''Amour'' by Michael Haneke


Ο Χάνεκε πλάθει μια ιστορία που υμνεί την αγάπη 
αλλά εκθέτει και τη βιαιότητα του θανάτου, 
υπογραμμίζοντας την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. 
(...)
Ο Michael Haneke, διαβόητος για την σκληρότητα των θεματικών του, δεν θα μπορούσε να διαλέξει ένα τόσο ευαίσθητο και ρομαντικό θέμα όπως η "Αγάπη" και να μην την εξερευνήσει κινηματογραφικά υπό τις πιο ακραίες συνθήκες. Ακραίες συνθήκες δεν είναι, ωστόσο, για τον κυνικό αυστριακό σκηνοθέτη ούτε ο αποχωρισμός, ούτε η σύγκρουση, ούτε καν η απώλεια. Η πραγματική δοκιμασία για κάθε διαπροσωπική σχέση είναι η από κοινού αντιμετώπιση της φθοράς -αυτής που φέρνει ο χρόνος, η αναγκαστική συνύπαρξη και τα γηρατειά. Η αληθινή αγάπη μπορεί να αναμετρηθεί μόνο με τον φόβο απέναντι στην ανημπόρια που φέρνει η αρρώστια, με το ξεγύμνωμα και τη μοναξιά που νιώθει κανείς όταν, μέσα σ' ένα συνονθύλευμα τύψεων και αυτολύπησης, προδίδεται από το σώμα του και το μυαλό του μπροστά στους ανθρώπους που τον νοιάζονται. Στην ύστατη αυτή μάχη απέναντι στον χρόνο και τη φθορά, αυτός που διατείνεται ότι αγαπά αληθινά, καλείται να αποδείξει ότι η συμπαράσταση και η αφοσίωση δεν είναι συμπεριφορές εγωιστικές και ότι η αγάπη δεν είναι απλώς μια σανίδα σωτηρίας απέναντι στην μοναξιά, ή αντίστροφα, τον πόνο.
(...)




ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ:



(1)

«Amour»
O Georges (Jean-Louis Trintignant) και η Anne (Emmanuelle Riva) είναι ένα ηλικιωμένο ζευγάρι καθηγητών μουσικής. Είναι ευκατάστατοι και καλλιεργημένοι, όπως μαρτυρά το αξιοζήλευτο παριζιάνικο διαμέρισμά τους, γεμάτο παρτιτούρες, δίσκους, βιβλία και άλλα μικρά μνημεία της πλούσιας κοινής τους ζωής. Δεν ξέρουμε τίποτα για το κοινό τους παρελθόν, για τα νεανικά χρόνια του έρωτά τους και για τα χρόνια της κοινής τους συμβίωσης. Ξέρουμε όμως εξαρχής το αναπόδραστο τέλος τους.
Ό,τι υπήρξε πριν τον προαναγγελθέντα θάνατο (μια απότομη, μακάβρια, σχεδόν αποκρουστική υποδοχή από το πρώτο πλάνο), μπορούμε μόνο να το υποθέσουμε, καθώς παρακολουθούμε τους τελευταίους μήνες της ζωής της Anne μετά από ένα εγκεφαλικό. Ο Georges είναι μονίμως στο προσκεφάλι της φροντίζοντάς την ευλαβικά και στωικά, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα των αποξενωμένων συγγενών (στο ρόλο της κόρης τους η Isabelle Huppert) και των περίεργων τρίτων. Η πορεία προς το θάνατό της Anne, και συνακόλουθα, το θάνατο του ζευγαριού, γίνεται μια διαδικασία ολοένα και πιο κλειστή, ιδιωτική, προσωπική. Και όσο συνειδητοποιούμε -περισσότερο μέσα από συμπεριφορές παρά μέσα από αφηγήσεις και λόγια- την αγάπη και την αλληλοκατανόηση που τους έδενε και τους δένει, τόσο αντιλαμβανόμαστε ότι ακόμα και αυτή, η τόσο απτή, φαινομενικά ακλόνητη αγάπη τους, δεν μπορεί παρά να επηρεαστεί από την αναπόφευκτη, αλύπητη φθορά του γήρατος και της αρρώστιας.
Ο Michael Haneke, διαβόητος για την σκληρότητα των θεματικών του, δεν θα μπορούσε να διαλέξει ένα τόσο ευαίσθητο και ρομαντικό θέμα όπως η "Αγάπη" και να μην την εξερευνήσει κινηματογραφικά υπό τις πιο ακραίες συνθήκες. Ακραίες συνθήκες δεν είναι, ωστόσο, για τον κυνικό αυστριακό σκηνοθέτη ούτε ο αποχωρισμός, ούτε η σύγκρουση, ούτε καν η απώλεια. Η πραγματική δοκιμασία για κάθε διαπροσωπική σχέση είναι η από κοινού αντιμετώπιση της φθοράς -αυτής που φέρνει ο χρόνος, η αναγκαστική συνύπαρξη και τα γηρατειά. Η αληθινή αγάπη μπορεί να αναμετρηθεί μόνο με τον φόβο απέναντι στην ανημπόρια που φέρνει η αρρώστια, με το ξεγύμνωμα και τη μοναξιά που νιώθει κανείς όταν, μέσα σ' ένα συνονθύλευμα τύψεων και αυτολύπησης, προδίδεται από το σώμα του και το μυαλό του μπροστά στους ανθρώπους που τον νοιάζονται. Στην ύστατη αυτή μάχη απέναντι στον χρόνο και τη φθορά, αυτός που διατείνεται ότι αγαπά αληθινά, καλείται να αποδείξει ότι η συμπαράσταση και η αφοσίωση δεν είναι συμπεριφορές εγωιστικές και ότι η αγάπη δεν είναι απλώς μια σανίδα σωτηρίας απέναντι στην μοναξιά, ή αντίστροφα, τον πόνο.
Αυτήν τη σκληρή και επίπονη δοκιμασία επιλέγει να καταγράψει, απολύτως νατουραλιστικά, με κλινική ακρίβεια και δυσβάσταχτη ειλικρίνεια στην τελευταία του ταινία ο Haneke. Και μας προκαλεί, εάν διαθέτουμε τη δύναμη και την αντοχή, να δοκιμάσουμε τα πραγματικά όρια της αγάπης, απογυμνωμένης από κάθε συμβατική ωραιοποίησή της.
Και εάν η ψυχοφθόρα, σε σημεία σχεδόν αφόρητα επίπονη παρακολούθηση της δύσβατης πορείας του Georges και της Anne προς τον αιώνιο αποχωρισμό (ή, αντίστροφα, προς την αιώνια ένωση) μας αφήνει μ' έναν κόμπο στον λαιμό που ούτε λυγμός δεν του επιτρέπεται να γίνει, ο Haneke φαίνεται να πιστεύει ακράδαντα πως μας έδωσε μια σκέψη παρηγορητική κι ανακουφιστική: πως, εντέλει, η άσβεστη, ακαταπόνητη αγάπη (amour) των γηρατειών, είναι πιο δυνατή από τον παθιασμένο, παροδικό έρωτα (amour) των νιάτων.
Και ίσως, τελικά, η σκέψη αυτή όντως να μας παρηγορεί. Μα θα χρειαστούμε πολύ χρόνο μετά την προβολή για να το συνειδητοποιήσουμε. Ίσως και χρόνια ζωής, μαζί μ' ένα πλήθος βιωμάτων. Που, στο μεταξύ, εκείνος κατάφερε να συμπυκνώσει σε 127, επίπονα μα και αποκαλυπτικά, κινηματογραφικά λεπτά. 

ΚΡΙΤΙΚΗ
Μαριάννα Ράντου

ΠΗΓΗ
http://www.cinemanews.gr/v5/movies.php?n=8454


(2)

«Amour»
Ο αυστριακός σκηνοθέτης αφού ασχολήθηκε και εξέθεσε στη μεγάλη οθόνη (μέχρι και τη «Λευκή Κορδέλα»-Χρυσός Φοίνικας το 2010) αρκετές από τις αισχρές πλευρές της ανθρώπινης φύσης, δημιούργησε μια ταινία σκοτεινή, αινιγματική, λυρική και σκληρή ταυτόχρονα πάνω στην αγάπη και το θάνατο.
Η απλότητα και πλούσια περιεκτικότητα του τίτλου («Amour») αναγγέλλει αντίστοιχα την απλή αλλά και πλούσια εκφραστικά φόρμα και δομή του φιλμικού κειμένου. Ο θεατής παρακολουθεί τη ζωή ενός ζευγαριού υπερηλίκων, του George (Jean-Louis Trintignant) και της Anne (Emmanuelle Riva). Ο George και η Anne-αγαπημένα ονόματα του σκηνοθέτη που τα βρίσκουμε στις περισσότερες ταινίες του- είναι δύο ογδοντάρηδες που αγαπιούνται πραγματικά και βαθιά διάγοντας ένα βίο γεμάτο τρυφερότητα, συντροφικότητα και αλληλοεκτίμηση. Μέχρι που ο θάνατος «θα τους χτυπήσει την πόρτα» έχοντας τη μορφή κλέφτη αρχικά, εγκεφαλικού επεισοδίου στη συνέχεια. Σε μια ευφυέστατη σκηνή με τον ήχο-off (son-off) μιας βρύσης που τρέχει ακατάπαυστα, ο Χάνεκε θα καταφέρει να μεταδώσει στο θεατή όλη την ένταση της στιγμής και τον τρόμο σηματοδοτώντας την έναρξη του δράματος.
Η Anne αρρωσταίνει βαριά και αφού χειρουργηθεί, θα περάσει από όλα τα στάδια της ανθρώπινης κατάπτωσης και διάλυσης. Η βαθμιαία φθορά του σώματος και του πνεύματος εκτίθεται στην οθόνη δείχνοντας πώς ο άνθρωπος, κάνοντας έναν κύκλο, καταλήγει να ξαναγίνεται ένα μικρό παιδί, ανυπεράσπιστο και αξιοθρήνητο.
Ο Μίκαελ Χάνεκε, γνωστός κινηματογραφιστής της ξερής αλήθειας, της σκληρής πραγματικότητας και του κακού, δεν χάνει την ευκαιρία να ενοχλήσει για άλλη μια φορά το θεατή του, να τον ξεβολέψει εκθέτοντάς του καταστάσεις που συνήθως οι άνθρωποι κρύβουν καλά «κάτω από το χαλάκι» και να τον τοποθετήσει στη θέση του μάρτυρα. Στα πρώτα λεπτά της ταινίας, χαρακτηριστικό είναι το πλάνο fixe με τους θεατές ενός θεάτρου, μέσα στους οποίους συμπεριλαμβάνονται ο George και η Anne. Το πλάνο, ασυνήθιστης διάρκειας για αυτό που αναπαριστά, αποτελεί μια τεχνική (τεχνική του εγκιβωτισμού) που χρησιμοποιεί ο σκηνοθέτης για να στήσει έναν καθρέπτη του κοινού. Καλεί το θεατή να γίνει μάρτυρας των γεγονότων, συμπάσχοντας με τα πρόσωπα του δράματος και να συλλογιστεί, στη συνέχεια, πάνω στην ίδια του τη φύση.
Εκτός από τη σκηνή στο θέατρο, η υπόλοιπη δράση εκτυλίσσεται μέσα στο διαμέρισμα. Ένα «κεκλεισμένων των θυρών» κινηματογραφείται μέσα σε ένα περιβάλλον που μυρίζει αντισηπτικό και θάνατο. Πάνω από τις γεροντικές κραυγές του πόνου και της φρίκης πέφτουν οι νότες του Σούμπερτ, έτοιμες να σχολιάσουν ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Ο ρυθμός της ταινίας ακολουθεί το ρυθμό του εσωτερικού κόσμου και των συναισθημάτων του George, κυρίως, που συνοδεύει την Anne στην πορεία της προς το θάνατο. Οι επιλογές των κάδρων, τα cut, οι διάρκειες, οι αλλαγές οπτικής γωνίας, όλα μαρτυρούν την ένταση της κάθε στιγμής και του δράματος γενικότερα. Για παράδειγμα, το “champ contre champ” κατά το οποίο ο George κοιτάζει τη σύντροφό του να παίζει στο πιάνο (η Anne είχε αφιερώσει τη ζωή της στη μουσική). Ένα λεπτό αργότερα μας κάνει να αντιληφθούμε ότι άκουγε ένα cd ενώ η Anne κείτεται ανήμπορη στο κρεβάτι. Η νοσταλγία της παρελθούσης ζωής εκφράζεται ποιητικά με έναν εύστοχο και ευφυή συνδυασμό πλάνων. Η ζωή, στο μεταξύ, παρελαύνει μέσα σε αυτό το διαμέρισμα παίρνοντας το πρόσωπο είτε των νεότερων που επισκέπτονται τους δύο ογδοντάρηδες είτε παλιών ασπρόμαυρων φωτογραφιών που η Anne ρεμβάζει εκστατικά. Η μελωδία, μάλιστα, ενός χαρούμενου ρεφραίν «Sur le pont d’Avignon, on y danse..» που τραγουδούν τα γεροντάκια έρχεται να «βάλει ακόμη πιο βαθιά το μαχαίρι στην πληγή».
Ο Χάνεκε πλάθει μια ιστορία που υμνεί την αγάπη αλλά εκθέτει και τη βιαιότητα του θανάτου, υπογραμμίζοντας την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Σε αυτό του το έργο βοήθησε η εξαιρετική ερμηνεία των δύο πρωταγωνιστών. Η ύπαρξη και μόνο του Jean-Louis Trintignant είναι αρκετή για την ερμηνεία του ρόλου του George. Ο Χάνεκε, όπως δήλωσε εξάλλου, έγραψε το σενάριο αποκλειστικά για αυτόν και για κανέναν άλλο. Μετά από δέκα χρόνια απουσίας ο Jean-Louis Trintignant επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη για να υποδυθεί ένα πρόσωπο τρυφερό, κουρασμένο, ερωτευμένο, οξύθυμο και μαχητικό, προδίδοντας τη βασανιστική δοκιμασία που περνά με το βλέμμα, τη στάση και τις κινήσεις του. Πρωταγωνιστεί και πάλι σε μια ιστορία αγάπης, παραπέμποντάς μας-μεταξύ άλλων, πολλών ρόλων- στο αξέχαστο φιλμ όπου πρωταγωνιστούσε το 1966, «Ένας Άντρας και Μια Γυναίκα» του Claude Lelouch. Μόνο που εδώ είναι γέρος και καταπονημένος. Δίπλα του η Emmanuelle Riva (πρωταγωνίστρια του μυθικού «Χιροσίμα Αγάπη μου») στέκει με αξιοπρέπεια, διαχέοντας μέσα από την έκφραση των ματιών της όλο τον πόνο και τη δυστυχία μιας ύπαρξης που σβήνει σιγά-σιγά. 

ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ

ΠΗΓΗ
http://www.clickatlife.gr/story/cinema/kritiki-tainiasamour?id=2241103


ΣΧΕΤΙΚΑ


Michael Haneke