Το τέλος του κόσμου ...


Απάντηση στον Ηλία Μαμαλάκη ...
Στην πρίζα μ' έβαλε ο Ηλίας ο Μαμαλάκης και το κείμενό του. Πού χαρίζεις το END; Πώς περνάς την τελευταία μέρα; Και διάβασα όλα τα σχόλια των αναγνωστών και κατασκόπευσα υποτιθέμενες στιγμές τους. Και περιπλανήθηκα σε σχεδόν μονότονα, γλυκά τρυφερά κείμενα…Ανυποψίαστοι! Αιώνια ανυποψίαστοι! Γι' αυτό αξίζει η ζωή. Γιατί ενώ γνωρίζουμε το εφήμερο, τη διαβαίνουμε ως αιώνιοι. Το τέλος! Το περιγράφουν όλοι σε αγκαλιές με δικούς τους ανθρώπους, σε μέρη γνώριμα, επιστροφής, με γεύσεις και τσουγκρίσματα και μουσικές κι αρώματα…. Ανυποψίαστοι!
Στην πρίζα μ' έβαλε ο Ηλίας ο Μαμαλάκης. Και ξαφνικά….Περίεργες γέφυρες που κάνει το μυαλό! Κάτι περίτεχνες ακροβατικές δρασκελιές που πάντα με εκπλήσσουν! Με μιας λοιπόν διχοτομήθηκε. Σε δυο μνήμες. Ακουστικές. Δεν τις έζησα. Δεν ήμουν καν αυτόπτης μάρτυρας τους. Μα καταγράφηκαν ανεξίτηλα. Δανεικές. Η πρώτη, μια φράση της Βίκυς, Βικάρας Μοσχολιού. Έχω κόλλημα με τη φωνή της! Όταν λοιπόν ο γιατρός της ανήγγειλε ότι έπασχε από καρκίνο, εκείνη προς στιγμής, άγαλμα έμεινε και μετά με ένα τόσο δα χαμόγελο μονολόγησε «Δηλαδή γιατρέ; Αυτό ήταν όλο;». Τρείς λεξούλες. Χορτασμένες και συνάμα πεινασμένες. Διψασμένες. Ανήλικες ενήλικες. Σταγονίδια μελαγχολίας με κόμπο από αντίο. Ψιχουλάκια παραπονιάρικα, ικετευτικά για «λίγο ακόμα, τόσο δα». Χωρίς ίχνος θράσους…Σαν να το δικαιούσαι αλλά και να μην... «Αυτό ήταν όλο;».
Η άλλη μνήμη ήταν από μια κουβέντα του Ηλία. Του άλλου φίλου μου. Καρμικού. Του Ηλία του Τσεμπετονίδη, σπουδαίου Έλληνα Διευθυντή, στην Σκάλα του Μιλάνο. Ταξιδευτής. Αιώνιος. Και πού δεν έχει πάει! Ήταν στη Βραζιλία. Σε μια ατέλειωτη παραλία. Έπαιζε η ζωή. Κορμάρες, κωλαράκια, κύματα, μυρουδιές αντηλιακών, χυμοί, μάτια, φωνές, λέξεις. Έπαιζε η ζωή στο γρήγορο. Κι έφτασε ηλιοβασίλεμα. Και πάγωσε η εικόνα με μιας, μου είπε ο Ηλίας. Τι έγινε; «Στάθηκαν όλοι ακίνητοι. Τα έχασα! Τι έγινε; αναρωτήθηκα. Σοοοουτ! Μου είπε ο διπλανός μου. Κι έπεφτε ο ήλιος, κι έπεφτε, αργά κατέβαινε να πιάσει θάλασσα. Και μόλις χάθηκε.
Στην τελευταία του βουτιά… Άρχισε όλη η παραλία παλαμάκια! Μα κάτι παλαμάκια! Χειροκροτούσαν τη βουτιά του ήλιου στην θάλασσα. Την μέρα που έφυγε. Όλοι! Όλοι οι άνθρωποι της παραλίας!».
Αγαπημένοι αναγνώστες. Αυτά τα δυο ήρθαν στο μυαλό, όταν το έβαλε στην πρίζα ο Ηλίας. Έχω ζήσει END. Πονάνε. Δεν διασκεδάζονται. Έχω χαϊδέψει το χέρι του, ενώ το δέρμα ξεκόλλαγε και στέκονταν όρθιο από την αφυδάτωση. Έχω δει τα μάτια της να φεύγουν, πριν φύγουν και τα χέρια να σεργιανάνε στην κουβέρτα, μαζεύοντας δήθεν παπαρούνες, σε λιβάδια των παιδικών της χρόνων στην Σμύρνη. Έχω δει τα μάτια του σαν λυσσασμένα σκυλιά να παρακαλάνε για λίγο ακόμα ζωή. Έχω πάρει αγκαλιά τα σκυλιά μου, πετρωμένα. Έχει τρομάξει το χέρι μου από τη θερμοκρασία που αλλάζει. Πώς παγώνει; Δεν μπορώ να φανταστώ το τέλος μέσα στην τρελή χαρά και στα πανηγύρια με φίλους. Δεν χορταίνετε η άτιμη η ζωή! Δεν ξεδιψιέτε! Δεν θάθελα να έχω όλη μου τη φαμίλια αγκαλιά. Θάταν τόσο ασφυκτικό να λέμε αντίο. Τόσο που αγαπηθήκαμε όλοι εμείς; Τόσο που συνεννοηθήκαμε. Θάθελα να είχαμε μια αγκαλιά να γείρουμε ο καθένας. Μια μόνο. Αν το κάθε παιδί είναι σε μια αγκαλιά…Δική του φωλιά. Κάτι καλό θα έχουμε κατορθώσει με τον Γιάννη! Δεν θέλω να γνωρίζω το τέλος. Θα το τραβήξω σαν νάναι αρχή. Θα το μετονομάσω… Όπως μου έμαθε ένας σημαντικός. Μια διακοπή. Θάμαστε στην παραλία. Ο καθένας στην δική του ασχολία. Σαν να μη τελειώνει κάτι. Η Εριέττα να παίζει με τα κουβαδάκια της, η Ανιό να κυνηγάει σαν τηλεκατευθυνόμενη μέσα στο νερό την Κίχλη, ο Απόλλωνας να καλπάζει σαν άλογο, ο Αρίστος να φωνάζει «Έλα ρε Αννούλα μπες» και να ρίχνει νερά στη Λίλα, εκείνη να ωρύεται «κωλόπαιδο τα μαλλιά μου», ο Γιώργος να προσπαθεί να μας οργανώσει για αθλοπαιδιές και μεις να κάνουμε ότι δεν ακούμε, ο Γιάννης να είναι ξαπλωμένος στο νερό γαλήνιος και γω να τον τσιγκλάω και κείνος ν΄ανοίγει τα μάτια και να λέει «μα δεν ντρέπεσαι, μεγάλη γυναίκα;» και ο Κώστας να το σκάει για να παίξει I pod… Μια συνηθισμένη μέρα στην παραλία… Με μια διαφορά. Όταν αρχίσει την κατάβαση ο ήλιος…Όταν σημάνει την αναχώρηση της μέρας…Να σταθούμε όλοι ακίνητοι και να ρίξουμε ένα παλαμάκι…Ένα παλαμάκι σε μια σκηνή με πολλά, πολλά ανκόρ! Για μια πανέμορφη παράσταση που αξιωθήκαμε φωτισμένη από έναν ήλιο… Κι ένα φεγγάρι που τον διαδέχονταν… Σαν υποσχετική μιας άλλης νυχτερινής παράστασης εξίσου ενδιαφέρουσας. Κομπάρσοι είμαστε. Ευτυχώς ή δυστυχώς…Ανθρώπινο το λες… Άλλοτε το θυμόμαστε, άλλοτε το ξεχνάμε.
Ηλία αγαπημένε μου, Ηλία Μαμαλάκη. Σε πάω στοίχημα! Δεν υπάρχει τέλος ομαδικό. Είναι μοναχικό….Το γαμημένο! Σε φιλώ Ηλία μου! Αυτό ήταν όλο; Αυτό ήταν όλο.

της ΡΕΑΣ ΒΙΤΑΛΗ

http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.8emata&id= 20401