Γκατζετοπωλείον η αρχαία Ελλάς
(...)
Aν όλη αυτή η ενέργεια που ξοδεύτηκε για να καταργεί ο επόμενος ό,τι έκανε ο προηγούμενος είχε διοχετευθεί στην εκπόνηση τρόπων διδασκαλίας που θα επέτρεπαν στα παιδιά να αποκτήσουν αναγνωστική εμπειρία όλων αυτών των αριστουργημάτων της σκέψης, η κοινωνική και η πολιτική μας παιδεία ενδεχομένως να μην είχε φτάσει στα προγλωσσικά σημερινά επίπεδα.
(...)
Ενώ η χώρα μας θα μπορούσε, ακόμη και σήμερα, να διατηρεί μια προνομιούχο σχέση με τα κλασικά γράμματα και να είναι ο κατ’ εξοχήν υπερασπιστής τους στο ευρωπαϊκό περιβάλλον, την σχέση μας μαζί τους την έχουμε εγκλωβίσει στον κλειστοφοβικό επαρχιωτισμό της πολιτικής μας ζωής. Και κανείς δεν αντιδρά όταν κάποιοι την χρησιμοποιούν ως γκάτζετ για να καλύψουν την πολιτική τους ασχήμια.
Η δικτατορία των συνταγματαρχών άλλαξε τα δεδομένα της μαθητικής μου ζωής. Οταν επιστρέψαμε μετά τις καλοκαιρινές διακοπές στα θρανία μάς ανακοίνωσαν ότι έχει επανέλθει η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών στο γυμνάσιο. «Πιστεύω τω φίλω». Αυτή ήταν η πρώτη φράση από το αναγνωστικό του Ζούκη με τα κατασκευασμένα θέματα αρχαίας γλώσσας που επέτρεπαν στους φιλόλογους να ομαδοποιούν συντακτικά και γραμματικά φαινόμενα. Θυμάμαι ακόμη τον Στέφανο Πατάκη, τον νυν εκδότη και τότε καθηγητή μας, να μας εξηγεί τα περί δοτικής.
Η ιδεολογική παράγκα που λεγόταν «ελληνοχριστιανικός» πολιτισμός και την οποία προσπάθησε να στήσει η δικτατορία για να εμπνεύσει τον πληθυσμό, στην πραγματικότητα δεν λειτούργησε ποτέ. ΄Ηταν πρόχειρα φτιαγμένη, γεμάτη μπαλώματα και παρ’ ότι μια μειονότητα αντέδρασε εξαρχής, κυκλοφόρησε ανενόχλητη στην αδράνεια της εποχής. Κατέρρευσε με την πτώση του καθεστώτος, μαζί με την τραγελαφική μεταχείριση της καθαρεύουσας στην ρητορική του Γεωργίου Παπαδοπούλου. Ενα από τα εγκλήματα της δικτατορίας είναι ότι ξανάδωσε ιδεολογικό πρόσημο στην σχέση της σύγχρονης με την αρχαία Ελλάδα.
Η μεταπολίτευση, εκτός από την πελατειακή νοοτροπία της διακυβέρνησης, υιοθέτησε και τον ιδεολογικό διχασμό. Απλώς στον τομέα αυτόν αντιστρέφοντας τους όρους. Η ηγεμονία της λεγόμενης προοδευτικής διανόησης χειροκροτούσε τους «Πέρσες» του Κουν στην Επίδαυρο, αφήνοντας κατά τα λοιπά τις σχέσεις με την αρχαιότητα στους ειδικούς, στους αρχαιολόγους και τους φιλόλογους. Οι συγγραφείς που σάρωναν τότε στις προτιμήσεις του κοινού, όχι μόνον δεν αναφέρονταν στην κλασική παιδεία, αλλά καταργούσαν και κάθε δυνατή σχέση μαζί της. Ο Μαρξ και η κακομεταφρασμένη ψυχανάλυση μαζί με την προχθεσινή κοινωνιολογία τα είχαν πει όλα. Κι αν ήθελες να μάθεις για τον Αριστοτέλη χωρίς να οδηγηθείς σε λάθος συμπεράσματα καλύτερα να διάβαζες τον Μαρξ παρά να χάνεις τον χρόνο σου αποκρυπτογραφώντας τα «Ηθικά Νικομάχεια». Γενικεύω και κατ’ ανάγκη αδικώ όσους άξιους μελετητές της κλασικής γραμματείας εργάστηκαν αυτά τα χρόνια, είτε ως εκπαιδευτικοί είτε ως ερευνητές, όμως αναφέρομαι σε μια αντίληψη κυρίαρχη που εξακολουθεί να επηρεάζει τη νοοτροπία μας.
Τον Σεφέρη τον λατρεύαμε. Τον διαβάζαμε και τον τραγουδούσαμε. Δεν μας ενδιέφερε όμως να καταλάβουμε τι θα ήταν ο Σεφέρης αν δεν έβλεπε μπροστά στα μάτια του τον ορίζοντα ενός ελληνισμού που έφτανε ως τον Αισχύλο. Και γιατί, όπως γράφει στις «Μέρες» του δακρύζει όταν στο Γιοχάνεσμπουργκ, στην διάρκεια του πολέμου, ξανανοίγει μετά από καιρό τον «Προμηθέα Δεσμώτη». Πήραμε τον Μακρυγιάννη του, και τον Αισχύλο του τον αφήσαμε στον ίδιον και την ποίησή του. Τι θα ήταν η υπέροχη γλώσσα του χωρίς τη συνεχή συνομιλία του με την καθαρεύουσα και την αρχαία; Καταργήσαμε την καθαρεύουσα ως γλώσσα τεχνητή, ξεχνώντας πως μια «τεχνητή» γλώσσα δεν παράγει λογοτεχνικά αριστουργήματα όπως αυτά που έγραψε ο Βιζυηνός ή ο Ροΐδης. Υιοθετήσαμε δε την κατασκευασμένη δημοτική του Τριανταφυλλίδη. Και όλο το πρόβλημα, για μια ακόμη φορά, το περιορίσαμε στο «γλωσσικό». Παραγνωρίζοντας ότι το γλωσσικό έχει σημασία στον βαθμό που σου ανοίγει τον δρόμο για αναγνωστική εμπειρία.
Οι πρώην αποικιοκρατικές δυνάμεις της Δυτικής Ευρώπης αντιμετώπισαν τα κλασικά γράμματα ως πυλώνα της πολιτισμικής τους αλαζονείας και αργά αλλά σταθερά κατάφεραν να τα περιθωριοποιήσουν. Εμείς, δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν γίναμε ποτέ αποικιοκράτες, είχαμε όμως να κάνουμε με τους «ντόπιους υπηρέτες» τους, την «επάρατο δεξιά». Και επειδή «ο λαός δεν ξεχνούσε τι σημαίνει δεξιά» ήμασταν αποφασισμένοι να καταργήσουμε και όλο το πνευματικό της οπλοστάσιο. Η κατάργηση της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών στο γυμνάσιο αντιμετωπίσθηκε, ακόμη και από προοδευτικούς φιλολόγους ως μέτρο κάθαρσης της παιδείας από ένα περιττό φορτισμένο ιδεολογικά και πολιτικά βάρος. Αργότερα, σε κάποια από τις αλλεπάλληλες μεταρρυθμίσεις επανήλθαν, όλως συμπτωματικώς από κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Αν όλη αυτή η ενέργεια που ξοδεύτηκε για να καταργεί ο επόμενος ό,τι έκανε ο προηγούμενος είχε διοχετευθεί στην εκπόνηση τρόπων διδασκαλίας που θα επέτρεπαν στα παιδιά να αποκτήσουν αναγνωστική εμπειρία όλων αυτών των αριστουργημάτων της σκέψης, η κοινωνική και η πολιτική μας παιδεία ενδεχομένως να μην είχε φτάσει στα προγλωσσικά σημερινά επίπεδα.
Την περασμένη Κυριακή, σχολιάζοντας το κείμενό μου για την κακοποίηση της αρχαίας Ελλάδας από την Χρυσή Αυγή, αναγνώστες μου ζήτησαν να συνεχίσω. Επειδή το θέμα δεν αφορά μόνον στην εκπαίδευση, αλλά στην ίδια την συγκρότηση της συλλογικής μας συνείδησης, με την ευκαιρία της 21ης Απριλίου, προσπάθησα να θίξω την συστηματική στρέβλωση που έχει υποστεί. Ενώ η χώρα μας θα μπορούσε, ακόμη και σήμερα, να διατηρεί μια προνομιούχο σχέση με τα κλασικά γράμματα και να είναι ο κατ’ εξοχήν υπερασπιστής τους στο ευρωπαϊκό περιβάλλον, την σχέση μας μαζί τους την έχουμε εγκλωβίσει στον κλειστοφοβικό επαρχιωτισμό της πολιτικής μας ζωής. Και κανείς δεν αντιδρά όταν κάποιοι την χρησιμοποιούν ως γκάτζετ για να καλύψουν την πολιτική τους ασχήμια.
Του Τάκη Θεοδωρόπουλου
''ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ''
21-4-2013