Επιτέλους ας αποφασίσουμε για Ελλάδα ...


(...)
Αντιθέτως, 
η Ελλάδα και η τρόικα επιλέγουν για μία ακόμη φορά τη μέση οδό της σύγχυσης, όπου γίνεται πολύς λόγος για τη βιώσιμη ένταξη της χώρας στην ευρωζώνη, χωρίς όμως να γίνονται αρκετές ενέργειες ώστε αυτό το σενάριο να καταστεί σε μεγάλο βαθμό πιθανό. 
Από πλευράς τακτικής, μία τέτοια επιλογή μπορεί να είναι ελκυστική. Είναι, όμως, πολύ δαπανηρή, ενώ δεν είναι βιώσιμη μεσοπρόθεσμα. Επιπλέον, υπονομεύει περισσότερο την εμπιστοσύνη των Ελλήνων στους εγχώριους αλλά και στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, η οποία ήδη βρίσκεται σε σημείο καμπής - αν δεν έχει ήδη σπάσει. 
(...)

Του Hλία Mακρή

Η προσοχή στρέφεται και πάλι στην Ελλάδα, όπου ο τρικομματικός κυβερνητικός συνασπισμός παλεύει να καταλήξει σε ένα νέο πρόγραμμα οικονομικών μεταρρυθμίσεων, το οποίο όμως θα μπορεί να πάρει το πράσινο φως από το κοινοβούλιο. Εν τω μεταξύ, κυβερνήσεις όπως εκείνη της Γερμανίας, που επεκτείνουν τη στήριξή τους προς την Αθήνα, αναζητούν τον καλύτερο τρόπο να προσεγγίσουν το δικό τους νομοθετικό σώμα ως προς το αίτημα της Ελλάδας για περισσότερη βοήθεια.
Εκτιμούμε ότι οι διάφοροι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι θα βρουν έναν τρόπο να ξεκαθαρίσουν αυτό το θέμα μέσα στις επόμενες λίγες εβδομάδες - όχι γιατί πιστεύουν ότι είναι το σωστό, αλλά γιατί φοβούνται τα εναλλακτικά σενάρια. Αυτό, όμως, συνεπάγεται πολλούς μη ικανοποιητικούς και μη βιώσιμους συμβιβασμούς.
Παράλληλα, αποτυγχάνοντας στην αντιμετώπιση των θεμελιωδών προβλημάτων, ακόμη και μία νέα στήριξη για την Ελλάδα δεν θα έχει μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας από ό,τι είχαν τα προηγούμενα πακέτα. Εν τω μεταξύ, η εμπιστοσύνη των Ελλήνων πολιτών στην αξιοπιστία της κυβέρνησης και στους θεσμούς της χώρας θα διαβρώνεται.
Η Ελλάδα επιδιώκει να ολοκληρώσει τρία διακριτά σημεία με το ανανεωμένο της πρόγραμμα: 
περικοπές στις δαπάνες, αυξήσεις φόρων και μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, όπως και πρόσθετη εξωτερική χρηματοδότηση από τους Ευρωπαίους εταίρους της και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. 
Και τα τρία σημεία είναι απόρροια των απογοητευτικών οικονομικών και χρηματοοικονομικών εξελίξεων: 
το ΑΕΠ συρρικνώθηκε περισσότερο από ό,τι είχε προβλεφθεί, η ανεργία ενισχύθηκε, οι εγχώριες ληξιπρόθεσμες οφειλές βρίσκονται σε επίπεδα ρεκόρ και το χρέος της χώρας είναι σε πολύ υψηλά επίπεδα. Εν μέρει αυτά οφείλονται σε ανεπαρκή εφαρμογή της πολιτικής από την Ελλάδα. Κατά ένα άλλο μέρος, όμως, οφείλονται σε προβλήματα σχεδιασμού των διαφόρων προγραμμάτων. 
Για να εξασφαλίσει επιπλέον χρηματοδότηση, ο κυβερνητικός συνασπισμός στην Ελλάδα πλησιάζει στην ολοκλήρωση του νέου δημοσιονομικού πακέτου, όπου περιλαμβάνονται νέες μειώσεις στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, μειώσεις στις συντάξεις και διεύρυνση της φορολογικής βάσης. 

Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των μελών του συνασπισμού για τις μεταρρυθμίσεις στα εργασιακά -που διευκολύνουν τις απολύσεις, αλλάζουν τη νομοθεσία για τον κατώτατο μισθό και αποδυναμώνουν τις συλλογικές διαπραγματεύσεις- αποδεικνύονται δύσκολες. 
Η κυβερνητική δράση διευκολύνεται από τη επιείκεια που επιδεικνύει για μία ακόμη φορά η τρόικα των ξένων πιστωτών. Αντί να τραβήξει την πρίζα στην Ελλάδα, συμφώνησε να παρατείνει την περίοδο δημοσιονομικής προσαρμογής και να δεσμεύσει επιπλέον δισεκατομμύρια ευρώ για να στηρίξει τη χώρα. 
Δεδομένου, όμως, ότι αυτή η νέα χρηματοδότηση απαιτεί την έγκριση των κρατών μελών, αρκετές κυβερνήσεις (εκ των οποίων και εκείνη της Γερμανίας) θα βρεθούν αντιμέτωπες με τα δικά τους κοινοβούλια, με ένα θέμα που καθίσταται όλο και πιο δυσάρεστο για τους πολίτες. 
Εκτιμούμε ότι και αυτό το θέμα θα λυθεί εντός των επόμενων λίγων εβδομάδων. Παρ' όλα αυτά, δύσκολα θα βρεθεί κάποιος αξιωματούχος που πραγματικά θα πιστεύει ότι η ανανέωση του ελληνικού προγράμματος θα κάνει όλα όσα υποτίθεται ότι πρέπει να κάνει: δηλαδή, να οδηγήσει σε ανάκτηση της ανάπτυξης, της απασχόλησης και της χρηματοοικονομικής σταθερότητας. 
Η τρέχουσα προσέγγιση δεν προσφέρει κάποια λύση, αγοράζει όμως χρόνο για να αποφευχθούν οι θεμελιώδεις αποφάσεις. Κρίνοντας από τις ενέργειες (και όχι από τα διπλωματικά λόγια), είναι αρκετή η δέσμευση για παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη και δεν υπάρχουν σχέδια εξόδου που να ελαχιστοποιούν τον αντίκτυπο. 
Εάν ο βασικός στόχος ήταν να παραμείνει η Ελλάδα στην ευρωζώνη, τότε θα βλέπαμε να δίνεται πολύ μεγαλύτερη έμφαση στη διαγραφή του χρέους που βρίσκεται στα χέρια του επίσημου τομέα, όπως συνιστά και το ΔΝΤ, ενώ θα είχε δοθεί πολυετής μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση με χαμηλά επιτόκια, ώστε να στηριχθούν αναπτυξιακά μέτρα. 
Εάν στόχος ήταν να διασφαλιστεί η Ελλάδα εκτός ευρωζώνης, τότε θα δινόταν μεγαλύτερη έμφαση στον καλύτερο δυνατό τρόπο επιστροφής της χώρας στο εθνικό νόμισμα, ενώ παράλληλα θα είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (και όχι της ευρωζώνης) και στη διαχείριση των προβλημάτων που θα προέκυπταν από το χρέος μετά από αυτήν τη μετάβαση. 
Αντιθέτως, η Ελλάδα και η τρόικα επιλέγουν για μία ακόμη φορά τη μέση οδό της σύγχυσης, όπου γίνεται πολύς λόγος για τη βιώσιμη ένταξη της χώρας στην ευρωζώνη, χωρίς όμως να γίνονται αρκετές ενέργειες ώστε αυτό το σενάριο να καταστεί σε μεγάλο βαθμό πιθανό. 
Από πλευράς τακτικής, μία τέτοια επιλογή μπορεί να είναι ελκυστική. Είναι, όμως, πολύ δαπανηρή, ενώ δεν είναι βιώσιμη μεσοπρόθεσμα. Επιπλέον, υπονομεύει περισσότερο την εμπιστοσύνη των Ελλήνων στους εγχώριους αλλά και στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, η οποία ήδη βρίσκεται σε σημείο καμπής - αν δεν έχει ήδη σπάσει. 

Η ελληνική κυβέρνηση, εν τω μεταξύ, μπορεί να χάσει τον έλεγχο της διακυβέρνησης. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, αυξάνεται η απειλή για ένα ιδιαίτερα ανεξέλεγκτο αποτέλεσμα -για ξαφνική κι άτακτη έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη, για παράδειγμα- που θα οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερες στερήσεις και σε φτώχεια και σε σημαντική αύξηση των ήδη σημαντικών δεινών που αντιμετωπίζουν οι Έλληνες πολίτες. 
               
1-11-2012
Copyright
The Financial Times Ltd.

ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΩΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ:
http://www.euro2day.gr/ftcom_gr/194/articles/735683/ArticleFTgr.aspx