Ελένη Αρβελέρ - Θάνος Μαρκόπουλος: Για το Βυζάντιο!


The Empire at its greatest extent under Justinian I, in 555 AD

Byzantine eagle

Solidus with the image of Justinian II and Jesus Christ


 
Aγία Σοφία


O Δασκαλός μου, ο μαθητής μου

Ελένη Αρβελέρ - Θάνος Μαρκόπουλος

Είναι σαφέστατα σημαδιακή η φράση της Ελένης Αρβελέρ όταν λέει πως «από το Βυζάντιο αρχίζει ο βίος ο καθημερινός».Πόσο όμως μπορεί να υπάρξει ως πρότυπο ένας βίος που περιλαμβάνει μέσα του το έγκλημα της τύφλωσης περίπου δεκαπέντε χιλιάδων βούλγαρων στρατιωτών από τους Βυζαντινούς, ώστε να αντιδρά η πασίγνωστη βυζαντινολόγος όταν χαρακτηρίζεται το Βυζάντιο συνώνυμο του σκοταδισμού;Δεν είναι εύκολο να αντιδικεί κανείς με την Ελένη Αρβελέρ – και δεν χρειάζεται. Διαθέτει μια τέτοια σύνολη αίσθηση της ιστορίας των κοινωνιών και του πνεύματος, ώστε όποιος κι αν είναι αυτός που θα της αντιπαρατεθεί σίγουρα θα αισθανθεί άβολα και αμήχανα. Αλλωστε δουλειά της επιστήμης δεν είναι να αποτιμά ηθικώς τα γεγονότα – φτάνει και περισσεύει η λογοτεχνία και το Βυζάντιο έχει εμπνεύσει ένα πλήθος μυθιστορημάτων εντελώς πρώτης γραμμής, με κορυφαίο, κατά τη γνώμη μας, το «Ενας σκούφος από πορφύρα» της Μάρως Δούκα.Επομένως, αυτό που μας προσφέρει η σημερινή συζήτηση της Ελένης Αρβελέρ με τον μαθητή της, τον καθηγητή της Βυζαντινής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Θάνο Μαρκόπουλο, είναι κάτι μοναδικό.Αν και οφθαλμοφανέστατο, ενδέχεται να μην το διακρίνεις. Μιλάνε για το Βυζάντιο σαν να πρόκειται για μια υπόθεση χθεσινή, πολύ πλησιέστερη σε εμάς απ’ ό,τι ο Πόλεμος του ‘40.Γεγονός που σημαίνει ότι δεν χρειάζεται να έχεις ζήσει κάτι προκειμένου να το απολαμβάνεις βιωματικά!

ΘΑΝΑΣΗΣ ΝΙΑΡΧΟΣ: Κυρία Αρβελέρ, περιέρχεστε τον κόσµο µιλώντας για το Βυζάντιο. Ποιον µπορεί να ενδιαφέρει σήµερα, το 2013, αυτή η διαρκής αναφορά στο Βυζάντιο;
ΕΛΕΝΗ ΑΡΒΕΛΕΡ: Αν είσαι Ελληνας, είσαι υποχρεωμένος να το κάνεις σήμερα, γιατί είναι θέμα ταυτότητας. Λένε όλοι ότι είμαστε οι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων. Για να κάνουμε όμως αυτό το άλμα, από την αρχαιότητα ώς σήμερα, βάλαμε σε παρένθεση χίλια χρόνια βυζαντινής ιστορίας, χίλια χρόνια ενός μείζονος και όχι μόνον ελλαδικού Ελληνισμού. Είμαστε ο μόνος λαός που δεν ελευθέρωσε την κοιτίδα, την Κωνσταντινούπολη, αν και η Κωνσταντινούπολη διατήρησε τη γλώσσα και μας έδωσε την Ορθοδοξία. Είχα «σκοτωθεί» στο Παρίσι με τον Κορνήλιο Καστοριάδη, βέβαια ο ίδιος ήταν αρχαιομανής, γιατί το Βυζάντιο υπήρξε πάντοτε γι' αυτόν μια καταπτωτική περίοδος. Το ίδιο έχουν πάθει και πολλοί Ελληνες που θεωρούν το Βυζάντιο συνώνυμο του σκοταδισμού. Τώρα όμως που οι ξένοι έχουν βάλει το Βυζάντιο στις μεγάλες ιστορικές σπουδές και δεν το θεωρούν πια ως ένα παράρτημα της μεσαιωνικής ιστορίας έχουν αρχίσει να αναρωτιούνται «τι τρέχει, τι τρέχει;».
ΘΑΝΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ: Κάτι πολύ βασικό για το Βυζάντιο. Το 1453 είναι μια συμβατική χρονολογία θανάτου. Το Βυζάντιο των τριών ηπείρων και των πέντε θαλασσών τελειώνει το 1204. Αν μπορούσα να το πω μεταφορικά, το 1204 θάβουμε το Βυζάντιο, αλλά τον τάφο τον κλείνουμε το 1453. Το μεγάλο κακό λοιπόν γίνεται το 1204. Νιώθω σε προνομιακή θέση λέγοντάς τα αυτά γιατί είχα τη χαρά και την τιμή να τα έχω ακούσει από τη δασκάλα μου, την κυρία Αρβελέρ. Και να εξομολογηθώ σήμερα κάτι που μάλλον δεν το γνωρίζει η ίδια. Οταν έμενα στη Cité Universitaire, άκουγα τα μαθήματά της προς τους πρωτοετείς φοιτητές που τα μετέδιδε το ραδιόφωνο της Σορβόννης. Βέβαια, όταν μας μιλούσε για το Βυζάντιο, ενώ ήμασταν πια στο μεταπτυχιακό, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ομως είτε στους προπτυχιακούς είτε στους μεταπτυχιακούς απευθυνόταν, αυτό που κυρίως σου μάθαινε ήταν τη μεγάλη θεώρηση των μεγάλων πραγμάτων.
Ε.Α.: Θυμάμαι τον καθηγητή μου, τον Φαίδωνα Κουκουλέ, που έλεγε πως «ό,τι και αν κάνουμε, η συνέχεια η νεοελληνική αρχίζει από το Βυζάντιο». Υπάρχουν δύο πράγματα που δίνουν τη νεοελληνική ταυτότητα του Βυζαντίου. Αφενός η Ορθοδοξία και αφετέρου οι νέοι λαοί, οι νεήλυδες, που ήρθαν στον χώρο τον ελληνοπρεπή, δεν λέω τον ελληνικό, λέω τον ελληνοπρεπή, αυτόν που είχε κατά κάποιον τρόπο ενοποιηθεί από την αλεξανδρινή κατάκτηση. Ετσι έγινε λοιπόν και λαοί όπως οι Αλβανοί, οι Σλάβοι κ.ά. μπήκαν στο χωνευτήρι το ελληνικό και έγιναν Ελληνες, ίσως μάλιστα καλύτεροι σε σχέση με τους ίδιους τους Ελληνες. Αυτό είναι υπόθεση βυζαντινή, δεν είναι υπόθεση της αρχαιότητας. Από το Βυζάντιο αρχίζει ο βίος ο καθημερινός. Φτάσαμε όμως στη σχιζοφρένεια να λέμε ότι στα σχολειά μας διαβάζουν τον Ομηρο, την Αντιγόνη και τρέχα γύρευε να καταλάβεις τι εννοούν.
Θ.Μ.: Θυμάμαι ακόμη τη συγκίνηση, όταν στο πρώτο μεταπτυχιακό μάθημα μάς μίλησε η κυρία Αρβελέρ για τον Κοσμά τον Ινδικοπλεύστη, που είχε πει μια τρομερή φράση, ότι «το ρωμαϊκό έθνος, το κράτος της Ρώμης, δεν πρόκειται να καταστραφεί επειδή είναι το πρώτο που πίστεψε στον Χριστό και επειδή με το νόμισμά του εμπορεύονται πάντα τα έθνη». Πρόκειται για έναν καλόγηρο που τον 6ο μ.Χ. ταξίδεψε την περιέργειά του ώς τις Ινδίες. Καταλαβαίνετε τι σημαίνει για έναν μεταπτυχιακό είκοσι τεσσάρων χρόνων να ξεκινάει την προσέγγιση του Βυζαντίου με τη φράση αυτή και στη συνέχεια να αναλύει ιδεολογικά το περιεχόμενό της με την κυρία Αρβελέρ.

Θ.Ν.: Πώς συµβαίνει, κυρία Αρβελέρ, µια βυζαντινολόγος όπως εσείς να έχει εξελιχθεί σε έναν σταρ µέσα στον σύγχρονο κόσµο;
Ε.Α.: Δεν είναι θέμα σταρ. Δεν είμαι βυζαντινολόγος. Ξέρω καλά τη βυζαντινή εποχή και αυτό είναι κάτι πολύ διαφορετικό. Νιώθω δηλαδή ως συνέχεια ενός κόσμου ελληνικού, βιωμένου. Θα έλεγα ότι έχω το Βυζάντιο ως βίωμα, δεν έχω γνώση για το Βυζάντιο. Οταν με ρωτάνε τι μπορεί να γίνει σήμερα με την κρίση, απαντώ πως όταν ο Αλέξιος Α' ο Κομνηνός βρέθηκε σε δυσκολία πήρε την Αγια-Σοφιά, πήρε τις εκκλησιές, πήρε όλα τα κειμήλια, ό,τι υπήρχε και δεν υπήρχε, και έφτιαξε στρατό προκειμένου να σώσει την αυτοκρατορία από τους Νορμανδούς, τους Σελτζούκους και τους Πετσενέγους. Οταν ο Πέτρος Πατρίκιος πήγε ως αντιπρόσωπος του Ιουστινιανού στους Πέρσες για να συνάψει μαζί τους ειρήνη, είπε στον πέρση βασιλιά: «Μολονότι είμαστε σίγουροι, αν και εσείς δεν το πιστεύετε, ότι θα νικήσουμε, θεωρώ ότι οι νικητές ζούνε άσχημα εξαιτίας των δακρύων που χύνουν οι ηττημένοι». Ακόμη όταν μου μιλάνε για το νόμισμα, απαντώ ότι οι Βυζαντινοί κατάφεραν να έχουν ένα νόμισμα πιο φτηνό για να πληρώνουν και ένα πιο καλό για να πληρώνονται. Ετσι ξέρω το Βυζάντιο και γι' αυτό έγινα σταρ όπως λέτε.
Θ.Μ.: Το 1972, όταν δεν υπήρχε ακόμη ούτε ευρώ ούτε τίποτε, η κυρία Αρβελέρ παρέπεμπε σε έναν ερευνητή, τον Λοπέζ, που είχε πει ότι «το βυζαντινό νόμισμα ήταν το δολάριο του Μεσαίωνα». Δεν είναι τυχαίο ότι βυζαντινά νομίσματα βρέθηκαν σε περιοχές που είναι αδύνατον να τις φανταστεί κανείς. Περιοχές που δεν έχουν καμιά σχέση με το Βυζάντιο, όπως για παράδειγμα η Κίνα. Αφθονα μάλιστα νομίσματα, γιατί τους λαούς αυτούς δεν τους ενδιέφερε η επιγραφή που έφερε το νόμισμα αλλά πόσο ζύγιζε αυτό καθ' εαυτό. Αυτό που τους ένοιαζε ήταν πιάνοντας το νόμισμα να καταλαβαίνουν αν πρόκειται για νόμισμα ισχυρό ή ψεύτικο.

Θ.Ν.: Ποιο θεωρείτε πως είναι το µέλλον του Βυζαντίου και των βυζαντινών σπουδών;
Ε.Α.: Βαθύτατο μάθημα πρώτης γραμμής σε όλο τον κόσμο. Αν λάβουμε υπόψη μας τις εκθέσεις τις βυζαντινές που γίνονται στην Ευρώπη και στην Αμερική, θα καταλάβουμε ότι το Βυζάντιο είναι ένα αναφαίρετο τμήμα του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Οταν πήγαν οι Ευρωπαίοι να κάνουν το περίφημο μουσείο, χωρίς να βάλουν μέσα το Βυζάντιο, γιατί έλεγαν ότι το Ισλάμ και το Βυζάντιο είναι Ανατολή, έγραψα ένα βιβλίο στα αγγλικά που έλεγε ότι δεν θα υπήρχε η Ευρώπη αν δεν είχε υπάρξει το Βυζάντιο ως πρώτη ευρωπαϊκή αυτοκρατορία. Ο Πολ Βαλερί έχει γράψει ότι «Ευρώπη είναι όσοι έχουν δεχτεί την ελληνική παιδεία της αρχαιότητας, τη ρωμαϊκή εμβέλεια του νόμου και την πνευματικότητα του ιουδαϊκοχριστιανισμού». Δηλαδή Αθήνα, Ρώμη και Ιερουσαλήμ είναι οι τρεις πρωτεύουσες της Ευρώπης. Ποιος έχει όμως και τις τρεις μαζί, και την ελληνοσύνη, και τη χριστιανοσύνη, και τη ρωμιοσύνη; Μόνον η Κωνσταντινούπολη.
Θ.Μ.: Δεν είναι μόνο οι εκθέσεις που έχουν αλλάξει πραγματικά τη ροή πολλών βυζαντινών πραγμάτων ή οι κατάλογοι που έχουν εκδοθεί και είναι πολύ εντυπωσιακοί. Υπάρχει ένα άνοιγμα προς το Βυζάντιο από λαούς που δεν θα πίστευε κανείς, τουλάχιστον έως κάποιο διάστημα, ότι θα ήταν δυνατόν να τους ενδιαφέρει αυτός ο κόσμος. Να αναφέρω ενδεικτικά ένα ακραίο παράδειγμα, τους Ιάπωνες και τους Κινέζους. Δεν είναι μόνο ότι μετέφρασαν στα ιαπωνικά την «Βυζαντινή Ιδεολογία» της κυρίας Αρβελέρ (το βιβλίο πουλιέται σαν ζεστό κουλούρι) αλλά έχουμε επιπλέον κινέζους και ιάπωνες φοιτητές με πάθος για τις βυζαντινές σπουδές.
Ε.Α.: Δεν αποκλείεται να φαντάζεται κανείς πως γίνεσαι πλούσιος όταν μεταφράζεται ένα βιβλίο σου στα ιαπωνικά. Η αλήθεια όμως είναι ότι δεν παίρνεις φράγκο.
Θ.Μ.: Δεν είναι όμως μόνο οι απομακρυσμένοι λαοί. Αρμένιοι, Αραβες, Σλάβοι, Γεωργιανοί, όλοι αυτοί έχουν ως απαρχή της δικής τους ιστορίας το Βυζάντιο. Η εθνογένεση είναι βυζαντινή υπόθεση. Επομένως το Βυζάντιο είναι κάτι πολύ πιο σπουδαίο σε σχέση με την αρχαιότητα, για όλο τον κόσμο. Να το πούμε καθαρά: Αν η αρχαιότητα έχει την πνευματική εμβέλεια, το Βυζάντιο συνιστά το αδιαπραγμάτευτο τμήμα της ιστορίας κάθε λαού της Ευρώπης.
Ε.Α.: Αν υπάρχουν κείμενα σύγχρονα εχθρικά προς το Βυζάντιο, είναι συχνά βουλγαρικής προέλευσης. Θυμούνται κάτι που είναι αναμφισβήτητα ένα σκάνδαλο, την ήττα του Κλειδίου το 1014, όταν ο Βασίλειος Β' τύφλωσε όλο τον στρατό, περίπου δεκαπέντε χιλιάδες άτομα, εκτός από έναν στους εκατό προκειμένου να δείχνει στους άλλους τον δρόμο. Οταν τους είδε ο βούλγαρος αρχηγός, ο Σαμουήλ, πέθανε από τον καημό του. Σε αυτό το γεγονός αναφέρονται οι Βούλγαροι και θεωρούν το Βυζάντιο βάρβαρο, αν και είναι η ιστορία τους.
Θ.Μ.: Πάντως οι βούλγαροι βυζαντινολόγοι, αλλά και η βουλγαρική ιστορία, θεωρούν ότι η Βουλγαρία εισέρχεται στον ευρωπαϊκό λεγόμενο κόσμο, όταν οι Βούλγαροι γίνονται χριστιανοί χάρη στον αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ' (863 μ.Χ.). Είναι τότε που ο πασίγνωστος πατριάρχης Φώτιος (867 μ.Χ.) στέλνει ένα γράμμα στον ηγεμόνα των Βουλγάρων, τον Μπόρις (που όταν βαφτίστηκε πήρε το όνομα του νονού του και έγινε Μιχαήλ), και του γράφει ότι θα πρέπει να διοικεί ως χριστιανός βασιλιάς και όχι ως οποιοσδήποτε βασιλιάς. Πρέπει δηλαδή να είναι ελεήμων, δίκαιος, φιλάνθρωπος, μιμητής Θεού.
Ε.Α.: Το κυριότερο που θα έπρεπε να σκεφτόμαστε όταν μιλάμε για το Βυζάντιο είναι ότι δεν γνώρισε ποτέ Μεσαίωνα. Δεν υπάρχει Μεσαίωνας στο Βυζάντιο. Οταν μιλάμε για μεσαιωνική ιστορία, μιλάμε μόνο για τη Δύση. Τι είναι Μεσαίωνας; Είναι όταν χάθηκε η νομισματική εμβέλεια, αλλά συνέχισαν να έχουν εμπόριο που λειτουργούσε ανταλλακτικά, δηλαδή είδος με είδος. Και από την άλλη μεριά υπήρχαν τα βαρβαρικά βασίλεια, δηλαδή οι εθνότητες. Αντίθετα, το Βυζάντιο είχε νόμισμα με όλη τη ρήτρα χρυσού που θέσπισε ο Κωνσταντίνος, το περίφημο κωνσταντινάτο. Νόμισμα δηλαδή διεθνούς εμβέλειας που σημαίνει αυτοκρατορία («όπου γη βατή και όπου θάλασσα πλωτή»). Φτάνουμε επομένως σε μια παγκοσμιότητα, γιατί ήταν η συνέχεια της Ρώμης, και σε μια οικουμενικότητα, γιατί δέχτηκε τον χριστιανισμό. Δεν μας έφτανε δηλαδή όλη η γη, πήραμε και τον ουρανό. Η μεγάλη αναστάτωση όμως γίνεται τον 11ο και τον 12ο αιώνα με τις Σταυροφορίες, με τους ομόθρησκους σταυροφόρους.
Θ.Μ.: Ενώ με τους Αραβες δεν έχουμε το ομόθρησκο. Ο Διγενής Ακρίτας (Ακρίτης είναι το σωστό) έχει πατέρα Αραβα, που έρχεται στην Κωνσταντινούπολη και γίνεται χριστιανός. Βλέπετε επομένως την αλλαγή. Οπως πολύ σωστά είχε πει ένας σπουδαίος Γάλλος που δεν ήταν καθηγητής στο πανεπιστήμιο αλλά ήταν βυζαντινολόγος παλαιάς κοπής, ο Σλουλμπερζέ, οι αγώνες κατά των Αράβων όλα αυτά τα χρόνια ήταν μια βυζαντινή εποποιία εναντίον αλλοθρήσκων.
Ε.Α.: Γιατί; Γιατί το Βυζάντιο είναι έθνος χριστιανών. Οταν ένας Αραβας γίνεται χριστιανός, δεν έχει καμιά σημασία το ότι υπήρξε Αραβας. Είναι χριστιανός, πάει και τελείωσε. Εθνος χριστιανών το λέει ο Λέων ΣΤ' ο Σοφός και γράφει ανάμεσα σε άλλα ότι «θα πολεμήσουμε για τους αλύτρωτους αδελφούς. Ο Σταυρός πάντα νικά». Ποιο είναι μάλιστα το σύνθημα του βυζαντινού στρατού; «Αήρ», δηλαδή «αέρα». Οπως ακριβώς φωνάζανε στον Πόλεμο του '40. 
 
Θανάσης Θ. Νιάρχος 

 www.tanea.gr
6-4-2013




ΣΧΕΤΙΚΑ

 

C u l t u r e :

  Language (See also: Medieval Greek)

Uncial script, from a 4th-century Bible manuscript.

Linguistically, Byzantine or medieval Greek is situated between the Hellenistic (Koine) and modern phases of the language.[59] Since as early as the Hellenistic era, Greek had been the lingua franca of the educated elites of the Eastern Mediterranean, spoken natively in the southern Balkans, the Greek islands, Asia Minor, and the ancient and Hellenistic Greek colonies of Southern Italy, the Black Sea, western Asia and north Africa.[60] At the beginning of the Byzantine millennium, the koine (Greek: κοινή) remained the basis for spoken Greek and Christian writings, while Attic Greek was the language of the philosophers and orators.[61]
As Christianity became the dominant religion, Attic began to be used also in Christian writings in addition to and often interspersed with, the koine Greek.[61] Nonetheless, from the sixth century on and at least until the twelfth, Attic remained entrenched in the educational system while further changes to the spoken language can be postulated for the early and middle Byzantine periods.[61]
The Byzantine Empire, at least in its early stages, was composed of people whose mother tongue was other than Greek, as well.[61] These included Latin, Aramaic, Coptic, and Caucasian languages, while Cyril Mango cites evidence for bilingualism as well in the south and southeast.[62] These influences in addition to the influx of people of Arabic, Celtic, Germanic, Turkic, and Slavic backgrounds supplied medieval Greek with many loanwords that have survived in the modern Greek language as well.[62] From the eleventh and twelfth centuries onward, there is a steady rise in the literary use of the vernacular, as well.[62]
Following the Fourth Crusade and the increased contact with the West, this entailed that the lingua franca of commerce became Italian, and in the areas of the Crusader kingdoms a classical education (Greek: παιδεία, paideia) ceased to be the sine qua non of social status, leading to the rise of the vernacular.[62] It is from this era that many beautiful works in the vernacular, often written by people deeply steeped in classical education, are attested.[62] A famous example are the four Ptochoprodromic poems attributed to Theodoros Prodromos.[62] From the thirteenth to fifteenth centuries, the last of the Empire, arise several works like laments, fables, romances, and chronicles written outside Constantinople, which until then had been the seat of most literature, in an idiom termed by scholars as "Byzantine Koine".[62]
Nonetheless, this did not in the end obviate the diglossia of the Greek-speaking world (which had already started in ancient Greece), and which continued under Ottoman rule and persisted in the modern Greek state until 1976, while Atticist Greek remains the official language of the Greek Orthodox Church. As shown in the poems of Ptochoprodromos, an early stage of modern Greek had already been shaped by the twelfth century and possibly earlier. Vernacular Greek continued to be known as "Romaic" up until the twentieth century.[63]

  Religion (See also: Orthodox Church)

 King David in the imperial purple (Paris Psalter).

At the time of Constantine the Great (r. 306–337), barely 10% of the Roman Empire's population were Christians, with most of them being urban population and generally found in the eastern part of the Roman Empire. The majority of people still honoured the old gods in the public Roman way of religio.[64] As Christianity became a complete philosophical system, whose theory and apologetics were heavily indebted to the Classic word, this changed.[65] In addition, Constantine as Pontifex Maximus was responsible for the correct cultus or veneratio of the deity which was in accordance with former Roman practice.[66] The move from the old religion to the new entailed some elements of continuity as well as break with the past, though the artistic heritage of paganism was literally broken by Christian zeal.[67]
Christianity led to the development of a few phenomena characteristic of Byzantium. Namely, the intimate connection between Church and State, a legacy of Roman cultus.[67] Also, the creation of a Christian philosophy that guided Byzantine Greeks in their everyday lives.[67] And finally, the dichotomy between the Christian ideals of the Bible and classical Greek paideia which could not be left out, however, since so much of Christian scholarship and philosophy depended on it.[65][67] These shaped Byzantine Greek character and the perceptions of themselves and others.
Christians at the time of Constantine's conversion made up only 10% of the population.[64] This would rise to 50% by the end of the fourth century and 90% by the end of the fifth century.[67] Emperor Justinian I (r. 527–565) then brutally mopped up the rest of the pagans, highly literate academics on one end of the scale and illiterate peasants on the other.[67] A conversion so rapid seems to have been rather the result of expediency than of conviction.[67]
The survival of the Empire in the East assured an active role of the emperor in the affairs of the Church. The Byzantine state inherited from pagan times the administrative and financial routine of organising religious affairs, and this routine was applied to the Christian Church. Following the pattern set by Eusebius of Caesarea, the Byzantines viewed the emperor as a representative or messenger of Christ, responsible particularly for the propagation of Christianity among pagans, and for the "externals" of the religion, such as administration and finances. The imperial role in the affairs of the Church never developed into a fixed, legally defined system, however.[68]
With the decline of Rome, and internal dissension in the other Eastern patriarchates, the church of Constantinople became, between the 6th and 11th centuries, the richest and most influential centre of Christendom.[69] Even when the Byzantine Empire was reduced to only a shadow of its former self, the Church, as an institution, exercised so much influence both inside and outside the imperial frontiers as never before. As George Ostrogorsky points out:[70]
"The Patriarchate of Constantinople remained the center of the Orthodox world, with subordinate metropolitan sees and archbishoprics in the territory of Asia Minor and the Balkans, now lost to Byzantium, as well as in Caucasus, Russia and Lithuania. The Church remained the most stable element in the Byzantine Empire." 

  Perceptions

  Self-perception

Constantine the Great presents Constantinople to the Virgin Mary and Christ.

Within the Byzantine Empire, a Greek or Hellenised citizen was generally called a Rhōmaîos (Greek: Ῥωμαῖος), which was first of all defined in opposition to a foreigner, ethnikós (Greek: ἐθνικός).[71] The Byzantine Greeks were, and perceived themselves as, the descendants of their classical Greek forebears,[72][73][74] the political heirs of imperial Rome,[72][75] and followers of the Apostles.[72] Thus, their sense of "Romanity" was different from that of their contemporaries in the West. "Romaic" was the name of the vulgar Greek language, as opposed to "Hellenic" which was its literary or doctrinal form.[76] "Greek" (Greek: Γραικός) had become synonymous with "Roman" (Greek: Ρωμαίος/Ρωμιός) and "Christian" (Greek: Χριστιανός) to mean a Christian Greek citizen of the [Eastern] Roman Empire.[1] There was always an element of indifference or neglect of everything non-Greek, which was therefore "barbarian".[77]

 Official discourse

In official discourse, "all inhabitants of the empire were subjects of the emperor, and therefore Romans." Thus the primary definition of Rhōmaios was "political or statist."[78] In order to succeed in being a full-blown and unquestioned "Roman" it was best to be a Greek Orthodox Christian and a Greek-speaker, at least in one's public persona.[78] Yet, the cultural uniformity which the Byzantine church and the state pursued through Orthodoxy and the Greek language was not sufficient to erase distinct identities, nor did it aim to.[77][78] The highest compliment that could be paid to a foreigner was to call him andreîos Rhōmaióphrōn (Greek: ἀνδρεῖος Ῥωμαιόφρων, roughly "a Roman-minded fellow").[71]

 Regional identity

Often one's local (geographic) identity could outweigh one's identity as a Rhōmaios. The terms xénos (Greek: ξένος) and exōtikós (Greek: ἐξωτικός) denoted "people foreign to the local population," regardless of whether they were from abroad or from elsewhere within the Byzantine Empire.[71] "When a person was away from home he was a stranger and was often treated with suspicion. A monk from western Asia Minor who joined a monastery in Pontus was 'disparaged and mistreated by everyone as a stranger'. The corollary to regional solidarity was regional hostility."[79]

  Revival of Hellenism

From an evolutionary standpoint, Byzantium was a multi-ethnic empire that emerged as a Christian empire, soon comprised the Hellenised empire of the East, and ended its thousand-year history, in 1453, as a Greek Orthodox state: an empire that became a nation, almost by the modern meaning of the word.[80] The presence of a distinctive and historically rich literary culture was also very important in the division between "Greek" East and "Latin" West and thus the formation of both.[81] It was a multi-ethnic empire where the Hellenic element was predominant, especially in the later period.[78]
Spoken language and state, the markers of identity that were to become a fundamental tenet of nineteenth-century nationalism throughout Europe became, by accident, a reality during a formative period of medieval Greek history.[82] Beginning in the twelfth century, certain Byzantine Greek intellectuals began to use the ancient Greek ethnonym Héllēn (Greek: Ἕλλην) in order to describe Byzantine civilisation.[83]
During the later period of the Byzantine Empire, Emperor Theodore I Laskaris (r. 1205–1222) tried to revive Hellenic tradition by fostering the study of philosophy, for in his opinion there was a danger that philosophy "might abandon the Greeks and seek refuge among the Latins". In a letter to Pope Gregory IX, the Byzantine emperor John Vatatzes (r. 1221–1254) claimed to have received the gift of royalty from Constantine the Great, and put emphasis on his "Hellenic" descent, exalting the wisdom of the Greek people. He was presenting Hellenic culture as an integral part of the Byzantine polity in defiance of Latin claims.[84]
Byzantine Greeks had always felt superior for being the inheritors of a more ancient civilisation, but such ethnic identifications had not been politically popular up until then.[84] Hence, in the context of increasing Venetian and Genoese power in the eastern Mediterranean, association with Hellenism took deeper root among the Byzantine elite, on account of a desire to distinguish themselves from the Latin West and to lay legitimate claims to Greek-speaking lands.[85]
Claims of association with Hellenism continued and increased throughout the Palaiologan dynasty. The scholar, teacher, and translator, John Argyropoulos, addressed Emperor John VIII Palaiologos (r. 1425–1448) as "Sun King of Hellas" and urged the last Byzantine emperor, Constantine XI Palaiologos (r. 1449–1453), to proclaim himself "King of the Hellenes". During the same period, the neo-platonic philosopher George Gemistos Plethon boasted "We are Hellenes by race and culture," and proposed a reborn Byzantine Empire following a utopian Hellenic system of government centered in Mystras.[86] According to the historian George Sphrantzes, on the eve of the Fall of Constantinople, the last Byzantine emperor urged his soldiers to remember that they were the descendants of Greeks and Romans.[87] 

Western perception

 The Entry of the Crusaders into Constantinople, by Eugène Delacroix, 1840.

In the eyes of the West, after the coronation of Charlemagne, the Byzantines were not acknowledged as the inheritors of the Roman Empire. Byzantium was rather perceived to be a corrupted continuation of ancient Greece, and was often derided as the "Empire of the Greeks" or "Kingdom of Greece". Such denials of Byzantium's Roman heritage and ecumenical rights would instigate the first resentments between Greeks and "Latins" (for the Latin liturgical rite) or "Franks" (for Charlemegne's ethnicity), as they were called by the Greeks.[77][88][89]
Popular Western opinion is reflected in the Translatio militiae, whose anonymous Latin author states that the Greeks had lost their courage and their learning, and therefore did not join in the war against the infidels. In another passage, the ancient Greeks are praised for their military skill and their learning, by which means the author draws a contrast with contemporary Byzantine Greeks, who were generally viewed as a non-warlike and schismatic people.[77][88][89] While this reputation seems strange to modern eyes given the unceasing military operations of the Byzantines and their eight century struggle against Islam and Islamic states, it reflects the realpolitik sophistication of the Byzantines, who employed diplomacy and trade as well as armed force in foreign policy, and the high-level of their culture in contrast to the zeal of the Crusaders and the ignorance and superstition of the medieval West. As historian Steven Runciman has put it:[90]
"Ever since our rough crusading forefathers first saw Constantinople and met, to their contemptuous disgust, a society where everyone read and wrote, ate food with forks and preferred diplomacy to war, it has been fashionable to pass the Byzantines by with scorn and to use their name as synonymous with decadence". (...)]