού, τον Μίλτον και τον Τόµας Μαν, ο Ιγκλετον τονίζει ότι οι σχέσεις µεταξύ γνώσης και πίστης είναι περίπλοκες, αλλά πρόκειται για δύο διαφορετικά πράγµατα τα οποία δεν παραµερίζουν το ένα το άλλο. Η φανατική θρησκευτική πίστη της µετανεωτερικής εποχής άνθησε ακριβώς επειδή η λογική έγινε υπερβολικά κυριαρχική και εργαλειακή, µε αποτέλεσµα να µην µπορεί να ευδοκιµήσει στο έδαφός της ένα έλλογο είδος πίστης. Αυτός όµως δεν είναι λόγος για να αρνηθούµε την πίστη εξ ολοκλήρου. 
Το όραµα του φιλελεύθερου ανθρωπισµού για ελεύθερη και ευτυχή ανάπτυξη της ανθρωπότητας είναι εφικτό, καταλήγει ο Ιγκλετον, µόνο µέσω της αντιµετώπισης του χειρότερου εαυτού µας µέσα από µια διαδικασία αυτοαλλοτρίωσης και ριζικής αναδηµιουργίας, µια διαδικασία, όπως την αποκαλεί χαρακτηριστικά, «τραγικούανθρωπισµού». Η θρησκεία, εκτιµά ο βρετανός θεωρητικός, θέτει ερωτήµατα για ζωτικά ζητήµατα, για τον θάνατο, τον πόνο, την αγάπη, την αυτοαλλοτρίωση, για τα οποία η σηµερινή κοινωνία και η πολιτική σιωπούν και ο Ιγκλετον αποφασίζει εδώ να κηρύξει το τέλος σε αυτή την «πολιτικά παραλυτική συστολή». 

ΛΑΜΠΡΙΝΗ ΚΟΥΖΕΛΗ 

 ''www.tovima.gr/books-ideas'' 
18-11-2012