Περικλής Σφυρίδης:"Ψυχή μπλε και κόκκινη" ...




[...] στη λογοτεχνία με οδήγησε μια ερωτική τραυματική εμπειρία στην ηλικία των σαράντα μου χρόνων. Αυθόρμητα ένιωσα την ανάγκη να αφηγηθώ τις δραματικές όψεις και την κατάληξη του δεσμού. Έτσι, μέσα σε μια βδομάδα έγραψα όλα τα διηγήματα του πρώτου μου βιβλίου Η αφίσα (Εγνατία, 1977). Μια παρόμοια παρόρμηση με κυρίευσε από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 να αφηγηθώ την ιστορική και κοινωνική περιπέτεια του τόπου μας, αλλά πάλι από πρώτο χέρι, μέσα δηλαδή από τα δραματικά γεγονότα που έζησε η δική μας οικογένεια [...] O συγγραφέας Περικλής Σφυρίδης, αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη τη συγγραφική εμπειρία -από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο- του μυθιστορήματος "Ψυχή μπλε και κόκκινη" που επανακυκλοφορεί σύντομα από τις εκδόσεις του Βιβλοπωλείου της Εστίας.
O λόγος που ένιωσα την ανάγκη να γράψω αυτό το μυθιστόρημα και πώς το έγραψα – ποια υπήρξε η διαδικασία της γραφής του εννοώ – μια και όλοι γνωρίζουν ότι το κύριο βάρος της πεζογραφίας μου πέφτει στη διηγηματογραφία;
Ως έντονα βιωματικός έως αυτοβιογραφικός πεζογράφος, η μικρή αφηγηματική φόρμα με βοήθησε σημαντικά στη δημιουργία ενός προσωπικού ύφους και έργου.
Μπορεί να εμφανίστηκα στα γράμματα στην όψιμη ηλικία των σαράντα και κάτι χρόνων αλλά στις αποσκευές μου είχα μια πολύχρονη λογοτεχνική παιδεία, αφού διάβαζα λογοτεχνικά βιβλία από τα δεκατρία μου χρόνια, όταν, ύστερα από εξετάσεις κατόρθωσα να πάρω μια υποτροφία για άπορους μαθητές στο Αμερικανικό Κολέγιο «Ανατόλια» της Θεσσαλονίκης, και, σύμφωνα με το αμερικάνικο πνεύμα που επικρατούσε στο σχολειό αυτό, έπρεπε να κερδίζω τα χρήματα της υποτροφίας μου δουλεύοντας μέσα στο Κολέγιο.
Η δουλειά που μου ανέθεσαν ήταν αυτή του βοηθού βιβλιοθηκάριου στη μεγάλη τότε – και τώρα –βιβλιοθήκη του «Ανατόλια». Έπεσα και στα καλά χέρια του διευθυντή της βιβλιοθήκης, του Στράτου Παρασκευαΐδη – καλή του ώρα – που με βοήθησε να μυηθώ στην λογοτεχνία, ελληνική και ξένη.
Επίσης έτυχε να έχω και εξαιρετικούς φιλόλογους καθηγητές, γνωστά πλέον ονόματα της πνευματικής μας παρακαταθήκης, όπως ήταν ο Νίκος Παπαχατζής (λάτρης του Παπαδιαμάντη και του Θουκιδίδη∙ αργότερα μετέφρασε και όλους τους τόμους του Παυσανία)∙  ο Λάμπρος Παραρράς (λάτρης της ποίησης και της αρχαίας τραγωδίας)∙  ο Γιώργος Μπακαλάκης  (ο μετέπειτα αρχαιολόγος καθηγητής του Α.Π.Θ.),κ.α .
Το διάβασμα, επομένως, λογοτεχνικών βιβλίων, μου έγινε δεύτερη φύση.
Ακόμα και ως μαθητής της Στρατιωτικής Ιατρικής Σχολής (ήταν ο μόνος τρόπος τότε για να σπουδάσω δωρεάν στο πανεπιστήμιο), όπου η ανάγνωση εξωπανεπιστημιακών βιβλίων αποτελούσε πειθαρχικό παράπτωμα, εγώ αγόραζα λογοτεχνικά βιβλία από κάτι πλανόδιους βιβλιοπώλες που αράδιαζαν την πραμάτεια τους πάνω σε λινάτσες δίπλα  από την κεντρική πύλη του πανεπιστημίου μας και τα «καμουφλάριζα» με εξώφυλλα πανεπιστημιακών συγγραμμάτων για να τα διαβάζω στο αναγνωστήριο.
Δυο φορές όμως με έπιασε ο επόπτης αξιωματικός και κοιμήθηκα αρκετά βράδια στο πειθαρχείο της Σχολής με μόνο δυο κουβέρτες (χωρίς στρώμα). Να το ξεκαθαρίσουμε όμως: αυτή η «μαθητεία» μου στην ελληνική και ξένη λογοτεχνία δεν σήμαινε ότι είχα σκοπό να γίνω και συγγραφέας.
Βέβαια, από μαθητής ακόμα γυμνασίου έγραφα κάποια ερωτικά ποιήματα, αλλά τέτοια γράφουν οι μισοί Έλληνες (μικροί και μεγάλοι), για τα οποία οι άλλοι μισοί αδιαφορούν τελείως, εκτός από κάποιους εκδότες, οι οποίοι βγάζουν καλό μεροκάματο υποθάλποντας τη φιλοδοξία πολλών ατάλαντων να παρουσιαστούν στο περιβάλλον τους – και γιατί όχι να καθιερωθούν; –  ως ποιητές και γενικότερα ως λογοτέχνες.
Εμένα στη λογοτεχνία με οδήγησε μια ερωτική τραυματική εμπειρία στην ηλικία των σαράντα μου χρόνων. Αυθόρμητα ένιωσα την ανάγκη να αφηγηθώ τις δραματικές όψεις και την κατάληξη του δεσμού. Έτσι, μέσα σε μια βδομάδα έγραψα όλα τα διηγήματα του πρώτου μου βιβλίου Η αφίσα (Εγνατία, 1977).
Μια παρόμοια παρόρμηση με κυρίευσε από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 να αφηγηθώ την ιστορική και κοινωνική περιπέτεια του τόπου μας, αλλά πάλι από πρώτο χέρι, μέσα δηλαδή από τα δραματικά γεγονότα που έζησε η δική μας οικογένεια.
Γεννήθηκα το 1933 σ’ ένα φτωχόσπιτο του προσφυγικού μαχαλά Τόπαλτι, (που σήμερα αποτελεί το συνοικισμό Ροδοχώρι του Δήμου Συκεών), το οποίο ο Εποικισμός, (ο οργανισμός αποκατάστασης των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής) παραχώρησε στην εξαμελή οικογένεια του παππού μου Διαμαντή Πασχαλίδη.
Ο πατέρας μου Γιώργος Σφυρίδης, παλιοελλαδίτης από τη Σκύρο, διορίστηκε το 1924 τηλεγραφητής στη Θεσσαλονίκη (στις Νέες Χώρες, όπως έλεγαν τότε τη Μακεδονία).
Στο τηλεγραφείο είχε συνάδελφο τον Ηρακλή Πασχαλίδη, δευτερότοκο γιο του παππού μου Διαμαντή. Σε κάποιο χορό των τηλεγραφητών ο Ηρακλής έφερε και την αδελφή του, τη μάνα μου.
Το ειδύλλιο μπλέχτηκε και ο πατέρας μου έμεινε για τέσσερα-πέντε χρόνια σώγαμπρος στο μικρό αυτό σπιτάκι του Τόπαλτι που είχε δίπλα κι ένα αμπέλι, κι ύστερα με δόσεις αγόρασε μια μικρή μονοκατοικία στο συνοικισμό Χαριλάου, που τότε είχε μια πολυεθνική συγκρότηση (μεγάλη ρώσικη παροικία, Σέρβους, Αρμένηδες, μια Τουρκάλα με πέντε γιους και Ρώσο άντρα, και απέναντι, μετά το ρέμα του Καλού, υπήρχε η παραγκούπολη των Γύφτων).
Εμένα με μεγάλωσε η γιαγιά μου Αγγελική, αφού ο παππούς μου Διαμαντής, ο οποίος από άρχοντας στην Πόλη κατάντησε πένητας στη νέα του πατρίδα τη Θεσσαλονίκη, πέθανε από τον καημό του ύστερα από δυο χρόνια.
Επίσης δεν γνώρισα ούτε τον παππού μου Περικλή, μεγαλέμπορο της Σκύρου, που είχε σχέσεις και με το παλάτι, διότι κι αυτός πέθανε νέος από καρδιά το 1906, όταν ο πατέρας μου ήταν τεσσάρων ετών.
Έτσι η χήρα σκυριανή «μανού» μου, από αρχόντισσα κι αυτή ξέπεσε οικονομικά, και το μόνο που κατόρθωσε ήταν να σπουδάσει δασκάλα την πρωτότοκη κόρη της οικογένειας που παρέμεινε ανύπαντρη, τη γνωστή σ’ όλους «Κυρία Πίτσα» του νησιού, που έμαθε γράμματα σε τρεις γενιές Σκυριανών.
Ανήκω, επομένως, στη δεύτερη γενιά των μεταπολεμικών πεζογράφων του τόπου μας έχοντας διπλή καταγωγή: παλιοελλαδίτικη από την πλευρά του πατέρα μου και μικρασιατική από την άλλη πλευρά της μάνας μου. Έζησα όλα τα σημαντικά γεγονότα του περασμένου αιώνα: το έπος της Αλβανίας με τους βομβαρδισμούς της Θεσσαλονίκης από τα ιταλικά αεροπλάνα∙  
τη Γερμανική Κατοχή με την πείνα, τα συσσίτια, τους θανάτους από τις κακουχίες, τις επιτάξεις των σπιτιών από Γερμανούς στρατιώτες, τους μαυραγορίτες, τον αφανισμό της μεγάλης Εβραϊκής Κοινότητας της Θεσσαλονίκης, τα σαμποτάζ των νέων της αντίστασης και τα μπλόκα των Γερμανών που έπιαναν αθώους ανθρώπους και τους εκτελούσαν για παραδειγματισμό, το βομβαρδισμό «κατά λάθος» των προσφυγικών συνοικισμών του Τόπαλτι, της Βάρνας και της Νεάπολης από εγγλέζικα αεροπλάνα στις 5 Δεκεμβρίου του 1943, τις μάχες δίπλα από το σπίτι μας ανάμεσα στα Τάγματα Ασφαλείας και τους οργανωμένους τότε νέους της ΟΠΛΑ (υπήρξαν ο εκτελεστικός βραχίονας του ΕΛΑΣ μέσα στις πόλεις) και τέλος την αποχώρηση των Γερμανών από τη Θεσσαλονίκη τον Οκτώβρη του 1944 και την είσοδο των ταγμάτων του ΕΛΑΣ στην πόλη, δυτικά από το Βαρδάρι και ανατολικά από του Χαριλάου. 
Έζησα τα γεγονότα του Εμφύλιου που ακολούθησε (μέσα και έξω από την οικογένεια): την καταδίκη εις θάνατον του μικρού αδελφού της μάνας μου, του θείου Πλάτωνα που ήταν οργανωμένος στο Κόμμα, από έκτακτο στρατοδικείο, τον εγκλεισμό του στο Γεντί Κουλέ και τον αγώνα που έκανε η οικογένεια για να τον σώσει από το εκτελεστικό απόσπασμα (εδώ ο πατέρας μου έπαιξε καθοριστικό ρόλο), ενώ οι δύο συνεργάτες του, παιδιά της ίδιας γειτονιάς εκτελέστηκαν.
Ακολούθησε η μεταφορά του στη φυλακή της Κέρκυρας και τέλος, μετά τη χάρη που του εξασφάλισε η οικογένεια από τα ανάκτορα, η εξορία του στη Γυάρο. Όταν μετά από οκτώ χρόνια τον απελευθέρωσαν, άρχισε μια νέα περιπέτεια, αφού τα όργανα της Εθνικής Ασφάλειας δεν τον άφηναν να εργασθεί για να ζήσει την οικογένειά του, κάτι που ξεκαθάρισα εγώ που ήμουν πλέον στρατιωτικός γιατρός (αυτά στα εφηβικά μου χρόνια και σε εκείνα της πρώτης ενηλικίωσής μου).
Ακολούθησαν τα χρόνια της «Αντιπαροχής», όχι μόνο στην οικιστική της διάσταση που άλλαξε τη μορφή του τόπου, αλλά και στην κοινωνική της εκδοχή με τις αλλαγές στις οικογενειακές και κοινωνικές δομές και τις ανθρώπινες σχέσεις.  
Έζησα ύστερα από πρώτο χέρι τη φρικαλέα περίοδο της απριλιανής χούντας (την οποία όμως ανέχτηκε επί  επτά χρόνια ένα μεγάλο μέρος του λαού  και της επιστημονικής και πνευματικής μας ηγεσίας– να τα λέμε κι αυτά).
Το 1967 η Χούντα με βρήκε στρατιωτικό γιατρό, αλλά ένα χρόνο αργότερα με αποστράτευσε «ευσχήμως» για δήθεν λόγους υγείας, δεκαπέντε μόλις μέρες πριν αποκτήσω δικαίωμα για μια μικρή έστω σύνταξη, επειδή δεν «συμμορφωνόμουν με τας υποδείξεις».
Μετά τη μεταπολίτευση έζησα επίσης «από μέσα» τον άκρατο και άκριτο  κομματισμό  που επανέκαμψε στην πολιτική σκηνή του τόπου, θαρρείς και οι πολιτικοί μας δεν είχαν τίποτα διδαχτεί από τα δεινά της επτάχρονης τυραννίας, ως εκλεγμένος δυο φορές πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης∙  ως ανεξάρτητος όμως αλλά με πολιτικές θέσεις, και όχι κομματικά καπελωμένος.
Οι κομματικά ενταγμένοι αντίπαλοί μου (αυτούς που ο κόσμος αποκαλεί «κομματόσκυλα») στην πρώτη εκλογική αναμέτρηση το 1975 με αποκαλούσαν «χουντικό», ενώ στη δεύτερη το 1978 «κομμουνιστή» (αυτά στην ώριμη πλέον ηλικία). Από την αρχή της δεκαετίας του 1980, εκτός των άλλων, η κοινωνία μας τροχοδρομήθηκε πάνω στις ράγες ενός  οικονομικού μοντέλου  άκρατου καταναλωτισμού με δανεικά – και κομπίνες – χρεώνοντας μέχρι το λαιμό τα παιδιά και τα εγγόνια μας. 
Όχι πως την περίοδο αυτή δεν ανέβηκε υπερβολικά και αφύσικα το βιοτικό επίπεδο της χώρας μας, όπως άλλωστε έγινε και μ’ όλες τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αργότερα, με το κοινό τους νόμισμα, αποτέλεσαν τα κράτη της Ευρωζώνης.
Τελικά όμως έμεινε ακλόνητο το κομματικό κράτος της μεταπολίτευσης, ο κρατικοδίαιτος συνδικαλισμός που με τη βοήθεια των «εθνικών» μας εργολάβων, οι οποίοι ελέγχουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης,  έφτασαν τον τόπο εδώ που είμαστε σήμερα.
Οι άνθρωποι που έχασαν τις δουλειές τους και με ένα κατσαρόλι στο χέρι περιμένουν κάθε μεσημέρι έξω από το ναό της Οσίας Ξένης (βρίσκεται απέναντι από το γραφείο μου) για ένα πιάτο φαΐ, μού  θυμίζουν σκηνές από την Κατοχή της παιδικής μου ηλικίας.
Προσωπικά από το τέλος του 1981, που αηδιασμένος από όλη αυτή την κατάσταση εγκατέλειψα τον ιατρικό συνδικαλισμό, βρήκα το δρόμο μου στη λογοτεχνία. 
Όλα όμως αυτά τα γεγονότα που σας ανέφερα είχαν χαράξει εντός μου – και διαμορφώσει εν μέρει – τον ψυχικό μου κόσμο και επιζητούσαν την πεζογραφική αναβίωσή τους. Μου είχε γίνει κάτι σαν έμμονη ιδέα να τα περάσω στη λογοτεχνία ως ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό της εποχής μας είναι οι αφάνταστα γρήγορες αλλαγές που οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στη ραγδαία – και πέρα από κάθε προηγούμενο –ανάπτυξη της τεχνολογίας.
Έτσι πολύ γρήγορα η λήθη άρχισε να επικάθεται σαν σκόνη πάνω στα ιστορικά αυτά γεγονότα και να τα σκεπάζει.
Έβλεπα π.χ. ότι οι νέοι, όπως οι δύο γιοι μου, δεν γνώριζαν τίποτα ούτε από την πρόσφατη ιστορία του τόπου (πώς και γιατί, π.χ. επιβλήθηκε η δικτατορία και ποια ήταν τα αποτελέσματά της για τον τόπο) παρά μόνο κάποιες επετείους, κυρίως εκείνη της εξέγερσης των φοιτητών του πολυτεχνείου που γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 17 Νοεμβρίου, για να αμαυρώνεται τα τελευταία χρόνια με ποικίλους όσους βανδαλισμούς.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 άρχισα συστηματικά την προεργασία. Μαγνητοφώνησα συζητήσεις με τη μάνα μου, τον θείο μου Ηρακλή και τη γυναίκα του Αφρούλα (από τις καλύτερες δασκάλες της εποχής της∙ μαθήτρια του Κουντουρά), τον θείο Πλάτωνα που είναι ίσως το σημαντικότερο πρόσωπο του βιβλίου.
Το ίδιο και στη Σκύρο με τις αδελφές του πατέρα μου, τη θείτσα-Πίτσα (έτσι αποκαλούσα εγώ τη δασκάλα) και τη θεία μου Μαρία, αλλά και με τον γιο της, τον δικηγόρο Ντίνο Μαρουδή που με περνούσε έντεκα χρόνια, αλλά και με άλλους Σκυριανούς, όπως τον καπετάν-Θόδωρο (ήρωα στα περισσότερα «σκυριανά» μου διηγήματα), που με τον αδελφό του και άλλους ψαράδες του νησιού περνούσαν με βάρκες, χωρίς μηχανή αλλά με πανιά, Εγγλέζους και Αυστραλούς στρατιώτες απέναντι στη Σμύρνη με κίνδυνο της ζωής τους, ενώ προηγουμένως τους  έκρυβαν σε απόκρυφα ξωκλήσια του νησιού.
Από τον πατέρα μου είχα ακούσει πολλά, αλλά πέθανε το 1979 και δεν πρόλαβα να τον μαγνητοφωνήσω. Έχω όμως το προσωπικό του αρχείο, με γράμματα, διατάγματα διορισμών, πολλές οικογενειακές φωτογραφίες και άλλα στοιχεία που με βοήθησαν πολύ.
Πάνω σ’ αυτό το πολυποίκιλο υλικό ύφανα και τις προσωπικές μου αναμνήσεις, τα βιώματα που παρέμεναν ανεξίτηλα στη μνήμη μου. Η δεύτερη φάση της δουλειάς μου έγινε στο τμήμα εφημερίδων της Δημοτικής μας Βιβλιοθήκης.
Δούλεψα μήνες (γιατί ταυτόχρονα ασκούσα και το επάγγελμα του γιατρού-καρδιολόγου) για να διασταυρώσω όλα όσα μου είχαν αφηγηθεί, με τα δημοσιεύματα της εποχής, για να ελέγξω την αληθοφάνειά τους.
Μετά προβληματίστηκα πολύ με τη μορφή που έπρεπε να δώσω στο μυθιστόρημα. Το χώρισα σε τρία μέρη: «Κατοχή», «Εμφύλιος» και «Αντιπαροχή».
Κάθε μέρος αποτελείται από πολλά μικρά κεφάλαια, που θα μπορούσαν να σταθούν και ως αυτοτελή αφηγήματα, που το ένα μετά, δίπλα ή μέσα στο άλλο ολοκληρώνουν το πορτρέτο της κάθε ενότητας. Μεταχειρίστηκα το χρόνο ελεύθερα, από το παρελθόν στο παρόν ή και αντίστροφα, για να μπορώ να συγκρίνω – με κριτική εννοείται πρόθεση – όσα συνέβησαν παλιά μ’ αυτά που συμβαίνουν τώρα, για να κατανοήσουν καλύτερα οι αναγνώστες και ιδίως οι νέοι που δεν τα γνωρίζουν, τα όσα τραγικά σημάδεψαν αυτόν τον τόπο αλλά και το πόσο γρήγορα σκεπάστηκαν με λήθη και αδιαφορία,  αυτά που θα έπρεπε να τα ξέρουμε όλοι – για τα σφάλματα μιλώ –, ώστε να αποφύγουμε τα ίδια λάθη που οδηγούν σε παρόμοια πάθη και περιπέτειες.
Το καλοκαίρι του 1994 αποφάσισα να πάρω πρόωρα σύνταξη για να ολοκληρώσω το μυθιστόρημα.  Πήγα στη Σκύρο, όπου κλείστηκα στο δωμάτιό μου έναν ολόκληρο χρόνο και το έγραφα μέσα σε μια συνεχή έξαψη.
Υπηρετούσε εκεί τη στρατιωτική του θητεία και ο μεγάλος μου γιος, ο Γιώργος, φιλόλογος, και του έδινα, θυμάμαι, κάθε κεφάλαιο που έγραφα να το διαβάζει και να μου λέει τη γνώμη του.
Όταν το τέλειωσα, ήρθε η ώρα ν’ αποφασίσω για τα ονόματα που θα έπρεπε να δώσω στους ήρωες. Γύρισα στη Θεσσαλονίκη και έδωσα στη θεία μου Αφρούλα (ο θείος Ηρακλής κι η μάνα μου είχαν πεθάνει) να διαβάσει κάποια αποσπάσματα και να μου πει τη γνώμη της.
«Θα το σκεφτώ πρώτα και θα σου απαντήσω», μου είπε. Κι ήταν η απάντησή της θετική∙ «θα δεχτούμε κάποια σχόλια», παρατήρησε, «αλλά αξίζει τον κόπο, αφού τα όσα εξιστορείς είναι πραγματικά γεγονότα, να αφήσεις τους ήρωες του βιβλίου σου με τα πραγματικά τους ονόματα για να μείνουν στην ιστορία». Διάβασα και μερικές σελίδες στον θείο Πλάτωνα που τον αφορούσαν.
Ο Πλάτων, πιο λαϊκός, «δεν έχω να δώσω λογαριασμό σε κανέναν κερχανατζή», μου είπε, «γράψ’ τα όπως έγιναν με τα ονόματά τους». Όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο και του διάβασα μερικά κεφάλαια, «ρε συ», με ρώτησε, «πώς τα θυμάσαι όλα αυτά;» Είχε ξεχάσει ότι μου τα είχε αφηγηθεί ο ίδιος και τα κατέγραψα σε κασέτες.
Το βιβλίο πρωτοκυκλοφόρησε το 1996 με τον συμβολικό τίτλο Ψυχή μπλε και κόκκινη. Πρόκειται για την ψυχή της πατρίδας μας και του καθένα από μας χωριστά, που βάφτηκε η ψυχή του σ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα μπλε ή κόκκινη και, φοβάμαι, ότι έστω και πιο ξεθωριασμένα εξακολουθεί να παραμένει βαμμένη. Η κριτική στάθηκε γενναιόδωρη στο μυθιστόρημά μου αυτό.
Περισσότερα από δώδεκα εκτενή κείμενα δημοσιεύθηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες και μάλιστα από ορισμένους κριτικούς που ουδέποτε είχαν ασχοληθεί με το έργο μου. Στις 27 Σεπτεμβρίου του 1996 το βιβλίο παρουσιάστηκε από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο και τον καθηγητή Παναγιώτη Μουλλά στο βιβλιοπωλείο Ιανός (της Θεσσαλονίκης) με την παρουσία του Θανάση Καστανιώτη.
Ο Χριστιανόπουλος, που μίλησε πρώτος, τόνισε τον πρωτότυπο τρόπο συγκρότησης του μυθιστορήματος που δεν στηρίχτηκε σε ξένα πρότυπα. Ο Μουλλάς στάθηκε στη σημασία που έχει η προσωπική ματιά ενός πεζογράφου που εξιστορεί τα γεγονότα ακριβοδίκαια, χωρίς να παίρνει το μέρος της μιας ή της άλλης πλευράς. Και οι δυο μίλησαν για το χιούμορ που τρέχει στις σελίδες του βιβλίου και εξορκίζει την τραγικότητα των περιστάσεων. Εγώ πάντως, τη μεγαλύτερη ικανοποίηση την πήρα από τους γιους  μου, όταν και οι δύο μου είπαν: «πατέρα, τώρα σε γνωρίσαμε καλύτερα».  
Με ικανοποιεί ιδιαίτερα που τα τελευταία χρόνια πανεπιστημιακοί κυρίως καθηγητές (ιστορικοί ή φιλόλογοι) άρχισαν να ερευνούν και να αξιολογούν κείμενα λογοτεχνών, οι οποίοι έζησαν τα γεγονότα αυτά της πρόσφατης ιστορίας μας και τα πέρασαν στα βιβλία τους. Πρόκειται για μια πλειάδα βιωματικών πεζογράφων. Όλα αυτά τα γεγονότα αποτελούν ασφαλώς υλικό έρευνας της Ιστορίας ως επιστήμης.
Και η μελέτη τους δεν μπορεί να είναι παρά θεωρητική. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο κάθε ιστορικός δεν επηρεάζεται από τις πολιτικές του απόψεις ή από τις θεωρητικές μεθόδους που ακολουθεί στην έρευνά του, αφού τα ιστορικά γεγονότα επιδέχονται μελέτη από διάφορες οπτικές γωνίες. Παρατηρούνται ακόμα και  αποσιωπήσεις γεγονότων, όταν ο ιστορικός, για διάφορους λόγους, θέλει να αποκρύψει πτυχές της ιστορικής αλήθειας .
Όπως και να έχουν τα πράγματα, η Ιστορία ως επιστήμη επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στα αίτια και τα αποτελέσματα (πολιτικά, οικονομικά, απρόβλεπτες καταστάσεις και εξελίξεις, ντόπιες και διεθνείς) και στα κεντρικά πρόσωπα που συνέβαλαν στη δημιουργία αυτών των γεγονότων. 
Τα περισσότερα όμως από τα γεγονότα που παραπάνω περιληπτικά σας ανέφερα πέρασαν και στη λογοτεχνία από λογοτέχνες της εποχής τους. Γεννιέται επομένως το ερώτημα τι μπορεί να προσφέρουν τα λογοτεχνικά αυτά κείμενα για την καλύτερη κατανόηση – και γιατί όχι μελέτη – των ιστορικών αυτών περιόδων, πέρα από την αισθητική απόλαυση που αποτελεί προϋπόθεση κάθε καλού πεζού ή ποιητικού κειμένου;
Πιστεύω πως συμπληρώνουν την «επίσημη» ιστορία, η οποία, εκτός των όσων παραπάνω επισήμανα, έχει και το «μειονέκτημα» της ψυχρής επιστημονικής καταγραφής και απευθύνεται έτσι σε ένα πολύ πιο περιορισμένο αναγνωστικό κοινό απ’ ότι η λογοτεχνία. Επίσης, τα ιστορικά γεγονότα που πέρασαν ή περνούν και σήμερα ακόμα στη λογοτεχνία, αναφέρονται σε προσωπικές ή ατομικές περιπτώσεις απλών ανθρώπων που τους παρέσυρε η δίνη των γεγονότων και υπέστησαν τις συνέπειές τους. 

Τα πρόσωπα αυτά ως ήρωες των λογοτεχνικών κειμένων, «γράφουν» κι αυτά από τη μεριά τους και με τον δικό τους τρόπο τη «μικροϊστορία» της εποχής. Ασφαλώς μέσα από τις προσωπικές εμπειρίες και τα ιδεολογικά πιστεύω, που δια της μνήμης και με την τέχνη του αναβιώνει ο κάθε συγγραφέας και τα φορτίζει συναισθηματικά. Κι εδώ βρίσκεται η αξία τους: συμπληρώνουν ποικιλότροπα την «επίσημη» ιστορία και καταφέρνουν, μέσα από τη συγκίνηση που προκαλούν στον αναγνώστη, να μετατρέψουν το παρελθόν σε ολοζώντανο παρόν.
Τέλος, τα τελευταία πάλι χρόνια, νεότεροι σε ηλικία συγγραφείς προσπαθούν να αποδώσουν λογοτεχνικά μια ιστορική περίοδο μέσα από τις αφηγήσεις παλαιοτέρων προσώπων ή από διαβάσματα ιστορικών κειμένων (βιβλία ιστορίας, ιστορικά αρχεία, εφημερίδες), δημιουργώντας συνήθως πολυσέλιδα μυθιστορήματα, όπου η φαντασία έχει πρωταγωνιστικό ρόλο. Τα μυθιστορήματα αυτά, ιδίως όταν είναι καλογραμμένα, διαβάζονται ευχάριστα, αλλά προορίζονται για την «αναγνωστική αγορά» ως προϊόντα μαζικής κατανάλωσης και δεν μπορεί να έχουν την αξία της προσωπικής μαρτυρίας.


Με την ευκαιρία θέλω να ευχαριστήσω την κ. Εύα Καραϊτίδη των εκδόσεων της Εστίας διότι επέλεξε την καλύτερη εποχή για την επανέκδοση του βιβλίου μου.
 
Μάρτης 2013
      
υγ. Το μυθιστόρημά μου Ψυχή μπλε και κόκκινη θα επανακυκλοφορήσει φέτος, σε τρίτη έκδοση, από την Εστία, αφού εδώ και χρόνια έχουν εξαντληθεί οι δύο πρώτες του εκδόσεις (Καστανιώτης 1-21996) και δεν υπάρχει ούτε ένα αντίτυπο στα βιβλιοπωλεία. Είχα, βέβαια, κρατήσει λίγα βιβλία, τα οποία όμως  μου τα ζητούσαν διάφοροι φίλοι συγγραφείς (το τελευταίο, θυμάμαι, μου το ζήτησε πέρσι ο Θανάσης Βαλτινός) κι έτσι στο τέλος έμειναν μόνο δύο αντίτυπα για το προσωπικό μου αρχείο.

Η επανέκδοση ήταν επιβεβλημένη και για έναν άλλο λόγο: Ένα κεφάλαιο από το μυθιστόρημά μου, αυτό με τον τίτλο «Εμάς άραγε ποιος θα μας κοιτάξει», συμπεριλήφθηκε στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας για την Γ΄ Τάξη  του Ενιαίου Λυκείου (τον τίτλο τον έδωσε η επιτροπή λογοτεχνών και κριτικών / καθηγητών που επέλεξαν τα κείμενα) που εκδίδονται από τον Οργανισμό Εκδόσεων Διδακτικών Βιβλίων του Υπουργείου Παιδείας.
Έτσι, τα τελευταία χρόνια με καλούσαν σε πολλά Λύκεια της Θεσσαλονίκης και άλλων πόλεων της Μακεδονίας για να μιλήσω στους μαθητές για το έργο μου και ειδικά για το μυθιστόρημά  μου Ψυχή μπλε και κόκκινη, από το οποίο τους διάβαζα συνήθως και κάποια αποσπάσματα.
Όταν όμως με ρωτούσαν πού θα μπορούσαν να το βρουν για να το διαβάσουν ολόκληρο, η απάντηση ήταν σταθερή:
πουθενά∙  εκτός κι αν το σχολειό τους υπήρξε τυχερό και είχε ενταχθεί σε εκείνο το πιλοτικό  πρόγραμμα της δημιουργίας 500 σχολικών βιβλιοθηκών (με λεφτά από την Ευρωπαϊκή Ένωση φυσικά), το οποίο στη συνέχεια ναυάγησε από τους «άξιους» πολιτικούς μας που μάς κυβερνούν τις τελευταίες δεκαετίες (αλήθεια, πού πήγαν τα κονδύλια από τις άλλες 2500 σχολικές βιβλιοθήκες που προέβλεπε το πρόγραμμα αυτό;), οι οποίοι κατόρθωσαν με τη γνωστή πολιτική τους – κυβερνήσεις και αντιπολίτευση – να ναυαγήσουν όχι μόνο την παιδεία του τόπου αλλά και τη χώρα ολόκληρη και φυσικά να κλείσουν και οι σχολικές αυτές βιβλιοθήκες του αρχικού πιλοτικού προγράμματος.

Εγώ πάντως ένιωσα αρκετές φορές μεγάλη συγκίνηση, όταν τα σχολεία που με καλούσαν τύχαινε να έχουν και βιβλιοθήκη κι έβλεπα τα βιβλία μου, ειδικά το Ψυχή μπλε και κόκκινη, να είναι πολύ φθαρμένα από τους μαθητές που τα είχαν δανειστεί και τα είχαν διαβάσει.  
           
Διαβάστε άρθρα του Π. Σφυρίδη στο tvxs.gr ΕΔΩ

Πηγή



ΣΧΕΤΙΚΑ

Η ψυχή μου είναι βαμμένη μπλε και κόκκινη, σαν την πατρίδας, με τα μπλε και κόκκινα παιδιά της. Όταν τα πρόσωπα και τα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή μου άρχισαν να αναδύονται βασανιστικά στη μνήμη, σκέφτηκα ότι θα ήταν κρίμα να χαθούν, καθώς πλησιάζει πια η στιγμή που θα διαβώ το κατώφλι της ανυπαρξίας. Έγραψα λοιπόν το μυθιστόρημα αυτό, αξιοποιώντας τα βιώματά μου από την Κατοχή, τον Εμφύλιο και τα χρόνια της Αντιπαροχής που ακολούθησαν, όπως έπραξαν πριν από μένα κι άλλοι άξιοι πεζογράφοι της Θεσσαλονίκης, για να μη μείνει η εποχή αυτή πεδίο μελέτης των νεότερων μόνο ιστορικών, που με την ψυχρή επιστημονική τους μεθοδολογία θα την καταχωρήσουν στα τομίδια της πρόσφατης Ιστορίας μας. Τα πρόσωπα και τα γεγονότα που εξιστορώ είναι τα περισσότερα αληθινά, αν και δεν μπορώ να πω με σιγουριά –ύστερα μάλιστα από τόσα χρόνια– σε ποια σημεία ή ως ποιο σημείο η πραγματικότητα παραχώρησε τη θέση της στη μυθοπλασία. Η τεχνική που ακολούθησα βασίζεται στην περιγραφή πολλών, σχεδόν αυτοτελών, περιστατικών, που ολοκληρώνουν την τοιχογραφία ή το μωσαϊκό κάθε περιόδου. Προσδοκώ ότι η αναπαράσταση των χρόνων εκείνων θα ζωντανέψει τους χαλεπούς εκείνους καιρούς στη μνήμη των παλαιοτέρων και θα αποβεί χρήσιμη επίσης στους νέους για να κατανοήσουν την εποχή, που, επειδή οι συνθήκες άλλαξαν πολύ γρήγορα, όχι μόνο δεν τη γνωρίζουν, αλλά κι ούτε, πιστεύω, μπορούν και να τη φανταστούν. 

Π.Σ.