Ιστορίες πολιτικού χρήματος



Σαμπάνια Τσοχατζόπουλος - Σεπέμβριος του 1999. 
Ο τότε υπουργός Εθνικής Αμυνας Ακης Τσοχατζόπουλος επισκέπτεται την Ουκρανία.
 Ουκρανοί αξιωματούχοι έχουν δημιουργήσει σαμπάνια με το όνομά του, στην οποία ο ίδιος εικονίζεται με χλαμύδα. 
Η περιεκτικότητα σε αλκόολ ήταν χαμηλή (12,5%), η ζημιά που έκανε ... μεγάλη.


Τι συμβαίνει με τη διαχείριση των χρεών των ελληνικών κομμάτων και ποιες είναι οι ομοιότητες με τα αραβικά καθεστώτα;

«Η πρακτική είναι παλιά και γνωστή» λέει πολιτικός εν αποστρατεία ενώ πίνει τον καφέ του σε ήσυχο τραπέζι καφετέριας κεντρικού ξενοδοχείου της Αθήνας. «Δεν υπάρχει πολιτική χωρίς πολιτικό χρήμα και το πολιτικό χρήμα κατά κανόνα δεν διέρχεται μέσα από τα επίσημα τραπεζικά δίκτυα». Ενας από τους επίμονους μύθους της ελληνικής πολιτικής που πάντοτε ανανεώνει το ενδιαφέρον των εμπιστευτικών πολιτικών συζητήσεων είναι ότι η μεταφορά χρημάτων σε δερμάτινους χαρτοφύλακες, ή ακόμη και βαλίτσες, ήταν σε παλαιότερες εποχές καθήκον ορισμένων έμπιστων και έμπειρων πολιτικών. Οπως σημειώνει παλιός κοινοβουλευτικός ανήρ με μια ελαφρά δόση ειρωνείας, μόνον κορυφαίοι πολιτικοί διαθέτουν το ειδικό βάρος και την αξιοπιστία για να συνδιαλέγονται με ισχυρούς του χρήματος και να κατορθώνουν να τους αποσπούν χρηματικά ποσά «για το κόμμα».
Από εκεί και πέρα, η διαχείριση των χρημάτων ποικίλλει, ανάλογα με τον κώδικα ηθικής του εκάστοτε πολιτικού προσώπου. Σύμφωνα με μία εκδοχή, η οποία λεγόταν έντονα τη δεκαετία του ’80, οι «κορυφαίοι» που παραμένουν πιστοί στην ηγεσία θεωρείται ότι μετέφεραν στο κόμμα το περισσότερο από το παράνομο πολιτικό χρήμα. Στη συνέχεια, η κομματική ηγεσία συνήθως αποδεικνυόταν γενναιόδωρη, αφού αφενός τούς επέστρεφε ένα ποσοστό των χρημάτων, ακόμη και 20% («για να κάνεις εκλογές»), και αφετέρου αντάμειβε τα έμπιστα αυτά στελέχη με νευραλγικές θέσεις ευθύνης στην κυβέρνηση, στο κράτος ή ακόμη και στις Βρυξέλλες. Λέγεται, βέβαια, ότι υπήρχαν και ορισμένοι θρασείς που κρατούσαν όλα τα χρήματα για τον εαυτό τους, ιδίως όταν αντιπολιτεύονταν τον αρχηγό τους και έστηναν δικό τους δουκάτο ή όταν το κόμμα βρισκόταν στα πρόθυρα της ήττας. Ο βαρύς και σκληρός χειμώνας της αντιπολίτευσης, τα πολλά έτη μακριά από τη διαχείριση των δημοσίων υποθέσεων απαιτούσαν προνοητικότητα. Ασφαλώς, όλα τα παραπάνω είναι αστικοί μύθοι και τίποτα δεν αποδεικνύεται. Το «πόθεν έσχες» των 300 που δημοσιοποιείται κάθε χρόνο σαν απαράβατο έθιμο είναι μια αδιάψευστη απόδειξη για την παντοκρατορία της διαφάνειας (αρκεί, βεβαίως, όπως λένε οι άπιστοι Θωμάδες, να μη γίνει η αντιπαράθεση με τα «πόθεν έσχες» του 1993...).


Κάτω από τη μέση
Το ΠαΣοΚ και η Νέα Δημοκρατία επιχορηγούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό, ενώ επιπλέον έχουν κάνει κατάχρηση της δυνατότητάς τους να δανείζονται από τις τράπεζες. Κατά συνέπεια, το συνολικό ποσό των – φανερών και μυστικών – χρημάτων που διαχειρίζονται εκτιμάται ότι είναι δυσθεώρητο. Πολλοί νηφάλιοι μελετητές του «κομματικού φαινομένου» επισημαίνουν το παράδοξο των χρεοκοπημένων κομμάτων και των μάλλον ευκατάστατων πολιτικών που βρέθηκαν στο πιλοτήριο και αναρωτιούνται με νόημα μήπως υπάρχει κάποια αιτιώδης σχέση ανάμεσα στα δύο. Η συζήτηση γίνεται σχεδόν πάντοτε στο παρασκήνιο, ενώ ελλείψει αποδείξεων στηρίζεται σε υπαινιγμούς και διηγήσεις, η βασιμότητα των οποίων δεν είναι δυνατόν να αποδειχθεί. Σαφής για τον συμβολισμό της, πάντως, ήταν η πρόσφατη σφοδρή δημόσια αντίδραση του Γιώργου Παπανδρέου στους μάλλον οξείς υπαινιγμούς του Ευάγγελου Βενιζέλου ότι τα τελευταία οκτώ χρόνια ουδείς γνωρίζει επακριβώς πώς χρησιμοποιήθηκαν στο ΠαΣοΚ κεφάλαια – προερχόμενα από τραπεζικό δανεισμό και κρατική επιχορήγηση – που υπερβαίνουν τα 90 εκατομμύρια ευρώ.
Ο πρώην Πρωθυπουργός οργίστηκε γραπτώς γιατί θεώρησε ότι ο διάδοχός του τόλμησε να υπαινιχθεί ότι ένα μέρος της κακοδιαχείρισης μπορεί να έχει «ευνοήσει» ακόμη και τον ίδιο. Σημειώνεται ότι στον ερμητικά κλειστό κόσμο της υψηλής πολιτικής οι δημόσιες αντιπαραθέσεις με αφορμή θέματα οικονομικής ηθικής θεωρούνται αδιανόητα «χτυπήματα κάτω από τη μέση». Οι πραγματικές απαντήσεις δίδονται μέσω διαρροών και ακολουθούν διπλωματική γλώσσα. Συμπαθούντες τον κ. Παπανδρέου μετέδιδαν ότι, καθώς η σημερινή κυβέρνηση στην οποία συμμετέχει το ΠαΣοΚ διαχειρίζεται κρίσιμες οικονομικές συμφωνίες αποκρατικοποιήσεων, είναι καλό να οικοδομείται κλίμα εμπιστοσύνης μεταξύ των πολιτικών παραγόντων, έτσι ώστε σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή για τον τόπο να μη δηλητηριάζεται ο δημόσιος βίος με εκατέρωθεν επιθέσεις καχυποψίας. Εκτοτε, οι τόνοι έχουν πέσει αισθητά.
Είναι, πάντως, σαφές ότι ιστορίες πολιτικού χρήματος κυκλοφορούν χωρίς να αποδεικνύονται και εμπλέκουν διαχρονικά όλες τις κομματικές ηγεσίες. Από τη φημολογία δεν έχει γλιτώσει ούτε το ΚΚΕ, καθώς θεωρείται ότι το κόμμα του Περισσού διαχειρίζεται μεγάλα κεφάλαια με άκρα μυστικότητα, λόγω του φόβου επανάληψης της Ιστορίας και επανέναρξης των πολιτικών διώξεων. Παράλληλα, δεν είναι λίγοι όσοι στην Ελλάδα και στο εξωτερικό επιμένουν να υποψιάζονται κάθε δημόσιο έργο ή αποκρατικοποίηση ισχυριζόμενοι κάθε φορά ότι σαφώς έχει προβλεφθεί πολιτικό χρήμα για κόμματα κυβερνητικά και αντιπολιτευόμενα. Παρά ταύτα, το πλεόνασμα υποψιών συνήθως συνοδεύεται από έλλειμμα αποδείξεων. Κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης ίσως μόνο το σκάνδαλο της Siemens με τις πολλές προεκτάσεις του συνδέθηκε πραγματικά με ροή πολιτικού χρήματος. Γερμανοί αξιωματούχοι της εταιρείας φέρονται να έχουν υπολογίσει ότι από το 1990 και μετά κατευθύνθηκαν συνολικά 100 εκατομμύρια μάρκα (50 εκατομμύρια ευρώ) σε πολιτικούς και κόμματα στην Ελλάδα. Παρ’ όλα αυτά, και μέχρι σήμερα, ο συγκεκριμένος γερμανικός θησαυρός δεν έχει βρεθεί, ενώ δεν αποκλείεται σημαντικό μέρος τους να παρέμεινε στην κατοχή των ελλήνων διαχειριστών των «μαύρων ταμείων».

Από τη Mayo στο «Aκης-gate»
Η οικονομική ενίσχυση της Νέας Δημοκρατίας στις αρχές της δεκαετίας του ’90 μέσω της λιβεριανής υπεράκτιας (offshore) εταιρείας Mayo αποτέλεσε το επίκεντρο σφοδρής αντιπαράθεσης το 2002 ανάμεσα στον επίτιμο πρόεδρο της ΝΔ Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και στον τότε γραμματέα του ΠαΣοΚ Κώστα Λαλιώτη. Ο κ. Λαλιώτης παρουσίασε στοιχεία σύμφωνα με τα οποία σε συγκεκριμένες περιπτώσεις η Mayo, η οποία διέθετε λογαριασμό στη Royal Bank of Scotland (RBS), διοχέτευσε ποσά σε λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας στο Κολωνάκι για την οικονομική ενίσχυση της ΝΔ. Η ΝΔ επέμενε στην εξήγηση ότι η εταιρεία ήταν όχημα μέσω του οποίου εφοπλιστές του Λονδίνου ενίσχυσαν το κόμμα, ωστόσο, και παρά τη δικαστική έρευνα, οι λογαριασμοί της Mayo δεν άνοιξαν ποτέ.
Το πολιτικό χρήμα είναι ίσως η πεμπτουσία και της υπόθεσης του πρώην υπουργού Αμυνας του ΠαΣοΚ Ακη Τσοχατζόπουλου. Σύμφωνα με μία εκδοχή του «Aκης-gate», ο κ.
Τσοχατζόπουλος διαχειριζόταν τις ευαίσθητες οικονομικές υποθέσεις του ΠΑΚ και στη συνέχεια του ΠαΣοΚ, μέχρι και τον θάνατο του ιδρυτή του κινήματος, του Ανδρέα Παπανδρέου, το 1996. Εκτοτε, η συνεχιζόμενη δραστηριότητά του στη βιομηχανία του πολιτικού χρήματος μέσα από την αμφιλεγόμενη διαχείριση των αμυντικών πόρων υποτίθεται ότι σχετιζόταν με το σχέδιό του να ιδρύσει ένα αριστερό κόμμα, μια φιλοδοξία που λέγεται ότι διατηρούσε ακόμη και μετά το 2007, όταν απέτυχε να εκλεγεί βουλευτής Θεσσαλονίκης. Πολλοί, πάντως, εικάζουν ότι ο κ. Τσοχατζόπουλος ήταν ένας από τους πολιτικούς (όχι όμως ο μοναδικός...), που διατηρούσε άριστες σχέσεις με αραβικά καθεστώτα, ήδη από την εποχή της αντίστασης στη χούντα, και γι’ αυτό σε μεγάλο βαθμό αντέγραψε τις μεθόδους, τις πρακτικές και τη φιλοσοφία τους για τους όρους και τις μεθόδους της πολιτικής διαμάχης. Ισως, λοιπόν, δεν είναι τυχαίο ότι η «Αραβική άνοιξη» και η πτώση του
Μουμπάρακ, του Καντάφι και του Μπεν Αλι συνέπεσε με την πτώση και τον διασυρμό του Ακη, ενός πολιτικού που ήταν πρότυπο για το μισό
ΠαΣοΚ, που συγκέντρωνε την εκτίμηση φίλων και αντιπάλων (ίσως γιατί, όπως λένε, είχε την τάση να μοιράζει το χρήμα παντού) και που παραλίγο να γίνει Πρωθυπουργός της Ελλάδας τον Ιανουάριο του 1996.



Φεστιβάλ αραβικής διαφθοράς

Η δήμευση περιουσιών πολιτικών που ζαλίστηκαν από το άρωμα του δημοσίου χρήματος συχνά αναφέρεται ως στόχος που θα αποκαταστήσει το πληγωμένο αίσθημα δικαίου και ταυτόχρονα θα γεμίσει τα δημόσια ταμεία με πακτωλό κεφαλαίων. Πρόκειται για έκφραση υπερβολικής αισιοδοξίας – για να μην πούμε τίποτε χειρότερο. Η πραγματικότητα δεν επιτρέπει ιαχές ενθουσιασμού, αφού η «Αραβική άνοιξη», που επέφερε την πτώση καθεστώτων και ηγετών-προτύπων για αρκετούς έλληνες πολιτικούς, όπως οι ηγέτες της Αιγύπτου Χόσνι Μουμπάρακ, της Λιβύης Μουαμάρ Καντάφι και της Τυνησίας Μπεν Αλι, δεν συνοδεύτηκε από επιστροφή στα κράτη τους των ποικιλώνυμων λαφύρων.
Σύμφωνα με τον «Economist», δύο χρόνια μετά την «Αραβική άνοιξη» το ύψος των κεφαλαίων που ταυτοποιήθηκαν και «πάγωσαν» στο εξωτερικό επειδή ανήκαν στους παραπάνω ηγέτες δεν ξεπερνά το 1 δισεκατομμύριο δολάρια. Πολύ λιγότερα είναι τα κεφάλαια που έχουν επαναπατριστεί. Στην Αίγυπτο δεν έχει επιστραφεί τίποτε και η Λιβύη απέκτησε απλώς ένα σπίτι στο Λονδίνο που ανακαλύφθηκε ότι ανήκε στον Σαάντι, έναν από τους γιους του Καντάφι. Η Τυνησία απέσπασε μερικά αεροπλάνα και προ ημερών 29 εκατομμύρια δολάρια κρυμμένα σε μια λιβανέζικη τράπεζα, τα οποία ανήκαν στη σύζυγο του Μπεν Αλι. Το σίγουρο είναι ότι πολλοί στυλοβάτες των καθεστώτων, υπουργοί, διοικητές οργανισμών, σύμβουλοι και παρατρεχάμενοι που πλούτισαν πέρα από κάθε προσδοκία, προσπαθούν τώρα να νομιμοποιήσουν τα κλεμμένα μέσα από διακανονισμούς με τις νέες κυβερνήσεις που αναλαμβάνουν επιτήδειοι δικηγόροι.
Καταβάλλουν στο κράτος ένα αποδεκτό ποσό χρημάτων, συνήθως 2-3 εκατομμύρια δολάρια, και εξασφαλίζουν αμνηστία για όλα τα υπόλοιπα που έχουν αποκτήσει «με την αξία τους». Προφανώς προβλέπεται και κάποιο «δωράκι» σε μεσολαβητή με το νέο καθεστώς και όλα αποκαθίστανται. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι μια ανάλογη τακτική πρέπει να ακολουθήσει και η Ελλάδα για να γεμίσει κάπως τα δημόσια ταμεία από τις περιουσίες δημάρχων και κάθε λογής μανδαρίνων της τελευταίας τριακονταετίας. Ωστόσο, η ελληνική περίπτωση δεν είναι ισοδύναμη με τις αντίστοιχες αραβικές, αφού οι κυβερνήσεις των Αθηνών ήταν και είναι δημοκρατικά εκλεγμένες. Κατά συνέπεια, τεχνικά μιλώντας, στην Ελλάδα μπορεί να άλλαξαν όλα, αλλά δεν έχει «καταρρεύσει» κάποιο «καθεστώς» και, άρα, η «Ελληνική άνοιξη» μπορεί να περιμένει επ’ αόριστον. 

Από τον Αλέξη Μόραλη
 www.tovima.gr/vimagazino 
22-5-2013