Η Ιστορία της Αγγελικής Ματθαίου απο τις Φώκιες της Σμύρνης



Η Αγγελική Ματθαίου έπειτα από μια περιπλάνηση ως αιχμάλωτη στην Ανατολή, που κράτησε κάποια χρόνια, θα φτάσει τελικά ορφανή στην Ελλάδα και θα συναντήσει μια αδελφή της, που διασώθηκε από τη σφαγή. Τη μαρτυρία κατέγραψε η ίδια η Αγγελική Ματθαίου πριν από το θάνατό της



“Είμαι η Αγγελική του Καπετάν Νικολή Πολύτη η κόρη.
Γράφω την ιστορία της Μικράς Ασίας τώρα, το 1995.
 Το 22 ήμουν ένα κοριτσάκι 6 έως 7 χρονών. Ότι θυμάμαι θα γράψω.
 Είμαι του Καπετάν Νικολή Πολίτη από τις Νέες Φώκιες της Σμύρνης.
 Ο πατέρας μου ήταν Καπετάνιος. Είχαμε ένα μεγάλο καϊκι. Το είχε ονομάσει ο πατέρας μου “ Πανούσα ”, επειδής έλεγαν την μητέρα μου Παναγιώτα και επειδής την αγαπούσε πολύ ονόμασε το καϊκι.
Ήμασταν 6 άτομα παιδιά και ο πατέρας και η μητέρα. Γράφω ότι θυμάμαι.
 Ο πατέρας μου ήταν από την Κωνσταντινούπολη και ήλθε στις Φώκιες και παντρέφτηκε λέγανε την ωραία Παναγιώτα. Ζούσαμε πολύ καλά διότι είχαμε πολλή περιουσία. Ο πατέρας μου ήταν μοναχοπαίδι.
 Είχαμε δύο σπίτια. Το ένα ήτανε στο Φαρδί Σοκάκι και το άλλο έξω από την πόλη. Ήτανε μονοκατοικία.
 Η πρόσοψη του ήταν με 4 καμάρες. Στη μεσαία καμάρα ήτανε η πόρτα. Μόλις έμπενες ήτανε ένα μεγάλο χαγιάτι και στο καθιστικό είχαμε ένα μεγάλο τζάκι και ένα παράθυρο που έβλεπες τη θάλασσα. Δίπλα ήτανε μία μεγάλη κουζίνα και ένα μεγάλο ντουλάπι. Δίπλα στην κουζίνα ήτανε η σκάλα και έβγενες σε ένα μεγάλο χαγιάτι. Από αριστερά ήτανε του αδελφού μου που τον λέγαμε Θανάση. Μετά ήτανε το μεγάλο δωμάτιο που κοιμότανε η μητέρα και ο πατέρας ή οι μουσαφίρηδες όταν είχαμε μουσαφίρηδες. Ήταν στολισμένο με ένα μεγάλο καθρέφτη, μία μεγάλη ντουλάπα που βάζανε τα στρώματα και τα παπλώματα και αυτά τα σκεπάζανε με μεγάλη κουρτίνα. Το λέγανε Γιουκλούκη και δίπλα ήτανε ένα δωμάτιο που ήτανε αποθήκη. Βάζαμε τα σύκα, τα καρύδια, τις σταφίδες, τη ξερή μουσταλευριά, το λάδι, το πετημέζη, τα σουζούκια.
 Ο πατέρας μου είχε 400 δένδρα ελιές, είχε ένα αμπέλι στα 3 πηγάδια και το άλλο στα Μερσυνάκια. Εκείνο ήταν πιο κοντά στην πόλη και πηγαίναμε το καλοκαίρι, εγώ και η αδελφή μου. Κοιμόμαστε στο κάτω το καθιστικό. Η αυλή μας ήτανε χοχλάδια της θάλασσας. Σχημάτηζε μαργαρίτες. Γύρω γύρω είχε παρτέρια που φύτευε η μητέρα μου κατηφέδες και βασιλικά. Από έξω ήτανε τσιτσιφιές. Όταν ανθούσαν μοσχομήριζε ο τόπος η δε θάλασσα ήτανε σαν 100 μέτρα από το σπίτι μας και όλη η ακρογιαλιά ήτανε ανεμόμυλοι που αλέθανε το σιτάρι.
Αυτά για το σπίτι μας.
 Τώρα θα γράψω για την Καταστροφή.  Την νύκτα βγένανε στα παράθυρα και βλέπανε στα βουνά φωτιές. Άρχησε ο κόσμος να φοβάται. Η μητέρα μου δεν ήξερε τι να κάνει γιατί ο πατέρας μου έλειπε ταξίδι. Το δεύτερο βράδυ μαζεύτηκε όλη η γειτονιά στο δικό μας σπίτι. Θυμάμαι που κάνανε μία τούρκικη σημαία με το μισοφέγγαρο και τη βάλανε στο παράθυρο για να δούνε οι Τούρκοι. Το ίδιο βράδυ ήλθε ο πατέρας μου. Μας ήπε να μην φοβόμαστε. Κλειστηκαμε στο σπίτι.
 Ξαφνικά πλάκωσε το τούρκικο στρατό. Ακούγαμε ντούπανα, ντουφεκιές, τραγούδια. Τα άλογα χηλιμητρούσανε. Δεν μπορώ να σας πω το τι γινόταν.
 Τότε σηκώθηκε ο Πατέρας μου να πάη να δη το καϊκι για να φύγουμε. Η μητέρα μου δεν τον άφηνε και της είπε θα πάω από άλλον δρόμο. Πήγε αλλά το καϊκι το είχανε καταστρέψει. Δεν είχε ούτε κατάρτια ούτε πανιά ούτε μηχανή. Μας λέει θα πάμε στον Ασματερέ, εκεί ήταν ένα λιμανάκι και ίσως βρούμε καϊκι να φύγουμε για τη Μυτιλήνη.
 Φύγαμε από τα βουνά. Εμένα με σύκωνε ο αδελφός μου στην ράχη του. Νύκτα ήτανε. Τα βουνά ήταν τόσο άγρια. Φωνάζανε τα σκυλιά, τα τσακάλια. Τα σκυλιά από τα εξοχικά σπίτια τρέχανε.Τα αγριογούρουνα μουκρήζανε τα ζητλάνια. Λες και θα χαλούσε ο κόσμος.
 Αμίλητοι φθάσαμε στο λιμανάκι αλλά δεν υπήρχε τίποτε. Μόνο τα ζώα του κόσμου φωνάζανε λες και είχανε καταλάβει τον χωρισμό από τους δικους τους.
 Την άλλη μέρα οι Τούρκοι κατασκήνοσαν σε ένα χωράφι πολύ μεγάλο που το λέγανε Σητσακτερέ και αρχήσαν και κατεβένανε στην χώρα. Μαζεύανε τον κόσμο. Άλλον σκωτόνανε, άλλον κοπανούσανε με τα ντουφέκια. Τους άλλους τους ρίχνανε κατω και τους πατούσανε στην κοιλιά και οι ανθρώποι κάνανε εμετό.
 Εμείς είχαμε φύγει κρυφά και μπήκαμε σε ένα μεγάλο σπίτι αλλά μας βρίκανε. Κατεβάσανε τον Πατέρα μου, τον βγάλανε το σαβλάρι του, το σακάκι του, τα παπούτσια του. Του πήρανε τη μεγάλη σακούλα με τα λευτά και τα χρυσαφικά και μας βάλανε μαζή με άλλους που μαζεύανε από τα σπίτια τους.
 Μας πήγαν σε ένα χωριό που το λέγανε Τσακμακλή. Μας αφήσανε σε ένα χωράφι και αρχήσανε να μαζεύουν τους άνδρες. Πήρανε τον Πατέρα μου τον αδελφό μου και όλους. Μετά ακούσαμε τα πολυβόλα. Μας λέγανε όλοι ότι τους σκοτώσανε. Από τότε δεν τους ήδαμε.
 Το ίδιο βράδυ πήρανε την αδελφή μου στα βουνά. Πέρνανε τα κορίτσια. Την αδελφή μου την πήρανε τέσσερις. Ήχε μακριές πλεξούδες. Οι δυό την πιάσανε από της πλεξούδες και οι άλλλοι δύο από τα πόδια.
Το τη γινότανε εκείνο το βράδυ δεν λέγεται. Χαλούσε ο κόσμος. Φωνάζανε τα κορίτσια, κλέγανε η μάνες τους, φωνάζανε, βουήζανε τα βουνά. Εγώ με ήχε η μητέρα μου κάτω από το φουστάνι της και έτρεμα σαν το φύλλο.
 Η μητέρα μου σηκώθηκε και φώναζε παιδι μου Κατερίνα που σε πάνε και ένας τούρκος της δείνη μια με το ντουφέκι και πέφτει και σπάη το κεφάλη της. Τρέχανε τα αίματα. Εγώ σήκωνα το φουστανάκη μου και τη σκούπιζα.
 Την άλλη μέρα μας πήρανε από κη και αρχήσαμε να βαδίζουμε από βουνά όχι από δρόμους. Μας είχανε πάρει τα παπούτσια  μας και τα βουνά ήτανε στρομένα από ακάθια. Ήταν αδύνατο να βαδίσομε. Εκεί ήτανε το πολύ ξύλο η κλοτσιές. Βαδίζαμε το βράδυ. Φθάσαμε σε ένα χωριό που το λέγανε Τσακμακλή. Ητανε ελληνικό χωριό.
 Εκεί μας χώσανε τον έναν απάνω στόν άλον. Για να μας βάλουνε μέσα  σκοτόσανε 2 παιδια και μιά γυναίκα και ξύλο με τα καμιτσιά αλήπιτα. Ο κλαθμός και ο φόβος ήτανε αβάστακτα.
 Εκείνο το βράδυ πήρανε και τη μανούλα μου. Ξέχασα να γράψω. Είχαμε και ένα μοράκη και όταν την πήρανε κρατούσε και το μορό. Της το πήρανε και το πετάξανε σε έναν καλαμνιόνα που ήτανε λήμνη η πάει και αυτό τη δε μανούλα μου την φέραν. Να σκευτήτε τον πόνο της και τα δάκρυα της.
 Έμεινα μόνο εγώ. Με σκέπαζε με το φουστάνη της σαν τη κλώσα που βάζει τα πουλάκια της κάτω από τα φτερά της.
Κάνω πολά λάθη γιατί δεν μπορώ να γράψω από τα δάκρυα και τον πόνο που έχω. Μου έχουν μείνη απόθέματα. Είνε μεγάλος πόνος να μήνης ορφανό τόσο μικρό και στα τούρκικα χέρια. Παρακαλώ τον Θεό όλα τα παιδάκια να έχουν υη μανούλα τους. Να μην πονέσουνε σαν εμένα.
Άκουγα μανούλα που φωνάζανε και μαρενόμουν σαν το φύλλο που πέφτη από το δένδρο. Το πιο γλυκό πράγμα του κόσμου είναι η μάνα. Όλα αυτά τα χρόνια που ζώ δεν τη ξέχασα.
 Το δε πρωϊ μας πηγένανε σε ένα χωριό που το λέγανε Μελεμένη. Το χωριό ήτανε κάρβουνο. Το είχανε κάψη η δικί μας στρατιώτες όταν πησθοχωρήσανε. Ήταν ελληνικό χωριό.
 Μας περάσανε από μέσα για να δούμε που ήτανε καμένη. Εκεί ήπαμε ότι εδώ θα μας κάψουνε και μας χτηπούσανε τόσο άγρια που μας φωνάζανε οι δική μας να σκήβουμε σαν τα πρόβατα. Εκεί κόψανε μιας γυναίκας τη μύτη.
 Με τα πολά φήγαμε από το χωριό. Βαδίζοντας βγήκαμε σε ένα χωράφι που είχε άγριες αχλαδιές και ήταν φορτομένες αχλάδια. Όσα μπορούσανε κόψανε να φάνε αλλά πιο πολύ ήτανε το ξύλο.
 Συνέχεια βαδίζαμε. Πάμε πιο πέρα που ήτανε ένα αλώνι και αλωνίζανε κουκιά, φασόλια. Μόλις τα είδε ο κόσμος ο κόσμος τρέξανε να μαδίσουνε. Η τουρκή δεν μας έβλεπαν γιατή τα δεμάτια ήτανε πολύ ψηλά. Η τούρκη από μέσα δεν μας βλεπανε. Η τσανταρμάδες ήχανε μπή μέσα στο αλώνη και ληλούσανεμε τους χωριάτες. Μάδησα και γιο λίγα και όταν καμιά φορά ανάβανε φωτιά τα ψήναμε με την Μανούλα μου και ξεχνούσαμε λίγο την πήνα μας.
 Συνέχεια βαδίζαμε δεν ξέρω πόσες μέρες. Πηγέναμε για τη Μαγνησία. Βγένανε και το φωνάζανε ότι πάμε στην Μαγνησία. Είχε άνδρες που ξέρανε τούρκικα και μας φωνάζανε ότι πάμαι στην Μαγνησία να μας βγάλη λόγο ο Κεμάλ.
 Και που νομίζεται που μας πήγανε. Σε ένα παλιό εργοστάσιο και μαζέψανε τους άνδρες, τους βάλανε μέσα τους γδύσανε και αρχήσανε και τους χτηπύσανε με τα καμιτσιά. Η άνδρες πηδούσανε σαν ποντίκια. Τους ήχανε μαύρους. Η άνθρωποι πέσανε όλοι κάτω σαν πεθαμένη με βογκητά με κλάματα από τους πόνους.
 Το χειρότερο ήτανε ότι μαζέψανε τα γυναικόπαιδα και μας πήγανε σε ένα χωράφη γεμάτο μνήματα από Έλληνες στρατιώτες και σε  κάθε μνήμα είχαν βάλει τα δίκοκα τους. Εκεί φαντασθητε τι έγεινε. Πέσαν η γυναίκεςστα μνήματα  φωνάζανε κλαιγανε και από πάνω κλοσιές πέτρες. Σπούσανε δενδρα κλαργιά και τις κοπανούσανε. Πολές μάνες ήχαν χάσει τα παιδιά τους σε αυτόν το πόλεμο. Μα δεν ηπήρχε Θεός ; Δεν υπήρχε κανένας νόμος για
μας ;
 Μετά μας πήγανε σε αμπέλη και κόβανε τα φύλα και τα χώνανε στο στόμα να τα φάνε και όποιος δεν τα μάσαγε τον τρίβανε τα μούτρα του στο χώμα. Μια γυναίκα δεν το δεχότανε και της βάλανε φωτιά στο φόρεμα της και καϊκε σαν καιρί και δεν αφήνανε κανένανε να πάη κοντά της. Αυτά που κάνανε αυτή η βάρβαρη δεν τα έκανε κανένα κράτος.
 Μετά φύγαμαι από την Μαγνησία και μας πηγένανε για μια μέρα όλο από βουνά και αγκάθια. Φθάσαμε σε μια μικρή πόλη. Εκεί ήτανε σταθμός χωροφυλακής. Μας υποδεχτήκανε πολύ άγρια ως συνήθως. Από κάτω από το κτήριο είχε μια χαβούζα με νερό.Το νερό αυτό είχε μέσα ότι βρομνιά ήθελες. Και δεν ήτανε μόνο η βρομνιά αλά κατουρούσανε και από πάνω. Και χονδρά και ψιλά. Αλλά ο κόσμος ήτανε τόσο διψασμένος που σπρώχνανε της βρομνιές και πήνανε και πλύνανε και τα μούτρα τους και αυτή κάνανε …..(σελ.6) με γέλια και λέγανε πός γκαούρη αυτό θα πεί. Βρόμηκη έλινες.
 Η μανούλα μου μαι πήρε και πήγαμε στο χάνι που βάζανε τα άλογα με ένα μέτρο η κοπριά. Κάτσαμε. Χωστήκαμε στην κοπριά για να ζεσταθούμε. Σε λίγο ήλθανε καιη άλη. Λέγανε ότι έπεσε και πνήγηκε μια γυναίκα. Αυτό δεν το είδα.
Το ψωμί και το φαϊ το είχαμε ξεχάσει. Αν βρήσκανε στα βουνά καμήλες ψώφιες τρέχανε και ξεσχήζανε με τα χέρια και άμα σταματούσαμε σε κανένα χωριό γυρέβανε φωτιά και τα ψήνανε και τα τρώγανε. Η Μανούλα μου δεν έτρωγε ούτε και γώ.
 Μας πήρανε πάλη από κεί, άλαξαν η στανταρμάδες. Σε κάθε χωριό μας πέρνανε άλη. Μας περάσανε από ένα ποτάμι που είχε λιγοστό νερό αλλάείχε πολλά αγριοσέληνα. Όταν τα είδε ο κόσμος πέσανε με τα μούτρα σαν τα πρόβατα. Δεν έμηνε ούτε φύλο. Εκεί σε κείνο το λίγο νερό πληθήκαμε λουστήκαμε χωρίς σαπούνι βαίβεα..
 Πάλη αρχήσαμε την διαδρομή μας. Στο χωριό που πηγέναμε μας είπανε ότη εκεί που θα πάμε είνε εληνικό χωριό και είχε έλληνες. Τα λέγανε σε ένα που ηξεραι τουρκηκα και αυτός μας τα έλεγε. Τυχένανε καμιά φορά και καλή Τσανταρμάδες.
 Πήγαμε στο χωριό. Ήτανε νύχτα και κήνο το βράδυ έρηχνε χιώνη. Ήλθα η έληνες μας φιλούσα χαϊδέβανε τα παιδάκια και έτση που ήμαστε κου βάρες κουβάρες μας βάλανε όλους κοντά και φέρανε έναν πολύ μεγάλο κηλίμη και μας σκεπάσανε. Μετά ήλθαν την νύκτα πάλη και φέρανε και άλο κηλίμη και δεν μας πήραξε τι χιώνη. Το πρωϊ φέρανε γάλα ολόκληρα καζάνια ζεστό και ψωμί. Φάγαμεόσο θέλαμε. Μας ρωτούσαν αν είνε καλό το φαή. Δεν ξέραμε τούρκικα. Μας τα εξηγούσε ένας που ήξερε. Μας ρωτούσανε που θα μας πάνε. Μήπως ξέραμε και εμείς λέγανε. Και μας θα μας διώξουνε. Αυτή λέγανε ότι περιμένανε του Βενιζέλου την ανταλλαγή.
 Αρχήσαμε πάλη τα βουνά. Το χωριό ήτανε κοντά. Μολης μας είδανε πλάκωσε η τορκιά. Αρχήσανε όλοι νύκτα να πέρνουνε τα κορίτσια. Ψάχνανε με τους φακούς η δε στανταρμάδες φεύγανε και οι χωριάτες βρίσκανε ευκαιρία. Φωνάζανε τούρκικα άλλην άλλην θα πή στα εληνικά πάρτε πάρτε και κείνο το βράδυ τραβήξανε την Μανούλα μου και έτση που πήγε να συκοθή ήδαν εμένα που με είχε από κάτω από το φουστάνι της.
Αρπάξανε εμένα. Από τον πολύ σπαραγμό πού έκανα θυμάμαι που έβγαλε το φέση του και μού έκλεισε το στόμα με πήγε πιο πέρα και άρχησε να με ψάχνη αφού με έριξε κάτω. Σκεφτητε εκείνη την ώρα τον σπαραγμό μου και τις φωνές μου και αφού ήδε που ήμουν παιδάκη μου δήνη μια κλωτσιά και με αφήνη.
 Εγώ μες την νύκτα δεν ήξερα που πάω. Έτρεχα με κομένα τα πόδια. Από την μια φώναζα εγώ και από την άλλη ερχότανε η μανούλα μου ξεμαλιασμένη να φωνάζη Αγγελική αίμα μου παιδί μου που είσε. Εγώ με τα κλάματα και αυτή μετης φωνές βρεθήκαμε. Δεν ξέρω να την περιγράψω αυτήν την περιπέτια. Εσείς που θα την διαβάσεται μπορήτε να καταλάβεται.
 Φύγαμε πάλη από κεί. Μας πήγανε σε ένα άλο χωριό. Εκεί μείναμε κάτο από μια γέφυρα. Εκεί βρήκαμε σαληγκάρια και τα ψήναμε και τρώγαμαι.
 Σε λίγο φέρανε με ένα κάρο δύο σακιά κριθάρη. Μας είπανε να πάρομε. Πήρε ο κόσμος. Πώς τρωγότανε ;  Η δε τσανταρμάδες φύγανε και τότε βγήκανε η άνδρες και βρήκανε παλιο τενεκέδες και ανάψανε φωτιές και καβουρτίζαμε το κριθάρη και τρώγαμε.
 Την άλη μέρα χιώνιζε. Μας είπανε θα πάμε στο Ουσάκ. Βαδίζοντας μέσα στο χιόνι αρχήσανε τα πόδια μας και σουβλήζανε. Τότε η Μανούλα μου βγάζη έναν μπούστο πού φορούσε τον κομάτιασε και δέσαμε τα πόδια μας. Μα πόσο να βαστάξη το πανη ; 
 Βαδίζαμαι μιά νύκτα. Φθάσαμαι μέρα. Μας βάλανε σε κάτι μεγάλους σταύλους που βάζανε οι στρατιώτες τα άλογα. Η κοπρια ήτανε ένα μέτρο. Εμείς χωστήκαμε να ζεσταθούμε. Σε λίγο μας βγάλανε έξω και μας δώσανε γαλέτα σκουλικιασμένη. Εμείς τη φάγαμε και μας έπιασε μια διάρηα που δεν προλαβέναμε. Εκεί πέθαναν πολά παιδιά.
Εκείνο το βράδυ ήλθανε πολύ τούρκοι και πέρνανε γυναίκες να τις βιάσουνε και μια γυναίκα έριξε τον τούρκο κάτω και τα έκανε στα μούτρα του. Το πρωί ήρθε ο τούρκος και τη γύρεβε. Κανένα βαίβεα δεν μαρτύρισε. ¨ολοι λέγανε καλά τον έκανες.
Από κεί πάλη πήραμε τον δρόμο. Μας ήπανε πάμε για τη Κόννια.
 Βαδίζαμε πολές μέρες χωρίς νερό χωρίς ψωμί.
Καπια μέρα φθάσαμε. Μας βάλανε σε ένα χάνη ως συνήθως.
 Ξέχασα να γράψω. Δεν μας πήγανε στην Κόννια. Σε χωριό του ηκοννίου. Εκεί ήρθανε η τούρκοι και βιάζανε της γυναίκες μροστά στους άνδρες τους τα παιδια τους. Σηκοθήκανε δύο άνδρες να τους σπρόξουνε αλλά τους πήρανε και δεν ξέρουμε τη έγιναν.
 Εκεί σε αυτό το χωριό καθήσαμε πάλη σε έναν σταύλο με πάπλωμα την κοπριά.  Η μανούλα μου με είχε στην αγκαλιά της και κοιμόμουνα.
 Ηλθε κοντά ένας τούρκος και με τραβά από το χέρι και μου έλεγε να σηκωθώ αλλά με καλό τρόπο. Εγώ δεν σηκονόμουν. Από τα τόσα που έβλεπα έσφηγκα πιο πολύ την μανούλα μου και έκλεγα. Στο τέλος ήλθε κοντά μας ο άνθρωπος που ήξερε τούρκικα και του ήπε ο τούρκος ότι θέλη να με κάνει παιδί του.
 Εκείνη την ώρα καταλαβένετε τη εγεινε. Με έσφηξε στην αγκαλιά της και θυμάμαι το λόγο που μου είπε. Πήγεναι παιδάκι μου. Εγώ θα πεθάνω και που θα μήνης. Δεν έχουμε πιά κανένανε και όταν τελιωσει ο πόλεμος να έλθεις στην Σμύρνη.
 Ο τούρκος έφυγε και σε λίγο ήλθε με ένα άλογο και έδωσε στην Μανούλα μου ψωμί και σουτσούκια. Αυτόν τον χωρισμό δεν θα τον ξεχάσω.
 Με καθήζη εμένα στα καπούλια του αλόγου. Καβάλισε και αυτός. Με έκανε νόημα να τον κρατώ. Το χωριό ήτανε μακριά. Στον δρόμο κατέβηκε να κάνει το νερό του. Εγώ έκλεγα και έλεγα τώρα θα με σκοτόση. Αυτός έβλεπαι ότη φοβόμουνα και με χαϊδεβε. Αλλά στα καπούλια του αλόγου ήχε βάλη ένα χαλάκι και αυτό με πλήγωνε και γώ άρχησα να κλέγο. Αυτός το κατάλαβε που πονούσα και κατέβηκε και κατέβασε και μένα και ήδε τα αίματα. Βγάζη ένα μαντήλη και τα σκούπησε και έβαλε το μαντήλι στο χαλάκη και φήγαμε.
 Φθάσαμε στο χωριό βραδυ. Εξω από το χωριό ήτανε το σπίτι. Κατέβηκε αυτός κατέβασε και μένα. Εδεσε το άλογο στης πόρτας τον χαλκά κτυπάη την πόρτα. Της μίλησε τούρκικα. Ανήγει λίγο την πόρτα και βγένη μιά γριά κουκουλομένη με μαύρο μαντήλη. Της είπε κάτη λόγια και με φίλησε και έφυγε.
 Οταν μπήκα μέσα βγήκε από ένα δωμάτιο μία κοπέλα και μολης με είδε έπιασε την μήτη της ότι βρωμάω. Αμέσως άναψε η γριά φωτιά και ζέστανε νερό να με πλήνουνε. Πολεμούσε η γριά να λύση τα μαλλιά μου. Είχανε τόσα αγκάθια και ψήρες που η γρηά όλο μιλούσε. Εγώ δεν ήξερα τη έλεγε για να σας το γράψω.
 Ο τούρκος ο μπαμπάς ερχότανε κάθε εβδομάδα και μου έφερνε ζαχαρωτά. Με κάθηζε στα γόνατα του αλλά αυτή δεν παρουσιαζότανε. Μόνο με την γριά μηλούσε. Με έλουζε κάθε μέρα  η γριά. Οταν τελείωνα πήγενα σε ένα κηπαράκη που είχε ήλιο για να ζεσταθώ. Εκεί εύλεπα τα πουλάκια και έκλεγα και τους έλεγα πουλάκια μου που είνε η μανούλα μου. Γιατί με έφεραν εδώ;
 Ημουν πολύ άρωστη και με βάζανε με το ζόρη να τρώω. Το φαή τους ήτανε όλο πράσα. Μόλις έτρογα δύο μπουκές αμέσως έτρεχα να κάνω αιμετό. Ετρεχε η κόρη και με κτηπούσε με ένα σχηνεί. Η γριά τη μάλονε. Εφεβγα ή πλάγιαζα σε μιά γούνα. Εκήνει η γούνα ήτανε το στρόμα μου και το πάπλωμα μου.
 Μιά μέρα μου έδωσε ένα λαηνή και με έδηξε το πηγάδη να φέρω νερά. Πήγα στο πηγάδι και βλέπω έναν κουβά. Πώς να ρίξω τον κουβά να πάρω νερό; Εγώ δεν ήχα πνοή επάνω μου. Εβλεπα γύρο γύρο ήσως έλθει κανής να μου γεμώση το λαηνάκη.
 Το πέρνω το λαηνάκη και πάω στο σπίτι. Ερχεται αυτή βλέπη το λαηνάκη άδιο το αρπάη με πολύ θυμό και το κοπανάη μπροστά στα πόδια μου και μετά πέρνη το σχηνή και με κοπανούσε σαν αφηνιασμένη και με εύρηζε κιαβούρ. Αυτή με έστηλε στο πηγάδη για να πνηγώ. Δεν με ήθελε. Αυτή ήτανε μεγάλη γυναίκα.Ή χήρα ή γεροντοκόρη και ζούσε με την μάνα της.
 Η γριά με έφερνε σύκα ξερά. Τα ήχανε μέσα στο λάδι και τα τρώγανε μα εγώ δεν μπορούσα να τα φάγω. Τα άφηνα εκεί. Εγώ ήθελα λίγη σούπα ζεστή λίγο γάλα. Αυτά ήχα στο μυαλό μου.
 Τώρα θα πάω σε άλλη περιπέτεια. Μιά μέρα εκεί που ήμουνα στη γούνα βλέπω την χανούμ και έβαφε το πρόσωπο της με μπογιές κόκκινες. Εβαζε ελιές μαύρες και μετά έστροσε δύο προβγιές από καμήλα. Την μία από την μιά και την άλη από την άλη μεριά της πόρτας και στάθηκε στην μιά προβιά κουκουλομένη με ένα μεγάλο τούλη κόκκινο και περίμενε . Μόλης νύχτοσε άκουσα να ψάλουν η χοτσάδες. Μπένη μέσα ο γαμπρός και κάνανε ναμάζ προσευχή. Μετά πάη κοντά της και σηκώνη το τούλη και την πέρνη αγγαληά και πάνε στον ότα (;) δωμάτιο.
 Μετά από λίγες μέρες μου λέη ο τούρκος θα πάμε μαμά. Όταν άκουσα εγώ μαμά το κατάλαβα και έπεσα στην αγκαλιά του και έκλεγα. Αυτή θύμοσε και με αρπάη και με πετά πέρα. Ο τούρκος την μάλωσε. Μετά με γδύνη και πέρνει το φουστανάκι από τον τήχο που το είχε πετάξη. Μου το βάζη. Ήτανε μες την βρόμα και ψήρα και μου το φόρεσαι.
 Με πέρνη ο τούρκος να φύγουμε. Όταν εύγενα μου δείνη μιά κλωτσιά. Απ έξω ήτανε ένα κάρο με βόδια. Με βάζη ο τούρκος και πέφτω στο κάρο. Είχε πολύ κρίο. Βγάζει το μανδύα του και με σκεπάζη. Μου είπε να κοιμηθώ μα εγώ είχα την χαρά που θα που θα πάω στην μανούλα μου.
 Πηγέναμε ώρες πολές. Φθάσαμε στο Ηκόνιο. Ανεβήκαμε της σκάλες. Μου κάνει νόημα να περιμένω. Εκεί ήτανε αστυνομία. Πήγε μήλησε για μένα. Φεύγει ο τούρκος.
 Εγώ στεκόμουνα και περνούσανε η τούρκη και μου λέγανε τεσλήμ;
Εγώ δεν ήξερα και έκλεγα. Νόμιζα ότη έλεγαν θα σε σκοτόσουνε;
Σε λίγο έρχεται ο μπαμπάς έτση τον έλεγα και μου φέρνη σε μία μανδήλα σαν αυτή που φοράη ο αραφάτ. Είχε ένα μεγάλο ψωμί ένα κομάτι τυρί και μου βάζη στην τσέπη μου επτά πανκανότες(;). Με φήλισε στο κούτελο και έφυγε.
 Μετά ήτανε το μαρτύριο. Έρχεται ένας τσανταρμάς και μου λέει … σύκο. Εγώ δεν ήχα δύναμη και καθόμουνα χάμου. Απέναντι στο κονάκι ήτανε ένας μεγάλος σταύλος. Βγάζη μια μεγάλη κληδαριά και με πετάη μέσα. Σκοτάδι. Σταμάτησα λίγο να δώ που να ακουμπήσω. Από το κλάμα δεν έβλεπα. Είχε ένα παραθυράκι στενόμακρο. Από κεί έμπενε λίγο φώς. Εγώ πασπατόντας βρήκα ένα παχνή με άχηρα. Ανέβηκα και λούφαξα στα άχηρα. Αλλά είχα το τυρί και τα ποντήκια πηδούσαν πότε επάνω στο κεφάλι μου πότε στην πλάτη μου. Εκεί ήτανε ο μεγαλήτερος φόβος. Σκέφτηκα και άδιασα την μαντήλα στο παχνί και τυλήχτικα γιατή είχε πολύ κρίο. Το τρομερό δρά που πέρασα ήταν αυτό. Δεν θυμάμαι πόσες μέρες έμεινα εκεί μέσα.
 Μιά μέρα ανήξανε την πόρτα και με φώναζε ένας τσανταρμάς. Πλησίασα κοντά του. Κηζ κηζ  δηλαδή κορίτσι. Μα εγώ από το σκοτάδι δεν έβλεπα. Εκεί μπροστά στην πόρτα ήτανε ένα σηντρηβάνη. Πέφτω μέσα στα νερά και στις λάσπες. Δύπλα ήτανε η γυναικίες φυλακές. Με ήδε μία γυναίκα που έπεσα. Από το σιδερένιο παράθυρο φόναξαι τον τσανταρμά. Δεν ξέρω τι του ήπε.
Με μιά κλιδάρα άνηξε και μέ πήρε η γυναίκα. Αμέσως εύγαλε τα ρούχα μου και με έκανε μπάνιο. Έπληνε τα ρούχα μου και με τήλιξε με ένα σεντόνι. Μετά ετοίμασε να φάμε. Το φαϊ ήτανε κουκιά αλλά  εγώ δεν μπορούσα να φάω και μου έκαμε τσαϊ. Το ήπια με λίγο ψωμί.
 Σε λίγες μέρες φέρανε πρόσφηγες από τα Κούλα. Σε λίγο ανοίγη την πόρτα της φυλακής και φωνάζει στην γυναίκα να κατεβό. Εγώ τους ήδα από το παράθυρο και χάρικα πολύ.
 Με πέρνη ο τσανταρμάς . Με ρήχνη σε αυτούς. Δυστυχώς δεν ήτανε η μανούλα μου αυτή. Μηλούσανε τούρκικα. Πήκενα στον έναν με δίωχνανε. Πηγαινα στόν άλον το ίδιο. Τότε ζάροσα σε μιά γωνιά.
 Όταν βράδιασε άρχησαν η τούρκοι με τους φακούς και γυρέβανε κορίτσια. Τότε ένας από τους προσφηγες αρπάη εμένα και με έδωσε τούρκο. Σκεφτήτε τή έπαθα εκείνη την ώρα. Έτρεμα και φώναζα μανούλα μου που είσαι  να με πάρης.
 Τότε ο τούρκος με στίνη όρθια μέ έψαξε παντού και με παρατάη και φεύγει. Εγώ από τήν τρεμούλα που είχα δεν ήξερα πού πήγενα. Από τις φωνές μου με άκουσε αυτός που τους φύλαγε και ήλθε καί μέ πήρε και με έρηξε πάλη μαζή τους. Κανείς δεν γύριζε να με δή. Ήτανε πολύ σκληρή άνθρωποι.
 Το πρωϊ ήλθε ο παπάς του Ηκονίου. Από το Ικόνιο δέν ήχανε φύγη η ρομνή. Περιμένανε την ανταλαγή του Βενηζέλου. Ο δε παπάς ρώτησε τόν φύλακα αν μπορή να με πάρη σπίτι του και ο φύλακας ήπε να τήν πάρης.Τήν άλη μέρα θα φήγουνε.
 Με πήρε ο παπάς. Πήγαμε σπίτι του. Μού μιλούσανε ελινικά. Με περιπηιθήκανε πολύ. Με λούσανε με φοραίσανε καθαρά ρούχα το δε πρωϊ ήθελε ο παπάς να τού πώ πώς έχασα τους γονους μου. Το ήπα μερικά όπως έχω γράψη στην αρχή της ησστορίας μου.
Μου είπε ο παπας. Τώρα θα πάτε στο Εσκησεχήρ μετά αφχονκαραησάρ γιατή είναι διαταγή του Κεμάλ.
 Πήγαμε στο αφχονκαραησάρ. Εκεί ήτανε πιό ήρημη η τούρκη αλλά εμένα με ήχανε η δική μας. Επηδής δεν ήχα κανένανε με στέλνανε να πηγένω σαν δουλάκι τους στα τούρκηκα σπίτια να γυρέβω ψωμί αλάτη αλλά εγώ δεν πήγενα και με διώχνανε από κοντά τους.
 Τώρα ακούω για τα παιδιά της βοζνίας της γιουγκοσλαβίας της κροατίας πόσο τα φροντήζουνε. Εμάς κανείς δεν μας θυμίθηκε. Κατόπην εωρτής όταν χαθήκαμε πιά στηλανε τον εριθρό σταυρόνα μας μαζέψη.
Άς αφήσουμε αυτά.
 Το δε πρωϊ ήπανε θα πάτε στην Μερσίνα με το τρένο. Μας βάλανε στο τρένο και στα μησά του δρόμου μας βγάλανε έξω. Που να πηγέναμε δεν ξέρανε και αυτή. Βαδίζαμε στα κιουτουρού.
 Στόν δρόμο βρήκαμε τούρκους με καμήλες. Ροτήσανε τους τούρκους και μας είπανε από δώ θα πάτε στην Νύγδη. Βαδήζαμε κάπου 2 μέρες. Την ημέρα ήταν κάπως καλά γιατή σταματούσαμε λήγο αλλά τήν νύκτα πού είχε πολύ κρύο; Αυτή είχανε τσουβάλια ρούχα. Εγώ δεν είχα. Μόνο τήν μαντήλα που μου είχε βάλη ο τούρκος το ψωμί.
 Πόσες φορές έμηνα πήσιο να με σκοτόσουνε αλλά τελευτέα δεν σκοτόνανε.  Με σπρόχνανε και συκονόμουν. Δεν άντεχα πιά πρότον με αυτούς τους άπονους άθρωπους που έτηχα και δεύτερον η ορφάνια μου. Δεν είχα διάθεση να ζήσω. Είνε τόσα πολά πού δεν γράφονται.
 Φθάσαμε στην Νύγδη. Μάς βάλανε ως συνήθως σε έναν σταύλο με κοπριές.
 Ήτανε πρωϊ. Στους δρόμους δεν υπήρχαν τούρκη. Σε λίγο μπήκε ένας Κύριος μέσα καλοντυμένος. Ήτανε ο δήμαρχος στους χρηστιανούς στήν Νύγδη. Ακόμα δεν ήχανε φύγη ή χρηστιανή.
 Ροτάη αυτούς αν υπάρχει κανένα ορφανό και αυτή δήξανε εμένα. Με ροτάη ο Κύριος από πού είμε. Του είπα εγώ δεν ξέρω τούρκηκα. Με ρώτησε ελινηκά από πού είμαι. Του είπα από τήν Σμύρνη. Με ροτούσε πώς χάθηκα του τα είπα. Όπως τα έχω παραπάνω γραμμένα. Ροτάη τον φύλακα να το πάρω; Ο φύλακας του είπε πάρτω γρίγορα και φύγε.
 Φεύγουμε και πάμε στο σπίτι του. Εκεί ήτανε η γυναίκα του. ¨ηδα μεγάλη στοργή και αγάπη. Με ροτούσανε τή θέλωνα φάω. Μου φτιάχνανε τραχανά. Μόνο αυτό έτρωγα. Σιγά σιγά άρχησα και έτρωγα από όλα. Είχανε μπαστουρμά σουτσούκια καπνηστό κρέας. Είχανε ξερή μουσταλευριά σουτσούκη με καρύδη σταφύδες. Ήχανε πολύ ωραίο γιαούρτι και τυρί. Ζημόνανε για ένα μήνα για να έχουνε ψωμί γιατή κάθε μέρα χιώνιζε και δεν βγένανε έξω. Η σόμπα με ξύλα άναβε το σπίτι στρομένο με χαλιά πού τα φτιαχνανε ή ίδιες.
 Αλλά δεν έμεινα πολύ εκεί. Είχε δύο αγόρια και τα είχε στήλη στην ρομανία γιατή ή τούρκη τα σκωτόνανε. Και μιά μέρα λάβανε ένα γράμμα να πάνε και ή γονοίς. Πριν φύγουνε ήλθε μία κοπέλα πού επεζε ούτη και τραγούδησε τούρκηκα. Θα το γράψω και θα το εξηγήσω.
 Ησταμπόλταν ορτασίντα μπεσή τάς νέ ανάμ βάρ νέ παμπερβούρ νέ καρτάς καρά τομπράκ ολσούν μπενήμ αρκατάς. Θα το εξηγήσω τώρα. Στήν πόλη μέσα έχει μιά κούνια πέτρινη και πήγα και δεν βρήκα ούτε μάνα ούτε πατέρα ούτε αδέλφια. Το μαυρο χώμα άς γύνει πατέρας μάνα και αδελφή. Στα ελινηκά δεν τεριάζη.
 Δεν μπορώ να γράψω τό τή έπαθα εκείνη την ώρα. Με συναφέρανε με νερά και με χτηπίματα. Ήξερα πιά τα τούρκηκα και ήτανε για μένα αυτό το τραγούδι μαχαιριά. ¨εμαθα πολλά τραγούδια. Τραγουδούσα  και πολύ όμορφα και με βάζανε να τραγουδώ για να ξεχνώ.
 Μιά μέρα μού είπε ο αρής εφέντης δηλαδή ο Κύριος Αρηστήδης. Αγγελικούλα τώρα που θα φύγουμε θα σε πάω σε ένα δικό μας σπίτι. Είνε πολύ καλή είνε μόνη τους και θέλουνε ένα παιδάκη.
 Εγώ στεναχωρέθηκα πολύ. Είχα μάθη μαζή τους. Άρχησαν και ετοίμαζαν τα πράγματα τους. Πριν φύγουν με είπε χεραίτησε τήν Ολιμπία τήν ελισάβετ. Η Ολημπία ήτανε η κοπέλα πού έπεζε το ούτ καί ή Ελισάβετ ήτανε η γυναίκα του. Εγώ έκλεγα πρότον πού μιλούσανε ελληνικά και πού είχα στηριχθεί με έληνες.
 Με πέρνη ο Κύρ Αριστήδης και πάμε σε αυτό το σπίτι. Τούς μήλισε τούρκικα για μένα και έμηνα εκεί. Περνούσα καλά αλλά εγώ ήχα τον πόνο μέσα μου. Με κάνανε ρούχα παπούτσια. Δεν χαιρόμουνα με τίποτε. Αφού έμεινα αρκετό καιρό κοντά τους μιά μέρα η μητέρα μου έδωσε ένα ταψή και με τα νοήματα με είπε να πάω στον μπαμπά να μού κόψη δταφύλια. Ήτανε το μαγαζή του μπαμπά λίγο πιό κάτο. Ήτανε μαραγκός.
 Πάω εγώ του δίχνω τα σταφύλια για να καταλάβη. Τού δήνω το ταψή. Τα σταφύλια τα είχανε κρεμασμένα στο δοκάρη του μαγαζιού μαζή με τής κληματαριές και το τον χειμώνακόβανε για να φάνε. Αυτός δεν έκοψε σταφύλια. Με πέρνη κοντά του και με χαϊδεβε και με φυλούσε. Εγώ σαν παιδάκη δέν κατάλαβα. Όταν έβαλε το χέρι του στό δτήθος μου και πήγε να σεκουμπόση τό φόρεμα μου τότε του δίνω μιά σπροξιά και βγένω έξω. Τρέχω προς τα κάτο.
 Εγώ δεν πήγα σπίτι του. Πιό κάτο χτήπησα μιά πόρτα. Ανοίγη μία ηλικηομένη γυναίκα αλά δεν μπορούσα να πώ από το τρεχιό και την τρεμούλα πού είχα. Συνήλθα λίγο και ήπα η σταρυράς έτσι τον λέγανε αυτόν. Τότε η γυναίκα κατάλαβε. Της έκανα εγώ με νοήματα ότη με ξεκούμπονε. Η γυναίκα έκαμε τον σταυρό της και έλεγαι ήμαρτον Αλαχήμ Θεέ μου.
 Κάθησα με την Ελέν Καπλά. Θυμάμαι πού πηγέναμαι στό αμπέλη και κόβαμε τα βρρίκοκα και τα στα φύλια και τα απλώναμε στό δώμα να ξεραθούνε. Θυμάμαι και τόν χειμώνα πού χιώνιζε και δεν μπορύσαμε να ανοίξουμε τήν πόρτα. Η τουαλέτα είτανε κάτο κάτο στην εξόπορτα. Εκεί είχανε ένα μεγάλο πανί και σκουπιζότανε.
 Εγώ τό έβλεπα κάθε μέρα αλλά δεν μπορούσα να το πιάσω. Σκεύτηκα όσο μικρή και να ήμουν. Βρίσκω ένα ξύλο και το πέρνω και πάω πέρα από το σπίτι. Κυλούσε ένας καταράχτης. Βάζω το πανί και το πλακόνω μέ μιά πέτρα να μαλακώση.
 Στεκόμουνα εκεί. Βλέπω από μακριά να έρχονται τρείς άνδρες. Ή δύο φορούσανε καπέλα. Ό ένας φορούσε φέση. ¨οτα ήδα τα καπέλα κάπως χάρικα. Μού μήλισε ό τούρκος. Νεραλήσιν από πού είσαι; Εγώ είπα δέν ξέρω τούρκηκα και αμέσως μού μήλισε ο άλος μέ τό καπέλο ελινηκά. Από πύ είσε μικρούλα μου. Είπα από τής νέες φώκιες της Σμύρνης. Και πού μένης. Εδό έδιξα τό σπίτι. Μού λέει πάμε. Εξήγησε και στούς άλους.
 Πάμε σπίτι. Ή μητέρα δεν ήτανε εκεί. Με ροτούσε όλα όσα έχω γραμένα και μού είπε αν μπορώ να ανοίξω τήν πόρτα. Εγώ ήξερα. Το κλιδή το βάζαμαι σε μιά πλάκα από κάτω. Άνοιξα καί μπίκαμε μέσα. Μόλης άνοιξα ήλθε και η μητέρα.
 Τής είπανε ότι είνε από τον εριθρό σταυρό και το παιδί θά τό πάρομαι καί άν βρεθούν ή δική της θά τό έχεις έτοιμο καί θα τό δόσομε. Όταν μαζέψουμε και άλλα παιδιά θά πάρομαι καί τήν Αγγελική.
 Εγώ πιά δεν κοιμόμουνα από τή χαρά μου. Εντομεταξή μεγάλοσα και σχεδίαζα τα πράγματα αλιώς. Ότι θα βρώ τούς δικούς μου. Έκανα σχέδια αλλά δυστυχώς ήτανε όνοιρα όλα.
Μέ ετοίμασε ή Μητέρα καί γώ πιά ήμουν όλο χαρά. Ό κύριος Ηκιάδης μέ τον μουσίο Πρώς καί τόν τούρκο φήγανε. Θά πηγένανε στά βάθη της μικράς ασίας να βρούνε και άλα παιδιά.
Ό Κύριος Ηκιάδης μού είπε θα πάμε μέχρη την Καισάρια και θα γυρήσουμε νά πάμε στήν ελλάδα.
 Πέρασε αρκετός καιρός καί γώ άρχησα να ανησιχώ ότι εμένα με αφήσανε. Στό μεταξή εγώ αρρώστησα. Πέταξα στό σώμα σπυράκια κόκκηνα και στα μούτρα μου. Η μητέρα με κάθησε στόν ήλιο καί μέ άληβε θιάφη με λάδι. Σελίγη ώρα μέ έπληνε με ζεστό νερό. Μού τό έκανε δύο τρείς φορές καί πέρασε..
 Πέρασε πολήσ αρκετός καιρός και ήλθανε. Εγώ ήμουνα πάντα έτοιμη. Με πήρανε και πήγαμε στόν ουλούκησταν. Στό τρένο τα παιδία πού μαζέψανε δεν τα ήδα. Εμένα με πήρανε μαζή τους.
 Ρώτησα τον Κύριο Ηκιάδη που είνε τα παιδιά καί μού είπε αυτά πάνε με φορτηγό στήν Μερσίνα. Εσεί θά είσαι μαζή μας. Εγώ πάλυ στεναχωρέθηκα γιατί νόμιζα ότι θα μέ πάνε στήν μανούλα μου. Τέλος φθάσαμαι στήν Μερσίνα. Εκεί πού μένανε ο Κύριος Ηκιάδης και ο Μοσίου Πρών. Ό δε τούρκος έφυγε.
 Ανεβήκαμε σέ ένα πολύ ωραίο σπίτι. Μας καλοδέχτηκε μία γαλίδα. Τήν λέγανε Μαρκαρήτ ρόση. Μέ αγάπησε πάρα πολύ. Έφεραι τόν κουρέα και μού έκοψε τα μαλλιά μου. Μέ κάνανε μπάνιο. Ή ηπεραίτες έφεραν μοδήστρα καί μού έραψε πλά εσώρουχα και φουστανάκια καί μέ μπανα μά(;) καπελάκη.
 Μέ έπερνε μαζή της όπου πήγαινε. Πήγαμαι στά άτανα και από κεί μέ ψώνισε. Μέ πήρε κούκλα που έκλινε τα μάτια της. Μού πήρε βραχιόλια γιάλινα διάφορα χρώματα καί άλλα πολά.
 Εγώ πιά σάν παιδάκη ξέχασα λίγο τα περασμένα μου. Ητανε πολύ καλή Κυρία. Άνδρα δεν είχε. Δεν ξέρω. Είχε μία αδελφή στήν Γαλία. Τήν λέγανε ματάν Πλάνσ.
Τήν νύκτα όταν μπουμπούνιζε ερχότανε στό δωμάτιο μου καί μού έλεγε να μή φοβάμαι. Μού είχε μία άσπρη ποδήτσα καί τήν έβαζα όταν τρώγανε. Έπερνα τα πιάτα καί τά πήγαινα στήν κουζήνα.
 Είχε δύο υπηραίτες. Μία μαύρη καί έναν μαύρο. Εμένα δεν με άφηνε να τρώγω στην κουζήνα. Όταν φεύγανε στά δωμάτια τoυς έτρωγα στήν τραπεζαρία. Μέ τούς μαύρους δέν μέ άφηνε νά έχω σχέσης.
 Κάθησα στήν Μερσίνα δύο χρόνια. Μέ πήγαινε στης καλόγριες καί μάθενα Γαλικά. Ή καλόγρηες μέ φωνάζανε Ζοσεφήνα. Στό σπίτι με λέγανε Αντζέλικα. Ερχότανε σπίτι πολύ γάλη καί μέ χαϊδέβανε καί λέγανε στήν Μαμαζέλ τρπιέ λαπτήτ. Ωραία είνε ή μικρή. Εγώ μέ τόσα καλά πού είχα κάπως είχα ξεχάση λίγο. Αλλά η Μάνα δεν ξεχνιέται.
 Μιά μέρα έστωσα τό τραπέζη έβαλα την άσπρη ποδίτσα μου καί τούς περιμέναμε για φαή. Αφού ήλθανε καθήσανε γιά φαή. Μέ βοήθησε ή Αραπήνα καί φέραμε τό φαγητό. Βγάζη ο Κύριος ηκιάδης μία εφημερίδα. Τότε ο Μουσίου Πρών μού είπε. Αντζέλικα ούνβερ τε πούρ. Φέρε μου ένα πούρο.
 Μηλούσανε Γαλικά. Εγώ κατάλαβα πού είπε λαπτήτ. Της μικρής.
 Τήν Εφημερίδα τήν πήρε στό δωμάτιο του ο Κύριος Ηκιάδης. Σέ λίγο μέ φώναξε. Πήγα εγώ και μού είπε θά σού πώ κάτη. Δέν θά κλάψης όμως. Καί μού είπε. Η Αδελφούλα σου βρέθηκε καί είνε τώρα στόν πειραιά. Σε λίγο καιρό θα πάς καί σή. Ανοίγη τήν εφημερίδα καί βλέπω την φοτογραφία της. Το τή ησθάνθηκα δέν ξέρω να το περιγράψω. Αλλά η μεγάλη μου ελπίδα ήτανε να βρώ τήν Μανούλα μου.
 Πέρασε ένας χρόνος καί κανείς δεν μού έλεγε τίποτα. Εγώ ζούσα μέ τήν αγωνία. Ούτε ήθελα νά πέξω ούτε κοιμόμουνα. Είχα όλα μου τα πράγματα έτοιμα καί περίμενα νά μού πούνε θα φύγεις τώρα. Μιά μέρα μού είπε ο κύριος Ηκιάδης θά έλθει ένα μεγάλο βαπόρι και θα σε στείλω στήν αδελφή σου. Άλη αγωνία είχα.
 Έρχονται πολά βαπόρια αλλά θέλω μέ τό Λέσβος να φήγης γιατή γνωρίζω τον κηβερνήτη τού βαποριού. Μόλις τελειώση η ανταλαγή θά φήγεις. Η δε μαμαζελ δέν ήθελαι να φύγω. Κάθε μέρα λέγανε γιά μένα. Μού έλεγαι η μαμαζέλ άν κάτσω κοντά της θά μού έδεινε όλοι τήν περιουσία της. Μά εγώ ήμουν μικρή. Δέ καταλάβαινα. Ήθελα τήν Αδελφή μου.
 Μετά τήν ανταλαγή ήλθε τό βαπόρη. Άκουσα πού τό λέγανε μιά μέρα. Η δέ Μαμαζέλ μού τά είχε όλα έτοιμα γιατί δέ ήταν δυνατόν να μείνω. Ένα μεσημέρη είδα τόν Κύριο Ηκιάδη νά έρχαιται μέ έναν Κύριο. Μέ φώναξε εμένα και ήπαι στόν Κύριο. Αυτό είναι τό κοριτσάκι πού θά πάραιτε. Ο Κύριος με χαϊδεψε και είπε θα ταξιδέψουμε μαζή.
 Σέ λίγες μέρες φόρτοσε τό καράβι καί τόν φέρανε στό σπίτι καί τού κάνανε τραπαίζη τό δέ βράδυ φήγαμε όλοι μαζή. Μέ πήγανε στό καράβι. Με χαιρετήσανε όλοι. Η μαμαζέλ δέν μέ άφηνε από τήν αγκαλιά της καί κλαίγαμε.
 Τό βράδυ ξεκήνισε το καράβη. Εγώ έμενα μαζή μέ τόν Κύριο κοσμά στήν καμπήνα του στό πάνω κρεβάτη. Ταξιδέβαμε πέντε μερόνυκτα γιά νά φθάσομαι στόν Πειραιά.Φθάσαμε στόν Πειραιά αλλά δέν βγήκαμε. Μάς είχαν τρείς μέρες Καραντήνα.
 Ο Κύριος Κοσμάς Μπούμπουλης μπορή να έχαιτε ακούση τήν Μπουμπουλήνα πού πολέμισε με τούς άνδρες είτανε γιαγιά του. Όταν τελίοσε η καραντήνα φώναξε ο Κύριος Μπούμπουλης έναν ναύτη καί τού είπε πάρε την μικρή να τήν πάς στόν Πόρο στό σπίτι μου. Μέ πήρε ο ναύτης μπήκαμε σέ μιά βενζηνάκατο καί πήγαμε στό Πόρο στό σπίτι τού Κυρίου Κοσμά. Εκεί είτανε η γυναίκα του. Ένα αγοράκη πού είχε τό λέγανε Παντελάκη. Γνίκαμε φύλη. Μέ αγαπούσανε όλοι στό σπίτι καί γώ τού αγάπησα.
Εύγαλε ο Παντελάκης τά παιχνίδια του καί γώ τά δικά μου καί παίζαμε. Είχα ξεχάση πιά νά κλέω. Τήν αδελφή μου όμως τήν ήθελα. Έλεγα πότε θά μέ πάνε. Μία μέρα ήλθε ο Κύριος Κοσμάς.
 Είπε στήν Κυρία Βηργενία στήν γυναίκα του να μέ πάη σχολείο. Εγώ ήξερα μερικά γράμματα. Στήν Νύγδη πού ήμουν με πήγαινε η Ελένκο απλά σέ ένα σπίτι πού έκαμε στά παιδιά μάθημα κρυφά. Εκεί έμαθα τήν αλφαβήτα. Μού δώσανε ένα μικρό βιβλίο πού έγραφε τήν αλφαβήτα. Εγώ έγραφα καί σιλαβές.Τό γάλα τό νερό τό ψωμί καί άλες λέξης.
 Πήγα καί στόν Πόρο σχολείο μέχρη δευτέρα τάξι. Άρχησα νά αλιλογραφώ μέ τήν αδελφή μου. Στραβά κουτσά τής έγραφα ότι θέλω νά πάω κοντά της. Καί έτσι έγραψε η αδελφή μου στόν Κύριο Κοσμά να μέ πάνε.”
……

http://www.anixneuseis.gr/?p=67832
1-6-2013