Τέλος παιχνιδιού ...
Οπως είναι πασίγνωστο, το δεύτερο αρχαιότερο επάγγελμα του κόσμου, το τραπεζικό, συνδέεται με τη «νομιμοποιημένη» πολλαπλή εξαπάτηση του κοινού.
Οι καταθέτες, εμπιστευόμενοι τα χρήματά τους στις τράπεζες, πιστεύουν ότι τα εξασφαλίζουν, ενώ αυτά, την ίδια στιγμή, κυκλοφορούν σε άγνωστες αγορές, εκτεθειμένα σε κινδύνους ασύλληπτους ακόμη και για την πιο νοσηρή φαντασία. Από την εποχή του New Deal (1935) μέχρι το 1980, το επάγγελμα είχε τεθεί υπό αυστηρή επιτήρηση και δημόσιους ρυθμιστικούς ελέγχους, με κύριο γνώρισμα τον περιορισμό της έκθεσης του καταθετικού χρήματος στις κερδοσκοπικές μπίζνες των τραπεζών και τη σταθεροποίηση της χρηματοδοτικής λειτουργίας προς την πραγματική οικονομία. Ωστόσο, κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, με το νεοφιλελευθερισμό και μονεταρισμό, οι απορρυθμίσεις και απελευθερώσεις κατάργησαν τους περιορισμούς, οι τράπεζες απέβησαν βασικός μοχλός κερδοσκοπίας και σπάνιο είδος η χρηματοδότηση της οικονομίας. Διαβλήθηκε η έκδοση δημόσιου χρήματος, επετράπη η δημιουργία ιδιωτικού εικονικού χρήματος από αυτές. Πλημμύρισαν η Αμερική και η Ευρώπη από «φούσκες» εικονικού χρήματος, που οι δημιουργοί του κατέληξαν σε αδυναμία να τιμούν.
Η διορθωτική αντίστροφη μέτρηση άρχισε από την Αμερική με τον πρόεδρο Ομπάμα (2009), ο οποίος επαναφέρει δημόσιους ελέγχους στη χρηματοπιστωτική σφαίρα. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες, περισσότερο δέσμιοι του λόμπι των τραπεζών, ακολούθησαν με εφεκτικότητα και υστέρηση, ενώ σήμερα κάνουν μεταβολή, ακυρώνοντας και τα ελάχιστα βήματα που είχαν κάνει ή επαγγέλλονταν ότι θα κάνουν.
Ο ευρωπαϊκός φόρος 0,02% στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές αποδείχθηκε ούτε καν φύλλο συκής, αλλά απλό στρινγκάκι. Παράλληλα, ο διαχωρισμός των καταθετικών τραπεζών από τις επενδυτικές θεσπίσθηκε τόσο χαλαρά, ώστε κατανοήθηκε ως απλή «στάχτη στα μάτια» των καταθετών. Αντί να καθησυχάζει τις ανησυχίες τους, τις νομιμοποιεί και τις επαυξάνει. Παράλληλα, η ευρωπαϊκή απόφαση του Ιουνίου 2012 για διαχωρισμό των τραπεζικών χρεών από τα κρατικά και η απ' ευθείας ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό ESM, όχι μόνον ουδέποτε εφαρμόσθηκε, αλλά και αυθαίρετα ερμηνεύθηκε από τη Μέρκελ ότι δεν αφορά παρελθόντα και συσσωρευμένα τραπεζικά χρέη, αλλά αποκλειστικά και μόνο μελλοντικά.
Τέλος, με την κυπριακή απόφαση, καταφέρεται χαριστική βολή στην καθ' όλα νόμιμη προσδοκία των καταθετών για αυστηρότερη ρύθμιση της τραπεζικής ασυδοσίας. Το σχέδιο τραπεζικής ενοποίησης της Ευρώπης, που οριστικοποιήθηκε στις αρχές του 2013 και θεωρήθηκε απαράκαμπτη προϋπόθεση για τη δημιουργία ενιαίου οικονομικού χώρου, προβλέπει ως πρώτο βήμα την ευρωπαϊκή εγγύηση των καταθέσεων ανεξαρτήτως μεγέθους. Ωστόσο, με το κυπριακό πείραμα, οι καταθέσεις «συνυπευθυνοποιούνται» και ο ευρωπαϊκός μηχανισμός στήριξης παρακάμπτεται. Οχι μόνον η υποθετική πορεία προς την τραπεζική ενοποίηση διακόπτεται ή μετατίθεται σε ασαφές μέλλον, αλλά ακόμη και ο υπάρχων μηχανισμός στήριξης αδρανοποιείται, αφού αντί «διασώσεων από έξω» προτιμώνται πλέον οι «διασώσεις από μέσα». Το κόστος των διασώσεων επιρρίπτεται στο εξής στον διασωζόμενο. Πόσο ρεαλιστικό και βιώσιμο μπορεί να θεωρηθεί το νέο υπόδειγμα; Πού άγεται η Ευρώπη με την εφαρμογή του;
Οι ευρωπαϊκοί λαοί έχουν κάθε δημοκρατικό δικαίωμα να μην αναλαμβάνουν διασώσεις άλλων λαών, κρατών, τραπεζών. Ωστόσο, θα έπρεπε οι υπεύθυνοι ηγέτες να τους εξηγούν ότι στη διεθνή οικονομία κάθε κατάρρευση ενός στοιχείου της συνεπάγεται ανάλογο κόστος και αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις για τα υπόλοιπα. Αποτελεί κοινό συμφέρον όλων η αποτροπή κατάρρευσης ακόμη και ενός στοιχείου και η μοναδική οδός προς διατήρηση της διεθνούς σταθερότητος είναι η διάχυση του κόστους διάσωσης μεταξύ όλων των πλευρών. Εάν αυτό ισχύει για τη διεθνή κοινότητα, ισχύει κατά μείζονα λόγο για την κοινότητα χωρών που επιλέγουν κοινό νόμισμα. Η αξίωση αλληλεγγύης μεταξύ εταίρων δεν βασίζεται στην ηθική ούτε στον αλτρουισμό, αλλά στο κοινό συμφέρον. Οσο ταχύτερα σταθεροποιείται ο εύθραυστος εταίρος τόσο αποτελεσματικότερη η εύρυθμη λειτουργία του συνόλου. Ωστόσο, εξ ορισμού ο εύθραυστος διαθέτει πολύ λιγότερα μέσα διάσωσης από ό,τι οι πλεονασματικοί. Οταν η διάσωση περιορίζεται στα μέσα αυτού που βρίσκεται στα πρόθυρα κατάρρευσης έχει τις λιγότερες πιθανότητες επιτυχίας και το υψηλότερο κόστος για τους εταίρους του. Αναφαίρετο το δικαίωμα των ισχυρών της Ευρώπης να αποποιούνται το κόστος σταθεροποίησης των αδυνάτων, ωστόσο, σε αυτή την περίπτωση, επωμίζονται μοιραία το κόστος από την επί θύραις κατάρρευση αυτών και την αποσταθεροποίηση του κοινού νομίσματος. Δεν μπορούν να αποποιούνται και τα δύο, ούτε βέβαια να ενοχοποιούν γι' αυτό τα θύματα των δικών τους επιλογών. Εάν σήμερα οι προοπτικές του ευρώ εξαντλούνται, ιστορική ευθύνη για αυτό φέρουν όσοι διαθέτουν τα μέσα για να το διασώζουν, αλλά το αποφεύγουν, παρά όσοι έχουν στερηθεί πλέον κάθε μέσου
ΚΩΣΤΑΣ ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΣ
www.enet.gr
5-4-2013