«Γράψε ό,τι γνωρίζεις ελεύθερα, χωρίς συστολήν, τα καλά και τα κακά μας»...
Σβίτσερος, Μπότσαρης και ελευθεροτυπία
Φαίνεται πως οι ρίζες μετράνε. Και για τα καλά και για τα κακά. Σαν να
προκαταβάλλονται εκεί γνωρίσματα που θα αναπτυχθούν πλήρως εν καιρώ. Ακούγοντας
τις τελευταίες μέρες δυο ιστοριούλες του δημοσιογραφικού μας σογιού, θυμήθηκα
μιαν άλλη ιστορία, από την εποχή των εγκαινίων του νεοελληνικού Τύπου. Πρώτα τα
φρέσκα συμβάντα: Σε συνέντευξή του ένα από τα μέλη του σιναφιού μας, της ελίτ
μάλλον, αφού ανήκει στους λιγοστούς που πολιτεύονται με τη σιγουριά πως η
θρυλική τέταρτη εξουσία είναι η πρώτη και ισχυρότερη, δήλωσε τα εξής στην
ηλεκτρονική www.efimerida.gr: «Ολοι ξέραμε από την πρώτη στιγμή ότι το χρέος δεν
είναι βιώσιμο αλλά μας έλεγαν μην το πείτε τώρα, δεν είναι σωστό. Το αποτέλεσμα
είναι ότι μέχρι το 2010 έλεγαν όλοι ότι το χρέος είναι βιώσιμο και εμείς δεν
τους απαντούσαμε «όχι, δεν είναι!» Δεν τους λέγαμε ότι αυτά είναι βλακείες. Αυτό
ήταν μια αυτοσυγκράτηση. (…) Για ένα δεκάμηνο υποδυόμασταν το θέατρο ότι το χρέος είναι βιώσιμο. Τρίχες! Δεν ήταν».
Αφού σημειώσω ότι το «όλοι ξέραμε» δεν αφορά τους πάντες, δημοσιογράφους και
μη, και, δεύτερον, ότι η λέξη «αυτοσυγκράτηση» ηχεί εδώ ωραία και πειστικά,
προχωρώ στην επόμενη ιστοριούλα, διαφορετικού χαρακτήρα. Αλλος δημοσιογράφος,
από τους πολλούς που δεν έχουν αιγίδα την αμέσως αναγνωρίσιμη εικόνα τους,
δέχτηκε βαριές τηλεφωνικές απειλές ύστερα από έρευνά του για το λαθρεμπόριο
πετρελαίου, δημοσιευμένη στο περιοδικό «Unfollow». Δεν είναι ο πρώτος που
απειλείται. Και η εκφοβιστική μηχανή των αγωγών δουλεύει αδιαλείπτως, και στις
διαδηλώσεις ρεπόρτερ, φωτογράφοι και κάμεραμεν εισπράττουν κάμποσες ψιλές όχι
και τόσο τυχαίες και όχι και τόσο ψιλές, και η Χρυσή Αυγή έχει ειδικευτεί στην
ηλεκτρονική ή τηλεφωνική τρομοκράτηση όσων εναντιώνονται στη ρατσιστική
βαρβαρότητά της. Αλλά τίποτα δεν δίνεται δωρεάν και ακινδύνως.
Ας πάμε τώρα στην παλιά ιστορία, εκεί όπου παρουσιάστηκαν εν σπέρματι
προβλήματα, αξίες και συμπεριφορές που έμελλε να γίνουν περισσότερο ορατά στα
επόμενα χρόνια. Ας πάμε στο Μεσολόγγι του 1826. Η πείνα τρώει τη σάρκα των
πολιορκημένων, αλλά όχι το φρόνημά τους. Ανάμεσά τους ο «Σβίτσερος», όπως
αποκαλούσαν οι Μεσολογγίτες τον Ελβετό Ιωάννη - Ιάκωβο Μάγερ, που υπηρέτησε τον
Αγώνα ως γιατρός (αυτές ήταν οι σπουδές του), ως πολεμιστής στον «φράχτη» και ως
εφημεριδογράφος. Η εφημερίδα του, ουσιαστικά η πρώτη της επαναστατημένης
Ελλάδας, ήταν τα «Ελληνικά Χρονικά», που εκδίδονταν από τον Απρίλιο του 1824
(όταν έφτασε στην Ελλάδα ο Αγγλος συνταγματάρχης Λέστερ Στάνχποπ, εφοδιασμένος
με τυπογραφικές μηχανές) έως λίγο πριν από την Εξοδο, στην οποία σκοτώθηκαν ο
Μάγερ, η γυναίκα του (η Μεσολογγίτισσα Αλτάνη Ιγγλέζου) και τα δυο τους
παιδιά.
Καθόλου εύκολη δεν ήταν η δουλειά του Μάγερ και των συνεργατών του. Κι όχι
μονάχα λόγω του πολέμου και των βασανιστικών ελλείψεων. Φιλελεύθερος ο ίδιος και
πιστός κήρυκας της ελευθεροτυπίας, έλεγχε με την αρθρογραφία του τη διοίκηση,
για να συγκρουστεί έτσι με πρόσωπα της εξουσίας, ιδιαίτερα με τον Μαυροκορδάτο.
Υπήρξαν φορές που η διοίκηση, από αυταρχικό λογοκριτικό οίστρο, κατέσχεσε φύλλα
της εφημερίδας, κάτι που πολλοί πολλάκις θα το ονειρεύτηκαν έκτοτε. Αλλά τα
εμπόδια ήταν ποικίλα, όπως αποκαλύπτει και το εξής περιστατικό, που το κατέγραψε
ο Μακεδόνας αγωνιστής Νικόλαος Κασομούλης στα «Ενθυμήματα στρατιωτικά της
Επαναστάσεως των Ελλήνων» (το επεισόδιο το παρουσιάζει, γλωσσικά αναπλασμένο,
και ο Δημήτρης Φωτιάδης, στο «Μεσολόγγι» του):
«Φεβρουάριον μήνα, πολλάκις άκουσα τον Νότην Μπότσαρην να λέγη ότι: «Εκείνος
ο εφημεριδογράφος όλο τζαμπουνάγει, και δεν ηξεύρει τι γράφει, και τον Ν.
Στορνάρην να τον υπερασπίζεται». Απαρχής όμως είναι αληθές ότι, χαριζόμενος ο
συντάκτης Μέγερ παράβλεπεν κάποτες και έκαμνεν και κανενός την θέλησιν, όσον
απέβλεπεν το να διαφημή τα ανδραγαθήματα ή τον πατριωτισμόν ωρισμένων ανδρών,
δεν έπαυεν όμως αφ’ ετέρου να συνάζη πληροφορίας θετικάς από ανθρώπους
ειλικρινείς και να τις περνά εις το ιδιαίτερον ημερολόγιόν του διά να
χρησιμεύσουν δημοσιευόμεναι, όταν σωθούμεν. Εσύχναζαν πολλοί εις το κατάστημα
της Τυπογραφίας, και πολλάκις κενόδοξοι τον ενοχλούσαν χωρίς λόγον, ζητώντας
επιμόνως να φαίνωνται τα ονόματά των και τα ονόματα των πληγωμένων συγγενών των
καταλεπτώς, μ’ όλον οπού δεν εσύμφερεν ως προς τον εχθρόν, όστις ελάμβανεν
καθημερινώς από αυτές». «Οι πολιορκητές», σημειώνει εδώ ο εκδότης των
«Ενθυμημάτων» Γιάννης Βλαχογιάννης, «αγοράζανε φύλλα, δίνοντας, καμιά φορά, και
πολύ ακριβά χαρίσματα, φαγητά ή πιοτά. Οι αγράμματοι πολεμιστές δεν καταλαβαίναν
το κακό που μπορούσανε να κάμουν. Ομως οι υπεύθυνοι ασκούσαν πολύ αυστηρή
λογοκρισία»· άλλωστε «ο φρόνιμος Ελβετός δεν καταχωρούσε όλη την αλήθεια στην
εφημερίδα του κι έκανε καλά» - πόλεμος ήταν, και το «καλό όλων» ήταν πραγματικό,
όχι πλασματικό όπως με τα μνημόνια.
Συνεχίζει ο Κασομούλης: «Ερχεται ο Γεώργας Τζαβέλας, ενώ εγώ ήμουν επάνω εις
την οικίαν, και ερωτά τον τυπογράφον Γεώργιον Μενεσθέα, νέον ενάρετον και
άκακον: «Πού είναι, ωρέ, το φημερίδα οπού έγραψες - γιά διάβασέ το να το
ακούσω». Αρχισεν ο Μενεσθεύς να αναγινώσκη· φθάνει εκεί οπού έλεγον «εις την
τάμπιαν του (Μάρκου) Βότζιαρη» και ο Τζαβέλας τον λέγει: «Στάσου! Πού είναι ο
Μάρκος Βότζιαρης, που τον έγραψες μέσα: Τι θέλει σ’ αυτό τον ντάμπια - αυτός
απέθανεν!» Ο Μενεσθεύς προσπαθούσεν να τον πείση ότι το όνομα ετούτο εδόθη προς
τιμήν από τον μηχανικόν, όχι ότι έκαμεν τον πόλεμον εκείνος. (...) Θυμώνει ο
Τζαβέλας, τον υβρίζει και αρπάζει τα φύλλα να τα ξεσχίση. Εκατέβημεν όλοι κάτω·
τον είπομεν τι ζητεί. Εσυστάλη και ανεχώρησεν. Ως προκειμένου περί σπουδαίου
οπλαρχηγού, όλοι εταράχθησαν διά τούτο, καθώς και ο ίδιος ο Κίτσος Τζαβέλας.
Στηρίζοντες δε οι Στρατηγοί Κότζικας, Στορνάρης, Μήτζιος Κοντογιάννης την
εφημερίδαν, είπον εις τον Μέγερ: «Οταν σκοπεύεις να τυπώσης, ζήτησε δύναμιν να
σε δώσωμεν, και γράψε ό,τι γνωρίζεις ελεύθερα, χωρίς συστολήν, τα καλά και τα
κακά μας».
Ας ξαναδιαβάσουμε φωναχτά, προς αποστήθιση, την τελευταία φράση, κρατώντας
στη μνήμη το πού και πότε ειπώθηκε: «Γράψε ό,τι γνωρίζεις ελεύθερα, χωρίς
συστολήν, τα καλά και τα κακά μας». Ελεύθερα. Ούτε κατ’ εντολήν ούτε κατά
συμβουλήν. Ούτε εξ εθελοδουλίας ούτε εξ ιδιοτελείας. Γιατί η ελευθερία θεραπεύει
τη δημοκρατία. Επειτα από δύο αιώνες, οι πίσω μας σελίδες απαιτούν να τις
ξανακούσουμε.
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ
''ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ''
10-2-2013