Michelangelo Antonioni: ''La Notte'' ...





''Η νύχτα '' 
  Ο Τζιοβάνι και η Λίντια, ένα ζευγάρι ευκατάστατων αστών, επισκέπτονται έναν ετοιμοθάνατο φίλο και στη συνέχεια πηγαίνουν σ' ένα ανιαρό πάρτι. Καθώς η νύχτα κυλά, γίνεται όλο και πιο έντονη η απουσία επικοινωνίας ανάμεσά τους και η κόπωση ή η αδιαφορία που έχει διαβρώσει τη σχέση τους.

  Η δευτερη ταινία της "τριλογίας της αλλοτρίωσης" του μεγαλου δημιουργούMichelangelo Antonioni (μετα την "Περιπετεια" και πριν την "Εκλειψη") μιλαει για την μοναξια και την αποξενωση που σημαδευουν τη ζωη των ανθρωπων που ζουν στις μεγαλες πολεις αλλα και την κριση των σχεσεων. Η "Νυχτα" ειναι μια ταινια υπαρξιακου χαρακτηρα με πυκνοτητα και ποιοτικη δουλεια σε επιπεδο εικονας (οι ανθρωποι κινηματογραφουνται σε αρμονια με το περιβαλλον της πολης η της φυσης, art πλανα σωματων και ξεχωριζουν καποια στιλιζαρισμενα ευρηματα οπως η σιλουετα της Βιτι στο σκοταδι υπο τους ηχους τζαζ και οι τελικες σκηνες). Απο τις ταινιες των αρχων του '60 που επηρεασαν πολλους μετεπειτα σκηνοθετες.

Πηγή
http://tvxs.gr/webtv/tainies/i-nyxta-1961






ΣΧΕΤΙΚΑ

''Η νύχτα''

Σκηνοθέτης: Michelangelo Antonioni
Σενάριο: Michelangelo Antonioni
Φωτογραφία: Gianni Di Venanzo
Μουσική: Giorgio Gaslini
Ηθοποιοί: Marcello Mastroianni, Jeanne Moreau, Monica Vitti, Bernhard Wicki
Βραβεία: Χρυσή άρκτος στο φεστιβάλ Βερολίνου κ.α
Τοποθεσία: Γαλλία, Ιταλία 1961
Διάρκεια: 122΄

   Ο κινηματογράφος του Αντονιόνι είναι ο κινηματογράφος της μοναξιάς. Η μοναξιά μέσα στον κόσμο, η αλλοτρίωση των συναισθημάτων, η αδυναμία επικοινωνίας γενικά και η αδυναμία επικοινωνίας των δύο φύλων ειδικότερα. Δεν τον απασχολεί η μοίρα των ηρώων ούτε συνδέει τη τύχη τους με την κοινωνική τους τοποθέτηση, για τον Αντονιόνι οι άνθρωποι είναι μόνοι απέναντι στον εαυτό τους και στη προσπάθεια τους να επικοινωνήσουν αλληλοπληγώνονται. Με τη δημιουργία της τριλογίας η”Περιπέτεια”, η “Νύχτα” και η “Έκλειψη”, ο αρχικός του προβληματισμός ξεκαθαρίζει και ενδύεται με τη φόρμα του απόλυτου μινιμαλισμού που όχι μόνο αυξάνει το αισθητικό ενδιαφέρον των ταινιών του αλλά προσδιορίζει καλύτερα και το περιεχόμενο τους.
  Στη “Νύχτα” τη δεύτερη ταινία της τριλογίας παρακολουθούμε το μισό εικοσιτετράωρο από τη ζωή ενός ζευγαριού σε μια συγκεκριμένη πόλη το Μιλάνο και σε μια συγκεκριμένη εποχή, εκείνη του ανοικοδομητικού οργασμού της δεκαετίας του ΄60 . Ο Τζιοβάνι (Marcello Mastroianni) ένας επιτυχημένος νέος συγγραφέας και η γυναίκα του Λίντια (Jeanne Moreau), επισκέπτονται στο νοσοκομείο τον ετοιμοθάνατο φίλο τους Τομμάσο . Στη συνέχεια παρευρίσκονται σ’ ένα πάρτι για το καινούργιο βιβλίο του Τζιοβάνι και στη δεξίωση ενός επιχειρηματία που θέλει να προσλάβει το συγγραφέα προκειμένου να του γράψει την ιστορία της επιχείρησής του. Εκεί και οι δυο τους θα φλερτάρουν επιδεικτικά, ο Τζιοβάνι μάλιστα με τη 18χρονη Βαλεντίνα (Monica Vitti) την κόρη του επιχειρηματία. Με το τέλος της νύχτας και τον ερχομό της επόμενης ημέρας ο φίλος τους και ο έρωτας τους θα έχουν πεθάνει.
  Και αυτή η ταινία του Αντονιόνι χαρακτηρίζεται από τη σχηματοποιημένη λιτότητα. Η αφήγηση περιορίζεται στα απολύτως απαραίτητα. Οι διάλογοι είναι τυπικοί , συμβατικοί , ελλειπτικοί. Ο ρυθμός εξαιρετικά αργός, κάθε σκηνή όμως είναι μια ταινία μέσα στην άλλη ταινία.. Η μινιμαλιστική αυτή μορφή συμβάλλει στην απογύμνωση των συναισθημάτων των ηρώων και στην ανάδειξη της κενότητας των ανθρωπίνων σχέσεων. Το περιβάλλον μέσα στο οποίο κινούνται οι ήρωες είναι αυτό της μέσο-μεγαλοαστικής τάξης των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών. Σε όλη τη διάρκεια της ταινίας η ψυχρότητα και η επιθετικότητα του περιβάλλοντος θα παίξει σημαντικό ρόλο. Η παγερότητα των νέων πολυτελών και άψυχων κτιρίων, οι αγχωτικές σκηνές μποτιλιαρίσματος και τα σκληρά και περιοριστικά καδραρίσματα έρχονται σε πλήρη συμφωνία με τα εσωτερικά αδιέξοδα των ηρώων.
   Η έναρξη της νύχτας περικλείει ήδη το τέλος της ιστορίας αφού η επίσκεψη στον ετοιμοθάνατο φίλο παραπέμπει στο θάνατο της δικής τους σχέσης . Από την αρχή μέχρι το τέλος οι ήρωες κινούνται γύρω από οδυνηρές και ταυτόχρονα λυτρωτικές καταστάσεις. Οι χαρακτήρες διαγράφονται με τρόπο ακριβή και αποστασιοποιημένο, ενώ ο Αντονιόνι εμβαθύνει στην ανδρική και γυναικεία ψυχοσύνθεση, χωρίς να εμμένει σε στερεότυπα και κοινωνικές συμβάσεις. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι έχει χαρακτηριστεί ως ένας από τους κορυφαίους νεωτεριστές δημιουργούς και ως ανατόμος των ανθρωπίνων σχέσεων. Ταυτόχρονα θεωρείται μαζί με τους Ντράγιερ, Μισογκούτσι και Μπέργκμαν ως ένας από τους σκηνοθέτες των γυναικών και αυτό γιατί στα έργα του η γυναίκα είναι πιο ευαίσθητός δέκτης της πραγματικότητας γεγονός εμφανές και στη “Νύχτα”. Ο χαρακτήρας της Λίντια αποτελεί το συνδετικό κρίκο μιας σχετικής σταθερότητας στη ταινία, παρουσιάζεται ευαίσθητη, συνεπής και οξυδερκής. Δε παρασύρεται από τη γοητεία της προβολής στη δεξίωση για το βιβλίο ούτε ενδίδει στο επίμονο φλέρτ του πλούσιου άνδρα. Αντίθετα επιχειρεί τη σύνδεση με το παρελθόν- το παρελθόν των φίλων, της ερωτευμένης νεότητας, της παλιάς γειτονιάς. Αυτή είναι που θα επισημάνει πρώτη και τα αδιέξοδα ομολογώντας αρχικά στη νεαρή Βαλεντίνα πόσο μεγάλο είναι το βάρος των μάταιων χρόνων που κουβαλάει και στη συνέχεια παραδεχόμενη πως όλα έχουν ένα τέλος αποκαλύπτοντας έτσι μια θανατερή αγωνία και μια ουσιαστική συνειδητοποίηση. Από την άλλη ο Τζιοβάνι, χαρακτήρας περισσότερο αινιγματικός αποδεικνύεται αδιάφορος, επιπόλαιος, εγωιστής, αδυνατεί να κατανοήσει τα μηνύματα του χρόνου και να προσαρμοστεί στις εξελίξεις. Η εμφάνιση της νεότερης Βαλεντίνας υπογραμμίζει την αρχή της ψυχολογικής ανάγκης των ανδρών για επιβεβαίωση και το ρόλο που μηχανικά και χωρίς σκέψη έχουν στην κοινωνία. Η Βαλεντίνα με το Τζιοβάνι έχουν ως κοινό σημείο μια εφηβική ανωριμότητα « Βρίσκομαι σε γενική κρίση» λέει εκείνος, «Όχι είσαι αδύναμος σαν και εμένα» του απαντάει αυτή. Η φθορά στη σχέση του ζευγαριού προκύπτει μέσα από δυο σύντομες αλλά χαρακτηριστικές λεπτομέρειες, από την αδιαφορία με την οποία ο Τζιοβάνι δίνει στη σύζυγό του το σφουγγάρι όταν αυτή κάνει μπάνιο, μια σκηνή που ο θεατής έχει συνηθίσει να βλέπει με άλλες προεκτάσεις και από την ανία του ζευγαριού κατά τη νυχτερινή τους έξοδο.
   Πριν από τη σπουδαία τελική σκηνή, η επιγραμματική και σκληρή περιγραφή των στοιχείων που συνθέτουν τη ζωή των ηρώων ολοκληρώνεται με σαφήνεια: το ψυχρό και απάνθρωπο αστικό τοπίο, ο καλλιτεχνικός κόσμος με τα συμβατικά του ψεύδη, η ρουτίνα των φιλικών και ερωτικών σχέσεων, το κούφιο κοινωνικό περιβάλλον και ο κενός τρόπος διασκέδασης. Δε μένει επομένως παρά μια τελειωτική σκηνή σαν κάθαρση και σαν κορύφωση. Ο σκηνοθέτης αδειάζει το κάδρο απ’ όλα τα περιττά. Οι ήρωες απομακρύνονται από την έπαυλη για να καταλήξουν σ’ ένα άδειο λιβάδι χωρίς ίχνος ανθρώπινης παρουσίας, χωρίς διέξοδο και κυρίως χωρίς αιτία. Προχωρούν με περπάτημα αφύσικο και σταματούν σε στάση εξίσου αφύσικη. Η γυναίκα επηρεασμένη από το θάνατο του Τομμάσο αποκαλύπτει στον άνδρα ότι πλέον δεν είναι ερωτευμένη μαζί του. Η συνειδητοποίηση την κάνει να θέλει να πεθάνει τώρα που έχασε τη μόνη της βεβαιότητα την αγάπη της γι’ αυτόν. Ο Τζιοβάνι στο άκουσμα της ομολογίας αντιδρά με φόβο και αδυναμία, δε θέλει να αποδεχθεί την αλήθεια. Το τρυφερό άγγιγμα του χεριού του από εκείνη του δίνει θάρρος να ξεκινήσει ερωτικές περιπτύξεις. Εκείνη δεν τον απωθεί αλλά ούτε του λέει πως τον αγαπά. Ο φακός απομακρύνεται . Ίσως και να αγαπιούνται. Ίσως και να συνεχίσουν μαζί. Ίσως και όχι.
Κείμενο: Πλάτων Ριβέλλης: 
Η φανερή γοητεία και η κρυφή συγκίνηση του κινηματογράφου, “Εκδόσεις Φωτοχώρος”, Michelangelo Antonioni/Κείμενα και συνεντεύξεις, “Εκδόσεις Αιγόκερως”
Πηγή
http://users.uoi.gr/kopi/?p=824