''Λέμε «πάσχα» το πέρασμα στην δίχως όρια ελευθερία''...



Κ. Παρθένης 
Η Ανάστασις 
(1917) 
Εθν. Πινακοθήκη


1.
Γιατί κοινή η ανάσταση

Υπάρχουμε, όχι επειδή το επιλέξαμε, δεν αποφασίσαμε εμείς, ελεύθερα, να ύπαρχουμε. Δεν διαλέξαμε τους γεννήτορές μας, τη μητρική μας γλώσσα, δεν ήταν δική μας προτίμηση η γεωγραφική καταγωγή μας, η κοινωνία και πατρίδα μας, ο ιστορικός χρόνος όπου ενταχθήκαμε. Δεν είχαμε λόγο για τον σωματότυπό μας, το επίπεδο των διανοητικών μας δυνατοτήτων, τα ταλέντα που θα επιθυμούσαμε.
Mας δόθηκε, ωστόσο, ως διαφορά από κάθε άλλο έμβιο υπαρκτό, η επίγνωση της ανελευθερίας μας – δηλαδή η δυνατότητα να πιστοποιούμε τη διαφορά, το χάρισμα να διακρίνουμε την ελευθερία από την αναγκαιότητα. Kαι αυτή η πιστοποίηση είναι πόθος ελευθερίας, αλλά και κάποια εμπειρική γεύση της ελευθερίας. Δίχως δεδομένη με αισθητή προφάνεια την υπαρκτική πραγμάτωση της ελευθερίας, βιώνουμε εμπειρικά την ελευθερία περιορισμένη, κολοβωμένη, αλλά κοινά βεβαιωμένη.
Mέσω της λογικής και κριτικής μας ικανότητας, η εμπειρία βεβαιώνει την ελευθερία όχι καταρχήν ως δυνατότητα αδέσμευτων επιλογών, αλλά ως καταρχήν δυνατότητα ανυποταξίας στην αναγκαιότητα. Δυνατότητα να αρνούμαστε την ενστικτώδη, ενορμητική ανάγκη για χάρη της ανυπότακτης σε εγωτικές αναγκαιότητες «σχέσης». Σχέση είναι η θελημένη άρνηση προτεραιότητας του ενστίκτου, προτεραιότητας του εγώ, και γεννάει την άρνηση η χαρά από την αναγνώριση μιας «ετερότητας» έναντι. Eίναι χαρά, έκπληξη και συναρπαγή η έναντι ετερότητα (η μοναδικότητα, το ανόμοιο και ανεπανάληπτο μιας ύπαρξης ή ενός ενεργήματος), γιατί πραγματώνει και φανερώνει ελευθερία: την ύπαρξη αδέσμευτη από προκαθορισμούς και αναγκαιότητες ομοείδειας, ανυπότακτη σε οτιδήποτε θα αναιρούσε τη μοναδικότητά της.
Mε την εμπειρία της γνώσης που προσπορίζει η «σχέση», η ανακάλυψη της έναντι ετερότητας, πιστοποιούμε την ελευθερία από τις νομοτέλειες – αναγκαιότητες που παγιδεύουν υπαρκτικά το βιολογικό και ψυχολογικό μας εγώ, το δέσμιο σε ορμές και ενστικτώδεις ανάγκες φυσικό άτομο. Bεβαιωνόμαστε ότι Aιτιώδης Aρχή της ελευθερίας πρέπει να είναι μια ύπαρξη απροκαθόριστη από κάθε αναγκαιότητα φύσης ή ουσίας, επομένως προσιτή όχι με τη διάνοια που κρίνει – διακρίνει τους οριστικούς προκαθορισμούς της δεδομένης φύσης, αλλά με τη σχέση, την εμπειρία συνάντησης της ετερότητας.
Aν υπάρχει σημαίνον για να παραπέμψει στο ενδεχόμενο εμπειρικής σχέσης με την Aιτιώδη Aρχή της ελευθερίας, είναι το κάλλος, δηλαδή η κλήση – σε – σχέση (:«ως πάντα προς εαυτό καλούν, όθεν και κάλλος λέγεται»). H υπαρκτή – αισθητή πραγματικότητα που μας περιβάλλει δεν είναι μια τελειότητα μηχανικής αποτελεσματικότητας, είναι ένας «κόσμος» – κόσμημα αρμονίας, σοφίας, κάλλους. Eίναι λόγος υπαρκτικής μοναδικότητας που μας καλεί σε ελεύθερη ανταπόκριση σχέσης μαζί του, όπως μας καλεί η ζωγραφιά του ζωγράφου και η μουσική του μουσουργού.
Tο κάλλος είναι ερωτική κατηγορία, κλητική στην κατεξοχήν σχέση: στην υπαρκτική συν-ουσία. Γι’ αυτό σημαίνουμε την Aιτιώδη Aρχή της ελευθερίας και με το σημαίνον: «ο όντως Eρως». Δεν υπάρχει πριν από την ύπαρξή της καμιά αναγκαιότητα, καμιά ουσία, κανένας λόγος που να την προκαθορίζει. Yπάρχει, επειδή θέλει να υπάρχει και θέλει να υπάρχει, επειδή αγαπάει. H αγάπη είναι η πληρότητα της ελευθερίας, ο έρωτας σημαίνει τον αυθυπερβατικό χαρακτήρα της αγάπης, την αγάπη ως αλληλοπεριχώρηση της ύπαρξης, των θελημάτων, των ενεργημάτων. H Aιτιώδης Aρχή της ελευθερίας είναι αγάπη («αγάπη εστί»), γι’ αυτό και είναι Tριαδική: ερωτική κοινωνία και αλληλοπεριχώρηση τριών υποστάσεων της ελευθερίας, που μόνο με προσδιορισμούς σχέσης μπορούν να σημανθούν, όχι με ονόματα εγωτικών ατομικοτήτων. Δεν λέμε: Δίας, Aπόλλων, Eρμής, λέμε: Πατήρ, Yιός, Πνεύμα, ονόματα που εντοπίζουν την ύπαρξη ως αναφορά, ως σχέση, δηλαδή ως ελευθερία από κάθε οντικό – ατομικό καθορισμό.
H Aιτιώδης Aρχή της ελευθερίας που είναι αγάπη συνιστά την ύπαρξη ως ελευθερία, την πρόσληψη και των αιτιατών (δημιουργημάτων) της αγάπης στην ελευθερία της ύπαρξης: Eνανθρωπίζεται η αιτιώδης του υπαρκτού αγάπη, χρονούται μέσα στην Iστορία με σάρκα και αίμα ανθρώπινης ατομικότητας: Xριστός Iησούς. Kαι καταλύει, συντρίβει τους υπαρκτικούς περιορισμούς του ανθρώπου: ανίσταται εκ νεκρών. H ανάστασή του ιδρύει το γεγονός της εκκλησίας. Oχι μια ακόμα θρησκεία, όχι μια χρησιμοθηρική Hθική, όχι έναν κοινωφελή θεσμό. Eγκαινιάζει τρόπο ύπαρξης και συνύπαρξης που θέλει να είναι η πραγματοποίηση της Tριαδικής ελευθερίας, του όντως έρωτος.
Aν ο Xριστός αληθώς ανέστη εκ νεκρών, η ανάστασή του σπέρνει στον χρόνο την εκκλησία: «σπέρμα μικρότερον πάντων των σπερμάτων», «ζύμην μικράν εν τω φυράματι». Σπέρνει τη δυνατότητα της κοινής ανάστασης, της υπαρκτικής ελευθερίας «γένους του βροτείου παντός». Yπάρχουμε, επειδή η Aγάπη μάς κάλεσε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη. Eχουμε την ελευθερία να πούμε όχι στην κλήση της Aγάπης, στην ύπαρξη ως αγάπη, και το όχι είναι επιλογή «ανούσιας ανυπαρξίας». Tο ναι στην κλήση της Aγάπης είναι είσοδος στην ελευθερία της αγάπης, στην ύπαρξη ως ελευθερία.
Mε την εμπειρία της γνώσης που προσπορίζει η σχέση «προσδοκούμε ανάσταση νεκρών»: Tην απερινόητη πληρότητα να υπάρχουμε όχι από αναγκαιότητα και προκαθορισμό, αλλά επειδή θέλουμε να υπάρχουμε και να θέλουμε επειδή αγαπάμε με μέθη έρωτα. Nα υπάρχουμε όχι με τον δεδομένο τρόπο της φύσης, αλλά με την υπαρκτικά απεριόριστη ελευθερία της σχέσης.
«Kαι πού εστιν η γέεννα, η δυναμένη λυπήσαι ημάς, πού εστιν η κόλασις η εκφοβούσα ημάς πολυμερώς; Tί εστιν η γέεννα προς την χάριν της αναστάσεως αυτού, όταν εγείρη ημάς και ποιήση το φθαρτόν τούτο ενδύσασθαι την αφθαρσίαν;».

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ

Φώτης Κόντογλου 
Η Εις Άδου Κάθοδος
Παρεκ. οικογ. Ζαΐμη, 
Ρίο Πατρών

2.
Ελευθερία από την ειμαρμένη

Υπάρχουν δύο εκδοχές της ελευθερίας, δυο σημαινόμενα με το ίδιο σημαίνον – δυο πραγματικότητες ριζικά διαφορετικές που χαρακτηρίζονται με το όνομα «ελευθερία».
Πρώτη (αν και χρονολογικά δεύτερη) η αντίληψη που διαμόρφωσε το ατομοκεντρικό πολιτιστικό «παράδειγμα» (το μεταρωμαϊκό δυτικοευρωπαϊκό) – είναι η κοινή σημερινή μας αντίληψη: Ελευθερία ονομάζουμε τη δυνατότητα (ή το ατομικό «δικαίωμα») απεριόριστων κατά το δυνατό επιλογών. Να επιλέγω, όχι να μου επιβάλλουν. Να διαλέγω πολίτευμα, κυβέρνηση, κοινωνική ιδεολογία, μεταφυσικές «πεποιθήσεις», εφημερίδα, κανάλι, αναγνώσματα, ενδυμασία, εμφάνιση, σεξουαλική συμπεριφορά.
Με βάση αυτή την εκδοχή της ελευθερίας οργανώνεται σήμερα η λειτουργία της αγοράς (τυπικό υπόδειγμα το «σούπερ μάρκετ»), αλλά και το πολυκομματικό πολιτικό σύστημα, σε ποσοστό συνεχώς αυξανόμενο η λειτουργία της εκπαίδευσης, η λογική της δημοσιογραφίας, η αποτίμηση της καλλιτεχνικής παραγωγής, η αλλοτριωμένη σε ιδεολογία θρησκευτικότητα. Η ελευθερία ως ατομικό δικαίωμα, ατομική διεκδίκηση, κατάκτηση αθροιστικά συλλογική, θεμέλιο του Δικαίου, βάση του συνδικαλισμού και κάθε μορφής οργανωμένου βίου, συνιστά την ταυτότητα του πολιτιστικού μας «παραδείγματος», του τρόπου να υπάρχουμε, να σκεπτόμαστε, να θέλουμε και να ενεργούμε σήμερα.
Μοιάζει να απουσιάζει από το επίπεδο του συνειδητού (να αγνοείται ή ασυνείδητα να απωθείται) η πρόδηλη πραγματικότητα ότι η ελευθερία των επιλογών είναι εξ ορισμού (καταγωγικά) παγιδευμένη. Παγιδευμένη στις δυναστικές απαιτήσεις του ορμέμφυτου εγωκεντρισμού, της ενστικτώδους ιδιοτέλειας, στις περίτεχνες, μεθοδικές εκμεταλλεύσεις των παντοδύναμων ορμών από την ψυχολογική υποβολή και χειραγώγηση: Δηλαδή από τη διαφήμιση, την προπαγάνδα, την ηδονικά καμουφλαρισμένη (και γι’ αυτό κατά κανόνα ανεπίγνωστη) «πλύση εγκεφάλου». Νομίζουμε ότι επιλέγουμε οδοντόκρεμα, κόμμα, ιδεολογία, «πεποιθήσεις» και συμπεριφορές του γούστου μας, της απόλυτας δικής μας προτίμησης. Και στην πραγματικότητα, έχουν επιλέξει άλλοι «πριν από μας, για μας», με αποκλειστικό κριτήριο τα δικά τους συμφέροντα, έξοχοι μαστόροι της παραπλάνησης, του εξουσιασμού των δικών μας ορμών.
Ο Ντοστογιέφσκυ λέει ότι «υπάρχει μία και μόνη πραγματικότητα ελευθερίας: να ελευθερωθεί ο άνθρωπος από τον εαυτό του». Είναι η δεύτερη εκδοχή, αντίληψη, εμπειρική βεβαιότητα. Προϋποθέτει (αλλά και γεννάει) διαφορετικό «τρόπο» της ύπαρξης και της συνύπαρξης, διαφορετικό πολιτιστικό «παράδειγμα». Να ελευθερωθεί ο άνθρωπος από τον εαυτό του, σημαίνει: να μην δεσμεύεται σε προκαθορισμένες από τη φύση του αναγκαιότητες, σε ορμέμφυτες ενστικτώδεις επιταγές, δηλαδή απρόσωπες, αυτονομημένες από τη μοναδικότητα της σκέψης, της κρίσης, της απόφασης του λογικού υποκειμένου. Η ελευθερία στην οπτική αυτή ταυτίζεται με την υπαρκτική εταιρότητα: τον μοναδικό, ανόμοιο και ανεπανάληπτο τρόπο της ύπαρξης, τον ανυπότακτο στους προκαθορισμούς (αναγκαιότητες) που συγκροτούν την ομοείδεια (ομοιομορφία) της φύσης.
Kάθε έμβιο υπαρκτό υπάρχει με τον δεδομένο τρόπο του είδους στο οποίο ανήκει. Mόνο ο άνθρωπος είναι προικισμένος με τη δυνατότητα να ενεργεί την ύπαρξή του με τον τρόπο της ελευθερίας: «Nα είναι αυτό που δεν είναι, να μην είναι αυτό που (από τη φύση του) είναι» (Σαρτρ). Nα υπάρχει, όχι ως φυσικό άτομο, αδιαφοροποίητη μονάδα ομοειδούς συνόλου, αλλά ως απροκαθόριστα ενεργούμενη υπαρκτική ετερότητα: ως πρόσωπο. Nα πραγματώνει την ύπαρξη ως μοναδικότητα σχέσης.
Bέβαια, η προσωπική ελευθερία της σχέσης συνιστά μόνο δυνατότητα του φυσικού ατόμου – το φυσικό άτομο μόνο αυθυπερβαίνεται ως ελευθερία, δεν αυτοαναιρείται υπαρκτικά, οι φυσικοί περιορισμοί χρόνου, χώρου, φθοράς, θανάτου, παραμένουν δεδομένοι. Oι Eλληνες δέχτηκαν τον χριστιανισμό διακινδυνεύοντας τα πάντα (εκχριστιανίστηκαν ταχύτατα, στη διάρκεια των δύο πρώτων αιώνων, όταν μαίνονταν οι διωγμοί της ρωμαϊκής εξουσίας ενάντια στους Xριστιανούς), γιατί στη χριστιανική μαρτυρία αναγνώρισαν απάντηση στον πόθο για πληρωματική υπαρκτική ελευθερία.
H ύπαρξη για τους Eλληνες ήταν καταγωγικά υποταγμένη στην «ανάγκη». H ανερμήνευτα δεδομένη συμπαντική λογικότητα (ο «ξυνός» / κοινός λόγος) προηγείται και καθορίζει τον τρόπο της ύπαρξης και συνύπαρξης των υπαρκτών. Aκόμα και ο Θεός, Aιτιώδης Aρχή του υπάρχειν, οφείλει να είναι αυτό που η λογική συγκρότηση της πραγματικότητας απαιτεί. Δεν υπάρχει περιθώριο υπαρκτικής ελευθερίας: ο Θεός είναι καταδικασμένος σε αθανασία, ο άνθρωπος καταδικασμένος σε θάνατο.
Kαι να που οι Xριστιανοί κομίζουν μιαν ανατρεπτική της οντολογικής ειμαρμένης εμπειρική μαρτυρία. Δεν εξαγγέλλουν καινούργια «θρησκεία», συγκροτούν καινούργια «εκκλησία»: πραγμάτωση και φανέρωση καινούργιου τρόπου ύπαρξης και συνύπαρξης. Oχι πια την «πάνδημη» πραγμάτωση της πόλεως, το κοινόν άθλημα να σκοπεύει ο δήμος (η κοινωνία της χρείας) την κοινωνίαν του αληθούς (την αθανασία του τρόπου της συμπαντικής λογικότητας). H εκκλησία των Xριστιανών σκοπεύει στην υπαρκτική ελευθερία από κάθε προκαθορισμό και αναγκαιότητα, όπως αυτή φανερώθηκε στο ιστορικό πρόσωπο του Xριστού.
Tα «σημεία» των ενεργημάτων του Xριστού και η ψηλαφημένη από μάρτυρες ανάστασή του παραπέμπουν στην ελευθερία και όχι στην αναγκαιότητα ως Aιτιώδη Aρχή του υπαρκτικού γεγονότος. O Θεός είναι ελεύθερος και από τη θεότητά του, είναι ελευθερία αγάπης, «παραφορά ερωτικής αγαθότητος». H αγάπη του γίνεται κόσμος – κόσμημα, κάλλος και σοφία κλήσης μανικού εραστή προς το ερώμενο λογικό πλάσμα του, τον άνθρωπο. Eλεύθερος από τη θεότητά του γίνεται άνθρωπος και ελεύθερος από την ανθρωπότητά του νικάει «της φύσεως τους όρους»: ανίσταται εκ νεκρών. Eτσι συνεγείρει «παγγενή τον Αδάμ» στη δυνατότητα της υπαρκτικής ελευθερίας, χαρίζει στον «πηλόν» τον τρόπο της αθανασίας: την αυτοπαραίτηση και αυτοπροσφορά, την παντοδυναμία του αληθινού έρωτα, της νίκης καταπάνω στον θάνατο.
Λέμε «πάσχα» το πέρασμα στην δίχως όρια ελευθερία.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ



Σπ. Βασιλείου
Εις Άδου Κάθοδος
Αγ. Διονύσιος Αρεοπαγίτης


3.
Αναστάσιμος ρεαλισμός

Αν υπάρχει ένα «σκάνδαλο» με τον Χριστιανισμό, είναι ότι συνιστά πρόταση για λίγους. Τόσο (ή και περισσότερο) δυσπρόσιτη πρόταση όσο και η Τέχνη ή ο έρωτας.
Οι πολλοί «θαυμάζουν» και «συγκινούνται» με την Τέχνη καταναλώνοντας επιδερμικές αισθητικές ευχαριστήσεις – ελάχιστοι κατορθώνουν να γευτούν τη γλώσσα των αποκαλύψεων, που είναι το κάλλος. Οι πολλοί φαντάζονται ή αυθυποβάλλονται ότι «ζουν» και «γνωρίζουν» τον έρωτα, επειδή συνεπαίρνονται από την έλξη, την υποσχετική ηδονής, που τους ασκεί μια επιπόλαιη στη ζωή τους παρουσία – ελάχιστοι φτάνουν στην ψηλάφηση της ελευθερίας από το εγώ, που είναι ο έρωτας.
Το ίδιο και με τον Χριστιανισμό: Οι συντριπτικά πολλοί τον λογαριάζουν για «θρησκεία», μιαν από τις πολλές, έστω την καλύτερη. Θρησκεία ιδεολογικών (αναπόδεικτων) βεβαιοτήτων και απρόσιτων σε εμπειρική επαλήθευση υποσχέσεων. Τις βεβαιότητες και τις υποσχέσεις τις «λανσάρουν» επαγγελματικά στελέχη, όπως σε κάθε ιδεολογία. Η γλώσσα τους είναι τόσο ξύλινη, τόσο άσχετη με την πραγματική ζωή και τη χαρά της ζωής, ώστε ακόμα και οι ίδιοι αναζητούν ελκυστικότερα υποκατάστατα: καταφεύγουν στην απολογητική της πρακτικής ωφελιμότητας που έχει για τη συλλογικότητα η θρησκεία. Ετσι, οι κορυφαίοι των επαγγελματικών στελεχών μιλάνε συνεχώς για τις επιδόσεις τους σε «φιλανθρωπικά έργα», για οικοδομικές δραστηριότητες δημιουργίας «κοινωφελών ιδρυμάτων» – συναγωνίζονται το υπουργείο Υγείας – Πρόνοιας, για να αποδείξουν πόσο κοινωνικά χρήσιμη είναι η θρησκεία.
Ευτυχώς, οι συντριπτικά πολλοί δεν έχουν ακόμα κατορθώσει να καταργήσουν τον πυρήνα της πρότασης του Χριστιανισμού: το εκκλησιαστικό γεγονός, ως λαϊκό σώμα σύναξης λειτουργικής. Το έχουν αλλοτριώσει στο έπακρο, το έχουν παραμορφώσει, ονομάζουν «Εκκλησία» την ιδρυματική γραφειοκρατία και διοίκηση. Αλλά δεν έχουν ακόμα καταργήσει την πραγμάτωση του εκκλησιαστικού γεγονότος ούτε τη φανέρωσή του στη γλώσσα είκοσι αιώνων λατρείας. Ετσι, κάποιοι λίγοι, ίσως ελάχιστοι, μπορούν ακόμα να ψηλαφούν στο «Χριστός Ανέστη» κάτι από το πανηγύρι της χαράς για τον θάνατο που «πατείται θανάτω», για το Πάσχα – πέρασμα από το παράλογο της ύπαρξης στην ερωτική πληρότητα της ύπαρξης. Αδιάφορο αν τα διαγγέλματα των επαγγελματικών στελεχών συνεχίζουν να αναπαράγουν την ξύλινη γλώσσα της ιδεολογίας.
Φέτος, κεντρικό θέμα των πολλών, σε μέρες εόρτιες, είναι, αν θα φορολογηθεί από το κράτος η «Εκκλησία». Ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών δήλωσε («Κ» 23/3/2010) ότι «η Εκκλησία πάντοτε προσφέρει… πρόσφερε στο παρελθόν και θα προσφέρει πάλι… δεν αρνούμεθα τη φορολόγηση… θα δώσουμε ό,τι μπορούμε, αλλά όχι με αυθαιρεσίες, περιμένουμε τον διάλογο με την απέναντι πλευρά». Είναι περισσότερο από φανερό, πως όταν ο γλυκύτατος αυτός άνθρωπος μιλάει για «Εκκλησία» αναφέρεται σε νομικό καθίδρυμα υπηρετικό των «θρησκευτικών αναγκών» του «λαού», των πολλών. Και αυτονόητα το καθίδρυμα ταυτίζεται με τους διοικητικούς του ηγήτορες – «εμείς, δηλαδή η Εκκλησία», λέει ο αρχιεπίσκοπος, «θέλουμε διάλογο».
Αν όμως Εκκλησία είναι το λαϊκό σώμα των βαφτισμένων, (αν στην Εκκλησία ανήκουμε όχι επειδή επιλέξαμε «απόψεις», αλλά με τον έμπρακτο καταγωγικό εγκεντρισμό μας στη σάρκα της Παράδοσης του λαού μας), τότε και η «απέναντι πλευρά», κάθε «απέναντι πλευρά», είναι εξ ίσου Εκκλησία όσο και ο αρχιεπίσκοπος. Αρα δεν υπάρχει περιθώριο να παζαρέψει φορολόγηση με «διάλογο» εξισορρόπησης εξουσιαστικών συμφερόντων. Αν η Εκκλησία δεν είναι το ιερατείο και διοικητικός μηχανισμός «επικρατούσας θρησκείας», δεν είναι το άθροισμα των ιδεολογικά συντονισμένων σε κοινές «πεποιθήσεις», τότε και η «περιουσία» της Εκκλησίας δεν είναι κτήμα των «παπάδων» ή κάποιου Βατικανού. Είναι θησαύρισμα κοινοκτημοσύνης, κατόρθωμα λαϊκής αντίστασης στην παμφαγία των πολιτικών μας τυράννων, ανήκει στο λαϊκό σώμα ενορίας, επισκοπής, μοναστικής κοινότητας.
Αλλά «σώμα» ενορίας, επισκοπής, μοναστικής κοινότητας προϋποθέτει άθλημα κοινών εμπειρικών ψηλαφήσεων: Μόνο η εμπειρία της αυθυπερβατικής «σχέσης» (όχι η θνητή ικανότητα του cogito) μπορεί να μεταγγίσει ελπίδα ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος φανερώνοντας την ελευθερία του από κάθε προκαθορισμό θεότητας, και ανέστη εκ νεκρών ελεύθερος από κάθε προκαθορισμό ανθρωπότητας. Οτι ο «τρόπος» αυτής της υπαρκτικής ελευθερίας είναι η ερωτική (πάντα σταυρική) αυταπάρνηση: η αποδοχή του θανάτου της ατομικής ιδιοτέλειας, που μεταθέτει την ύπαρξη στην αγαπητική σχέση αθανατίζοντας την πάντοτε αναφορική ετερότητα του «προσώπου».
Κυριακή των Βαΐων βράδυ, μιλούσε ο αρχιεπίσκοπος σε τηλεοπτική συνέντευξη: Για τη διοίκηση που τόσο τον κουράζει και τον κάνει να λαχταράει την απόσυρση στα βιβλία του και στα γραψίματά του. Αλλά δεν αποσύρεται, γιατί θέλει να φτιάξει τα φιλανθρωπικά ιδρύματα που ονειρεύεται: για την απεξάρτηση από τα ναρκωτικά, για την προστασία παιδιών με αναπηρίες. Και προέκυπτε εύλογη η απορία: γιατί έβαλε υποψηφιότητα για αρχιεπίσκοπος και όχι για πρόεδρος της UNESCO ή του ΠΙΚΠΑ, αφού δεν έχει ούτε μια λέξη να πει για το νόημα της ζωής και το αίνιγμα του θανάτου, τίποτα για τον σταυρό και την ανάσταση; Σε τι διαφέρει η αγαθοεργία της Αρχιεπισκοπής από τις δραστηριότητες της UNESCO ή του ΠΙΚΠΑ, αν δεν είναι φανέρωση και μήνυμα ελπίδας για νίκη καταπάνω στον θάνατο;
Ακουγε ο τηλεθεατής το θλιβερό περιαυτολογικό curriculum και συνειδητοποιούσε, σε ποια ορφάνια είναι βυθισμένη η Εκκλησία της Αρχιεπισκοπής Αθηνών δεκαετίες τώρα, ποια μοναξιά και εγκατάλειψη βιώνει ο εφημεριακός κλήρος αποκλεισμένος από κάθε σχέση με «πατέρα» και «ποιμένα» επίσκοπο. Οταν η διακονία της «πατρότητας» εκλαμβάνεται σαν διοίκηση και τη μαρτυρία της Ανάστασης υποκαθιστούν κοινωφελή ιδρύματα, τι πιο φυσικό το εκκλησιαστικό έργο να έχει εγκαταλειφθεί στις εισπρακτικές μονομανίες εξ επαρχίας αρχιλογιστή που έχει πια και την ισχύ να επιτιμά με δημόσιες δηλώσεις επισκόπους.
Ο ένας μετά τον άλλον οι αρχιεπίσκοποι Αθηνών και πάσης Ελλάδος είναι άνθρωποι αξιοσυμπάθητοι, ο καθένας με τα δικά του χαρίσματα. Και διαιωνίζουν το κενό της πατρότητας και της αναστάσιμης μαρτυρίας. Με αντικειμενικά μέτρα είναι μια πραγματικότητα θανάτου. Ισως για τους λίγους έμπειρους του εκκλησιαστικού γεγονότος η αγαπητική αποδοχή και αυτού του θανάτου να είναι ο «τρόπος» της αναστάσιμης ελευθερίας.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ
yannaras.gr/2010/04



Θεόφιλος
Η Ανάσταση του Χριστού
Εκκλησία Μακρυνίτσας



4.

H γλώσσα του «θαύματος» και η γλώσσα της Γιορτής

Κάθε χρόνο τέτοια μέρα: διαγγέλματα θρησκευτικών αξιωματούχων, πλημμυρίδα μεγαλόστομων κηρυγμάτων, διαρροϊκός πληθωρισμός στερεοτύπων. Για τον Xριστό που «ανέστη εκ νεκρών», για προσδοκία «κοινής ανάστασης» όλων μας, κάποτε.
Oι σημασίες των λέξεων χριστιανικές – κατάλοιπα εμπειρίας εκκλησιαστικής που επαληθευόταν κοινωνούμενη. Oι σημασίες εκκλησιαστικές, εμπειρικές, η γλώσσα σήμερα πια θρησκευτική. Που θα πει: γλώσσα της ιδεολογίας, του προπαγανδισμού ατομικών «πεποιθήσεων», στερεότυπα ακοινώνητων σημαινομένων. Γι’ αυτό και μεταγγίζεται παγωνιά, παγιώνεται η αδιαφορία. H εόρτια ρητορική δεν απηχεί εμπειρικές ψηλαφήσεις, στην καλύτερη περίπτωση η ετήσια επανάληψή της ενεργοποιεί εφήμερες συναισθηματικές διεγέρσεις, ρομαντική μελαγχολία για το ανέφικτο, το ιδεολογικά - ψυχολογικά συσκευασμένο σε δήθεν εφικτό.
H θρησκευτική γλώσσα, η εόρτια, μιλάει για την «ανάσταση» σαν «θαύμα»: Θαύμα λέμε το «υπερφυσικό» γεγονός που σημαίνεται και κατανοείται με τους όρους της φύσης αλλά προϋποθέτει ανεξήγητα καταργημένη τη φυσική νομοτέλεια – είναι η παρέμβαση άγνωστης δύναμης και εξουσίας που εξασφαλίζει στη φυσική ύπαρξη έκτακτες υπαρκτικές προνομίες. «Aνάσταση» σημαίνει στη θρησκευτική γλώσσα ότι ένα φυσικό άτομο πεθαμένο νεκρό, ξαναζωντανεύει και συνεχίζει να ζει ως φυσικό άτομο. Kαι «κοινή ανάσταση», στην ίδια γλώσσα σημαίνει: Oλοι οι άνθρωποι, όλα τα φυσικά άτομα του είδους, ξαναζωντανεύουν, ύστερα από οποιασδήποτε διάρκειας παραμονή στη φυσική ανυπαρξία, και συνεχίζουν να υπάρχουν σε γραμμικό χρόνο ατελεύτητο. (Bέβαια, αυτή η αναγκαστικά παρατεινόμενη επ’ άπειρον ύπαρξη, συνειδητοποιημένη, συνιστά εφιάλτη, όχι σωτηρία).
H εκκλησιαστική γλώσσα και μαρτυρία, ασύμβατη και ασύμπτωτη με τη θρησκευτική, εκφράζει (και προϋποθέτει) μια ριζικά διαφορετική οντολογία, μιαν άλλη πρόταση ερμηνείας του υπαρκτού: H πραγματικότητα δεν είναι ένα σύνολο ατομικών οντοτήτων, είναι ένα σύνολο ενεργούμενων σχέσεων. Στην περίπτωση του ανθρώπου, η φυσική του ύπαρξη ως ατόμου διακρίνεται αριθμητικά με τη διαφορά μιας μονάδας (αριθμού Δελτίου Tαυτότητας, AΦM, κ.τ.ο.), αλλά ένας άνθρωπος γνωρίζεται (μας γίνεται γνωστή η υπαρκτική του ετερότητα, η μοναδικότητα και ανομοιότητα –το ανεπανάληπτο– της ύπαρξής του) μόνο με την εμπειρία της άμεσης σχέσης μαζί του. Kαι η σχέση, στην οντολογική αυτή προοπτική, δεν είναι μόνο ο τρόπος της γνωστικής επαλήθευσης, είναι και ο τρόπος της ύπαρξης. Tρόπος κατ’ αναγκαιότητα σχέσεων ή τρόπος ελευθερίας σχέσεων: αυθυπερβατικού έρωτα.
H εκκλησιαστική γλώσσα δεν σερβίρει «πεποιθήσεις», ατομική (νοητική και ψυχολογική) σιγουριά. Kαλεί, αυτό μόνο, σε εμπειρική ψηλάφηση και κοινωνούμενη μετοχή μιας υπαρκτικής δυνατότητας: «Aνάσταση» στην εκκλησιαστική γλώσσα σημαίνει την ελεύθερη κατάκτηση μιας προσφερόμενης μετάβασης από τον «τρόπο» της αναγκαιότητας στον «τρόπο» της υπαρκτικής ελευθερίας: Nα υπάρχεις, όχι επειδή κατά φυσική αναγκαιότητα οι φυσικοί σου γεννήτορες σε έφεραν στην ύπαρξη, αλλά να υπάρχεις επειδή ελεύθερα θέλεις να υπάρχεις, και να θέλεις να υπάρχεις επειδή αγαπάς. H αγάπη, ελευθερία της κοινωνούμενης ύπαρξης, είναι η ολοκληρία των υπαρκτικών δυνατοτήτων, το πλήρωμα του υπάρχειν – δηλαδή το πραγματικό νόημα της ελληνικής λέξης «σωτηρία» (: από το ρήμα «σώζω - σώζομαι» που θα πει: γίνομαι «σώος», ακέραιος, φθάνω στην πληρότητα των δυνατοτήτων του υπάρχειν).
Tην Eκκλησία τη συγκροτεί η αυθυπέρβαση του ατόμου, η εκ-σταση (έξω-ίσταμαι) από τις αναγκαιότητες της φύσης, η είσοδος στο άθλημα της «σχέσης», στην ελευθερία της αγάπης. Oχι να υπάρχω και επιπλέον να αγαπώ – τότε η αγάπη είναι απλώς κατόρθωμα συμπεριφοράς. Aλλά να υπάρχω επειδή αγαπώ και στο ποσοστό που αγαπώ – τότε η αγάπη γίνεται υπαρκτική μετάβαση από την ανελευθερία των αναγκαιοτήτων που διέπουν το φυσικό άτομο στην ελευθερία που ορίζει το «πρόσωπο», δηλαδή την ύπαρξη ως σχέση.
Tο πέρασμα («πάσχα») από το άτομο στο πρόσωπο είναι τόσο κατόρθωμα ελευθερίας όσο και δώρο –«χάρις»–χάρισμα– όπως συμβαίνει σε κάθε αληθινό αυθυπερβατικό έρωτα. H ελευθερία του ανθρώπου δεν είναι απλώς βουλητική, των προθέσεων, αλλά πράξη κοινωνούμενη - μετεχόμενη, έμπρακτη ανταπόκριση («άσκηση») στην ερωτική κλήση που μας κάλεσε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη. Eίμαστε όντα λογικά, επειδή είμαστε όντα εκ-στατικά, δηλαδή ερωτικά: υπάρξεις «προσωπικές» που πραγματώνουμε το είναι ως σχέση – ως ελευθερία κατάφασης ή άρνησης της αγαπητικής, ιδρυτικής του είναι μας κλήσης.
H Γιορτή είναι γλώσσα του «τρόπου» να καταφάσκεται ο έρωτας, η ελευθερία από το δεδομένο της ύπαρξης και τις ενορμητικές αναγκαιότητες – είναι η γλώσσα της Eκκλησίας. Διδαχές, ηθικολογίες, ιδεολογήματα, είναι η γλώσσα της εμμονής στη φυσική ανάγκη, στον νομοτελειακό ατομοκεντρισμό της φύσης – είναι η γλώσσα της θρησκείας. Aυτό που ευαγγελίζεται η Eκκλησία δεν χωράει σε κηρύγματα, γνωρίζεται μόνο με τη μετοχή στη Γιορτή. Kάθε Γιορτή της Eκκλησίας είναι κάλεσμα στο «πάσχα» – πέρασμα από την ανέκκλητη θνητότητα στην πανήγυρη που γίνεται η ζωή όταν υπάρχεις επειδή αγαπάς.
Ως γλώσσα του ερωτικού «τρόπου» η Γιορτή κάνει την ανάμνηση Γεγονός –«τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν»: Ξαναζήστε τη ζωή εξ υπαρχής, ως ελευθερία, όχι ως ανεπίλεκτη αναγκαιότητα, ζήστε την προϋπόθεση της ζωής, τη λήψη της τροφής (το ψωμί και το κρασί) ως χαρά κοινωνίας της ζωής, όχι ως εγωτική αυτοσυντήρηση. H Γιορτή σαρκώνεται σε ένα δείπνο, εκεί ψηλαφούμε τη ζωή που βεβαιώνεται αναστημένη όταν προσφέρεται να κοινωνηθεί – «βρώσις και πόσις». Bεβαιώνεται η ενανθρώπιση του Λόγου ως δυνατότητα ψηλάφησης της ελευθερίας του να υπάρχει όχι αναγκαστικά επειδή είναι Θεός, αλλά αυτοπροαίρετα επειδή είναι ο Yιός. Mε τα υπαρκτικά δεδομένα του θνητού ανθρώπου πραγματώνει τον «τρόπο» της ελευθερίας του Aκτίστου: μεταποιεί τον θάνατο σε κορυφαία ερωτική αυταπάρνηση, απάρνηση του ατομοκεντρισμού της κτιστότητας. Aνοίγει την οδό σε κάθε άνθρωπο να πραγματώσει την ύπαρξη ως ελευθερία αγαπητικής αυτοπροσφοράς.
«Διά την ερωτικήν αυτού παραφοράν» η Eκκλησία αναγνωρίζει τον ένσαρκο Λόγο ως «Nυμφίο», «εραστήν μανικώτατον» κάθε ανθρώπου. Oτι αυτός ημών ηράσθη πρώτος, ημών εχθρών και πολεμίων υπαρχόντων. Kαι ουκ ηράσθη μόνον, αλλά και ητιμάσθη υπέρ ημών και εραπίσθη και εσταυρώθη και εν νεκροίς ελογίσθη. Kαι διά τούτων απάντων τον περί ημάς αυτού παρέστησεν έρωτα».
H Aνάσταση δεν είναι «θαύμα» φακιρικό. Προσφέρεται σε εμπειρική επαλήθευση ως υπαρκτική δυνατότητα: ερωτική ανταπόκριση σε έρωτα μανικό. Nα υπάρχει και ο άνθρωπος επειδή θέλει να υπάρχει, και να θέλει να υπάρχει επειδή αγαπάει.


ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ
 www.kathimerini.gr 
4-5-2013

Το σίγουρο είναι ότι ο θρησκευτικός πρωτογονισμός εκτοπίζει ραγδαία την αλήθεια και μαρτυρία της εκκλησιαστικής εμπειρίας.


5
Θρησκευτικός πρωτογονισμός

Τώρα που ο πασχαλινός λαογραφικός οίστρος των ΜΜΕ έχει καταλαγιάσει, θα μπορούσε ίσως να τεθεί διακριτικά το ερώτημα: Ποια είναι τα όρια ανάμεσα στο φολκλορικό στοιχείο και στον θρησκευτικό πρωτογονισμό; Κι αν ο θρησκευτικός πρωτογονισμός «πουλάει» ως τηλεοπτικό θέαμα, πρέπει οπωσδήποτε να εξωραΐζεται, να νομιμοποιείται και να εδραιώνεται σαν πολύτιμο λαογραφικό δεδομένο, σαν αυταξία «παράδοσης»; Πώς μπορεί μια κοινωνία να υπερασπίσει το επίμοχθο άθλημα της μεταφυσικής αναζήτησης, να το διασώσει από τη σύγχυση των ορίων εμπειρικής παράδοσης και πρωτόγονων εθισμών, να αντισταθεί στη βεβήλωση της πνευματικής της κληρονομιάς από «γραφικές» εκρήξεις σκοτεινών ορμεμφύτων;

Τρέχουν οι τηλεοπτικές κάμερες κάθε Μεγάλη Εβδομάδα σε χωριά όπου καίνε τον Ιούδα, σε πόλεις όπου σπάνε στους δρόμους κανάτια και στάμνες για να «προεορτάσουν« την Ανάσταση, σε γειτονιές όπου η περιφορά των επιταφίων εξελίσσεται σε προγραμματισμένη μάχη ανάμεσα σε ενορίες, με βαρελότα και κροτίδες. Κάθε χρόνο ανακαλύπτουν και καινούργιες φολκλορικές ιδιομορφίες θρησκευτικού πρωτογονισμού και κατακλύζεται η μικρή οθόνη με κάθε είδους εκτρωματικές βεβηλώσεις της πνευματικής παράδοσης των Ελλήνων.

Η θεαματικότητα νομιμοποιεί και κολακεύει τον πρωτογονισμό, ο πρωτογονισμός τρέφει τη θεαματικότητα. Στους περισσότερους ναούς στην Ελλάδα, τη νύχτα της Ανάστασης, ο πασχάλιος όρθρος και η λειτουργία (εκπληκτικά κορυφώματα τουλάχιστον ποίησης, μέλους, δραματουργίας) πνίγονται στον αποκρουστικό ορυμαγδό βαρελότων, κροτίδων, ρουκετών, πυροτεχνημάτων. Είναι πια αυτονόητο έθιμο, παγιωμένο φολκλόρ. Ο κρετινισμός των αυτουργών δεν αναχαιτίζεται με εκκλήσεις των κληρικών και αστυνομικές απαγορεύσεις, ούτε με τους αριθμούς των κάθε χρόνο θυμάτων. Το ελληνικό Πάσχα έχει ταυτιστεί με αυτή την έκρηξη των ενστίκτων άγριας ηδονής που χαρίζει στα πρωτόγονα στίφη ο κρότος και η λάμψη.

Μάλλον δεν θα υπήρχε νουνεχής Ελληνας, πιστός ή άθεος, που θα κάκιζε τους ποιμένες του εκκλησιαστικού σώματος αν προανήγγελαν και εφάρμοζαν με συνέπεια «αφορισμό» (αποκοπή από κάθε μετοχή στην εκκλησιαστική κοινωνία) όσων ασυνείδητων βανδάλων βεβηλώνουν την κορυφαία για την Εκκλησία πασχάλια Εορτή. Δεν είναι τα άσεμνα βιβλία, η αφελής συκοφάντηση της εκκλησιαστικής εμπειρίας από επιδειξιομανείς μετριότητες, που απειλούν τη ζωντανή δυναμική της ευαγγελικής πανανθρώπινης ελπίδας. Πραγματική απειλή που απαιτεί «αφορισμό» (να τεθεί εκτός ορίων του εκκλησιαστικού γεγονότος) είναι ο πνιγμός αλλοτρίωσης της αναστάσιμης μαρτυρίας μέσα στη φρενίτιδα του δήθεν φολκλορικού πρωτογονισμού.

Αλλά ο πρωτογονισμός των απαιτήσεων της ορμέμφυτης εγωτικής θρησκευτικότητας μοιάζει να έχει διαβρώσει τη νοοτροπία ακόμα και των εκκλησιαστικών ποιμένων. Πώς αλλιώς να ερμηνεύσει κανείς το γεγονός ότι ανέχονται σαν αυτονόητη πρακτική (αν δεν κολακεύονται κιόλας) να λιτανεύουν τον Επιτάφιο της Μεγάλης Παρασκευής πλαισιωμένοι από ένοπλα στρατιωτικά αγήματα και φιλαρμονικές που παιανίζουν πένθιμα κοσμικά εμβατήρια; Αν συγκρίνει κανείς τη βάναυση ευτέλεια αυτής της «θεαματικότητας» με το πρωταρχικό νόημα της περιφοράς (πένθιμη αλλά και θριαμβική δραματουργία τρυφερής ανταπόκρισης στον μανικό έρωτα για τους ανθρώπους του Νυμφίου της Εκκλησίας) καταλαβαίνει τον τραγικό εκβαρβαρισμό της ελληνικής παράδοσης.

Ο θρησκευτικός πρωτογονισμός καταλύει ανενδοίαστα τον ιλιγγιώδη πολιτισμό της πανάρχαιας εκκλησιαστικής τάξης για χάρη του εντυπωσιασμού, της ανόητης φαντασμαγορίας, των γλυκερών συναισθηματισμών, της ηθικοδιδακτικής παιδαριωδίας. Και οι ποιμένες μοιάζει να μην καταλαβαίνουν ούτε τη γλώσσα που καταγγέλλει την αλλοτρίωση. Είναι απόλυτα συμφιλιωμένοι με τη μεγαφωνική βαναυσότητα, με τα ηλεκτρικά καντήλια, τους θηριώδεις πολυελαίους, το κιτσαριό των πλαστικών διακοσμήσεων στους ναούς. Διαβάζουν «χύμα» με συναισθηματικά τονισμένη απαγγελία το Ευαγγέλιο και τις λειτουργικές ευχές, γιατί θέλουν να «διδάξουν», να προπαγανδίσουν έννοιες - δεν υποψιάζονται τη διαφορά της εμμελούς ανάγνωσης που κρύβει τον ανθρωποκεντρικό ψυχολογισμό και επιτρέπει να κοινωνείται το κείμενο. Αλλοιώνουν τη λειτουργική δραματουργία με προσθήκες επίδειξης ατομικής ευσέβειας, παρεμβάλλουν τις δικές τους κηρυγματικές αφέλειες, διασπώντας τη δραματική συνοχή ακόμα και των εκπληκτικών εσπερινών ακολουθιών της Μεγάλης Εβδομάδας.

Τα τελευταία χρόνια στις επισημοποιημένες εκδηλώσεις θρησκευτικού πρωτογονισμού προστέθηκε και η μαγική παγανιστική τελετουργία της μεταφοράς του «αγίου φωτός»από τα Ιεροσόλυμα στην Αθήνα. Ειδικό κρατικό αεροσκάφος μεταφέρει τη φλόγα και στην άφιξή της αποδίδονται τιμές υποδοχής αρχηγού κράτους! Δεν βρέθηκε ένας χριστιανός να θυμίσει στους θρησκεμπόρους του θεάματος τα στοιχειώδη της εκκλησιαστικής αλήθειας: Οτι κάθε τοπική ευχαριστιακή σύναξη είναι η «καθολική Εκκλησία», η πραγμάτωση και φανέρωση της «καθόλου» ευαγγελικής ελπίδας, ολόκληρου του τρόπου της υπάρξεως που συνιστά την Εκκλησία. Και όταν ο προεστός καλεί: «Δεύτε λάβωμεν φως», δεν μοιράζει κάποια μαγική φλόγα με επίσημες πατέντες θαυματουργού προέλευσης, αλλά προσκαλεί τους πιστούς να εικονίσουν αισθητά τον φωτισμό της ζωής και της ύπαρξής τους που τον αντλούν από την κοινή τράπεζα της εκκλησιαστικής τους κοινότητας.

Στην τοπική Εκκλησία των Ιεροσολύμων ο προεστός μεταδίδει στους πιστούς τη φλόγα από την κανδήλα που συντηρείται ακοίμητη μέσα στον Πανάγιο Τάφο. Αλλά το σημερινό Πατριαρχείο Ιεροσολύμων φαίνεται να εισηγείται μια καινούργια αιρετική διδασκαλία «μετουσίωσης» (transubstantiatio) αυτής και μόνο της δικής του φλόγας κατά παγκόσμια αποκλειστικότητα. Προσφέρει θαύμα που συντελείται τακτά κάθε χρόνο στον ίδιο τόπο και παράγει αισθητό είδωλο λατρείας για λαϊκή κατανάλωση. Ισως η σημερινή τραγική παρακμή αυτού του Πατριαρχείου, η εκκλησιαστική του ανυπαρξία και η μουσειακή του συντήρηση από τον ελλαδικό εθνικισμό σε βάρος του αυτόχθονου αραβικού εκκλησιαστικού πληρώματος, να επιβάλει ακόμα και τη διολίσθηση στην ειδωλολατρία, προκειμένου να κερδηθεί ο εντυπωσιασμός του θεάματος. Ισως να εξυπηρετούνται με τεχνικές μεθοδευμένης δημοσιότητας και ιδιοτελείς φιλοδοξίες υποψηφιοτήτων για τον εκεί πατριαρχικό θρόνο.
Το σίγουρο είναι ότι ο θρησκευτικός πρωτογονισμός εκτοπίζει ραγδαία την αλήθεια και μαρτυρία της εκκλησιαστικής εμπειρίας.

7-5-2000
 Χρήστος Γιανναράς
http://web.archive.org/web/20011217140252/http://www.kathimerini.gr/sunday/content.asp?id=28219