Ο μάγος Μάης


(...)
Χορεύοντας στα χείλη προαιώνιων αβύσσων, πολλοί ήταν αυτοί που δεν άντεξαν τη συνεχή διαπραγμάτευση με το αδύνατο. Η παραδείσια «αμμουδιά κάτω από τ’ αγκωνάρια» δεν είχε ούτε βάθος ούτε διάρκεια. 
Με αυτήν την έννοια, ο Μάης του ’68 υπήρξε ένας εορτασμός του εφήμερου, ένας καθαγιασμός της ζωής ως περιπλάνησης σε τόπους στους οποίους είναι αδύνατον κανείς να επανέλθει, ίσως και ένας ύμνος στη ζωή ως υπέροχο «λάθος»
(...)
Είναι μια πολύ βαθύτερη και άνευ όρων κατάφαση σε μια γοητευτική αλλά εν τέλει μάταια υπαρξιακή περιπλάνηση ανάμεσα σε αντιφατικές προκλήσεις και επιθυμίες, σε αλήθειες και ψεύδη, σε διλήμματα και απολαύσεις, όπου ο καθένας αναλαμβάνει συνειδητά τον κίνδυνο μιας επόμενης μέρας δίχως επιστροφή, νόημα ή αντίκρυσμα. Το μαγικό λάβαρο που συνήγειρε τους στρατευμένους ζηλωτές του Μάη συνόψιζε το απωθημένο όνειρο απαλλαγής από οποιονδήποτε ψυχαναγκασμό σε επανάληψη. Και γι’ αυτό ίσως εξακολουθεί να μας γνέφει, έστω από μακριά.








ΜΑΗΣ ’68

Ημουν κι εγώ εκεί. Ή μάλλον, για να ακριβολογήσω, πήγα κι εγώ εκεί. Διαβάζοντας στα πρωτοσέλιδα ότι το Παρίσι «καίγεται», δεν μπορούσα να μείνω άλλο στο πληκτικό Νιου Χέιβεν όπου βρισκόμουν. Η έλξη εκείνου που δεν υπήρχε ακόμα παρά μόνο στη μετεφηβική φαντασία μου ήταν ακατανίκητη. Και με το αεροδρόμιο του Παρισιού κλειστό, αναγκάστηκα να ταξιδέψω μέσω Βρυξελλών. Από εκεί, συνέχισα με λεωφορείο. Και η πρώτη ένδειξη πως κάτι ριζικό έχει αλλάξει ήταν το γεγονός ότι κανείς δεν μας έλεγξε στα σύνορα. Χαρούμενοι -ή τουλάχιστον έτσι έμοιαζαν- τελωνοφύλακες μας απεύθυναν φιλικά νεύματα. Σαν να έμπαινα σε μια άλλη χώρα, απαλλαγμένη από κανόνες, νόμους, δεσμεύσεις και φοβίες. Εδώ, σκέφτηκα, ίσως να μπορεί να αλλάξουν όλα. Κι εγώ μαζί.

Οπως βέβαια φάνηκε εκ των υστέρων δεν μπορούσαν να αλλάξουν όλα. Αλλά σίγουρα άλλαζαν πολλά. Και πρώτα πρώτα εγώ ο ίδιος, που δίχως να το επιδιώκω ή να είναι δυνατόν να το προβλέψω βρήκα τον δρόμο μου, αποκρυστάλλωσα απόψεις και κατέληξα στο τέλος να αποκτήσω «ιδιότητες», άρα και «επάγγελμα». Η σημαντικότερη ίσως παρενέργεια του Μάη ήταν ότι εξωθούσε όχι μόνο τους πρωταγωνιστές του αλλά κι εκείνους που παρέμεναν απλοί μάρτυρες να απωθήσουν τις αβεβαιότητές τους και να αναθεωρήσουν όλες τις κοσμοθεωρητικές αφετηρίες τους. Αλλά η απώθηση είχε τίμημα.

Οσοι δεν αντιστάθηκαν στη μαγεία του στροβιλισμού στην άγνωστη χώρα, όπου «όλα μπορεί να συμβούν», όσοι δεν φοβήθηκαν να παρασυρθούν στο παίγνιο μιας απόλυτης επιτρεπτικότητας, όπου «απαγορεύεται το απαγορεύειν», όσοι άφησαν τον εαυτό τους έκθετο στη γοητεία των δαιμόνων και των Σειρήνων, όσοι πειραματίστηκαν με την αναζήτηση απαγορευμένων καρπών που μετέχουν ταυτόχρονα της γνώσης του καλού και του κακού, αναλάμβαναν τον κίνδυνο της επιγενόμενης αποσύνθεσης και διάλυσης. Δεν είναι τυχαίο ότι, τελικώς, πολλοί ανάμεσά τους αυτοκτόνησαν ή κατέληξαν έγκλειστοι σε ψυχιατρικά καταστήματα. Από τη στιγμή που κατέστη σαφές ότι η φλόγα που θα έφερνε «τη φαντασία στην εξουσία» είχε αρχίσει να τρεμοπαίζει, όσοι είχαν πιστέψει ανεπιφύλακτα στην αστείρευτη ζωογόνο της δύναμη κινδύνεψαν να καούν στα αποκαΐδια. Χορεύοντας στα χείλη προαιώνιων αβύσσων, πολλοί ήταν αυτοί που δεν άντεξαν τη συνεχή διαπραγμάτευση με το αδύνατο. Η παραδείσια «αμμουδιά κάτω από τ’ αγκωνάρια» δεν είχε ούτε βάθος ούτε διάρκεια.

Με αυτήν την έννοια, ο Μάης του ’68 υπήρξε ένας εορτασμός του εφήμερου, ένας καθαγιασμός της ζωής ως περιπλάνησης σε τόπους στους οποίους είναι αδύνατον κανείς να επανέλθει, ίσως και ένας ύμνος στη ζωή ως υπέροχο «λάθος». Δεν είναι τυχαίο ότι στο στερνό του κείμενο ο εμβληματικός φιλόσοφος Μισέλ Φουκό ορίζει τη ζωή ως «εκείνο που είναι ικανό να σφάλλει» και τον άνθρωπο σαν ένα «ζωντανό ον που δεν βρίσκεται ποτέ στη θέση του, ένα ον που είναι πλασμένο για να περιπλανάται και να αυταπατάται». Οπως επίσης δεν είναι ίσως τυχαίο ότι παρ’ όλο που διήρκεσαν πολλά χρόνια, τα απόνερα του γαλλικού Μάη δεν οδήγησαν σε οργανωμένες μορφές πολιτικής βίας. Ο Παρισινός Μάης δεν άνοιξε τον δρόμο σε συγκεκριμένες «κλειστές» και ολιστικές απόψεις για το δέον γενέσθαι και για τους τρόπους με τους οποίους όσοι είχαν πάρει τη ζωή τους λάθος, θα πρέπει να αλλάξουν ζωή. Είναι μια πολύ βαθύτερη και άνευ όρων κατάφαση σε μια γοητευτική αλλά εν τέλει μάταια υπαρξιακή περιπλάνηση ανάμεσα σε αντιφατικές προκλήσεις και επιθυμίες, σε αλήθειες και ψεύδη, σε διλήμματα και απολαύσεις, όπου ο καθένας αναλαμβάνει συνειδητά τον κίνδυνο μιας επόμενης μέρας δίχως επιστροφή, νόημα ή αντίκρυσμα. Το μαγικό λάβαρο που συνήγειρε τους στρατευμένους ζηλωτές του Μάη συνόψιζε το απωθημένο όνειρο απαλλαγής από οποιονδήποτε ψυχαναγκασμό σε επανάληψη. Και γι’ αυτό ίσως εξακολουθεί να μας γνέφει, έστω από μακριά.


Του Κωνσταντίνου Τσουκαλά
Πηγή
 www.efsyn.gr 
7-5-2013



tsoukalas

ΣΧΕΤΙΚΑ


ΜΑΗΣ ’68 - Από την απελευθέρωση του ατόμου στον ατομισμό