Charles Weber:Η ελληνική περιπέτεια ενός Ελβετού σε 150 καρέ...


Ο φωτογράφος από τη Γενεύη παρουσιάζει εικόνες από ταξίδια τριών δεκαετιών ανά την Ελλάδα, στο Μουσείο Μπενάκη
Άχισε να κάνει διακοπές στην Κρήτη, αλλά ο απαρηγόρητος γιος του που δεν ήθελε να εγκαταλείψει τους καλοκαιρινούς του φίλους έγινε η αιτία να μείνει για πάντα στην Ελλάδα. Οι πρώτες λέξεις που έμαθε στα ελληνικά ήταν κασμάς και πριόνι, ώστε να μπορέσει να επισκευάσει το ερειπωμένο σπιτάκι που αγόρασε στον Αγιο Σύλλα Ηρακλείου.
Στα βήματα του Φρεντ Μπουασονά, ο ελβετός φωτογράφος Τσαρλς Βέμπερ - ο οποίος μάλιστα γεννήθηκε στη Γενεύη, μόλις 500 μ. μακριά από το σπίτι του σπουδαίου φωτογράφου των αρχών του 20ού αιώνα και του οποίου τη δουλειά χαρακτηρίζει ασύγκριτης ποιότητας - ταξίδεψε σε πολλές γωνιές της Ελλάδας, αιχμαλώτισε με τον φακό του όσα τον γοήτευαν και τώρα παρουσιάζει για πρώτη φορά μαζί επτά ενότητες της δουλειάς του - 150 φωτογραφίες που τράβηξε από το 1980 έως πριν από λίγους μήνες - στο Μουσείο Μπενάκη υπό τον τίτλο «Τα ελληνικά».
«Ηρθα για πρώτη φορά στην Ελλάδα τον χειμώνα το 1976, καλεσμένος ενός φίλου μου, κρητικού μουσικού τον οποίο είχα γνωρίσει στη Γενεύη τις γιορτές των Χριστουγέννων», λέει στα «ΝΕΑ» ο 65χρονος Τσαρλς Βέμπερ. «Ξενυχτούσαμε κάθε βράδυ στις ταβέρνες μαθαίνοντας να χορεύουμε κρητικούς χορούς», θυμάται. «Επιστρέψαμε στον Αγιο Σύλλα το ίδιο καλοκαίρι. Ηταν ιδανικό μέρος για εμάς. Οι άνθρωποι ήταν φιλικοί, δεν κυκλοφορούσαν αυτοκίνητα στους δρόμους, ο γιος μας, έξι ετών τότε, έπαιζε με ασφάλεια. Οταν ήρθε η ώρα να φύγουμε έκλαιγε που θα έχανε τους φίλους του. Κι έτσι το επόμενο καλοκαίρι αγοράσαμε ένα χάλασμα και αποφασίσαμε να το ανακαινίσουμε. Το αποτέλεσμα ήταν εδώ και μια δεκαετία να γίνουμε μόνιμοι κάτοικοι Κρήτης».
Τι γοητεύει έναν Ελβετό και τον πείθει να πατήσει το κουμπί της φωτογραφικής του μηχανής; Ούτε οι ρομαντικές εικόνες μιας Ελλάδας που χάνεται ούτε οι αρχαιολογικοί χώροι που κουβαλούν το βάρος ενός ένδοξου παρελθόντος. Μοντέλα του αναδεικνύονται τα μοναχικά μεταλλικά εκκλησάκια στις άκρες του δρόμου. Οι ομπρέλες στην παραλία, οι άδειοι δρόμοι τη νύχτα, τα κουφάρια των ναυαγισμένων πλοίων, οι φίλοι του από τον Αγιο Σύλλα.
«Εκείνο που με γοητεύει στη σύγχρονη Ελλάδα είναι ότι δεν μοιάζει με την παγιωμένη εικόνα που έχουν οι περισσότεροι ξένοι στο μυαλό τους», λέει ο Τσαρλς Βέμπερ. «Δεν είναι μια καρτ ποστάλ, με ελάχιστες βεβαίως εξαιρέσεις. Είναι πολύ περισσότερο ενδιαφέρουσα. Αποτελείται από ένα μείγμα ανθρώπων με διαφορετική καταγωγή, πολλοί εκ των οποίων προέρχονται από τη Σμύρνη και την ευρύτερη Μικρά Ασία. Από ένα μείγμα πολιτισμών: από την αρχαίο ελληνικό στον βυζαντινό, στον οθωμανικό και στον δυτικό. Πάνω από όλα όμως η Ελλάδα είναι η χώρα της ελευθερίας, της ανεκτικότητας και των ανθρώπινων αξιών. Μπορεί να μη διαθέτει την καλύτερη οργάνωση, αλλά είναι ανθρώπινη».
«Από την πρώτη κιόλας επίσκεψή του στη χώρα, ο Τσαρλς Βέμπερ ένιωσε τις έντονες αντιθέσεις που τη χαρακτηρίζουν. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού προς τους Δελφούς η διαδρομή τού φάνηκε εντελώς αδιάφορη, τόσο που τίποτα δεν έμεινε να του τη θυμίζει», επισημαίνει η επιμελήτρια της έκθεσης Γεωργία Ιμσιρίδου. «Πάσχισε, λοιπόν, να ανακαλύψει ένα ενδιαφέρον στοιχείο της. Του αποκαλύφθηκε τελικά και αυτό ήταν τα "εικονοστάσια". Μικρά αρχιτεκτονήματα, μεταλλικά κυρίως, σπαρμένα στις άκρες της ασφάλτου, απομεινάρια θύμησης ή ευχαριστίας των θνητών προς τον Θεό», υλικό που παρουσιάστηκε και στην πρώτη του έκθεση στην Ελλάδα το 1984.
Ενας συγχωριανός του αργότερα τον μύησε στον κόσμο των ναυαγίων, για να καταπιαστεί στη συνέχεια με τους ανθρώπους που οδηγούσαν παλιές μηχανές και τρίκυκλα, θέλοντας να αποτίσει φόρο τιμής στον πατέρα του, ερασιτέχνη αεροπλοηγό που πάλευε με τις δικές του μηχανές να βελτιώσει τις πτήσεις του, ενώ τυχερή αποδείχθηκε μια πολύωρη αναμονή στο λιμάνι του Ηρακλείου, καθώς έγινε αφορμή να ανακαλύψει το χωριό που κρυβόταν στη μεταμεσονύχτια πόλη με τους άδειους, χωρίς ίχνος ανθρώπινης παρουσίας, δρόμους.
Πρωταγωνιστές που άλλοτε ποζάρουν σε φόντο άσπρο-μαύρο και άλλοτε με έντονα χρώματα. Ο λόγος; «Κάθε σειρά είναι για μένα μια νέα αρχή, μια νέα δουλειά, και αποφασίζω επιτόπου ποια μέσα θα επιλέξω, ποιο φορμάτ, ποια τεχνική. Μου αρέσει να γίνομαι αρχάριος κάθε φορά».