Άλυτο παραμένει το ελληνικό πρόβλημα ...

Σκίτσο του Ανδρέα Πετρουλάκη
Στην ''ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ''

Η νέα συμφωνία για το χρέος και τη δόση απέτρεψε την άμεση καταστροφή



Οι αριθμοί εντυπωσιάζουν, 43,7 δισ. ευρώ θα λάβει η Ελλάδα μέχρι τα τέλη Ιανουαρίου, ενώ σε 20% του ΑΕΠ είναι η προγραμματισμένη μείωση του χρέους του ελληνικού Δημοσίου, δεν έχουν όμως τη σημασία που θα είχαν μέχρι πριν από μερικά χρόνια. Η βιωσιμότητα του χρέους του ελληνικού Δημοσίου, και κυρίως η βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας και της κοινωνίας, δεν έχουν εξασφαλιστεί.

Από την ύφεση στην κατάρρευση


Η ελληνική οικονομία βυθίστηκε στην ύφεση το 2009 και δεν προβλέπεται να βγει από αυτήν πριν από το 2015. Είναι τέτοια η ένταση των υφεσιακών φαινομένων και τόσο μεγάλη η διάρκειά τους, ώστε υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να περάσουμε από την οικονομική ύφεση στην οικονομική και κοινωνική κατάρρευση. Η παρέμβαση των Ευρωπαίων πιστωτών και εταίρων αποτρέπει για ακόμη μία φορά την αναγκαστική έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, δεν αλλάζει όμως την αρνητική οικονομική και κοινωνική δυναμική που έχει δημιουργηθεί.
Η έγκριση της δόσης των 43,7 δισεκατομμυρίων ευρώ και της μείωσης των δανειακών υποχρεώσεων της Ελλάδας κατά 20% του ΑΕΠ συνέπεσε χρονικά με τη δημοσίευση της τελευταίας έκθεσης του ΟΟΣΑ για την κατάσταση και την προοπτική της ελληνικής οικονομίας.
Οι ειδικοί του ΟΟΣΑ εκτιμούν ότι το ελληνικό ΑΕΠ θα υποχωρήσει κατά 6,3% το 2012, κατά 4,5% το 2013 και κατά 1,3% το 2014. Αυτό σημαίνει ότι η ανάκαμψη θα ξεκινήσει, στην καλύτερη περίπτωση, το 2015. Το ποσοστό ανεργίας θα αυξηθεί, με βάση τους υπολογισμούς των ειδικών του ΟΟΣΑ, από 23,6% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού το 2012 σε 26,7% το 2013 και σε 27,2% το 2014. Αξίζει να σημειωθεί ότι η πρόγνωση του ΟΟΣΑ για την εξέλιξη της ανεργίας είναι πολύ πιο αρνητική –εμείς προσθέτουμε και ρεαλιστική– από αυτήν που κάνει η ελληνική κυβέρνηση σε μια προσπάθεια να περιορίσει το πολιτικό, εκλογικό κόστος της εφαρμογής της μνημονιακής πολιτικής.
Στην ίδια έκθεση προβλέπεται περιορισμός του δημοσιονομικού ελλείμματος σε 6,9% το 2012, από 9,5% το 2011. Η βελτίωση δεν είναι τόσο θεαματική όσο φαίνεται, γιατί στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στη μείωση, πέραν των αρχικών προβλέψεων, του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ), στην άτυπη στάση πληρωμών του ελληνικού Δημοσίου προς διάφορους πιστωτές του και κατηγορίες φορολογουμένων και στη δημιουργική λογιστική που εφαρμόζεται στα ελλείμματα των ασφαλιστικών οργανισμών και τη χρηματοδότησή τους. Σε γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε ότι οι δημοσιονομικές επιδόσεις του 2012 είναι συγκρίσιμες με εκείνες του 2011 και θα πρέπει να δούμε τις εξελίξεις το 2013 και το 2014, οπότε προβλέπεται μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος στο 4,6% του ΑΕΠ, για να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα για τη δημοσιονομική εξυγίανση-σταθεροποίηση. Πιο ουσιαστική είναι η πρόοδος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, με το έλλειμμα να περιορίζεται στο 5,5% του ΑΕΠ το 2012 και να υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να περιοριστεί στο 2,3% του ΑΕΠ μέχρι το 2014. Η σημαντική βελτίωση στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών οφείλεται κατά κύριο λόγο στη μείωση των εισαγωγών, λόγω της αυστηρής δημοσιονομικής και εισοδηματικής πολιτικής που ακολουθείται. Προβληματισμό δημιουργεί η κόπωση που εμφανίζουν οι εξαγωγές. Το εννεάμηνο Ιανουάριος-Σεπτέμβριος 2012 αυξήθηκαν κατά 5,3% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2011, όμως το Σεπτέμβριο του 2012 εμφάνισαν πτώση 7% σε σχέση με το Σεπτέμβριο του 2011. Θα πρέπει να περιμένουμε τα στοιχεία του Οκτωβρίου και του Νοεμβρίου για να δούμε εάν η πτώση του Σεπτεμβρίου ήταν συγκυριακή ή πρέπει να αποδοθεί στη δυσκολία χρηματοδότησης των ελληνικών εξαγωγικών επιχειρήσεων και στην κάμψη της ζήτησης που παρατηρείται σε πολλές αγορές του εξωτερικού, ιδιαίτερα ευρωπαϊκές.
Το επίπεδο των εξαγωγών έχει τεράστια σημασία για τον προσδιορισμό των αναπτυξιακών επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας. Η υποχώρηση των εξαγωγικών επιδόσεων μπορεί να ενισχύσει τα φαινόμενα ύφεσης στην ελληνική οικονομία, ενώ μια διψήφια σταθερή αύξηση των εξαγωγών μπορεί να επιταχύνει την ανάκαμψη.

Κρίσιμο το 2015

Η παρέμβαση των Ευρωπαίων πιστωτών και εταίρων για να αποτραπεί η αναγκαστική έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη δεν λύνει οριστικά το ζήτημα της πολυσυζητημένης Grexit. Είναι φανερό ότι το Βερολίνο και οι Βρυξέλλες αρχίζουν να αντιλαμβάνονται ότι η υποστήριξη της Ελλάδας έχει μικρότερο κόστος από την Grexit, ενώ πάντα υπάρχει και ο κίνδυνος ενός ευρωπαϊκού ντόμινο από την ελληνική κατάρρευση, που θα δοκιμάσει την οικονομική σταθερότητα σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι πότε θα πραγματοποιηθεί η πολυδιαφημισμένη επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας και αν αυτή θα είναι σταθερή και σε βάθος χρόνου. Οι περισσότεροι αναλυτές των ξένων τραπεζών και των διεθνών οίκων αξιολόγησης καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η πιθανότητα της Grexit παραμένει αρκετά υψηλή και θα μετατραπεί σε μαθηματική βεβαιότητα εάν δεν υπάρξει ποιοτική ανάκαμψη της οικονομίας στα τέλη του 2014, αρχές του 2015. Επισημαίνουν ότι εάν συνεχιστούν η συρρίκνωση του ελληνικού ΑΕΠ και η εφαρμογή μιας ισοπεδωτικής πολιτικής που προκαλεί δικαιολογημένες κοινωνικές και πολιτικές αντιδράσεις είναι πολύ πιθανό να χαθεί ο έλεγχος της διαχείρισης του χρέους του ελληνικού Δημοσίου και της ίδιας της ελληνικής οικονομίας. Η βιωσιμότητα του χρέους περνάει υποχρεωτικά από την ανάκαμψη και στη συνέχεια την ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας.

Νέα επίθεση σε τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία


Μία από τις μεθόδους που χρησιμοποιείται για τον περιορισμό του χρέους του ελληνικού Δημοσίου στο 124% του ΑΕΠ μέχρι το 2020 –προκειμένου να χαρακτηριστεί βιώσιμο και να συνεχιστεί η δανειοδότηση της χώρας μας από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο– είναι το πρόγραμμα επαναγοράς ελληνικών ομολόγων.
Η επιτυχής εφαρμογή του προγράμματος αποτελεί προϋπόθεση για να συνεχιστεί η συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα «διάσωσης» της ελληνικής οικονομίας. Οι ιδιωτικές τράπεζες και οι ασφαλιστικοί οργανισμοί πήραν μέρος στο «εθελοντικό» κούρεμα των ομολόγων τους (PSI) και αναγκάστηκαν να τα ανταλλάξουν με νέα ομόλογα «κουρεμένα» κατά 53,5%. Με το νέο πρόγραμμα επαναγοράς ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου οι τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία θα αποζημιωθούν με ένα ποσό της τάξης του 35% της ονομαστικής αξίας των ήδη «κουρεμένων» ομολόγων τους.
Μετά τη συμφωνία του περασμένου Φεβρουαρίου οι ιδιώτες ομολογιούχοι προστατεύονται από το βρετανικό δίκαιο και χρειάζεται η συναίνεση αυτών που εκπροσωπούν το 75% ομολόγων συνολικής ονομαστικής αξίας 62 δισ. ευρώ για να προχωρήσει το πρόγραμμα επαναγοράς των ομολόγων. Αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση Σαμαρά θα ασκήσει τεράστια πίεση στην κατεύθυνση των ελληνικών τραπεζών και των ασφαλιστικών ταμείων στην κατοχή των οποίων βρίσκεται το 50% των ομολόγων.
Η προοπτική ενός νέου «κουρέματος» των ομολόγων, και μάλιστα στη διάρκεια των επόμενων εβδομάδων, δεν γίνεται ευνοϊκά δεκτή από τις διοικήσεις των τραπεζών και των ασφαλιστικών ταμείων. Θα βρεθούν αντιμέτωποι με ένα νέο γύρο οικονομικής αποσταθεροποίησης, που θα οδηγήσει σε αύξηση του κόστους οικονομικής στήριξης των τραπεζών και σε μεγαλύτερη οικονομική αδυναμία του ασφαλιστικού, συνταξιοδοτικού συστήματος. Είναι να απορεί κανείς για την ευκολία με την οποία οι Ευρωπαίοι εταίροι και πιστωτές επιβάλλουν στην ελληνική πλευρά ρυθμίσεις που δημιουργούν περισσότερα προβλήματα από αυτά που λύνουν.

Αστάθμητοι παράγοντες
Το βασικό μειονέκτημα του προγράμματος διαχείρισης του χρέους του ελληνικού Δημοσίου είναι ότι πηγαίνει σε βάθος χρόνου και επηρεάζεται από πολλούς αστάθμητους παράγοντες. Η οικονομική ιστορία μας διδάσκει ότι η επιτυχημένη αντιμετώπιση των κρίσεων πρέπει να έχει χαρακτηριστικά θεραπείας-σοκ. Δυναμικές παρεμβάσεις στη διάρκεια 12-30 μηνών και επανεκκίνηση της οικονομίας, στο τέλος αυτής της περιόδου, σε εντελώς νέες βάσεις. Αυτή άλλωστε ήταν η φιλοσοφία του πρώτου μνημονίου, η εφαρμογή του οποίου ξεκίνησε το Μάιο του 2010 με στόχο να επιτευχθούν η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και η έξοδος του ελληνικού Δημοσίου στις αγορές για τη χρηματοδότηση του χρέους το πρώτο εξάμηνο του 2012.
Από το αρχικό μνημόνιο που είχε χαρακτηριστικά θεραπείας-σοκ και θα έβαζε την ελληνική οικονομία σε νέα πορεία σε διάστημα 24-30 μηνών έχουμε περάσει στο τρίτο μνημόνιο, που έχει δεκαετή διάρκεια. Με βάση το νέο σχέδιο, το χρέος του ελληνικού Δημοσίου θα υποχωρήσει στο 124% του ΑΕΠ το 2020, για να πέσει στη συνέχεια στο 110% του ΑΕΠ το 2022. Το χρέος του ελληνικού Δημοσίου κινήθηκε μεταξύ 110%-120% του ΑΕΠ το 2009, προτού βρεθεί η Ελλάδα εκτός αγορών και προκύψει η ανάγκη της πολιτικής των μνημονίων για να εξασφαλιστεί η χρηματοδότησή της.
Από τη στιγμή που το «κούρεμα» του χρέους του ελληνικού Δημοσίου περιορίζεται στον ιδιωτικό τομέα, δεν υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες να γίνει βιώσιμο. Τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και η μεγάλη συρρίκνωση του ΑΕΠ κάνουν το οικονομικό φορτίο του χρέους κυριολεκτικά ασήκωτο. Οι λογιστικές ασκήσεις βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους στις οποίες καταφεύγουν περιοδικά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είναι πολύ πιο τολμηρές από τη δημιουργική λογιστική που χρησιμοποίησαν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ προκειμένου να κρύψουν ένα μεγάλο μέρος του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημόσιου χρέους. Οι λογιστικές ασκήσεις της τρόικας των πιστωτών δεν έχουν καμία πρακτική σημασία, απλώς αναδεικνύουν την έλλειψη κοινής ευρωπαϊκής στρατηγικής.
Το χρέος του ελληνικού Δημοσίου, το οποίο πριν από τη συμφωνία του Eurogroup είχε δυναμική που θα το έφτανε στο 190% του ΑΕΠ, στα τέλη του 2013 δεν είναι πλέον διαχειρίσιμο. Ο περιορισμός του κατά 20% του ΑΕΠ –ένα ποσό της τάξης των 40 δισ. ευρώ– είναι στατιστικά σημαντικός, στερείται όμως οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής σημασίας.
Είναι τέτοιες οι αντιδράσεις που προκαλεί η εφαρμογή της πολιτικής του τρίτου μνημονίου, ώστε είναι αμφίβολη η μακροημέρευση της κυβέρνησης Σαμαρά, ενώ δημιουργείται πολιτική δυναμική υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ και ως ένα βαθμό της Χρυσής Αυγής. Οι όροι που συνοδεύουν την δόση των 43,7 δισ. ευρώ και τη νέα ρύθμιση του χρέους είναι εξαιρετικά σκληροί και καθιστούν πρακτικά αδύνατη τη διαχείριση της ελληνικής οικονομίας. Προβλέπονται συμπληρωματικά μέτρα για κάθε κυβερνητική αστοχία στις διαρθρωτικές αλλαγές, ακόμα και για κάθε καθυστέρηση στην εφαρμογή ενός αμφιλεγόμενου προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων με αρχικό στόχο, ο οποίος έχει ήδη εγκαταλειφθεί, για είσπραξη του αστρονομικού ποσού των 50 δισ. ευρώ. Με την κυβέρνηση Σαμαρά να περιορίζεται στην εφαρμογή οριζόντιων μέτρων, μείωσης μισθών, συντάξεων και κοινωνικών παροχών και το πολιτικό, συνδικαλιστικό σύστημα να αντιδρά στην εφαρμογή των μέτρων εκσυγχρονισμού που συμπεριλαμβάνονται στο τρίτο μνημόνιο, είναι εύκολο να προβλέψουμε ότι θα σημειωθούν μεγάλες αποκλίσεις στον κρατικό προϋπολογισμό του 2013 και στο διετές οικονομικό πρόγραμμα 2013-2014. Η επιβολή πρόσθετων αντισταθμιστικών μέτρων αναμένεται να οδηγήσει στο «μπλοκάρισμα» των βασικών λειτουργιών του κράτους.
Η προγραμματισμένη μείωση των κοινοτικών κονδυλίων που θα πάρει η Ελλάδα κατά την επταετία 2014-2020 θα κάνει ακόμα πιο δύσκολο το πέρασμα από την ύφεση στην ανάκαμψη. Τα κονδύλια του ΕΣΠΑ θα είναι της τάξης των 10-12 δισ. ευρώ, τη στιγμή που την προηγούμενη επταετία είχαν εγκριθεί κονδύλια 20 δισ. ευρώ, ενώ σοβαρές αναμένονται και οι απώλειες της ελληνικής πλευράς από τη μείωση των δαπανών του κοινοτικού προϋπολογισμού που έχουν ήδη δρομολογηθεί. Το ευρωπαϊκό περιβάλλον είναι και αυτό εξαιρετικά σύνθετο και ασταθές και αυξάνει τις πιθανότητες ενός ελληνικού «ατυχήματος» κατά τη δεκαετή περίοδο εφαρμογής της πολιτικής του τρίτου μνημονίου και των παραλλαγών της.

29-11-2012
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΥΡΤΣΟΣ