John Steinbeck: ''The Grapes of Wrath''

 Τα «Σταφύλια της οργής»,το αδιαμφισβήτητο αριστούργημα του Τζον Στάινμπεκ, είναι η ιστορία των ταπεινών και καταφρονεμένων της Αμερικής στα χρόνια της μεγάλης οικονομικής κρίσης, στις αρχές της δεκαετίας του 1930,αμέσως μετά το μεγάλο κραχ του 1929.


                           



Με τις σοδειές τους κατεστραμμένες από παρατεταμένη ξηρασία και από θυελλώδεις ανέμους που κουβαλούσαν πυκνά σύννεφα από χώμα, ξεριζωμένοι από τα χωράφια τους λόγω της εισβολής των νέων καλλιεργητικών μεθόδων, χιλιάδες εξαθλιωμένοι αγρότες του αμερικανικού Νότου εγκαταλείπουν τις εστίες τους κατευθυνόμενοι προς τη Γη της Επαγγελίας, την Καλιφόρνια.

Με τα λιγοστά υπάρχοντά τους φορτωμένα σε σαραβαλιασμένα φορτηγάκια ζουν ένα ταξίδι ολωσδιόλου εφιαλτικό ελπίζοντας να βρουν δουλειά και ψωμί. Τις τύχες μιας από αυτές τις οικογένειες παρακολουθεί το βραβευμένο με πούλιτζερ μυθιστόρημα του Στάινμπεκ (1939) και η πιστή κινηματογραφική του μεταφορά ένα χρόνο μετά.

Για να αποδώσει όσο μπορούσε πιο ρεαλιστικά την εξιστόρησή του, ο συγγραφέαςέζησε για ένα διάστημα ανάμεσα στους εσωτερικούς μετανάστες, οι οποίοι, φθάνοντας στον προορισμό τους, δεν άργησαν να αντιληφθούν ότι τα πράγματα δεν ήταν όπως είχαν ελπίσει: τους περίμεναν η καχυποψία, η εχθρότητα, η αναδουλειά, η πείνα και η ανάλγητη συμπεριφορά των εργοδοτών και των εκπροσώπων του κράτους.

Το βιβλίο του Στάινμπεκ συζητήθηκε όσο κανένα άλλο στην εποχή του, με την ίδια ζέση επαινέθηκε και κατηγορήθηκε («ένα μάτσο ψέματα», «κομμουνιστική προπαγάνδα», κ.α.). Χαρακτηριστικά, εξαιτίας του γεγονότος ότι οι τράπεζες θεωρούσαν το μυθιστόρημα επικίνδυνα ανατρεπτικό, η εταιρία παραγωγής20th Century Fox γύρισε την ταινία με τον παραπλανητικό τίτλο «Λεωφόρος 66», το όνομα της κεντρικής λεωφόρου στις ΗΠΑ που οδηγεί στην Καλιφόρνια. Παρά τις πιέσεις, το βιβλίο διαβάστηκε ευρύτατα και εξακολουθεί να αποτελεί ένα από τα κλασικά αριστουργήματα της αμερικανικής αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Δεν έχουμε τη δική μας ψυχή. Έχουμε ένα μέρος από μια μεγάλη ψυχή. Μια μεγάλη ψυχή που ανήκει σε όλους... 
Θα βρίσκομαι παντού μέσα στο σκοτάδι. Θα βρίσκομαι εκεί όπου δίνουν μάχη για να φάνε οι πεινασμένοι. Θα βρίσκομαι εκεί όπου ο μπάτσος δέρνει τον ανήμπορο. Θα βρίσκομαι εκεί όπου οι άνθρωποι φωνάζουν επειδή είναι έξαλλοι και δεν αντέχουν άλλο. 
Αλλά θα βρίσκομαι και εκεί όπου τα παιδιά γελούν επειδή πεινούν μα ξέρουν ότι το δείπνο τα περιμένει. Και θα βρίσκομαι εκεί όταν οι άνθρωποι θα τρώνε τους δικούς τους καρπούς και θα ζουν στα σπίτια που οι ίδιοι έφτιαξαν.
Θα βρίσκομαι εκεί...
Ο Χένρι Φόντα ήταν αυτός θα κατέγραφε στο πάνθεον της 7ης τέχνης τις παραπάνω φράσεις, υποδυόμενος τον κεντρικό ήρωα, Τομ Τζόουντ, στην κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος. Ανάμεσα σε εξαιρετικές ερμηνείες αυτές που ξεχωριζουν ειναι του Χένρι Φόντα και της μητερας του στο φιλμ την οποία υποδύεται έξοχα η Τζέιν Ντάργουελ, κερδιζοντας ετσι και το όσκαρ.

Ο δημιουργικός εγκέφαλος της ταινίας, ωστόσο, ήταν ο σκηνοθέτης Τζoν Φορντ, ο οποίος κέρδισε το όσκαρ σκηνοθεσίας μετατρέποντας, με τη συνδρομή του οπερατέρ Γκρεγκ Τόλαντ, σε αξέχαστες εικόνες τις σελίδες του Στάινμπεκ.

Η σκηνοθετική ευφυΐα του ήταν η τολμηρή και άκρως αντιεμπορική ατμόσφαιρατης ταινίας μέσα από κάδρα της αμερικανικής φύσης στην απόλυτη μαυρίλα της: έρημες πεδιάδες, συννεφιασμένος ουρανός, λασπωμένοι δρόμοι. Μια προσέγγισή που διατήρησε στον υπέρτατο βαθμό το προνόμιο της εντιμότητας στην απεικόνιση των πραγματικών συνθηκών.

Τα «Σταφύλια της οργής» εξακολουθούν, ακόμη και σήμερα, να εντάσσονται σε πολλές λίστες των δέκα καλύτερων ταινιών στην ιστορία του αμερικανικού κινηματογράφου.

Σκηνοθεσία: John Ford

Παραγωγή: Darryl F. Zanuck, Nunnally Johnson
Σενάριο: Nunnally Johnson, βασισμένο στο μυθιστόρημα The Grapes of Wrath του John Steinbeck
Παίζουν: Henry Fonda, Jane Darwell, John Carradine, Shirley Mills, John Qualen, Eddie Quillan
Μουσική: Alfred Newman
Οπερατέρ: Gregg Toland
Μοντάζ: Robert L. Simpson

Πηγή
 tvxs.gr 


               Σ Χ Ε Τ Ι Κ Α                










1.

Η ΤΑΙΝΙΑ

[ ...Βρισκόμαστε στην πολιτεία της Οκλαχόμας. Η σοδειά δεν έχει πάει καλά. Οι αγρότες εκδιώκονται βίαια από τη γη τους. Το τρακτέρ έρχεται να αντικαταστήσει την ανθρώπινη εργασία, διαταράσσοντας ανεπανόρθωτα την ήδη ευαίσθητη ισορροπία στη σχέση του ανθρώπου με τη γη. Η γη ανήκει στην Τράπεζα, σ'αυτό το απρόσωπο τέρας που δεν έχει συναισθήματα, δεν έχει μνήμη για να θυμάται ποιος πολέμησε γι'αυτή τη γη. Η απόφαση είναι τελεσίδικη: πρέπει να φύγουν.
0 Τομ Τζόουτ αποφυλακίζεται έχοντας εκτίσει τέσσερα χρόνια ποινής. Επιστρέφει στη γη που μεγάλωσε και βρίσκει το σπίτι του κατεστραμμένο, την περιοχή έρημη, τον πάστορα χωρίς πίστη και χωρίς τίποτε άλλο άλλωστε και το μοναδικό εναπομείναντα κάτοικο να ζει σε ημιάγρια κατάσταση. Μαζί με τον πάστορα βρίσκει την οικογένειά του που είναι έτοιμη να ξεκινήσει με ένα παλιό καμιόνι για την Καλιφόρνια, γεμάτη όνειρα για μια εύφορη γη και μια καλύτερη ζωή. Πριν φύγουν, ξεπουλούν τα υπάρχοντά τους σε εξευτελιστικές τιμές, μαζί και το παρελθόν τους.

Προκηρύξεις που μοιράζονται σε διάφορες πόλεις υπόσχονται δουλειά και στο μυαλό των ανθρώπων η Καλιφόρνια μοιάζει με παράδεισος, όπου τα σπίτια είναι λευκά, οι πορτοκαλιές φορτωμένες και τα σταφύλια άφθονα.
Το σπίτι και η γη δεν έχουν πια νόημα για την οικογένεια. Το φορτηγό είναι τώρα η εστία της οικογένειας συμβολικά, στην ουσία το μέσο που θα τους βοηθήσει να βρουν μια νέα εστία.

Μαζί με την αισιοδοξία και τον ενθουσιασμό υπάρχει και κάποια υποψία για το τι τους επιφυλάσσει το μέλλον. Στο δρόμο αρχίζουv να επιβεβαιώνονται από διάφορες μαρτυρίες ανθρώπων που συναντούν. Μαζί με την οικογένεια Τζόουτ, 250 χιλιάδες άνθρωποι με 50 χιλιάδες αυτοκίνητα ακολουθούν την ίδια πορεία. Στο δρόμο πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης, ενώ οι υποψίες μεγαλώνουν καθώς ακούγονται από τους εμπόρους στην πορεία διάφορες φήμες για απαγόρευση της εισόδου στην Καλιφόρνια.

Ο θάνατος του παππού, φέρνει στην οικογένεια ένα μεγάλο δίλημμα: να τηρήσουν το νόμο και τα ήθη ,θυσιάζοντας το ταξίδι τους, ή να δώσουν μια πρακτική λύση στο πρόβλημα της ταφής; Η ανάγκη τους οδηγεί στην επιλογή της χειρότερης ηθικά και νομικά λύσης.

Οι δυσκολίες του ταξιδιού είναι πολλές και η μητέρα αρχίζει να παίζει ηγετικό ρόλο στην οικογένεια με κύριο μέλημά της να μην την αφήσει να διασπαστεί. 0 Τομ με τον αδερφό τον Αλ, διαπιστώνουν ότι εκτός απ'αυτούς, εκατοντάδες άλλα φορτηγά, σε παρόμοια με τη δική τους κατάσταση, κατευθύνονται προς τη δύση. Το ίδιο διαπιστώνουν και οι υπάλληλοι των μαγαζιών της λεωφόρου 66 που προσφέρουν καφέ και φαγητό στους οδηγούς. Οι καινούργιοι περαστικοί δε ζητούν φαγητό αλλά βενζίνη, νερό και λίγο ψωμί, και κουβαλούν μαζί τους οικογένεια και νοικοκυριό, όλα φορτωμένα σ'ένα φορτηγό.

Στην κατασκήνωση όπου μένουν για λίγο οι Τζόουτ, μια θλιβερή φιγούρα που έρχεται από την Καλιφόρνια, σε αντίθεση με τους άλλους, περιγράφει μια κατάσταση τελείως διαφορετική από αυτή που οραματίζονται. Τα παιδιά του πέθαναν από την πείνα και οι εργάτες που ζητούνται είναι λίγοι. Πρόκειται για ένα παιχνίδι κερδοσκοπίας των εργολάβων. Διαλέγουν τους εργάτες με τη μεγαλύτερη ανάγκη και προσφέρουν τα χαμηλότερα μεροκάματα. Υπάρχει πάντα μεγαλύτερη προσφορά εργασίας απ'όσο ζήτηση. Τα νέα αυτά θορυβούν τους κατασκηνωτές.

0 κόσμος των ανθρώπων αυτών αλλάζει. Από αγρότες γίνονται μετανάστες. Το να στήνουν και να μαζεύουν το τσαντίρι τους γίνεται πια συνήθεια. Νέες συλλογικότητες γεννιούνται μέσα απ'το νέο τρόπο ζωής. Η αλληλοβοήθεια και ο σεβασμός χαρακτηρίζει τις σχέσεις τους. 'Ολοι μοιράζονται αυτά που έχουν, ακόμα και τη φρόνηση. Οι πιο συνετοί παίζουν το ρόλο του κυβερνήτη. Οι δουλειές μοιράζονται και αυτές και οι γνωριμίες δίνουν και παίρνουν κυρίως ανάμεσα σε παλιούς συμπατριώτες. Μιλούν με νοσταλγία για το παρελθόν και με αμφιβολία και ανασφάλεια για το μέλλον.

Από τη στιγμή που φτάνουν στην Καλιφόρνια αρχίζουν να αντιμετωπίζουν την άσχημη συμπεριφορά των ντόπιων. Η αστυνομία τους διώχνει από το Νηντλς και κάποιος τους αποκαλεί "όκιους". 'Οκιος ήταν κάποτε αυτός που καταγόταν από την 0κλαχόμα, τώρα είναι ένας μάλλον αρνητικά φορτισμένος χαρακτηρισμός.
Οι Τζόουτ φτάνουν στον προορισμό τους όχι χωρίς απώλειες. Η γιαγιά πεθαίνει και ένας γιος αποφασίζει να ζήσει δίπλα στο ποτάμι. Λίγο αργότερα, η έγκυος κόρη θα εγκαταλειφθεί από τον άντρα της. Φτάνοντας, χωρίς καθόλου λεφτά αλλά γεμάτοι ελπίδες θαυμάζουν το πλούσιο τοπίο.

300.000 μετανάστες έχουν φτάσει στην Καλιφόρνια από τις πολιτείες Οκλαχόμα, Αρκάνσας, Κάνσας, Τέξας, και Νέο Μεξικό. Κατασκηνώνουν συνήθως κοντά στο ποτάμι όπου δημιουργούν ξεχωριστούς οικισμούς. Φτιάχνουν σπίτια από χαρτόνι και βλέπουν μεγάλες εκτάσεις εύφορης γης να μένουν ακαλλιέργητες. Αυτό τους βάζει σε σκέψεις. Η πείνα, η ανάγκη, η εικόνα των παιδιών τους και η αδικία δημιουργούν επαναστατικά αισθήματα στους φτωχούς όκιους που επιπλέον έχουν ν'αντιμετωπίσουν το ρατσισμό των ντόπιων που τους φοβούνται και τους διώχνουν βίαια από τις περιοχές όπου κατασκηνώνουν.

Ο χάρτης παρουσιάζει με προσέγγιση τη διαδρομή
που ακολούθησαν οι Τζόουτ από την Οκλαχόμα στην Καλιφόρνια
Η Καλιφόρνια ανήκε κάποτε στους Μεξικανούς. 0ι Αμερικάνοι τους διώχνουν βίαια διψασμένοι για γη, αλλά η σχέση τους με αυτή αλλάζει σιγά-σιγά. Η ιδιοκτησία αρχίζει να συγκεντρώνεται στα χέρια λίγων που δεν είναι αγρότες αλλά επιχειρηματίες. Δεν έχουν καμία επαφή με τη γη, την εκμεταλλεύονται με τον τρόπο που θα τους αποφέρει μεγαλύτερα κέρδη, προπωλώντας και προαγοράζοντας σοδειές, διατηρώντας μαγαζιά από τα οποία ψώνιζαν οι ίδιοι οι εργάτες (που στο τέλος έβγαιναν χρεωμένοι!) και με χρήση φτηνής εργασίας από την Kίνα, την Ιαπωνία, τις Φιλιππίνες και το Μεξικό.

Οι μετανάστες συνειδητοποιούν την ανάγκη οργάνωσης και συλλογικής δράσης. Σ' αυτά παίζουν ρόλο οι εργατικές νίκες της ίδιας εποχής. Οι αρχές όμως εξαρθρώνουν οποιαδήποτε οργάνωση πριν ακόμη πάρει κάποια μορφή. Οι ντόπιοι μαγαζάτορες, υπάλληλοι, φτιάχνουν οπλισμένες ομάδες γιατί φοβούνται ότι οι δουλειές τους κινδυνεύουν. Κάνουν επιθέσεις σε κατασκηνώσεις μεταναστών, ενώ οι μετανάστες σκοτώνονται μεταξύ τους για τις λίγες δουλειές που υπάρχουν.

Oι Τζόουτ φεύγουν από το Μπέικερσφηλντ για το Ουίτπατς όπου βρίσκουν θέση σε κρατική κατασκήνωση. Εκεί τα πράγματα είναι καλύτερα. Υπάρχει αυτοδιοίκηση και δε γίνονται επιθέσεις από την αστυνομία ή τους ντόπιους. 'Ομως δεν υπάρχει δουλειά. 0 προτελευταίος σταθμός των Τζόουτ είναι το αγρόκτημα Χούπερ όπου χωρίς να το καταλάβουν γίνονται απεργοσπάστες. Τα μεροκάματα πέφτουν απότομα και η οικογένεια ξαναφεύγει και καταλήγει σε κάτι παλιά βαγόνια, μαζί με άλλες οικογένειες μεταναστών.

0 Κέιζι, από φιλήσυχος πάστορας, γίνεται ηγέτης μιας απεργίας και σκοτώνεται από αστυνομικούς σε μια συμπλοκή στην οποία ο Τομ Τζόουτ συμμετέχει. Τα τελευταία λόγια τον Κέιζι τον επηρεάζουν αποφασιστικά. 'Ομως τα βάσανα της οικογένειας Τζόουτ συνεχίζονται. Και ενώ η κατάσταση επιδεινώνεται με τη συνεχή βροχή που γίνεται πλημμύρα, συνεχίζουν να προσφέρουν ότι έχουν ως την τελευταία στιγμή. Η Ρόζα που γέννησε ένα νεκρό μωρό προσφέρει το γάλα της για να σώσει έναν ετοιμοθάνατο και ο Τομ φεύγει για να συνεχίσει το έργο τον Κέιζι.

"Πώς θα μαθαίνω νέα σου" τον ρωτάει η μητέρα του στην τελευταία τους συνάντηση. "...Θα βρίσκομαι αόρατος παντού...όπου κι αν γυρίσεις να κοιτάξεις. 'Οπου αγωνίζονται οι πεινασμένοι για να βρουν να φαν, θα 'μαι κι εγώ εκεί. 'Οπου κανένας πολισμάνος χτυπάει κάποιον άνθρωπο, θα 'μαι κι εγώ εκεί, Θα 'μαι μες τη φωνή των οργισμένων ανθρώπων και μες στο γέλιο των παιδιών, σαν είναι πεινασμένα και ξέρουν πως το φαγητό ειν'έτοιμο. Και όταν πια οι δικοί μας θα τρων απ'όσα οι ίδιοι αναστήσανε, και όταν πια θα ζούνε μες στα σπίτια που χτίσανε οι ίδιοι έ, θα βρίσκομαι κι εγώ εκεί..."  ...]
Τέσσερη Ασπασία

Πηγή
http://geander.com/fe_teser.html


2.

ΤΖΟΝ ΣΤΑΙΝΜΠΕΚ



      Τζον Στάινμπεκ

Στις 20 Δεκέμβρη 1968, έφυγε από τη ζωή ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της αμερικανικής λογοτεχνίας. Ο πολυβραβευμένος και πολυγραφότατος Τζον Στάινμπεκ χάρισε στην αμερικανική πολιτισμική κληρονομιά αριστουργήματα, όπως τα «Σταφύλια της οργής» (1938), για το οποίο απέσπασε το βραβείο Πούλιτζερ το 1940, ενώ τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1962. «Σε απόλυτη μοναξιά, ο συγγραφέας προσπαθεί να εξηγήσει τα ανεξήγητα», είχε πει ο ίδιος.

Ο Τζον Ερνστ Στάινμπεκ ο Νεότερος γεννήθηκε στην πόλη Σαλίνας της Καλιφόρνια. Η καταγωγή του ήταν από Γερμανία και Ιρλανδία. Μάλιστα, το όνομα του Γερμανού προπάππου του από την πλευρά του πατέρα του ήταν Γιόχαν Άντολφ Γκροστάινμπεκ, αλλά το συντόμευσε μετά τη μετανάστευσή του στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Μεγαλωμένος σε μία μικρή αγροτική πόλη, με τον πατέρα του, Τζον Στάινμπεκ τον Πρεσβύτερο, ο οποίος δούλευε ως ταμίας και τη μητέρα του, Όλιβ Χάμιλτον, πρώην δασκάλα, ο μικρός Στάινμπεκ δούλευε και ο ίδιος τα καλοκαίρια σε κοντινά κτηνοτροφικά αγροκτήματα. Το 1919 τελείωσε το Λύκειο, ενώ το 1920 άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα, με διαλείμματα, στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ μέχρι το 1925, χωρίς τελικά να καταφέρει να πάρει πτυχίο.

Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 τον ανάγκασε να αλλάξει διάφορα επαγγέλματα, όπως αυτό του ξεναγού, του επιστάτη στο ιχθυοτροφείο του Ταχόε Σίτυ και του μεταφορέα σε μία αποθήκη εμπορευμάτων στο Σαν Φρανσίσκο. Ο πατέρας του τον βοήθησε οικονομικά παρέχοντας του δωρεάν στέγαση και δάνεια, ώστε να αφιερωθεί στο πάθος για συγγραφή. Εκείνη την περίοδο δημοσιεύτηκε το πρώτο μυθιστόρημα του με τίτλο «Η Χρυσή Κούπα» (Cup of Gold). Παράλληλα, παντρεύτηκε τη πρώτη του γυναίκα, Κάρολ Χέννινγκ, τον Ιανουάριο του 1930.

Η πρώτη συγγραφική του επιτυχία ήρθε το 1935 με το μυθιστόρημα «Η Πεδιάδα της Τορτίλια» (Tortillia Flat), το οποίο του χάρισε το Χρυσό Μετάλλιο της Λέσχης της Κοινοπολιτείας της Καλιφόρνια και έγινε ταινία το 1942. Η εμπειρία του Κραχ τον ενέπνευσε να γράψει μία σειρά από έργα, ανάμεσά τους το «Άνθρωποι και Ποντίκια» (Of Mice and Men) και «Τα Σταφύλια της Οργής» (The Grapes of Wrath), τα οποία γνώρισαν τεράστια επιτυχία και τον καθιέρωσαν στην αμερικάνικη λογοτεχνική σκηνή.

Συγκεκριμένα, το έργο «Άνθρωποι και ποντίκια», μετά τη θεατρική μεταφορά, στην οποία ο Στάινμπεκ αρνήθηκε να παρευρεθεί για να μην απογοητευτεί από το αποτέλεσμα, μεταφέρθηκε το 1939 στον κινηματογράφο. Αντίστοιχα, «Τα Σταφύλια της Οργής», το οποίο θεωρείται από πολλούς ως το καλύτερο έργο του, απέσπασε το βραβείο Πούλιντζερ το 1940, ενώ χάρισε στον Χένρι Φόντα μία υποψηφιότητα για Όσκαρ, όταν μεταφέρθηκε στην μεγάλη οθόνη από τον σκηνοθέτη Τζον Φορντ. Μάλιστα, το βιβλίο αυτό θεωρήθηκε άσεμνο και παραπλανητικό και απαγορεύτηκε η κυκλοφορία του στα δημόσια σχολεία και τις βιβλιοθήκες της επαρχίας του Κερν από τον Αύγουστο του 1939 ως τον Ιανουάριο του 1941.

Το 1943 υπήρξε μία σημαντική χρονιά για τον Στάινμπεκ, καθώς διετέλεσε πολεμικός ανταποκριτής στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο για την εφημερίδα New York Herald Tribune, δούλεψε με το Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών (τον πρόγονο της CIA) και παντρεύτηκε τη δεύτερη του γυναίκα Γκουίντολιν "Γκουίν" Κόνγκερ, με την οποία απέκτησε τους δύο γιους του.

Το 1948 έγινε μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας, ενώ τον Δεκέμβριο του 1950 παντρεύτηκε την τρίτη και τελευταία του γυναίκα Ελέιν Σκοτ, η οποία έμεινε μαζί του ως το τέλος της ζωής του.

Ο πόλεμος άφησε στον Στάινμπεκ πολλά ψυχολογικά τραύματα, τα οποία προσπάθησε να γιατρέψει μέσα από το γράψιμό του. Στο σύνολο της συγγραφικής του καριέρας, ο Στάινμπεκ έγραψε 17 μυθιστορήματα και πολλά διηγήματα. Δύο από τα πιο σημαντικά τελευταία του δημιουργήματα ήταν η συγγραφή του κινηματογραφικού σεναρίου «Viva Zapata!», το οποίο γυρίστηκε σε σκηνοθεσία Ελία Καζάν με πρωταγωνιστές τους Μάρλον Μπράντο και Άντονι Κουίν και το «Ανατολικά της Εδέμ» (East of Eden), στην κινηματογραφική μεταφορά του οποίου έκανε το ντεμπούτο του ο Τζέημς Ντην.

Χρόνιος καπνιστής, ο 66χρονος Τζον Στάινμπεκ απεβίωσε στις 20 Δεκεμβρίου 1968 στη Νέα Υόρκη από καρδιακή ανεπάρκεια, ενώ του διαγνώστηκε πλήρη απόφραξη των κυρίων στεφανιαίων αρτηριών. Μετά από επιθυμία του, το σώμα του αποτεφρώθηκε και η τεφροδόχος με τις στάχτες του ενταφιάστηκε στον οικογενειακό τάφο, μαζί με την οικογένεια της μητέρας του, στο Garden of Memories Memorial Park στην πόλη Σαλίνας.

Πηγή

3.

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ








4.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ