Γιατί χαίρεται ο κόσμος;
(...)
Από πού ξεφύτρωσαν όλα αυτά τα ωραία κειμήλια του «lifestyle», αυτά τα αναμνηστικά γκάτζετ της χαζοχαρούμενης Ελλάδας που έτρεχε, ενθουσιασμένη από τον εαυτό της, κατευθείαν στο ντουβάρι;
Ποιος υποτιμά τόσο πολύ τους εφήβους και τους καθηγητές τους ώστε να πιστεύει ότι τους εκπαιδεύει ξεναγώντας τους στην επικράτεια του κιτς;
(...)
Εστησε ο έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη. Κι ενώ ο ήλιος που μεσουρανούσε χάριζε γενναιόδωρα τη διαύγειά του στα σκοτισμένα μυαλά των κατοίκων του λεκανοπεδίου, η φωνή της νεότητας, σαν άρωμα γλυσίνας ή νεραντζιάς, ξεπηδούσε από τις κερκίδες του Καλλιμάρμαρου, ουρανομήκης, δροσερή και αειθαλής πνοή του ελληνισμού: «Για την ειρήνη και τη φιλία των λαών!» Το ημερολόγιο έδειχνε Παρασκευή 12 Απριλίου του 2013 και κανείς δεν έμοιαζε ικανός να ανακόψει την ορμή της μαθητιώσας νεολαίας που είχε συγκεντρωθεί στο Στάδιο για να ψυχαγωγηθεί με την αναπαράσταση των Πρώτων Σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων.
Κανείς, εκτός από τον
άνθρωπο που κάποτε ενσάρκωσε τα όνειρά τους με τις «Σαββατογεννημένες» και το «Παρά πέντε», αυτόν που έγραψε τους διαλόγους του Ρουβά με τη Μενούνος για τη Eurovision το 2006, τον ίδιο που όλοι περιμένουν να παρουσιάσει τον Αγάθωνα στον ωραίο φετινό αγώνα των Μουσών. Γιατί, μόλις έκανε την εμφάνισή του ο Γιώργος Καπουτζίδης, η φιλειρηνική διάθεση της νεότητας έδωσε τη θέση της σε επιφωνήματα ενθουσιασμού. «Είστε υπέροχοι», τους ανταπέδωσε εκείνος. «Σας βλέπω όλους πολύ χαρούμενους...», τους επισήμανε μπας και του ξεφύγει κανενός κάνας αναστεναγμός θλίψης, εντελώς παράταιρος στην ατμόσφαιρα της ψυχικής αιθρίας. Δεν ήταν μόνος ο κ. Καπουτζίδης. Εκτός από τη μασκότ της σεμνής τελετής τον συνόδευε και «ο πολυαγαπημένος» της νεότητας Μιχάλης Μαρίνος (;), ο οποίος, στον ρόλο που συνήθως παίζουν οι «πάνυ μεν ουν» στους σωκρατικούς διαλόγους, τον άκουγε έκθαμβος να αναλύει το νόημα των Ολυμπιακών Αγώνων. «Αγωνίζονταν όχι για να νικήσουν, αλλά για την πορεία», εξήγησε στα παιδιά που κρέμονταν από τα χείλια τους.
άνθρωπο που κάποτε ενσάρκωσε τα όνειρά τους με τις «Σαββατογεννημένες» και το «Παρά πέντε», αυτόν που έγραψε τους διαλόγους του Ρουβά με τη Μενούνος για τη Eurovision το 2006, τον ίδιο που όλοι περιμένουν να παρουσιάσει τον Αγάθωνα στον ωραίο φετινό αγώνα των Μουσών. Γιατί, μόλις έκανε την εμφάνισή του ο Γιώργος Καπουτζίδης, η φιλειρηνική διάθεση της νεότητας έδωσε τη θέση της σε επιφωνήματα ενθουσιασμού. «Είστε υπέροχοι», τους ανταπέδωσε εκείνος. «Σας βλέπω όλους πολύ χαρούμενους...», τους επισήμανε μπας και του ξεφύγει κανενός κάνας αναστεναγμός θλίψης, εντελώς παράταιρος στην ατμόσφαιρα της ψυχικής αιθρίας. Δεν ήταν μόνος ο κ. Καπουτζίδης. Εκτός από τη μασκότ της σεμνής τελετής τον συνόδευε και «ο πολυαγαπημένος» της νεότητας Μιχάλης Μαρίνος (;), ο οποίος, στον ρόλο που συνήθως παίζουν οι «πάνυ μεν ουν» στους σωκρατικούς διαλόγους, τον άκουγε έκθαμβος να αναλύει το νόημα των Ολυμπιακών Αγώνων. «Αγωνίζονταν όχι για να νικήσουν, αλλά για την πορεία», εξήγησε στα παιδιά που κρέμονταν από τα χείλια τους.
Και μετά; Μετά εμφανίστηκε η Ντέμυ. «Ενα μεγάλο χειροκρότημα για την Ντέμυ». Και η Ντέμυ, ντυμένη Αρτεμις με ψηλοτάκουνα κατακόκκινα γοβάκια, τραγούδησε και χόρεψε δις και τρις επαναλαμβάνοντας το ρεφρέν: «Μόνο βαδίζουμε και πάλι μπροστά»! Και μετά; Ε, μετά ήρθε και ο βασιλεύς Γεώργιος με την Ολγα, αξιωματικοί και μια πολύ νευρική γυναίκα με ξανθιές μπούκλες που περιέγραφε με εξόχως δραματικό τρόπο πώς ο αδύνατος νερουλάς από το Μαρούσι έγινε Λούης και κέρδισε τον Μαραθώνιο. Ολα αυτά δε σε σκηνοθεσία-χορογραφία Φωκά Ευαγγελινού («Αννα Καρένινα» με τη Μιμή Ντενίση, Βίσση, Ρουβάς, «Μπράβο» με τη Ρούλα Κορομηλά, και «My number one» με Παπαρίζου μεταξύ άλλων).
Καθηγήτρια γυμνασίου η οποία συμμετείχε με το χαρούμενο πλήθος των μαθητών της στη σεμνή αυτή τελετή του Ολυμπιακού Πνεύματος αναρωτιόταν πού κολλάνε όλα αυτά. Ασε που ο κ. Καπουτζίδης φώναζε στα παιδιά «είστε καταπληκτικοί» την ώρα που οι ταλαίπωροι φιλόλογοι παλεύουν να τους μάθουν τη διαφορά ανάμεσα στο «εκπληκτικός» και «καταπληκτικός». «Γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελά, πατέρα;» Από πού ξεφύτρωσαν όλα αυτά τα ωραία κειμήλια του «lifestyle», αυτά τα αναμνηστικά γκάτζετ της χαζοχαρούμενης Ελλάδας που έτρεχε, ενθουσιασμένη από τον εαυτό της, κατευθείαν στο ντουβάρι; Ποιος υποτιμά τόσο πολύ τους εφήβους και τους καθηγητές τους ώστε να πιστεύει ότι τους εκπαιδεύει ξεναγώντας τους στην επικράτεια του κιτς; Αν μη τι άλλο, ο Γιώργος Οικονομίδης, ο οποίος επί χούντας μάς μυούσε στην «Πολεμική Αρετή» δείχνοντάς μας Πέρσες με βραδινά φορέματα να παλεύουν με τους Ελληνες που φορούσαν μίνι, δεν απαιτούσε να είμαστε χαρούμενοι. «Την καλημέρα μας στην ωραία Βλαχοκερασιά». Ο «υπαρκτός ελληνισμός», που λέει και ο Στέφανος Κασιμάτης, ποτέ δεν πεθαίνει.
Τα έξοδα του Ολυμπιακού Πνεύματος τα ανέλαβαν χορηγοί. Ευτυχώς και αυτό μας έλειπε. Πλην όμως, επειδή την όλη αυτή σεμνή τελετή του τηλεοπτικού πνεύματος την έθεσε υπό την αιγίδα του το υπουργείο της Παιδείας μας, μπορώ κι εγώ να αναρωτηθώ πώς το βλέπει το πράγμα. Αν το ίδιο σπαταλάει με τόση γενναιοδωρία τις διδακτικές ώρες, γιατί απαιτεί από τους μαθητές και τους καθηγητές τους να τις σεβαστούν;
Του Τάκη Θεοδωρόπουλου
http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathpolitics_1_16/04/2013_494012
ΣΧΕΤΙΚΑ