Για τα «δωράκια...»

Bαγγέλης Παπαβασιλείου
''ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ'

Το πρωτοείχα ακούσει, πριν από αρκετές δεκαετίες, από το μακαρίτη πεθερό μου: ο Πρώσος, και αργότερα, γενικώς, ο Γερμανός δημόσιος υπάλληλος, καθώς συντάσσει κάποιο υπηρεσιακό έγγραφο, θυμάται την πρωινή παραγγελία της γυναίκας του: το μεσημέρι, όταν θα σχολάσει από την υπηρεσία του, να μην ξεχάσει να φέρει δύο κιλά πατάτες!
Σχεδόν το είχε ξεχάσει... Σπεύδει λοιπόν κι ακουμπάει στο τραπέζι εργασίας του τον υπηρεσιακό στυλογράφο του, βγάζει από την τσέπη του το προσωπικό του μολύβι και σημειώνει στο ημερολόγιο που έχει στην άλλη τσέπη του: «Δύο κιλά πατάτες για το σπίτι!». Υστερα, επανατοποθετεί το προσωπικό του μολύβι στην τσέπη του και ξαναπαίρνει το υπηρεσιακό, συνεχίζοντας τη σύνταξη του εγγράφου που έπρεπε να στείλει, στο πλαίσιο των υπηρεσιακών του καθηκόντων!

Γελάς, φίλε αναγνώστη;

Και όμως, με αυτήν τη νοοτροπία οι νικημένοι Γερμανοί βγήκαν ισχυρότεροι, μέσα από δύο τρομακτικούς παγκόσμιους πολέμους, που κυριολεκτικώς τους είχαν αφανίσει.
Για του λόγου το ασφαλές, ο πεθερός μου με είχε έκτοτε διαβεβαιώσει ότι σε κάποια γενέθλιά του είχε λάβει στο σπίτι μια τούρτα, συνοδευόμενη από κάρτα με εγκάρδιες ευχές. Αποστολέας ήταν ο μισθωτής του δημοτικού πάρκου και του οικείου εστιατορίου-ζαχαροπλαστείου. Ο εορτάζων παραλήπτης του δώρου ήταν ο διευθυντής της αρμόδιας διεύθυνσης του δήμου για τις εκμισθώσεις των δημοτικών κτηρίων. Η τούρτα επιστράφηκε, συνοδευόμενη από ένα λιτό γράμμα, με το οποίο εκφράζονταν οι θερμές ευχαριστίες για τις φιλικές ευχές.
Θυμήθηκα αυτά τα περιστατικά, τώρα που γράφω τούτες τις σκέψεις, καθώς πάνω στο τραπέζι εργασίας μου είναι ακουμπισμένο το σημερινό φύλλο της αγαπητής «Ε», με όσα ο βουλευτής Γιάννης Πανούσης, πανεπιστημιακός συνάδελφος και άλλοτε αριστούχος μαθητής μου, γράφει, απαξιώνοντας τους «ηθικολογούντες», οι οποίοι ενοχλήθηκαν από τη νομοθετική κατοχύρωση των δώρων που κάποιοι κουβαρντάδες στέλνουν σε δημόσιους λειτουργούς και υπαλλήλους, έτσι... από την καλή τους καρδιά! Η ευπρέπεια και ο αυτοσεβασμός μου δεν μου επιτρέπουν άλλη σχετική παρατήρηση, και πολύ περισσότερο δεν με παρασύρουν σε απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς. Οπωσδήποτε όμως δεν μπορώ να μη σημειώσω κάποια σχετική, και για μένα τον αφελή, πικρή ανάμνηση.
Λοιπόν, πριν από 38 χρόνια, γύρω στα μέσα Ιουλίου, με είχε επισκεφθεί κάποιος παλιός μαθητής μου, λάμποντας από χαρά, καθώς, με εύλογο καμάρι, μου έφερε και μου παρέδωσε το βιβλίο της διδακτορικής διατριβής του, το οποίο μόλις είχε τυπωθεί στη Γερμανία με χορηγία κάποιου γερμανικού ιδρύματος. Αφού θερμά τον συνεχάρην και του ευχήθηκα καλή εξακολούθηση στις ωραίες επιδόσεις του, μου ζήτησε να του πω σε ποιους άλλους καθηγητές της Νομικής να προσφέρει το όντως αξιόλογο βιβλίο του. Του απάντησα ότι αυτό ήταν εύκολο. Απλωσα το χέρι μου, πήρα από το τραπέζι την επετηρίδα του πανεπιστημίου μας και ξεκίνησα εκφωνώντας, πρώτο, κατά την οικεία σειρά, το όνομα του πρύτανη, που, συμπτωματικά, ήταν καθηγητής της Νομικής: Εμμανουήλ Βουζίκας! Τι ήθελα και το ξεστόμισα;... Ο συνομιλητής μου αναπήδησε στο κάθισμά του, κραυγάζοντας: «Ε, όχι! Αυτός συνταξιοδοτείται τον άλλο μήνα. Δεν τον έχω ανάγκη!».
Αναρωτιέμαι, αν ο βουλευτής πανεπιστημιακός δάσκαλος, που υπεραμύνθηκε των υπαλληλικών δώρων, γνωρίζει τάχα κάποιον που, έξω από το στενό κύκλο των συγγενών και φίλων του, παίρνει δωράκια, δίχως καμιά υστεροβουλία του δωρητή.
Κάποτε, στο πλαίσιο σχετικής φιλικής συζήτησης, αναφορικά με το ίδιο ενοχλητικό ερώτημα, σεβαστός εισαγγελέας του Αρείου Πάγου είχε μελαγχολήσει και μας είχε εξομολογηθεί για τις σπρωξιές, τις οποίες, ήδη ως συνταξιούχος, είχε υποστεί σε δημόσιες συνάξεις, από (όχι όλους, όμως αρκετούς) νεότερους δικαστές και εισαγγελικούς λειτουργούς, οι οποίοι, όταν ακόμη βρισκόταν «εν τη βασιλεία του», κυριολεκτικώς τσακίζονταν να του δείχνουν πόσο αστραφτερό πρόσωπο είχαν, απλώς και μόνον κάτω από την ευτυχία να τον αντικρίζουν!...
Υστατο, αλλά καθόλου ανυπόστατο: δεν είναι λίγοι εκείνοι από τους συμπατριώτες μας οι οποίοι, σε όλους τους μικρούς, μέτριους ή μεγάλους συναλλακτικούς χώρους, επί τέλους ανακουφίστηκαν από την αιφνίδια γαλαντομία σύσσωμου του γνωστού για την αρετή του πολιτικού κόσμου της χώρας μας, καθώς εκείνος έσπευσε και νομιμοποίησε στο χώρο της δημόσιας διοίκησης τα «δωράκια», και μάλιστα με τη βούλα της Αριστεράς! Οπωσδήποτε όμως, ήδη από τα αρχαιότατα χρόνια, η... δύστροπη ή ίσως και κακότροπη δυτική φρόνηση προειδοποιούσε και δεν έπαψε να θυμίζει: timeo danaos et dona ferendas! Πάει να πει, να φοβάσαι τους ρωμιούς, ακόμη κι αν (ή, ακριβέστερα: ιδίως όταν) σου κουβαλάνε δώρα και δωράκια... Και άσε την Ηρα με την Αθηνά, ήδη από τους πρώτους στίχους της Ιλιάδας, να ορύονται: «Ντροπή σας, Αργείοι! Χαμένα ρεμάλια! Ωραιοπαθείς!» (Ιλιάδα, Ε 785-789: «Αιδώς, Αργείοι, κάκ' ελέγχεα, είδος αγητοί!).
Και ύστερα απορούμε γιατί και πώς, επί τρεις χιλιάδες χρόνια, δεν καταφέραμε ποτέ να εξασφαλίσουμε, αν όχι την εκτίμηση των άλλων, τουλάχιστον το δικό μας αυτοσεβασμό, πορευόμενοι σταθερά ως αχρείοι και αναξιόπιστοι...

KΩΣΤΑΣ ΜΠΕΗΣ

''ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ''
24-4-2013