Andrei Tarkovsky:Η θυσία (1986)



                         
           

   
İlgin Samam

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: 
Αντρέι Ταρκόφσκι 

ΣΕΝΑΡΙΟ: 
Αντρέι Ταρκόφσκι

ΧΩΡΑ:
 Γαλλία Σουηδία 1986 ΔΙΑΡΚΕΙΑ:
 145΄έγχρωμη

ΜΟΥΣΙΚΗ: 
Johann Sebastian Bach

 ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: 
Σβεν Νίκβιστ (Sven Nykvist)

ΠΑΙΖΟΥΝ:
 Erland Josephson, Susan Fleetwood, Valerie Mairesse, Allan Edwall, Gudrun Gisladottir, Sven Wollter, Filippa Franzen, Tommy Kjellqvist κ.α.




Ο ΑΝΤΡΕΪ ΤΑΡΚΟΦΣΚΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ

     Η ιδέα για την ταινία μου Θυσία γεννήθηκε την εποχή πριν τη Νοσταλγία – οι πρώτες σημειώσεις και τα σχεδιάσματα έγιναν τότε που ζούσα ακόμα στη Σοβιετική Ένωση. Κεντρική ιδέα ήταν η μοίρα ενός άντρα, άρρωστου από καρκίνο, του Αλεξάντερ. Ο άνθρωπος αυτός λυτρώνεται από τα πάθη του προσφέροντας μια θυσία. Από τότε που, νέος ακόμα, έγραψα εκείνη την πρώτη εκδοχή, η ιδέα της θυσίας με απασχολούσε ξανά και ξανά. Μπορώ να πω ότι έγινε μέρος της ίδιας μου της ύπαρξης· τα πρώτα χρόνια της εξορίας, με τις εμπειρίες και τις γνώσεις που μου έδωσαν, στερέωσαν το ενδιέφεραν μου για τη θυσία. Ωστόσο δεν θα πρέπει κανείς να φανταστεί ότι οι πεποιθήσεις μου άλλαξαν ουσιαστικά εδώ στο εξωτερικό. Φυσικά εξήχθηκαν, ισχυροποιήθηκαν εμπεδώθηκαν. Παρόμοια τύχη είχε και το σχέδιο αυτής της τελευταίας μου ταινίας: η ιδέα σιγά-σιγά διαμορφωνόταν χωρίς να αλλάξει τίποτα το βασικό.

      Στην ερώτηση τi με ελκύει τόσο πολύ στην ιδέα της θυσίας –ή της προσφοράς- μπορώ να απαντήσω αμέσως, χωρίς υπεκφυγές: ως θρησκευόμενο άνθρωπο μ’ ενδιαφέρει προπαντός εκείνος που είναι ικανός να προσφέρει τον εαυτό του σα θυσία, είτε για χάρη κάποιου ανώτερου ιδανικού είτε για να εξασφαλίσει την προσωπική του σωτηρία είτε και για τους δύο λόγους ταυτοχρόνως. Μια τέτοια κίνηση προϋποθέτει φυσικά την απομάκρυνση από όλα τα προσωπικά μικροσυμφέροντα και την ολοκληρωτική απαλλαγή από κάθε εγωισμό· πράγμα που σημαίνει ότι το εν λόγο υποκείμενο ενεργεί στο πλαίσιο μιας υπαρξιακής κατάστασης πέρα από την κανονική «λογική» και δε βρίσκεται πια σε τούτο τον κόσμο ούτε υπόκεινται στους νόμους του. Παρ’ όλα αυτά –ή ίσως εξαιτίας όλων αυτών- η πράξη του προκαλεί αισθητές αλλαγές. Ο χώρος στον οποίο κινείται ο πρόθυμος να θυσιάσει τα πάντα, ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό, αποτελεί κατά κάποιο τρόπο τον αντίποδα του κόσμου που τον αντιλαμβανόμαστε εμπειρικά με τις αισθήσεις μας, χωρίς να είναι γι’ αυτό το λόγο λιγότερο πραγματικός.

     Υπήρχαν στιγμές που οι σκέψεις αυτές μ’ έφεραν βήμα με βήμα πιο κοντά στην πραγματοποίηση του σχεδίου μου να γυρίσω μια μεγάλη ταινία για το θέμα της θυσίας. Όσο περισσότερο βάραιναν οι εμπειρίες μου με τον υλισμό δυτικού τύπου κι όσο βαθύτερα γνώριζα το μέγεθος της δυστυχίας που προκαλούσε η διαπαιδαγώγηση στο πλαίσιο της υλιστικής σκέψης στους ανθρώπους που την υφίστανται –αυτές οι ψυχώσεις, που τις συναντάς σήμερα παντού και που δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά έκφραση της ανικανότητας του σύγχρονου ανθρώπου να κατανοήσει για πιο λόγο η ζωή δεν του αρέσει πια, γιατί του φαίνεται ολοένα και περισσότερο ανούσια, βαρετή και αποπνικτική- τόσο πιο έντονη ένοιωθα την ανάγκη να καταπιαστώ μ’ αυτή την ταινία. Διότι πιστεύω ότι μια από τις παραμέτρους της επιστροφής του ανθρώπου σε μια ζωή κανονική, πνευματική, είναι και η τοποθέτησή του απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό: ή που θα ζει κανείς εξαρτημένος από τις υλικές προόδους και τις εξελίξεις της τεχνολογίας, ακολουθώντας τυφλά της επιταγές του σύγχρονου καταναλωτισμού, ή που θα βρει το δρόμο για μια πνευματική υπευθυνότητα, που όμως δε θα ισχύει πια μόνο για τον ίδιο αλλά και για τους άλλους. […]




''The Sacrifice'' 
 by Andrei Tarkovsky

      Από την άποψη της μορφής η καινούργια μου ταινία είναι μια παραβολή: αναφέρεται σε γεγονότα που μπορεί κανείς να τα ερμηνεύσει με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους επειδή δεν αντανακλούν μόνο την πραγματικότητα, αλλά διαπνέονται και από κάποιο συγκεκριμένο νόημα. Το πρώτο σχεδίασμα είχε τον τίτλο Η μάγισσα και αφορούσε την παράξενη θεραπεία ενός ετοιμοθάνατου στον οποίο ο γιατρός είχε αποκαλύψει τη φρικτή αλήθεια για το τέλος που τον περιμένει. Ο άρρωστος κατανοεί την κατάστασή του· αναγνωρίζει απελπισμένος πως έχει καταδικαστεί σε θάνατο. Μια μέρα χτυπάει η πόρτα του. Την ανοίγει και βλέπει (το πρότυπο του Όττο, του ταχυδρόμου της Θυσίας) έναν άντρα που του μεταφέρει το εξής παράλογο μήνυμα: αυτός ο Αλεξάντερ θα πρέπει να πάει στο σπίτι μιας γυναίκας που θεωρείτε μάγισσα και να κοιμηθεί μαζί της. Ο άρρωστος υπακούει και γνωρίζει τη θεία χάρη της θεραπείας. Σύντομα ο γιατρός, ο φίλος του, πιστοποιεί έκπληκτος το θαύμα: τον βρίσκει απολύτως υγιή. Ύστερα όμως εμφανίζεται ξαφνικά εκείνη η γυναίκα, η μάγισσα· στέκεται στη βροχή και τότε συμβαίνει κάτι το ασύλληπτο. Ο Αλεξάντερ εγκαταλείπει για χάρη της το όμορφο, πλούσιο σπιτικό του, την προηγούμενη ζωή του και φορώντας ένα παλιό πανωφόρι, σαν ζητιάνος, φεύγει μαζί της.

      Αυτή είναι συνοπτικά η ιστορία μιας θυσίας, αλλά και μιας σωτηρίας. Δηλαδή ελπίζω ότι ο Αλεξάντερ σώθηκε κι ότι η σωτηρία του ήταν πολύ πιο σημαντική από την απλή θεραπεία ενός ετοιμοθάνατου, όπως συμβαίνει εξάλλου και στην οριστική εκδοχή της ταινίας που γυρίστηκε το 1985 στη Σουηδία. Και στις δυο περιπτώσεις ο καταλύτης είναι μια γυναίκα. […]

Η Θυσία διαφέρει από τις προηγούμενες ταινίες μου· όσο κι αν διατηρεί τον ποιητικό χαρακτήρα που διέκρινε ως τότε τη δουλειά μου, κυριαρχεί σ’ αυτήν το δραματικό στοιχείο. Κατά μία έννοια θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει τις προηγούμενες ταινίες μου ιμπρεσιονιστικές. Αφήνοντας κατά μέρος ορισμένες εξαιρέσεις, τα επεισόδιά τους είναι παρμένα κατευθείαν από τη ζωή: είναι αυθεντικά και γι’ αυτό επιτρέπουν στο θεατή να τα βιώσει αληθινά. […]





 ''The Sacrifice''
  by Andrei Tarkovsky

      Ο Αλεξάντερ είναι ένας άνθρωπος ηττημένος, πρώην ηθοποιός. Η κατάστασή του αυτή τον κουράζει κι αποφασίζει να αλλάξει τη ζωή του. Ο άντρας αυτός που διαισθάνεται την απειλή της τεχνολογίας για το πνεύμα, που έχει βαρεθεί τα λόγια και τις φλυαρίες κι αναζητά τη σιωπή, για να βρει τελικά το δρόμο μέσω της δράσης, ο άντρας αυτός επιτρέπει στο θεατή να πάρει μέρος στην πράξη του και στις συνέπειές της. Όχι όμως επιφανειακά, με τον τρόπο που πολλοί σκηνοθέτες σήμερα υποβαθμίζουν το θεατή σε απλό αυτόπτη μάρτυρα. Η μορφή της παραβολής επιτρέπει, σε όλα όσα συμβαίνουν στη Θυσία, μια πολυσημία. Υπάρχουν πολλοί και διάφοροι τρόποι ερμηνείας, κι αυτό ακριβώς ήθελα – δε θα μου άρεσε να επιβάλω κάποια ορισμένη λύση, παρόλο που φυσικά έχω κι εγώ τη δική μου άποψη για το θέμα. Πάντως οποιαδήποτε μονοσήμαντη ερμηνεία έρχεται σε αντίθεση με την εσωτερική δομή της ταινίας. Απ’ την άλλη πάλι είναι λογικό κι αναμενόμενο να εξηγεί ο καθένας τα γεγονότα με τον προσωπικό του τρόπο επιχειρώντας να οδηγήσει τις αντιθέσεις σε κάποια λύση. […]

      Στην πραγματικότητα όμως που δημιουργεί η ταινία, στο τέλος τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά απ’ ότι στην αρχή. Οι σκηνές της αρχής και του τέλους, το πότισμα του ξερού δέντρου (που για μένα συμβολίζει την πίστη), αποτελούν τα όρια μεταξύ των οποίων η εξέλιξη των γεγονότων αποκτά μια εντελώς δική της δυναμική. Δεν πρόκειται μόνο για το γεγονός ότι ο Αλεξάντερ αποδεικνύεται στο τέλος ανώτερος όλων. Και ο γιατρός από την πλευρά του αλλάζει: στην αρχή μας παρουσιάζεται σαν τύπος μάλλον πρωτόγονος που σκάει από υγεία. Η οικογένεια του Αλεξάντερ τον μεταχειρίζεται σχεδόν σα σκλάβο. Στο τέλος αυτός ο ίδιος άνθρωπος αναγνωρίζει τη δηλητηριασμένη ατμόσφαιρα που βασιλεύει σ’ αυτό το σπίτι, μ’ όλες τις αρνητικές της επιδράσεις και την κατονομάζει. Αποφασίζει μάλιστα να απαλλαγεί μια και καλή απ’ αυτήν την κατάσταση και να φύγει μακριά στην Αυστραλία. Ακόμα και η Αντελαΐντ, η εγωκεντρική γυναίκα του Αλεξάντερ, αλλάζει την συμπεριφορά της απέναντι στη Τζούλια την υπηρέτρια και αποκτά μια πιο ανθρώπινη διάσταση.

      Πέρα από αυτό όμως η Αντελαΐντ παραμένει ως το τέλος μια απόλυτα τραγική φιγούρα, μια γυναίκα που καταπνίγει γύρω της κάθε ίχνος ατομικότητας και προσωπικότητας των άλλων και τους καταπιέζει, χωρίς να το θέλει, όπως κάνει και με τον άντρα της. Είναι σχεδόν ανίκανη να σκεφτεί. Η έλλειψη πνεύματος την κάνει να υποφέρει· απ’ αυτήν όμως αντλεί και τις καταστροφικές δυνάμεις της. Κατά κάποιο τρόπο αυτή είναι η αιτία της τραγωδίας του Αλεξάντερ. Όσο μικρό είναι το ενδιαφέρον της για τους άλλους τόσο δυνατό είναι το ένστικτο της αυτοεπιβεβαίωσης και της κυριαρχίας. Οι αντιληπτικές της ικανότητες είναι περιορισμένες. Φυσικά δεν μπορεί ούτε καν να διανοηθεί την ύπαρξη άλλου κόσμου πέραν απ’ αυτόν που την περιβάλει. Κι αν ακόμα τον έβλεπε μπροστά της αυτόν τον άλλο κόσμο δεν θα τον κατανοούσε.

      Η αντίρροπη φιγούρα του Αλεξάντερ είναι η ταπεινή, απλή, δειλή, μαζεμένη και αβέβαιη Μαρία, που δουλεύει υπηρέτρια στο σπίτι του Αλεξάντερ. Στην αρχή δεν διακρίνουμε καμιά προσέγγιση μεταξύ Μαρίας και του αφεντικού της – πως θα ήταν άλλωστε δυνατό κάτι τέτοιο; Ύστερα όμως φτάνουν σε κείνη τη νυχτερινή συνάντηση, και μετά ο Αλεξάντερ δε μπορεί πια να εξακολουθήσει να ζει όπως πρώτα: ενόψει της επικείμενης καταστροφής βιώνει την αγάπη προς αυτή την απλή γυναίκα σαν δώρο του Θεού που δικαιώνει όλη του την ύπαρξη. Το θαύμα, στο οποίο συμμετέχει, τον μεταμορφώνει.



 ''The Sacrifice''
  by Andrei Tarkovsky

       Δεν ήταν εύκολο να βρω τον ιδανικό ερμηνευτή για τον καθένα από τους οκτώ ρόλους της ταινίας. Ωστόσο είμαι πεπεισμένος ότι η τελική διανομή αγγίζει τα όρια του ιδανικού. Οι ηθοποιοί ταυτίστηκαν σχεδόν απόλυτα με τους χαρακτήρες αυτής της πλοκής, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «πλοκή δωματίου». Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων δεν παρουσιάστηκαν μεγάλες τεχνικές ή άλλες δυσκολίες. Με μια εξαίρεση, η οποία λίγο έλειψε να σημάνει την καταστροφή όλης μας της δουλειάς: τη στιγμή που γυρίζαμε τη σκηνή όπου ο Αλεξάντερ βάζει φωτιά στο σπίτι του, η κάμερα χάλασε. Όταν έγινε το ατύχημα το σπίτι καιγόταν ήδη. Τελικά οι φλόγες το καταβρόχθισαν μπροστά στα μάτια μας χωρίς να μπορούμε να κάνουμε τίποτα: τέσσερις μήνες σκληρής δουλειάς πήγαν χαμένοι. Για να μην υπολογίσουμε τα έξοδα. Τη σκηνή δε καταφέραμε να τη γυρίσουμε. Το ότι μέσα σε λίγες μέρες καταφέραμε να στήσουμε με σανίδια ένα σπίτι απόλυτα ίδιο με το πρώτο, άγγιζε τα όρια του θαύματος. – Να μια ακόμα απόδειξη του τι είναι σε θέση να καταφέρουν οι άνθρωποι όταν έχουν πίστη σε κάτι! – Η υπερένταση όμως και ο εκνευρισμός μας δεν υποχώρησε παρά μόνο όταν γυρίσαμε απ’ την αρχή με μια άλλη κάμερα τη σκηνή της φωτιάς, έτσι όπως την προέβλεπε το σενάριο. Ευτυχισμένοι και ανακουφισμένοι αγκαλιαστήκαμε. Τη στιγμή εκείνη συνειδητοποίησα για μια ακόμη φορά πόσο μεγάλη ήταν η εσωτερική συνοχή της ομάδας μας.

      Ίσως να υπάρχουν σκηνές στη Θυσία, τα όνειρα ας πούμε ή οι σκηνές με το ξερό δέντρο, που από ψυχολογικής πλευράς και εν γνώσει των πολλών δυνατοτήτων ερμηνείας της παραβολής αποκτούν οπτικά μεγαλύτερη σημασία από τις άλλες. Γίνονται κλειδιά. Αυτό δεν συμβαίνει ούτε καν με την τελική σκηνή, όπου ο Αλεξάντερ πιστός στον όρκο του, βάζει φωτιά στο σπίτι του. Απ’ την αρχή όμως προσπάθησα να εμπλέξω συγκινησιακά το θεατή σ’ αυτή τη φαινομενικά παράλογη πράξη ενός ανθρώπου που θεωρεί αμαρτία ότι δεν είναι απαραίτητο για τη ζωή. Το κοινό θα πρέπει να συμμετέχει άμεσα σ’ αυτή την τρέλα, να τη βιώνει ταυτόχρονα με τον Αλεξάντερ, να τη δέχεται στη συνείδησή του αποσπασματικά, όπως ο άρρωστος πρωταγωνιστής. Και η διάρκειά της να είναι η πραγματική. Γι’ αυτό η λήψη αυτής της σκηνής διαρκεί έξι λεπτά. Είναι η μεγαλύτερη της ταινίας, και ίσως η μεγαλύτερη στην ιστορία του κινηματογράφου.

     Είναι η σκηνή όπου η σιωπή του Αλεξάντερ γίνεται πράξη: «Εν αρχή ην ο λόγος, εσύ όμως σωπαίνεις, είσαι βουβός σαν ψάρι», λέει στην αρχή ο Αλεξάντερ στον μικρό του γιο που εξαιτίας της εγχείρησης, στην οποία έχει υποβληθεί, περιορίζεται ν’ ακούει σιωπηλώς το παραμύθι του ξερού δέντρου. Στο τέλος κάτω από την απειλή του πυρηνικού πολέμου, ο Αλεξάντερ δίνει και ο ίδιος όρκο σιωπής:

 «…Και θα βουβαθώ, δεν θα ξαναμιλήσω ποτέ με κανέναν, θα αποχωριστώ όλα όσα με συνδέουν με τη ζωή. Βοήθησέ με, Κύριε, και θα πραγματοποιήσω όλα όσα Σου υποσχέθηκα!»


  ''The Sacrifice''
  by Andrei Tarkovsky

      Το ότι ο Θεός εισακούει τον Αλεξάντερ και παίρνει τα λόγια του στην κυριολεξία, είναι παρήγορο και τρομαχτικό συνάμα. Ο Αλεξάντερ αποχωρίζεται οριστικά τον κόσμο, στον οποίο ζούσε, χάνει τους δεσμούς με την οικογένειά του και κάθε αίσθηση μέτρου του κανονικού και του φυσιολογικού. Κι αυτό μας τρομάζει. Παρά ταύτα, ή ίσως εξαιτίας τους, ο Αλεξάντερ είναι για μένα ένας εκλεκτός του Θεού· κατορθώνει ν’ αποκαλύψει τους μηχανισμούς εκείνους που βάζουν σε κίνδυνο την επιβίωση του γένους και να τους σταματήσει – να σώσει την ανθρωπότητα την τελευταία στιγμή.

      Κατά κάποιο τρόπο και οι άλλοι είναι εκλεγμένοι από το Θεό, εντολοδόχοι του· ο ταχυδρόμος Όττο είναι ίσως ένα εργαλείο της Θείας Πρόνοιας· μαζεύει, όπως λέει, μυστήρια και ανεξήγητα γεγονότα· είναι ένας άντρας, για τον οποίο κανείς δεν ξέρει από πού έρχεται και πως έφτασε εδώ, σ’ αυτό το μέρος, όπου συμβαίνουν τόσα παράξενα. Ύστερα έχουμε το μικρό γιο του Αλεξάντερ, αλλά και τη Μαρία τη μάγισσα – για όλους αυτούς η ζωή είναι γεμάτη ακατανόητα θαύματα· κινούνται σε έναν κόσμο φανταστικό και όχι στον πραγματικό. Δεν είναι ούτε εμπειριοκράτες ούτε πραγματιστές. Κανείς τους δεν πιστεύει στα χειροπιαστά πράγματα. Εμπιστεύονται πολύ περισσότερο τα πλάσματα της φαντασίας τους. Όλα όσα κάνουν δεν έχουν καμία σχέση με τις πράξεις και τις συμπεριφορές των κανονικών ανθρώπων. Και είναι προικισμένοι με ιδιότητες που στην παλιά Ρωσία τις απέδιδαν στους άγιους τρελούς. Οι άνθρωποι αυτοί, με την εξωτερική τους κιόλας εμφάνιση σαν προσκυνητές και κουρελιασμένοι ζητιάνοι, τραβούσαν την προσοχή των «φυσιολογικών» ανθρώπων στις προφητείες, στις εξιλαστήριες θυσίες και στα θαύματα πέρα από τα όρια του «κανονικού» κόσμου. Μόνο η τέχνη διασώζει σήμερα κάποια ίχνη αυτού του υπερφυσικού κόσμου.


 ''The Sacrifice''
  by Andrei Tarkovsky

      […] Η Θυσία μπορεί να θεωρηθεί μια άρνηση του εμπορικού κινηματογράφου, που καλλιεργείται και εξελίσσεται μόνο για το δικό του όφελος. Υπάρχει κάτι άλλο ωστόσο που μου φαίνεται πιο σημαντικό: η ταινία δεν επιχειρεί να πάρει θέση υπέρ ή κατά οποιουδήποτε μεμονωμένου φαινομένου του σύγχρονου τρόπου ζωής και σκέψης. Προσπαθεί μάλλον να εκθέσει και να αποδείξει την αστάθεια και την απαξία αυτών των συστημάτων και ν’ απευθυνθεί σε στερεμένες πια πηγές της ύπαρξής μας. […]

Αντρέι Ταρκόφσκι “Θυσία”
μετ. Μαρία Αγγελίδου,
εκδόσεις Νεφέλη Αθήνα 1990
20/4/2013




          ΣΧΕΤΙΚΑ