O διασυρμός των οικονομολόγων ...
Ενώ οι ευρωπαίοι πολιτικοί ικανοποιούνται με τις περικοπές, πολλαπλασιάζονται οι ενδείξεις ότι οι οικονομικοί υπολογισμοί των προγραμμάτων δεν έχουν μεγάλη σχέση με την πραγματικότητα
Το Εxcel δεν είναι μια δύσκολη εφαρμογή. Την τροφοδοτείς με στοιχεία και παίρνεις αποτελέσματα αποφεύγοντας τη βαρετή (και επιρρεπή σε λάθη) διαδικασία των υπολογισμών πινάκων με το χέρι. Αποτελεί μία από τις ευεργεσίες με τις οποίες τα πακέτα οργάνωσης γραφείου ηλεκτρονικών υπολογιστών διευκολύνουν τη ζωή κάθε είδους εργαζομένων εδώ και 30 χρόνια. Ωστόσο, υπόκειται και αυτό, όπως και οτιδήποτε έχει να κάνει με την εισαγωγή πληροφοριών σε ένα σύστημα, στον βασικό εμπειρικό κανόνα που διατύπωσαν οι πρωτοπόροι του προγραμματισμού: «Garbage in, garbage out» – αν τα δεδομένα είναι λάθος, όλα τα αποτελέσματα πάνε στα σκουπίδια.
Oι βάσεις δεδομένων είναι απολύτως δημοκρατικές, όπως αντιλήφθηκαν πρόσφατα οι διάσημοι οικονομολόγοι του Χάρβαρντ Κάρμεν Ράινχαρτ και Κένεθ Ρόγκοφ: ένα από τα πιο πολυδιαφημισμένα άρθρα των τελευταίων ετών, το οποίο είχαν γράψει το 2010 προκειμένου να στηρίξουν στατιστικά τη θέση ότι το κρατικό χρέος άνω του 90% του ΑΕΠ ταυτίζεται αναγκαστικά με μηδαμινή ή αρνητική ανάπτυξη, αποδείχθηκε ξαφνικά στα μέσα Απριλίου βασισμένο σε λανθασμένη εισαγωγή παραμέτρων στο Excel. Κανονικά, όλα θα είχαν τελειώσει με ανταλλαγή βολών επιστημονικού πυροβολικού σε επιθεωρήσεις απρόσιτες στο ευρύ κοινό. Αυτή τη φορά, όμως, η διάσταση μεταξύ των Ράινχαρτ και Ρόγκοφ από τη μία και των Τόμας Χέρντον, Μάικλ Ας και Ρόμπερτ Πόλιν του Πανεπιστημίου της Μασαχουσέτης από την άλλη διέτρεξε όλη την γκάμα των μέσων ενημέρωσης, από τα πρωτοσέλιδα του ευρωπαϊκού Τύπου ως την εκπομπή του αμερικανού κωμικού Στιβ Κόλμπερτ, κάνοντας διάφορες ενδιάμεσες στάσεις στα social media. Και αυτό γιατί έχει άμεση αναφορά σε ό,τι ορίζει σήμερα την καθημερινή ζωή εκατομμυρίων Ευρωπαίων – τις πολιτικές λιτότητας.
Ολα ξεκίνησαν όταν ο Τόμας Χέρντον, υποψήφιος διδάκτορας Οικονομικών του Πανεπιστημίου της Μασαχουσέτης, ανέλαβε μια απλή εργασία: τον έλεγχο των υπολογισμών του διάσημου άρθρου «Growth in a Time of Debt», το οποίο η καθηγήτρια Κάρμεν Ράινχαρτ και ο πρώην επικεφαλής του ερευνητικού τμήματος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Κένεθ Ρόγκοφ, είχαν δημοσιεύσει στο έγκριτο περιοδικό «Papers and Proceedings of the American Economic Review». Σε αυτό το κείμενο οι Ράινχαρτ και Ρόγκοφ, συγκρίνοντας διαχρονικά το ύψος του χρέους ως ποσοστού επί του ΑΕΠ σε 20 ανεπτυγμένες χώρες, υπέδειξαν ότι υφίσταται ένα όριο γύρω στο 90%, πέρα από το οποίο οι κρατικές οφειλές συνοδεύονται από μηδενική ανάπτυξη (-0,1% για την ακρίβεια, έναντι 2,8% της κλίμακας από 60%-90% και 4,1% εκείνης από 0%-30%).
Είναι γεγονός ότι ο κορυφαίος οικονομολόγος Κένεθ Ρόγκοφ δεν συνδύασε τα ευρήματά του αποκλειστικά και μόνο με λύσεις λιτότητας, αλλά αυτό ουδόλως απέτρεψε τον Χέρντον από το να εντοπίσει κατά τη διάρκεια του ελέγχου δύο τουλάχιστον κραυγαλέα λάθη στους υπολογισμούς («το έβλεπα με τα μάτια μου και δεν το πίστευα»): από το δείγμα των 20 χωρών της βάσης δεδομένων είχαν παραλειφθεί πέντε (Αυστραλία, Αυστρία, Βέλγιο, Καναδάς, Δανία), ενώ η στάθμιση των στοιχείων ήταν ενίοτε συζητήσιμη, εφόσον εξίσωνε, για παράδειγμα, τις περιστάσεις μιας βραχυχρόνιας ύφεσης της Νέας Ζηλανδίας με τις επιπτώσεις μιας εικοσαετίας υψηλού δημόσιου χρέους της Βρετανίας. Με τη διόρθωση των δεδομένων, όπως την υπέγραψε ο Χέρντον, από κοινού με τους καθηγητές του, Ας και Πόλιν, το υποτιθέμενο χάσμα ανάπτυξης των χρεωμένων με άνω του 90% του ΑΕΠ οικονομιών μετατρεπό ταν από χαντάκι σε αυλάκι – αντί του αρνητικού προσήμου 0,1% προβλεπόταν θετικός δείκτης 2,2%. Χαμηλές επιδόσεις, οπωσδήποτε, όχι όμως και καταβαράθρωση.
Η νέα συνταγή του ΔΝΤ
Στον πόλεμο που ακολούθησε και μαίνεται ακόμη, δύο ήταν οι βασικές παράμετροι: οι τεχνικές λεπτομέρειες και οι πολιτικές συνέπειες του λάθους. Για τις πρώτες, ο Χέρντον μίλησε στο BBC, οι Ράινχαρτ και Ρόγκοφ απάντησαν με εκτενές υπόμνημα στους «New York Times», άλλα μεγάλα ονόματα, όπως ο νομπελίστας Πολ Κρούγκμαν, επενέβησαν, και, ως είθισται επιστημονικά, όλοι συμφώνησαν πολιτισμένα ότι διαφωνούν – τα παλαιότερα δεδομένα είναι λιγότερο ακριβή, οι μεταβλητές δεν είναι λίγες, οι ερμηνείες κυμαίνονται, διαλέγετε και παίρνετε. Κάτι που μας μεταφέρει στην έτερη διάσταση, εκείνη των πολιτικών αντηχήσεων του επεισοδίου. Στις 26 Απριλίου οι Ράινχαρτ και Ρόγκοφ θα σημείωναν στην απάντησή τους στους «New York Times» ότι δέχονταν «εχθρικά e-mail και απειλητικού χαρακτήρα μηνύματα, κάποια από τα οποία μάς κατηγορούν για απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, περικοπές κυβερνητικών υπηρεσιών και αυξήσεις φόρων», καταλήγοντας ότι θεωρούσαν παρόμοιες επιθέσεις «ένα λυπηρό σχόλιο για την πολιτικοποίηση της έρευνας των κοινωνικών επιστημών». Αυτό που απέφυγαν επιμελώς να αναφέρουν, βέβαια, όπως παρατήρησαν αρκετοί αρθρογράφοι, είναι ότι τα προγράμματα λιτότητας, τα οποία αντί οικονομικής βελτίωσης μόνο κοινωνικά ρήγματα έχουν αποδώσει στον ευρωπαϊκό Νότο την τελευταία τριετία, εφαρμόζονται με ευθεία αναπαραγωγή των δικών τους μετρήσεων: τόσο το NBC όσο και το BBC σημείωσαν με έμφαση ότι ο επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Ενωσης Ολι Ρεν επικαλούνταν στο παρελθόν τακτικά τα αριθμητικά στοιχεία του άρθρου των Ράινχαρτ και Ρόγκοφ προκειμένου να επιχειρηματολογήσει για την ανάγκη περιορισμών στους προϋπολογισμούς κρατών της ευρωζώνης.
Επιπλέον, οι τεχνικές αστοχίες έχουν αρχίσει να συσσωρεύονται. Ηδη στις 3 Ιανουαρίου 2013 ο νυν διευθυντής του ερευνητικού τμήματος του ΔΝΤ και διάδοχος του Ρόγκοφ, Ολιβιέ Μπλανσάρ, είχε δώσει στη δημοσιότητα μια έκθεση όπου παραδεχόταν ότι η σύνταξη του δημοσιονομικού προγράμματος λιτότητας για την Ελλάδα και την Πορτογαλία είχε γίνει με παρωχημένα στοιχεία της περιόδου 1970-2007, τα οποία προέβλεπαν 0,5% μείωση της ανάπτυξης για κάθε 1% ελάττωσης των κρατικών δαπανών ή αύξησης της φορολογίας. Σύμφωνα με τα κατόπιν κρίσης δεδομένα, ο γάλλος οικονομολόγος υπολόγιζε ότι η μείωση της ανάπτυξης ισοδυναμούσε στην πραγματικότητα με 0,9% ως 1,7% για κάθε ποσοστιαία μονάδα περικοπών: το σφάλμα της πρόβλεψης του λεγόμενου «πολλαπλασιαστή» αφορούσε, σύμφωνα με υπολογισμούς του «Βήματος» της 12ης Φεβρουαρίου 2013, ενδεικτικές αποκλίσεις της τάξης του 20% για το 2010 και 7% για το 2012. Μετά την απομάκρυνση, όμως, εκ του (Διεθνούς Νομισματικού) Ταμείου ουδέν λάθος αναγνωρίζεται.
Τουλάχιστον προς το παρόν. Γιατί, όπως επιμένουν οι ανεπίσημες πληροφορίες, το ΔΝΤ ετοιμάζει πρόγραμμα αναδιάρθρωσης του χρέους και εγκατάλειψης της λιτότητας που θα επιχειρήσει να επιβάλει στην Ευρώπη μετά τις γερμανικές εκλογές.
Διαβάζει η Μέρκελ Κένεθ Ρόγκοφ;
Δύσκολα θα υποστήριζε κανείς ότι όσοι διαμορφώνουν τις τύχες της ευρωζώνης σήμερα, η γερμανίδα καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ και ο υπουργός οικονομικών της, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, εξαρτώνται πραγματικά από το εκάστοτε ευαγγέλιο του Ρόγκοφ ή του Μπλανσάρ – εξού και ενώ οι οικονομολόγοι παραδέχονταν τα λάθη τους, εκείνοι σφύριζαν αδιάφορα. Οι πολιτικοί δεν δεσμεύονται από τους συμβούλους τους (ούτε καν από το ΔΝΤ), ενώ ειδικά η γερμανική πολιτική εξάγει ένα πρότυπο δημοσιονομικής αυστηρότητας εδώ και μια εικοσαετία.
Από την εποχή της ενσωμάτωσης της πρώην Ανατολικής Γερμανίας η επένδυση στην επάνοδο στην οικονομία της αγοράς συνοδεύτηκε από αυστηρή αυτοεπιτήρηση για τον φόβο της διόγκωσης των ελλειμμάτων και της επανάληψης του εφιαλτικού μεσοπολεμικού πληθωρισμού.
Η επιτυχία αυτής της πρακτικής (παραβλέποντας, παρεμπιπτόντως, την καθοριστική συμβολή της έλευσης του ευρώ στο τελικό αποτέλεσμά της) βαραίνει περισσότερο από τη γνώμη των όποιων διεθνών οικονομολόγων στη χάραξη της πολιτικής του Βερολίνου για την ευρωζώνη. Μαζί με έναν επιπλέον παράγοντα – αυτόν της ηθικολογίας.
Ο Πολ Κρούγκμαν το θέτει ιδανικά στους «New York Times» της 25ης Απριλίου μιλώντας για τη διαρκή «διαδεδομένη επιθυμία να δούμε τα οικονομικά ως ηθικοπλαστικό θεατρικό έργο, να τα καταστήσουμε έναν μύθο για την υπερβολή και τις συνέπειές της». Πράγματι, η πρώτη θεώρηση περί των αιτίων της κρίσης εξήλθε πάνοπλη από το κεφάλι της πραιτοριανής φρουράς του νεοφιλελευθερισμού: το πρόβλημα δεν ήταν οι συστημικοί κίνδυνοι, η έλλειψη εποπτείας ή οι ιδεολογικές προκείμενες του οικονομικού περιβάλλοντος, το πρόβλημα ήταν η ανθρώπινη φύση στο πρόσωπο της απληστίας των ολίγων.
Πέντε χρόνια, ωστόσο, από την πτώση της Lehman Brothers, η κυρίαρχη οπτική για το τι ακριβώς συμβαίνει σε διάφορους τομείς της δυτικής οικονομίας δεν έχει αποστεί ουσιαστικά από την παραπάνω ευκολία – απλώς η μεταφορά της απληστίας έχει ανέβει επίπεδο: απευθύνεται πλέον σε κράτη, όχι σε άτομα.
Ενα είδος απληστίας προκάλεσε την ελληνική χρεοκοπία, εφόσον η χώρα «ζούσε πάνω από τις δυνάμεις της», ένα δεύτερο την ιρλανδική, εφόσον οι τράπεζές της είχαν χρηματοδοτήσει αφειδώς αφερέγγυες επιχειρηματικές δραστηριότητες, ένα τρίτο την κυπριακή, εφόσον οι δικές της λειτουργούσαν ως νησιά Καϊμάν της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Ομως, όταν για να εξηγήσεις συγγενή φαινόμενα επικαλείσαι διαρκώς εξαιρέσεις βασισμένες σε μια παγκόσμια στερεοτυπική ηθική σταθερά, αυτό σημαίνει ότι κάποιον λάκκο έχει η φάβα: για να επιστρέψουμε στον Πολ Κρούγκμαν, αυτόν της ηθελημένης αχρωματοψίας έναντι της σταθερής αύξησης των κοινωνικών ανισοτήτων.
Δέσμια ενός πλέγματος κακών οικονομικών εκτιμήσεων, ηθικολογικής άσκησης της πολιτικής και ιδεολογικής ακαμψίας των ηγετών της, η Ευρωπαϊκή Ενωση εξακολουθεί να μαγειρεύει συνταγές λιτότητας με αμφίβολης ποιότητας υλικά – και χωρίς πειστικές ιδέες από εναλλακτικό σεφ, πέρα από μια γενική αίσθηση που εξέφρασε στο τέλος Απριλίου και ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζοζέ Μπαρόζο, ότι το μοντέλο ξεπέρασε πια τα όριά του.
Ποιος θυμάται σήμερα τις περυσινές προτάσεις Μόντι, την αρχική διαφωνία του Ολάντ με την Ανγκελα Μέρκελ ή, έστω, στα της εσωτερικής μας κατανάλωσης, τις τυμπανοκρουσίες των «Ζάππειο Ι» και «Ζάππειο ΙΙ» της τότε αντιπολιτευόμενης (και νυν κυβερνητικής) Νέας Δημοκρατίας το 2011;
Οσο για τον καβγά των οικονομολόγων, ανεξάρτητα με το αν έχει δίκιο ο Κένεθ Ρόγκοφ ή ο Τόμας Χέρντον, το συμπέρασμα είναι ότι το παιχνίδι των προβλέψεων έχει αγγίξει τα όρια επίσκεψης σε καφετζού. Ο πολύς Πολ Κρούγκμαν μπορεί να ασκεί σήμερα σκληρή κριτική στον Ρόγκοφ για το ιδεολογικό υπόβαθρο της αφήγησης περί λιτότητας, κάποια στιγμή στα τέλη του 2001 και τις αρχές του 2012, ωστόσο, συμφωνούσε μαζί του ότι η Ελλάδα θα εγκατέλειπε το ευρώ. Μεταξύ επιστημονικής μελέτης και οικονομολογικής αμετροέπειας, τα όρια έχουν χαθεί προ πολλού.
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 4 Μαΐου 2013