«ΨΥΧΗ ΒΑΘΙΑ» του Π.ΒΟΥΛΓΑΡΗ ...


Εικόνες και σκέψεις για τον αδελφοκτόνο πόλεμο που σημάδεψε τη χώρα μου για πολλά χρόνια. 

Το σενάριο είναι προϊόν έρευνας πολλών ετών και βασίστηκε σε γραπτές και προφορικές μαρτυρίες. Έγινε προσπάθεια η ταινία να ενώσει και όχι να χωρίσει τους θεατές. 
Ήρωες υπήρξαν και από τις δύο πλευρές. 
Στιγμές οδύνης και σκληρότητας και στιγμές βαθιάς ανθρωπιάς. 
Γράμμος-Βίτσι: βουνά της Δυτικής Μακεδονίας. Κόκκινα το φθινόπωρο. Λαμπαδιασμένα απ' τις ναπάλμ. 
Πρόσωπα χλομά, πεινασμένα μάτια: κοντά στις αγιογραφίες. 
Τελικός στόχος: ένα κερί αναμμένο στη μνήμη των ανταρτών και των φαντάρων που χάθηκαν άδικα στον παράλογο Εμφύλιο Πόλεμο.
                                                                       Π. Β.





Η ταινία «ΨΥΧΗ ΒΑΘΙΑ», του Παντελή Βούλγαρη, αφουγκράζεται την συνταρακτική ιστορία του Εμφυλίου Πολέμου που δεν έχει νικητές και ηττημένους, παρά μόνο ανθρώπινες, τραγικές ιστορίες να διηγηθεί. Η ταινία διαδραματίζεται στους τελευταίους μήνες του πολέμου στον Γράμμο και στο Βίτσι της Δυτικής Μακεδονίας. 
Συντελεστές: 
Χρήστος Καρτέρης, Γιώργος Αγγέλκος, Βαγγέλης Μουρίκης, Γιώργος Συμεωνίδης, Βικτόρια Χαραλαμπίδου, Κώστας Κλεφτογιάννης, Ιούλιος Τζιάτας, Άννα Παρτσάνη και Θανάσης Βέγγος



ΣΧΕΤΙΚΑ:








ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ
Σε ποιον θάνατο πήγες.
Περνούσε αεράκι από εκεί;

- Μάρκος Μέσκος -

Στα πεδία των μαχών των Βαλκανικών πολέμων χάθηκαν 12.000 έλληνες στρατιώτες, στη Μικρασιάτικη εκστρατεία 37.000, στην Ιταλογερμανική επίθεση 15.000 και στον Εμφύλιο 70.000, στρατιώτες και αντάρτες.
Ο αριθμός και μόνο συγκλονίζει.
Σε κάθε πόλεμο σκληραίνουν οι άνθρωποι, τα πρόσωπα σκοτεινιάζουν. Στον Εμφύλιο η διάσταση είναι πιο δραματική γιατί καμία εξήγηση δεν πείθει απόλυτα, δεν παρηγορεί. Η εμφύλια αναμέτρηση είναι η πιο τραγική εκδοχή πολέμου.
Αφήνει για χρόνια ανοιχτές πληγές.
Ο λαός και ο τόπος πληρώνουν πανάκριβο λογαριασμό.
Καμία πλευρά δεν μπορεί να είναι υπερήφανη, δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι όλα ήταν καλά καμωμένα. Από νέος ήθελα να κάνω μια ταινία γι’ αυτό το δύσκολο και οδυνηρό κεφάλαιο της σύγχρονης ιστορίας μας.
Την έκανα στα 68 μου.
Για τη συγγραφή του σεναρίου ανέβηκα πολλές φορές σε όλα τα χωριά και τις βουνοκορφές του Γράμμου και του Βιτσίου, όπου διαδραματίζεται η ΨΥΧΗ ΒΑΘΙΑ. Απαιτήθηκε πολύχρονη έρευνα σε επίσημα ντοκουμέντα, επιστημονικές μελέτες, γραπτές και προφορικές μαρτυρίες, που συχνά απέδιδαν απροσδόκητα αποτελέσματα, αφορμές για στοχασμό και αναστοχασμό πάνω στα γεγονότα.
Δεν είμαι πολιτικός, ούτε ιστορικός, είμαι καλλιτέχνης και στην ταινία καταθέτω αυτό που μου αναλογεί, αυτό πού μέσα μου, επιμένει να με συγκλονίζει.
Τη μοίρα των απλών ανθρώπων, των από κάτω, των λησμονημένων θυμάτων.
Κινηματογράφησα μια κόλαση που διαδραματίστηκε στον παράδεισο, την ασύλληπτης ομορφιάς φύση της Δυτικής Μακεδονίας.
Εστίασα στα πρόσωπα και τις ιστορίες των ταπεινών, ανταρτών, στρατιωτικών και χωρικών της περιοχής.
Ιστορίες μεγάλης σκληράδας και μεγάλης ανθρωπιάς.
Ήρωες μου δύο αδέρφια, βοσκόπουλα, 17 και 14 χρονών. Η τύχη τους, τύχη των τότε καιρών.
Πολυβόλα, αμερικάνικες βόμβες Ναπάλμ, παράσημα ηρώων, στρατοδικεία.
Η ΨΥΧΗ ΒΑΘΙΑ θα βγει στις αίθουσες τον Οκτώβρη του 2009, 60 χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου.
Γιατί σήμερα πια μια τέτοια ταινία;
Γιατί όταν η ιστορία φεύγει από τα αρχεία με τις διαταγές και τους αριθμούς, και «γράφεται» πάνω σε ζωντανά πρόσωπα και κορμιά μιλάει διαχρονικά, θυμίζει, προβληματίζει. Γιατί η τέχνη αντλεί από την ανθρώπινη περιπέτεια.
Με ΨΥΧΗ ΒΑΘΙΑ λοιπόν για τα παρακάτω της ζωής και του σινεμά.













ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ ΣΤΟΥΣ ΚΑΤΟΙΚΟΥΣ ΤΗΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ



Τo κινηματογραφικό συνεργείο επιστρέφει. Σαράντα καλλιτεχνικοί συνεργάτες και τεχνικοί μαζεύουμε τα μηχανήματα, τα σενάρια, τα όπλα, το βεστιάριο, τα σκηνικά, τα τιμολόγια, τα προσωπικά μας είδη. Φορτώνουμε τα τσίπουρα, τα όσπρια, τα πιπέρια και τα μανιτάρια που ψωνίσαμε στις ντόπιες αγορές. Αποχαιρετούμε τους φίλους που κάναμε εδώ και συνδεθήκαμε μαζί τους πάνω στην δουλειά.
Από τα παράθυρα των ξενώνων του Σιδηροχωρίου κοιτάζουμε για άλλη μια φορά την υπέροχη θέα της λίμνης της Καστοριάς, το πράσινο, τα σύννεφα. Και μπαίνουμε στα αμάξια για την Αθήνα. Με βαριά καρδιά. Ο τόπος εδώ μας έδωσε μεγάλες ανάσες.
Τα γυρίσματα της ταινίας ΨΥΧΗ ΒΑΘΙΑ κράτησαν εννέα εβδομάδες. Κάποιοι από εμάς τα προετοιμάζαμε επί τόπου αρκετούς μήνες πριν. Μάθαμε τα κόλπα της πόλης, βρήκαμε τους ανθρώπους-κλειδιά, περπατήσαμε τους χωματόδρομους και τα μονοπάτια στον Γράμμο και το Βίτσι.
Ο λόγος που γράφω αυτά τα λόγια είναι για να εκφράσω δημόσια την ευγνωμοσύνη μου προς τους πολλούς φορείς, αλλά και τους μεμονωμένους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής της Δυτικής Μακεδονίας για την θερμή υποστήριξη και την αληθινά αποτελεσματική συμβολή τους στην ολοκλήρωση των γυρισμάτων της ταινίας. Η Νομαρχία Καστοριάς, ο Δήμος Καστοριάς, οι Δήμοι Νεστορίου, Βιτσίου, Κορεστίων και Μακεδνών, οι Κοινότητες Πολυκέρασου, Σιδηροχωρίου, Βισσινιάς, Απόσκεπου, Μαυρόκαμπου, Άργους Ορεστικού, Αγίων Αναργύρων, Μεσοποταμίας, Λυθίας, Κορυσού, η Διεύθυνση Δασών, 15η Ταξιαρχία Πεζικού, Ε.Δ.Η.Κ.Α., η Αστυνομική Διεύθυνση Καστοριάς, η Πυροσβεστική Καστοριάς, οι γιατροί και νοσοκόμοι του Νοσοκομείου Καστοριάς, οι εθελοντές γιατροί, η Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία «Τεχνοπία», οι μαγείρισσες του Κέντρου Νεότητας, οι δάσκαλοι, οι καθηγητές, οι μαθητές, οι φοιτητές, οι οικονομικοί μετανάστες, οι συνοριοφύλακες, οι υλοτόμοι, οι χορευτές και οι μουσικοί του Λαογραφικού Συλλόγου, ο «Αρκτούρος» και οι εθελοντές φίλοι της πόλης της Καστοριάς και όσοι κατέφθασαν από Πτολεμαίδα, Κοζάνη, Γρεβενά, Σέρβια, Ελασσόνα, έφτιαξαν μαζί μας την ταινία.
Οφείλω να τους ευχαριστήσω. Και να δηλώσω πώς μία δύσκολη παραγωγή με εξωτερικά και εσωτερικά γυρίσματα σε δεκάδες διαφορετικούς χώρους, με πολλούς ηθοποιούς και εκατοντάδες κομπάρσους, έγινε πραγματικότητα γιατί ο κόσμος της περιοχής συνέπραξε με κατανόηση, με ενθουσιασμό και σεβασμό για την τέχνη του κινηματογράφου.
Το κάνω και γιατί θέλω οι επόμενοι σκηνοθέτες που θα έρθουν εδώ ή σε άλλες περιοχές της Ελλάδας να βρουν κι εκείνοι τις πόρτες ανοιχτές. Η επαρχία δίνει λύσεις, ιδέες και ζωντάνια. ΨΥΧΗ ΒΑΘΙΑ ήταν ένα σύνθημα του ΕΛΑΣ. Στην ταινία μου είναι η κραυγή των ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού στις μάχες. Στην μίζερη σύγχρονη καθημερινότητα, στην συχνά στεγνή και άψυχη ζωή μας, σκέφτομαι πως το σύνθημα «Ψυχή Βαθιά» μπορεί να είναι ευχή, χαιρετισμός, η καίρια κουβέντα που θα εμπνέει όχι μόνον τον αγώνα για ένα καλύτερο αύριο, αλλά και την προσπάθεια για σχέσεις με περισσότερη ουσία και ανθρωπιά.
Στην Καστοριά όλον αυτόν τον καιρό, το «ψυχή βαθιά» ήταν η καλημέρα και η καληνύχτα μεταξύ μας, συνόδευε το τσούγκρισμα των ποτηριών, την αποφασιστικότητα να πετύχουμε τις δύσκολες σκηνές, τις απανωτές μετακινήσεις σε πολυβολεία, ποτάμια, πυκνά δάση, γκρεμούς και ρημαγμένα χωριά. Η Καστοριά μας φιλοξένησε με «ψυχή βαθιά» και ανταποδίδω τα συναισθήματα εκ μέρους όλων των συνεργατών μου στην ταινία.



















 





«Ψυχή βαθιά»

(...)
Σε έρευνα της κοινής γνώμης που δημοσιεύθηκε στην «Καθημερινή» τον περασμένο Φεβρουάριο, το 55% δηλώνει πως κατά τη γνώμη του η «ιδεολογική διαίρεση» του Εμφυλίου παραμένει ισχυρή και σήμερα. Εξήντα ακριβώς χρόνια μετά τη λήξη του, ο «ανθρωποκεντρικός» Παντελής Βούλγαρης γύρισε μια ταινία μυθοπλασίας για την τελευταία περίοδο του Εμφυλίου, ταινία που ήδη φαίνεται να έχει διχάσει, τη στιγμή μάλιστα που κηρύσσει τη «λήξη» της σύγκρουσης, τη συμφιλίωση.
Στη «δυσκολία» μου να την προσεγγίσω, θα επικαλεστώ μια φράση που είχε πει ο Φίλιππος Ηλιού μιλώντας για το βιβλίο του Άγγελου Ελεφάντη «Μας πήραν την Αθήνα»: «Είναι μεγάλος ο πειρασμός για τον αριστερό να προσεγγίσει την ιστορία του με όρους πολιτικούς, αποδοχής ή απόρριψης, που εμπλέκουν το ορθό και το λάθος και τείνουν να καταλήξουν στην αυτοδικαίωση». Έστω κι αν το «Ψυχή βαθιά» δεν είναι ιστορικό κείμενο αλλά μυθοπλαστική μεταγραφή ιστορικών δεδομένων.
Ο Βούλγαρης στηρίζει την αφήγησή του σε δύο νεαρούς ήρωες, δυο αδέρφια, χωριατόπαιδα, που η «μοίρα» ρίχνει τον έναν στη μεριά του κυβερνητικού στρατού και τον άλλον στην απέναντι πλευρά. Όχι μόνο η ηλικία αλλά και τα πρόσωπα των αγοριών (τα οποία ο φακός του Βούλγαρη καδράρει συστηματικά) υποδηλώνουν την «αθωότητα», θεμελιώδη αντίθεση στο σφαγείο της εμφύλιας σύγκρουσης. Ο σκηνοθέτης θέτει εξ αρχής τα δύο στρατόπεδα σε κατάσταση «ισοτιμίας». Όχι απόλυτης. Άλλωστε, ενδεικτικά, ο τίτλος είναι παρμένος από το σύνθημα των ανταρτών… Όμως, σαφώς, η οπτική του σκηνοθέτη δεν είναι με κάποια από τις δύο πλευρές αλλά ταυτίζεται με εκείνη της μάνας Ζαχαρούλας ή του τραγικού παππού που έχασε τον εγγονό του (Θανάσης Βέγγος), δύο χαρακτήρες που καλούνται να συνενώσουν τα διεστώτα…
Η ταινία συναπαρτίζεται από «επεισόδια» παρμένα από αυθεντικά περιστατικά της περιόδου -άλλωστε στο δελτίο τύπου που μοίρασε η εταιρεία παραγωγής επισυνάπτεται «βιβλιογραφία» για την περίοδο του Εμφυλίου, πάνω στην οποία στηρίχτηκε η έρευνα και το σενάριο της ταινίας. Και ενώ από τις προσωπικές μου μελέτες χρόνων για την περίοδο η βιβλιογραφία αυτή κρίνεται αρκούντως ικανοποιητική, από την άλλη με ξενίζει το γεγονός ότι μια ταινία μυθοπλασίας μοιάζει να διεκδικεί τη δικαίωσή της στο χώρο της ιστοριογραφίας.
Επιπλέον, δεν μου είναι εύκολο να αποδεχτώ τη λογική του action στις σκηνές μάχης, στις οποίες ο σκηνοθέτης φαίνεται να αποδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα. Θέλει άραγε να μας πει, «δείτε τι σφαγείο ήταν ο εμφύλιος»; Και αν αυτός ήταν ο στόχος του, ήταν όντως αυτή η καλύτερη επιλογή που είχε; Εάν η οπτική είναι αντιπολεμική, συνάδει με την απόδοση ιδιάζουσας βαρύτητας στις σκηνές μάχης; Αισθάνθηκα στη διάρκεια της προβολής πως «πρέπει» να πειστώ ότι ο ανθρωποκεντρικός Βούλγαρης ξέρει να γυρίζει και πολεμικές σκηνές… Και δεν έχει ίσως νόημα να επικαλεστώ στον κλασικό αντιπολεμικό «Ουρανό» του Τάκη Κανελλόπουλου, ή την πιο πρόσφατη «Λεπτή κόκκινη γραμμή» του Τέρενς Μάλικ, όπου ο ρεαλισμός της μάχης υπεραναπληρώνεται από την έντονη εσωτερική ζωή των ηρώων…
Αλλά εφόσον γινόμαστε μάρτυρες της αγριότητας της σύγκρουσης, στο «Ψυχή βαθιά», τίθεται αυτομάτως το ερώτημα: Γιατί πολεμούν οι χαρακτήρες μέσα σε αυτή την ταινία; Ποιο είναι το ενδοφιλμικό διακύβευμα; Οι της μίας πλευράς αγωνίζονται, όπως υπονοείται με έμμεσες αναφορές, για μια «λαοκρατία», με φωτεινό ορόσημο τον πατερούλη των ημερών εκείνων Στάλιν, και όντως σκιαγραφείται ένα κλίμα συντροφικότητας, σπαργανώματα, ίσως, μιας «άλλης» κοινωνίας …
Από την άλλη πλευρά όμως για τι αγωνίζονται; Εξωφιλμικά (ιστορικά) η απάντηση είναι προφανής, «για την εξουσία, για την κυριαρχία». Ενδοφιλμικά η απάντηση μοιάζει να είναι «πολεμούν γιατί τους εξαναγκάζουν οι Αμερικανοί» -ναι, φοβάμαι πως ένας νέος θεατής εύκολα θα διολισθήσει σε αυτό το συμπέρασμα. Δεν υπάρχει ούτε ένας ιδεολόγος από τη «μοναρχοφασιστική» πλευρά -ακόμα και οι στρατοδίκες εμφανίζονται να κάνουν μια δουλειά «διεκπεραίωσης»… Δεν υπήρχαν σκληροπυρηνικοί ιδεολόγοι σε αυτή την πλευρά; Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι όχι μόνο υπήρχαν αλλά συγκροτούσαν ένα πανίσχυρο ιδεολογικό ρεύμα – στη μελέτη ενός συντηρητικού ιστορικού για εκείνη την περίοδο περιλαμβάνεται η κρίσιμη παρατήρηση πως ακριβώς σε εκείνα τα χρόνια γεννιέται η έννοια της εθνικοφροσύνης, και ο όρος «εθνικόφρων» τότε αποκτά τη σημασία με την οποία κυριάρχησε για δεκαετίες στην πολιτική προπαίδεια.
Είδα την ταινία δύο φορές προκειμένου να βεβαιωθώ για την αρχική μου αίσθηση: Ο Βούλγαρης γύρισε μια ταινία για έναν εμφύλιο, τον πιο άθλιο, τον πιο ανελέητο απ` όλους τους πολέμους, χωρίς «κακούς»! Εκτός αν «κακοί» είναι μόνο οι ξένοι, και η αθωότητα των βασικών του ηρώων σφραγίζει τελικά ολόκληρο το έθνος των Ελλήνων, που ακόμη και εξήντα χρόνια μετά πορεύεται χωρίς συναίσθηση της ιστορικής ευθύνης…
Ο Μαρκ Φερό έχει δείξει προ πολλού ότι περίφημες ιστορικές ταινίες, όπως π.χ. ο «Αλέξανδρος Νιέφσκι», του 1938, μέσα από την οποία το σοβιετικό καθεστώς καλούσε σε εθνική συσπείρωση ενόψει της ναζιστικής απειλής, μας μιλούν περισσότερο για την ιστορική στιγμή κατά την οποία παράγονται και όχι για αυτή στην οποία αναφέρονται: «Διηθούν το παρελθόν μέσα από την επιλογή των θεμάτων, τις αισθητικές προτιμήσεις της εποχής τους, τις αναγκαιότητες της παραγωγής (…), τα ασυναίσθητα ολισθήματα του δημιουργού. Εδώ έγκειται η αληθινή ιστορική πραγματικότητα των ταινιών αυτών και όχι στο πώς αναπαριστούν το παρελθόν». Αναρωτιέμαι τι ακριβώς μας λέει η ταινία του Βούλγαρη για τη σημερινή ελληνική κοινωνία, αλλά επ` αυτού θα συνεχίσουμε στο φύλλο της Κυριακής.

Τερζής Κώστας
''Αυγή''
  22/10/2009 










Η ψυχή μου είναι Αριστερά

- Παντελής Βούλγαρης στο newstime.gr

Ο Παντελής Βούλγαρης, κεντρικό πρόσωπο της γενιάς των σκηνοθετών του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, μιλάει στο Newstime.gr για την τελευταία του ταινία με τίτλο «Ψυχή βαθιά» και θέμα τον Εμφύλιο. Πέντε χρόνια μετά τις «Νύφες» (2004) ο σημαντικός σκηνοθέτης επιστρέφει με μια ακόμη υπερπαραγωγή για τα δεδομένα του ελληνικού κινηματογράφου. Γνωρίζει ότι το θέμα είναι ευαίσθητο και μοιάζει έτοιμος να αντιμετωπίσει τις όποιες αντιδράσεις. Στις γραμμές που ακολουθούν εξηγεί με σαφήνεια τη μέθοδο που ακολούθησε για τη δημιουργία της ταινίας και πολλά ακόμη.  


-Πως γεννήθηκε η ιδέα μιας ταινίας για τον Εμφύλιο;

-Είμαι εραστής της ιστορίας και έχω δώσει χρόνο από τη ζωή μου σε πάρα πολλές περιόδους. Για παράδειγμα ξέρω πολύ καλά την περίοδο του Αλή πασά. Είναι μια εποχή που πολύ δύσκολα μπορεί να την αναπαραστήσεις με τα δεδομένα τα σημερινά, αλλά ξέρω πια τι έτρωγε το μεσημέρι, πως υποδεχόταν τους πρέσβεις.  Όταν άρχισα να διαβάζω για τον Εμφύλιο, παρόλο που είχα δύο θύματα από την οικογένειά μου, ένα από τη μια πλευρά και ένα από την άλλη, δεν μπορούσα να το καταλάβω, δεν μπορούσα να βρω την άκρη να τον προσεγγίσω. Η αφορμή δόθηκε όταν ανέβηκα στην Καστοριά το 1997, ψάχνοντας να βρω χωριά για τις «Νύφες» και εκεί είδα για πρώτη φορά το χωροταξικό πεδίο των μαχών που είναι ο Γράμμος και το Βίτσι που ήταν οι τελευταίες μάχες τα δύο τελευταία χρόνια. Από εκεί ξεκίνησα, ο τόπος με συγκίνησε. Κατέβηκα στο σπίτι, άνοιξα βιβλία που ήδη υπήρχαν για να τα ερευνήσω κάποια στιγμή και… μάγκωσα. Έτσι κάνω συνήθως. Όσες ταινίες έχω κάνει με έχουν βρει, με έχουν συναντήσει και απαιτούν από εμένα. Σκέφτομαι διάφορα πράγματα κατά καιρούς σαν ενδιαφέρουσες περιπτώσεις, και σύγχρονες ιστορίες και του παρελθόντος, κάτι ξεχωρίζει από αυτά, επιμένει και μπλέκομαι. Έτσι έγινε και με την τελευταία ταινία όπου έδωσα πολύ χρόνο, από το 1997. Ενώ σκηνοθετούσα τις «Νύφες» το μυαλό μου ήταν στην επόμενη, ήταν σ’ αυτή. Αυτό που ακολουθώ με μανία και το γουστάρω είναι η έρευνα. Δηλαδή να μπω μέσα στο αρχειακό υλικό. Αυτό το εξάντλησα, δηλαδή δεν νομίζω ότι έμεινε κάτι απ’ έξω απ’ ότι έχει γραφτεί και απ’ τη μια πλευρά και απ’ την άλλη.


-Επομένως σας ενδιέφερε η ιστορική ακρίβεια.  


-Βεβαίως. Μα και ότι υπάρχει μέσα στην ταινία στηρίζεται στα γεγονότα. Πολλές φορές υπάρχουν φράσεις, υπάρχουν συζητήσεις, κυρίως του αμερικάνικου παράγοντα με τους Έλληνες αξιωματικούς που είναι μέσα από ντοκουμέντα. Φυσικά όλο αυτό το υλικό στο τέλος παίρνει τη μορφή της μυθοπλασίας γιατί εγώ αφηγούμαι μια ιστορία, δεν αφηγούμαι την ιστορία του Εμφυλίου πολέμου. Δεν έχω αυτή τη φιλοδοξία.


-Πως προσεγγίζετε όμως τα γεγονότα του Εμφυλίου μέσα από τη γραμμή αυτή της μυθοπλασίας που φτιάξατε; Το θέμα της ταινίας είναι ο εμφύλιος ή είναι οι εμπειρίες των πρωταγωνιστών, των ηρώων, της ταινίας;


-Ο βασικός και  πρώτος στόχος είναι αυτός. Παρόλο που είχα πολλές φορές προκλήσεις να το δω μέσα από τον αμερικάνικο παράγοντα αποκλειστικά, να το δω το μέσα από το στρατηγείο του Δημοκρατικού Στρατού, να το δω μέσα από διάφορες αφορμές, πάντα στο μυαλό μου ήταν τα βουνά και τα νέα παιδιά. Δηλαδή μέσα σ’ αυτό το απέραντο υλικό που εξάντλησα μου έκανε εντύπωση ότι υπήρχαν δύο τελείως αντικρουόμενα συναισθήματα στον πόλεμο. Η απέραντη βία και η ανθρώπινη πλευρά. Ταυτόχρονα, τα ίδια πρόσωπα, μπορούσαν να συμπεριφέρονται έτσι. Αυτό ήταν το κύριο στοιχείο της ταινίας, πως μέσα σ’ ένα τέτοιο ιδιαίτερο πόλεμο -γιατί ο εμφύλιος πόλεμος είναι ιδιαίτερος- βρίσκονται πολλές φορές συγγενείς ο ένας απέναντι από τον άλλο. Μπορεί να είναι φίλοι, μπορεί να είναι συγχωριανοί. Και αυτό συνέβαινε γιατί το ανθρώπινο δυναμικό που πρωταγωνίστησε στα βουνά αυτά, στο Γράμμο και το Βίτσι ήταν κυρίως άνθρωποι από τις περιοχές αυτές. Βρήκα κάπου πως ένας αντάρτης πληροφορήθηκε από την απέναντι πλευρά, από το χωνί των στρατιωτών, ότι η γυναίκα του είχε γεννήσει στο χωριό και είχε κάνει αγοράκι. Υπήρχε και αυτή η πλευρά. Βρήκα τελευταία, αφού είχα τελειώσει το σενάριο και σχεδόν τα γυρίσματα της ταινίας, ότι στην περίπτωση δύο αδελφών συνεννοήθηκαν ο διοικητής του τμήματος του Στρατού και ο καπετάνιος από την άλλη πλευρά να δώσουν άδεια στα παιδιά και να συναντηθούν ένα απόγευμα. Να φύγουν από τις μονάδες τους και να γίνει αυτή η συνάντηση, που την έχω στην ταινία με άλλο τρόπο. Αυτό είναι το κύριο υλικό που εγώ είχα σαν σεναριακή ύλη. Από εκεί και πέρα όμως υπάρχουν τα βασικά ιστορικά γεγονότα, οι αναφορές στο κλείσιμο των συνόρων, στην ελπίδα ότι οι Σοβιετικοί θα βοηθήσουν, στην πίεση των αμερικανών να γίνει ο πόλεμος όπως έγινε πολύ σύντομα και με βία. 


-Βλέποντας και το τρέιλερ της ταινίας, καταλαβαίνουμε αμέσως ότι αναπαριστά τα γεγονότα μέσα από μια κατασκευή που δεν έχει ξαναγίνει στον ελληνικό κινηματογράφο. Στη φάση της προετοιμασίας είδατε πολεμικές ταινίες της τελευταίας 20ετιας, εννοώ κυρίως του αμερικάνικου κινηματογράφου, που έχει τα μέσα να αναπαριστά ρεαλιστικά τον πόλεμο; Στις ταινίες που είδατε ποια πράγματα σας ενδιέφεραν και ποια πράγματα θέλατε να αποφύγετε; Να προσθέσω και το εξής. Αυτό το στοιχείο που μου αναφέρατε, η ανθρώπινη ιστορία μέσα σε αυτό το πλαίσιο της φρίκης του πολέμου είναι κάτι που το έχουμε ξαναδεί. Είχατε ανησυχία να μην «πέσετε» σε αυτό το στερεότυπο που το χουμε δει πολλές φορές κυρίως σε αμερικάνικες ταινίες, δηλαδή μια ανθρώπινη ιστορία και πίσω το φόντο των ιστορικών γεγονότων;


Μέσα σε αυτά τα χρόνια της έρευνας, πέρα από τις έρευνες των ιστορικών και τις προσωπικές αφηγήσεις υπήρχε και το οπτικό ντοκουμέντο. Φωτογραφικό και κινηματογραφικό υλικό, καταρχήν το κινηματογραφικό υλικό των ντοκουμέντων της παρέας του Μάνου Ζαχαρία και του Γιώργου Σεβαστίκογλου που ήταν η ομάδα των κινηματογραφιστών του Δ.Σ.Ε. Αυτά τα βρήκα και αν θέλεις σιγουρεύτηκα ότι οι μάχες που γινόντουσαν τότε, εκείνη την εποχή, ήταν σε πολύ κοντινή απόσταση.  Δηλαδή πολλές φορές ήταν στα 30μέτρα ή στα 50 μέτρα ήταν στρατοπεδευμένοι. Είδα φυσικά και ότι έχει γίνει με αναφορά στον πόλεμο, και στον αμερικάνικο κινηματογράφο και τον ευρωπαϊκό. Προσπάθησα να πλησιάσω περισσότερο τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο που δεν έχει τις ίδια τεχνικές δυνατότητες που έχει για παράδειγμα ο Σπίλμπεργκ όταν κάνει την απόβαση στην Νορμανδία. Πιο ενδιαφέρουσα ταινία για μένα που την είχα δει από παλιά και είχα γνωρίσει και το σκηνοθέτη της -ήταν μέλος της κριτικής επιτροπής στη Βενετία όταν είχα πάει με τα «Πέτρινα Χρόνια»- ήταν το «Έλα να δεις» του Ελεμ Κλίμοφ. Αυτή ήταν μια πιο κοντινή μου ταινία με περιορισμένες και επιλεγμένες αφορμές για να αναπαραστήσει τον πόλεμο στην πράξη και πάνω εκεί κινήθηκα. 


-Πόσο έχουν αλλάξει οι ιδέες, οι αντιλήψεις, ακόμη και οι προκαταλήψεις σας από την αποχή που κάνατε τo «Ηappy Day» (1976) και τα «Πέτρινα Χρόνια» (1985), τις άλλες δυο ταινίες σας που «ακουμπούν» αυτό το θέμα;


Γύρισα την ταινία με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που έκανα και τις δύο προηγούμενες. Και μάλιστα χωρίς να το θέλω αποτελούν οι τρεις ένα είδος τριλογίας, παρόλο που την τελευταία,  τη «Ψυχή Βαθιά» εγώ την εντάσσω ως πρώτη  στην ιστορική εξέλιξη. Θα έλεγα ότι πρώτη είναι η «Ψυχή βαθιά», ο εμφύλιος, μετά είναι η Μακρόνησος στο «Ηappy Day» και μετά είναι τα «Πέτρινα Χρόνια» τα μετά τον εμφύλιο χρόνια. Τις αντιδράσεις που πολύ πιθανόν να έχω σε αυτή την ταινία τις είχα και στις προηγούμενες. Δηλαδή ούτε το «Ηappy Day» ούτε τα «Πέτρινα Χρόνια» συνάντησαν τη θερμή συμπαράσταση κυρίως της Αριστεράς. Αυτό όμως κρατάει μερικά χρόνια. Μετά από μια δεκαετία θεωρούνται οι ταινίες πολύτιμες για εκείνη την εποχή και ξανασυναντώνται και ανατρέπονται οι κριτικές κλπ..


-Παίρνετε θέση μέσα σας, αλλά και ως σκηνοθέτης της ταινίας, ανάμεσα στα δυο στρατόπεδα, την Αριστερά και τη Δεξιά. Ποιο είναι πιο κοντά στη δική σας «Ψυχή Βαθιά»;


Γενικά όταν κάνω ταινίες, όχι μόνο πολιτικές, το εκλογικό μου βιβλιάριο ή τις παρωπίδες μου τις αφήνω στο σπίτι. Προσπαθώ να είμαι όσο μπορώ πιο ανοιχτός για όλα αυτά τα πράγματα στα οποία «μπαίνω» και ψάχνω. Δεν μπορώ να μιλήσω σαν ιστορικός αυτή τη στιγμή, να τοποθετηθώ και να πω ότι υπήρχαν ευκαιρίες για να μη γίνει αυτός ο πόλεμος. Μη ξεχνάμε ότι η εποχή δεν έχει αποκαλυφθεί στην  πληρότητα της. Υπάρχουν αρχεία όπως είναι το αρχείο το ΚΚΕ το οποίο δεν είναι ανοιχτό για έρευνα. Εμπιστεύομαι τις πηγές που έχω μπροστά μου, των ειδικών επιστημόνων που από το 1974 και μετά κάνανε φέτες τον εμφύλιο, από τα στρατοδικεία μέχρι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, μέχρι τις τελευταίες μάχες, μέχρι τη φυγή μετά το 1949 των ανταρτών στις διπλανές χώρες. Η ψυχή μου είναι Αριστερά, αυτό είναι το αίσθημα μου, δίχως να υπήρξα ποτέ μέλος κόμματος ούτε να με διακατέχει κανενός είδους φανατισμός.  


-Θεωρείται ότι η γενιά σας, πάνω κάτω οι σημερινοί 65αρηδες, η γενιά που έζησε τη χρυσή -όπως λέμε- δεκαετία του 1960 και μετά, στην μεταπολίτευση, πήρε στα χέρια της την τύχη της χώρας, έχει ευθύνη για τη δημιουργία της σύγχρονης Ελλάδας; Της σημερινής Ελλάδας που προκαλεί απελπισία, θυμό και οργή, σε πολλούς νεότερους ανθρώπους;


Μη ξεχνάτε με ποιους είχαμε να τα βάλουμε εμείς σε αυτή τη διαδρομή. Αυτό που ονομάζουμε Ελληνικός Κινηματογράφος ουσιαστικά δεν άλλαξε. Οι δυσκολίες του να κάνεις μια ταινία στην Ελλάδα δεν έχουν αλλάξει. Ο χώρος μας παραμένει προβληματικός, με ένα Κέντρο Κινηματογράφου με ελάχιστα χρήματα που προσπαθεί να τα διανέμει, σε τέσσερις-πέντε γενιές πια, από τη δική μας γενιά, μέχρι την τελευταία των σημερινών 28αρηδων, 30αρηδων και 35αρηδων, που τη θεωρώ την αμέσως επόμενη φιλόδοξη γενιά μετά τη δική μας. Γιατί τότε ήμασταν πολλοί, διαφορετικοί και πεισματάρηδες. Το ίδιο βλέπω και στη σημερινή γενιά. Ταλέντα πραγματικά, που βεβαίως βλέπουν με μια άλλη ματιά το σινεμά και τα προβλήματα που τους ενδιαφέρουν τους περισσότερους είναι σύγχρονα προβλήματα και δεν έχουν καμία συναισθηματική δέσμευση με το δικό μας παρελθόν. Γιατί εμείς αν θέλετε κουβαλήσαμε σαν κιβωτό το πένθος των χρόνων μετά τον Εμφύλιο. Με τις σημερινές δυνατότητες της τεχνολογίας, ένας νέος κινηματογραφιστής μπορεί να κάνει μια ταινία στα πολύ νεανικά του χρόνια. Εμείς έπρεπε να βρούμε νεγκατίφ και κάμερα, κάτι που δεν ήταν εύκολο. Φτάσαμε στα 35 μας και στα 40 για να κάνουμε την πρώτη μας ταινία. Ο χώρος ο δικός μας ήταν πολύ συγκεκριμένος: κατασκευή ταινίας, κατάθεση της συγκίνησης ή του προβληματισμού μέσα από την ταινία και από εκεί και πέρα η προσέγγιση μας με ένα κοινό που δε το ξέρεις. Όμως αυτό που κάναμε ήρθε αντιμέτωπο σε μια εικόνα καθημερινότητας η οποία διαμορφώθηκε κυρίως στην περίοδο της εικοσαετίας του ΠΑΣΟΚ που άλλαξε πολλά πράγματα. Υπήρχε φυσικά περισσότερη ελευθερία στο δημοκρατικό πολίτευμα γιατί είχαμε ξεφύγει πια από τη χούντα, αλλά δημιουργήθηκε ένα μοντέλο καλοπέρασης, δημιουργήθηκαν μοντέλα επιτυχημένων κυρίως μέσα από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, τα οποία μας παραγκώνισαν. Δεν μπορούσαμε, δεν μπορείς να ανταγωνιστείς αυτή την πλευρά ζωής. Θεωρώ ότι τα ΜΜΕ σχεδόν απείλησαν το δημοκρατικό πολίτευμα. Δεν είναι δυνατόν από το πρωί μέχρι το βράδυ να είναι να είναι παντού κυρίαρχα αυτά τα μοντέλα των επιτυχημένων.


-Τους θεωρείτε πράγματι επιτυχημένους;


Φυσικά δεν τους θεωρώ επιτυχημένους, αλλά τους θεωρούν επιτυχημένους τα νέα παιδιά. Μου κάνει εντύπωση ότι βλέπω ριάλιτι και το κοινό μέσα στο πλατό είναι σχολεία. Δηλαδή στις μεσημεριάτικες εκπομπές έχουν πάει σχολεία να παρακολουθήσουν τα διαζύγια των επωνύμων, τα βαφτίσια τους και γάμους των καλλιτεχνών.


-Τι συμβουλές δίνετε στα παιδιά σας -στους κινηματογραφιστές δηλαδή Αλέξανδρο και Κωνσταντίνα Βούλγαρη- για τον κινηματογράφο και τη ζωή; 


Αυτό προσπάθησα να το κάνω νωρίτερα. Βέβαια επειδή με τράβαγε πολύ αυτή η δουλεία έξω από το σπίτι δεν τα έζησα πολύ τα παιδιά. Λέω ότι για να διαλέξουνε αυτό το επάγγελμα που κάνω κι εγώ οφείλεται στο γεγονός ότι τα βράδια όταν επέστρεφα στο σπίτι, όταν άκουγαν κλειδί στην πόρτα και έβλεπαν τον πατέρα τους να μπαίνει, μάλλον τον έβλεπαν ικανοποιημένο από αυτό που κάνει. Επειδή το λατρεύω αυτό το πράγμα, παρότι έχω φτάσει στον πάτο της χρεοκοπίας σε τρεις ταινίες, τα έχω χάσει δηλαδή όλα, φαίνεται ότι έχω έναν τρόπο να το ξεπερνάω. Τώρα για παράδειγμα την «Ψυχή βαθιά» την έκανα ενώ χρωστούσα 500.00 ευρώ από τις «Νύφες». Αυτό ήταν κάτι που φαίνεται ότι τους εντυπωσίασε και καταλάβανε ότι υπάρχει κάτι που αγαπώ πολύ. Δεν τα έσπρωξα τα παιδιά στον κινηματογράφο. Με τίποτα. Απλώς αυτό που τους πρότεινα είναι να πάρουνε μια μικρή κάμερα και να διηγηθούν κάτι σύντομο σε μια μικρού μήκους ταινία. Και τα καταφέρνανε. Τώρα το τι έχουν στο μυαλό τους και τι θα κάνουνε αφορά τη δική τους τη ζωή και τη δική τους προκοπή. Βέβαια διαβάζω τα σενάρια που μου φέρνουνε λέω τη γνώμη μου. Αλλά μέχρι εκεί. 


-Κάνετε κριτική ο ένας στον άλλον


Βέβαια. Τώρα με τη «Ψυχή βαθιά» είχα κριτική και από την Κωνσταντίνα και τον Αλέξανδρο.


-Τι σας δίνει μεγάλη χαρά και τι είναι αυτό που δεν αντέχετε με τίποτα;


Αυτό που δεν αντέχω με τίποτα είναι αυτό που ζω τώρα.  Όταν πρόκειται να βγει μια ταινία στους κινηματογράφους είναι η χειρότερη μου. Και οι συνεντεύξεις αλλά κυρίως η αγωνία του τι θα συμβεί μέσα στη σκοτεινή αίθουσα Δε μπαίνω ποτέ στον κινηματογράφο να δω τις ταινίες μου. Αν μπορούσα, αυτή τη στιγμή που μιλάμε, θα ήθελα να είμαι στη Σιβηρία και κάποιος να με πάρει ένα τηλέφωνο να μου πει πάει καλά ή δεν πάει… Αυτό που με ευχαριστεί είναι ότι σε όλα αυτά τα χρόνια που δουλεύω απέκτησα πολύ καλούς φίλους οι οποίοι δεν είναι μέσα στο χώρο των διανοουμένων και των φίλων του κινηματογράφου, Είναι φιλίες με απλούς ανθρώπους που είναι για μένα απάγκιο, από την Αλεξανδρούπολη στην Καστοριά, από την Καστοριά στην Νάξο, και από την Νάξο στην Κρήτη. Δηλαδή με αγαπούν άνθρωποι δίχως να υπάρχει καμία υστεροβουλία στις σχέσεις μας. Αυτό έχω καταφέρει. 



Πηγή
http://www.newstime.gr/?i=nt.el.article&id=17219











«Ψυχή βαθιά» και η … αλήθεια πέρα

Μια πρώτη προσέγγιση για τη νέα ταινία του Παντελή Βούλγαρη, που ασχολείται με τον Εμφύλιο Πόλεμο στην Ελλάδα
Σκηνές από την ταινία και τη ζωή των ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού

Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας και τις ολέθριες για το ΕΑΜικό κίνημα Συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας, η αστική τάξη της χώρας μας δεν είχε μπορέσει να ανακτήσει την πλήρη ιδεολογική και πολιτική της κυριαρχία στο λαό. Οι αστικές δυνάμεις για να αντιστρέψουν το συσχετισμό δύναμης σε όφελός τους και να σταθεροποιήσουν την εξουσία τους κατέφυγαν, με τη βοήθεια των Εγγλέζων συμμάχων τους, στη δολοφονική βία και στην πιο ωμή τρομοκρατία. Χιλιάδες αγωνιστές, που αντιπάλεψαν τους φασίστες κατακτητές, διωκόμενοι από τις εγκληματικές συμμορίες των Σούρληδων και άλλων που έστησε το αστικό κράτος, αναγκάστηκαν να καταφύγουν στα βουνά και να υπερασπιστούν τη ζωή τους με τα όπλα στο χέρι. Το λαϊκό κίνημα βρέθηκε μπροστά στο δίλημμα: Υποταγή, ταπείνωση, εξανδραποδισμός ή οργάνωση της πάλης και αντεπίθεση; Αν και με καθυστέρηση, επέλεξε το δεύτερο δρόμο. Στα βουνά γεννήθηκε το νέο αντάρτικο, οΔημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (ΔΣΕ) και ο ηρωικός μεγαλειώδης ένοπλος αγώνας του, με ψυχή του το ΚΚΕ, ενάντια στο συνασπισμό των αστικών δυνάμεων και των ξένων συμμάχων τους, Εγγλέζων και, στη συνέχεια, Αμερικανών.
Τα παραπάνω εισαγωγικά στοιχεία θα έπρεπε να αναγιγνώσκονται στην ταινία του Παντελή Βούλγαρη Ψυχή Βαθιά, εφόσον το θέμα της άπτεται όχι απλά της μοίρας των απλών ανθρώπων ή των «λησμονημένων θυμάτων» και των δύο πλευρών του εμφύλιου πολέμου, στο Γράμμο και το Βίτσι, όπως διατείνεται ο σκηνοθέτης, αλλά των μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού, που επέλεξαν να βρίσκονται στις γραμμές του ΔΣΕ, που έδωσαν την ίδια τους τη ζωή για τις ιδέες και τα ιδανικά τους.

Αυτήν την καθοριστική ιδιότητα, των …«άκλαυτων θυμάτων», ο σκηνοθέτης φαίνεται να προσπερνά σκοπίμως. Γι’ αυτό εξάλλου επέλεξε για τους κεντρικούς ρόλους τόσο νεαρούς ήρωες, που να υπάρχει λόγος να αναρωτιέται κανείς, καλά αυτά τα παιδαρέλια ξέρουν τι κάνουν; Γιατί βρίσκονται εκεί που βρίσκονται; Φρόντισε ο Βούλγαρης, κάνοντας μια ταινία μυθοπλασίας, να έχει καλυμμένα τα νώτα όταν θα κατηγορηθεί για παραχάραξη και διαστρέβλωση της Ιστορίας. Βέβαια θέση έχει ήδη πάρει, με το να αντιμετωπίζει το κατ’ εξοχήν πολιτικό θέμα με το οποίο καταπιάνεται, με όρους αποκλειστικά ηθικούς – καλού και κακού – και να μεριμνά επιμελώς, ώστε η αφήγησή του να κινείται αυστηρά σε πλαίσιο πολιτικο-ιδεολογικού κενού αέρος.

Η μυθοπλασία της ταινίας
Η ιστορία διαδραματίζεται στα πεδία των μαχών. Ο ένοπλος αγώνας κορυφώνεται, η έκβασή του παραμένει ακόμη άγνωστη, οι μάχες μαίνονται στις βουνοκορφές του Γράμμου το ’49, νυχθημερόν, ακατάπαυστες, άνισες, σώμα με σώμα. Η αφήγηση εστιάζει στη μοίρα δύο αδελφών – τσοπάνων και σε δεύτερο πλάνο αρχίζουν να διακρίνονται και να αποκτούν υπόσταση και τα υπόλοιπα πρόσωπα που συνθέτουν τις ομάδες των στρατιωτικών και ανταρτών, μέσα στις οποίες κινούνται οι δύο ήρωες. Τα ανήλικα τσοπανόπουλα έχουν την ιδιότητα να γνωρίζουν με κλειστά μάτια τα περάσματα στα βουνά. Ο μεγάλος, ο 17χρονος Ανέστης, φαίνεται ότι παραμένει οδηγός στον κυβερνητικό στρατό από φόβο μην κάνουν κακό στη μητέρα του, ενώ ο μικρότερος, ο 14χρονος Βλάσης που επέλεξε να περάσει στις γραμμές του Δημοκρατικού Στρατού, έχει ήδη προβιβαστεί σε πολυβολητή και έχει τιμηθεί με το παράσημο του Δημοκρατικού Στρατού. Στην τελετή απονομής των παρασήμων και στο αντάρτικο γλέντι που ακολουθεί, γνωρίζουμε τους μαχητές και άλλων αντάρτικων ομάδων που δρουν στην περιοχή, όλοι τους νεαρά παιδιά.
Και μέσα από την ταινία φαίνεται ότι παρά την κλιμακούμενη θηριωδία οι ταλαιπωρημένοι και πεινασμένοι αντάρτες δε λένε να ηττηθούν. Οι Αμερικανοί, που έχουν πλέον διαδεχθεί τους Αγγλους, βιάζονται να τελειώνουν με τους κομμουνιστές. Εμφανίζεται και ο Τρούμαν, που απαιτεί συντριβή της «ανταρσίας» σε σύντομο διάστημα και ο τοποτηρητής των ΗΠΑ στην Ελλάδα, στρατηγός Βαν Φλιτ, να συμπεριφέρεται ως εκλήθη να συμπεριφερθεί από τον «εξαίρετο» πατριώτη, τότε υπουργό Παναγιώτη Κανελλόπουλο τού «Στρατηγέ! Ιδού ο στρατός σας!» (ο τελευταίος δεν εμφανίζεται στην ταινία).
Σε ρόλο αρχιστράτηγου, λοιπόν, ο Βαν Φλιτ αναμειγνύεται, όχι μόνο στα πολιτικά πράγματα των Αθηνών, αλλά και στην οργάνωση και διεξαγωγή των στρατιωτικών επιχειρήσεων των κυβερνητικών δυνάμεων κατά του ΔΣΕ, υπό την αδιάλειπτη συνεργασία της Αμερικανικής Πρεσβείας και του Σταθμαρχείου της CIA στην Ελλάδα. Το όνομα του Βαν Φλιτ συνδέθηκε άρρηκτα με τη χρήση των ναπάλμ. Οι ανθρώπινοι στόχοι βομβαρδίζονται αλύπητα, με το που σκάει η βόμβα στο έδαφος και λόγω της τρομακτικής θερμοκρασίας που δημιουργεί, κατακαίει τα πάντα σε απόσταση πολλών εκατοντάδων τετραγωνικών μέτρων. Οι βόμβες ναπάλμ πρωτοδοκιμάστηκαν στο Γράμμο με πειραματόζωα τους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού και την πλήρη συγκατάβαση του ανωτάτου κλιμακίου της ηγεσίας του κυβερνητικού στρατού (παρ’ όλα αυτά, στην ταινία εμφανίζεται δήθεν ο Ελληνας αξιωματικός να δυσανασχετεί). Ολα αυτά με κάποιο τρόπο εμφανίζονται στην οθόνη. Ομως, ο σκηνοθέτης επιμένει κυρίως να βρίσκεται και να απεικονίζει τις σφαγές που εκτυλίσσονται στα πεδία των μαχών τις οποίες αναπαριστά με δομικά στοιχεία χολιγουντιανής αισθητικής: Αναβλύζον – πέραν του δέοντος – αίμα, εμμονή σε λεπτομέρειες διαμελισμένων σωμάτων υπό τον ήχο επιθανάτιου ρόγχου, παρατεταμένη διάρκεια πλάνων, κατάχρηση της θεματικής επανάληψης, σε βαθμό που κάπου να αγγίζει τα όρια της υπερβολής και ίσως του κακού γούστου, ενώ δε λείπει και …μια ιστορία αγάπης των αντιμαχόμενων πλευρών.

Ξαναγράψιμο της Ιστορίας
«Δεν είμαι πολιτικός, ούτε ιστορικός, είμαι καλλιτέχνης και στην ταινία καταθέτω αυτό που μου αναλογεί, αυτό που μέσα μου επιμένει να με συγκλονίζει», δηλώνει ο σκηνοθέτης και με αυτόν τον τρόπο «καθαρίζει» για τη φαινομενική απουσία πολιτικής και ιστορικής προσέγγισης.
Ετσι, δεν απομένει παρά η ανθρωπιστική, «σύγχρονη», «στρογγυλεμένη» και αριστερή υποτίθεται προσέγγιση. Πανέξυπνα, λοιπόν, συνθέτει προσωπογραφίες μεμονωμένων «λησμονημένων θυμάτων» του ΔΣΕ και όχι συλλογικά πορτρέτα είτε μιας ομάδας ή του συνόλου των ομάδων των ανταρτών. Στο στόμα των όχι τόσο νεαρών ηλικιακά στελεχών του ΔΣΕ βάζει ξεκάρφωτες αποφθεγματικές φράσεις «Πού είναι οι Σοβιετικοί σύντροφοι; Πότε θα έχουμε υποστήριξη; Το Κρεμλίνο θα έχει πολλούς διαδρόμους…», λόγια που παραπέμπουν ξεκάθαρα στις αντιδραστικές θεωρίες για το «μοίρασμα του κόσμου» και συνοδεύονται από συναισθήματα βαθιάς απογοήτευσης κι απόγνωσης που οδηγούν στην αυτοκτονία.
Κάποιος που δε γνωρίζει, ουδέποτε πρόκειται να μάθει την πραγματική ιστορία του ΔΣΕ, εάν φυσικά δεν ενδιαφερθεί ο ίδιος. Λαμβάνοντας, δε, υπόψη τους φορείς που χρηματοδότησαν την παραγωγή της ταινίας απ’ τη μια, μεταξύ αυτών αρκετά υπουργεία, καθώς και τη συνταγή και τις δόσεις υλικών για άσφαιρα καλλιτεχνικά προϊόντα, θα τολμούσε κανείς να υποθέσει ότι δεν απέχει πολύ η ώρα που το συγκεκριμένο φιλμ θα συνιστά …υλικό εκπαιδευτικών προγραμμάτων για τη σύγχρονη Ιστορία της χώρας. Η ταινία του Βούλγαρη, όπως το περιβόητο βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού, αποτελεί ένα έγκυρο βήμα προς την – όσο παίρνει – αλλοίωση, προς το – όσο περνάει – ξαναγράψιμο της Ιστορίας. Αν βάλει κανείς την εθνική περιπέτεια στην οποία οι «αιθεροβάμονες» κομμουνιστές έσυραν το έθνος στη μια πλευρά και στην άλλη τις βόμβες ναπάλμ, τα στρατοδικεία, τις εκτελέσεις και τις φυλακές, η πλάστιγγα κάπου ισοφαρίζει.
Εν μέσω έξαρσης μιας οργανωμένης αντικομμουνιστικής εκστρατείας, με μετέωρη συναισθηματική φόρτιση και μελοδραματικά γυρίσματα, η ταινία, με τον τρόπο που είναι φτιαγμένη, σχεδόν υποχρεώνει το κοινό της να καταδικάσει τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται, ειδικά όταν πηγάζει από …έναν, χωρίς νόημα, αδελφοκτόνο παραλογισμό. Συμπληρωματικό στοιχείο στα παραπάνω, ώστε να ολοκληρωθεί η άκρως επικίνδυνη θέση της νέας τάξης πραγμάτων, συνιστά η σοσιαλδημοκρατικής χροιάς έννοια κλειδί «συμφιλίωση», σύγκλιση δηλαδή των ταξικών διαφορών και συμφερόντων, ειδικά σήμερα.

Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ
Πτυχιούχος του Τμήματος Ιστορίας – Θεωρίας και Αισθητικής Κινηματογράφου του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης







ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΤΟΥ ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ

«Ποιος δεν θέλει την ιστορική μνήμη;»

Με αφορμή την ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Ψυχή βαθιά» για τον Εμφύλιο, ο Μίκης Θεοδωράκης θυμάται όσα ένωναν και χώρισαν τις δύο πλευρές
Η Ελλάδα απελευθερώθηκε τον Οκτώβριο του 1944. Με τις Συμφωνίες στον Λίβανο σχηματίσθηκε Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου, που λίγο μετά την αποχώρηση των Γερμανών ήρθε στην Αθήνα. Ο λαός μας, που ήδη γιόρταζε τη νεογέννητη Ελευθερία του, την υποδέχθηκε με ενθουσιασμό, όπως με την ίδια συγκίνηση και χαρά χειροκροτούσε και ζητωκραύγαζε τα πρώτα αγγλικά στρατεύματα, καθώς προχωρούσαν στη Λεωφόρο Συγγρού. Μια νέα ηλιόλουστη εποχή πιστεύαμε όλοι ότι ξεκινούσε για την πατρίδα μας, που θα την ξαναχτίζαμε όλοι μαζί ενωμένοι. Ώσπου οι Άγγλοι άρχισαν λίγο λίγο να ροκανίζουνε τις Συμφωνίες και να μας οδηγούν στην εμφύλια διαίρεση. Όποιος λέει ότι την αρχή την κάνανε οι Εαμίτες με τα Δεκεμβριανά, γιατί τάχα θέλανε να κατακτήσουν την Αθήνα, είναι είτε άσχετοι με τα γεγονότα είτε φανατικοί προβοκάτορες, διαστρεβλωτές της Ιστορίας και όργανα της αγγλικής πολιτικής που από τότε πέταξε το προσωπείο της και έδειξε καθαρά ότι δεν ήθελε μόνο απλά να μας βάλει στη γωνία της εθνικής ζωής αλλά να μας εξοντώσει όλους, άντρες και γυναίκες του ΕΑΜ, μέχρις ενός.
Πρώτον, γιατί έτσι κι αλλιώς στην Αθήνα και στον Πειραιά κυριαρχούσε το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ. Το μόνο που κατείχαν οι Άγγλοι και η Κυβέρνηση ήταν το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία». Δεύτερον, γιατί το ΕΑΜ δεν είχε ούτε πολιτική ούτε σχέδιο ούτε καν πρόθεση για κατάληψη της εξουσίας. Και τρίτον αν είχε και ήθελε να χτυπήσει τα ανεπαρκή για την περίσταση αγγλικά στρατεύματα, τότε γιατί δεν επέτρεψε στον τακτικό στρατό του μόνιμου ΕΛΑΣ να μπει στην Αθήνα και να ξεκαθαρίσει την κατάσταση μέσα σε δυο-τρεις μέρες το πολύ, παρά άφησε τον εφεδρικό ΕΛΑΣ της Αθήνας «με τα παιδάκια και τα λιανοντούφεκα», όπως είπε ο Σαράφης, να γίνουν εύκολη λεία, με χιλιάδες θύματα μπροστά σ΄ έναν σύγχρονο στρατό με αεροπλάνα και τανκς, που εν τούτοις άντεξαν σ΄ αυτή την άνιση μάχη επί 33 ολόκληρα μερόνυχτα;
Όποιος έζησε τα γεγονότα απ΄ την αρχή ώς το τέλος όπως εγώ, μπορεί να αποδείξει με στοιχεία ατράνταχτα την αλήθεια των όσων λέω. Κι αν ξέφυγα από τον θάνατο, αυτό οφείλεται μόνο στην τύχη. Αλλά αν δεν με θανάτωσαν, μου κάνανε τόσο κακό στο σώμα και στην ψυχή, που είναι σαν να με σκότωσαν. Την ίδια τύχη με μένα είχαν εκατοντάδες χιλιάδες νέοι και νέες στα βουνά, στις συνοικίες, στις φυλακές, στις εξορίες, στα ξερονήσια και στα εκτελεστικά αποσπάσματα. Το σχέδιο του Τσώρτσιλ εφαρμόστηκε κατά γράμμα από τον Δεκέμβρη του 1944, όταν διέταξε τους στρατηγούς και τους στρατιώτες της Αυτού Μεγαλειότητος «Φερθείτε σαν να βρίσκεστε σε εχθρική χώρα». Και ποιος ήταν ο εχθρός; Εμείς οι Έλληνες μέλη του ΚΚΕ, του ΕΑΜ, της ΕΠΟΝ, του ΕΛΑΣ είτε απλά συμπαθούντες, που τότε ξεπερνούσαμε τα 2 εκατομμύρια ψυχές και μόλις βγήκαμε από τον σκληρό αγώνα που κάναμε κατά των Γερμανών κατακτητών και των συνεργατών τους.
Και φτάνω στον Δημοκρατικό Στρατό και τις μάχες στα βουνά με αντίπαλο τον Εθνικό Στρατό. Χωρίς να μπω σε λεπτομέρειες και ιδεολογικοπολιτικές αναλύσεις, θα προσπαθήσω να δω την ψυχολογία του ενός και του άλλου. Από απόψεως ηλικίας στη μεγάλη τους πλειοψηφία ήσαν όλοι έφηβοι-παιδιά. Πάντως το γεγονός είναι ένα: Ότι οι πρώτοι εξαναγκάστηκαν να πάρουν τα βουνά μπροστά στο όργιο των διώξεων (ειδικά στην ύπαιθρο), που είχαν αναλάβει 150 περίπου συμμορίες συνεργατών, ταγματαλητών και ληστών του κοινού ποινικού δικαίου με την άμεση καθοδήγηση των Άγγλων. Μπαίνανε στα χωριά, καίγανε τα σπίτια, σφάζανε τους άντρες, βιάζανε τις γυναίκες κι αυτό καθημερινά από το 1945 ώς το 1946, ώσπου όσοι κατόρθωσαν να ξεφύγουν, παίρνανε τα βουνά. Όταν έγιναν πολλοί και οργανώθηκαν, δημιούργησαν τέλος τον Δημοκρατικό Στρατό. Τότε οι Εγγλέζοι, πάντοτε με μια χούφτα Έλληνες πολιτικούς, άρχισαν να επιστρατεύουν χωρίς να ρωτούν τι πιστεύει ο ένας και τι σκέφτεται ο άλλος. Όμως όταν μπεις σε Λόχους, Τάγματα και Συντάγματα με την κατάλληλη εκπαίδευση μεταβάλλεσαι σε Νούμερο. Και τελικά κάνεις ό,τι σου πουν. Και τους είπαν: Τώρα θα πάτε στα βουνά να σκοτώσετε τα αδέλφια σας. Φυσικά δεν χρησιμοποίησαν ακριβώς τη λέξη «αδέλφια», αλλά άλλες περισσότερο εύηχες και αποτελεσματικές: Προδότες, κατσαπλιάδες, Βούλγαρους, όργανα των ξένων και εχθρούς της Πατρίδας. Όσοι ζήσανε στα Τάγματα Μακρονήσου ξέρουν ακριβώς τις μεθόδους με τις οποίες ένας «Βούλγαρος» μεταβάλλεται σε Έλληνα έτοιμο να κατασπαράξει τους προδότες.
Τελικά, τι ήσαν όλοι αυτοί παρά θύματα; Θύματα του φόβου οι μεν, θύματα της πλύσης εγκεφάλου οι δε. Όμως δεν έπαψαν και οι μεν και οι δε να είναι στο βάθος αθώα παιδιά, Έλληνες αναγκασμένοι να σκοτώνουν Έλληνες. Αδελφός τον Αδελφό! 
Αν ξέφυγα από τον θάνατο, αυτό οφείλεται μόνο στην τύχη. Αλλά αν δεν με θανάτωσαν, μου κάνανε τόσο κακό στο σώμα και στην ψυχή, που είναι σαν να με σκότωσαν

Το κλάμα του βασανιστή
Εμένα, στο Πρώτο Τάγμα Μακρονήσου, ένας θηριώδης στραγγαλιστής μού ξερίζωσε το πόδι, γιατί του είπαν πως είμαι «Βούλγαρος». Με πήγαν στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο κι όταν γύρισα, κυκλοφορούσα με πατερίτσες. Κάποιο απόγευμα καθυστέρησα να γυρίσω στη σκηνή μου όταν σάλπισε το σιωπητήριο και με πιάσανε για να με χτυπήσουν. Επικεφαλής ήταν ο στραγγαλιστής μου, που πρόλαβαν να τον κάνουν «Έλληνα». Μου λέει: «Θα μείνεις κουτσός;». Εγώ δεν φοβήθηκα και με θάρρος του είπα «Φυσικά όχι», μήπως και θυμώσει. Τότε αυτός γυρίζει στους άλλους και τους διατάζει να μας αφήσουν μόνους. Με ρωτά «Θέλεις να σε κεράσω ένα γιαούρτι;». Μπήκαμε στη μεγάλη σκηνή των βασανιστών και καθήσαμε σε μια γωνία.
Με κοίταζε καλά-καλά και δεν μιλούσε. Τέλος φτάσανε τα γιαούρτια. Πριν προλάβω όμως να φάω μια κουταλιά, τον είδα ξαφνικά να αναστενάζει, να λέει «Δεν μπορώ άλλο» και να κλαίει.
Πήγα και τον αγκάλιασα λέγοντάς του «Μην κάνεις έτσι. Κάποτε θα περάσει…».
Σας διηγήθηκα μια ακραία περίπτωση που την έζησα για να δείξω ότι αυτή η πλύση εγκεφάλου, που δεν κατασκευάζει μόνο φανατικούς στρατιώτες αλλά και θηριώδεις βασανιστές, δεν ήταν ικανή να καταστρέψει τον άνθρωπο που έκλεινε ο καθείς μέσα του.
Γι΄ αυτό κι εγώ στα 1962, στο τέλος του «Νεκρού Αδελφού», βγάζω όλους τους σκοτωμένους ζωντανούς εχθρούς πιασμένους χέρι-χέρι να τραγουδούν «Ενωθείτε βράχια-βράχια, Ενωθείτε χέρια-χέρια», μιας και πιστεύω ακράδαντα ότι οι Έλληνες παραμείναμε στη συντριπτική μας πλειοψηφία ενωμένοι. Πάντοτε. Από τα 1940 έως σήμερα. Και όλα τα σύνορα που βάζουν κατά καιρούς ανάμεσά μας είναι φτιαχτά. Είναι πονηρά, δηλητηριώδη και κακόβουλα και εξυπηρετούν ξένους σκοπούς, ξένα συμφέροντα εχθρικά, εναντίον όλων των Ελλήνων, όλου του Λαού και της Πατρίδας.
Δεν είχαν τίποτα να μοιράσουν
Με άλλα λόγια, κάτω από την επιφάνεια των ιδεολογικών και των πολιτικών σκοπιμοτήτων υπήρχε η μάζα των αθώων παιδιών, τυλιγμένων στα γρανάζια του χειρότερου πολέμου, του Εμφυλίου, αναγκασμένων να σκοτώσουν για να μην σκοτωθούν, μιας και στην πραγματικότηταδεν είχαν τίποτα να μοιράσουν μεταξύ τους. Ούτε ταξικό μίσος ούτε καν μίσος, μιας και οι πιο πολλοί ζούσαν στα ίδια περίπουχωριά, στην ίδια μίζερη ζωή και όλοι κι απ΄ τις δυο πλευρές ονειρεύονταν μια καλύτερη ζωή με ειρήνη, ομόνοια, κοινωνική δικαιοσύνη και προκοπή για τον ίδιο λαό, τον ελληνικό. 

 Μίκης Θεοδωράκης

 26 /10/2009








ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ ΜΕ ΣΧΕΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ


1.
http://camerastyloonline.wordpress.com/2009/10/28/
psyxi_vathia_kritikes_apopseis_antiparatheseis/


2.
http://www.rizospastis.gr/wwwengine/story.do?id=5302600
[ «Ψυχή βαθιά» και παραποίηση της ιστορίας
Με αφορμή την νέα ταινία του Π. Βούλγαρη ]


3.
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=95084                              
                                    [Αμφιβολίες ΚΚΕ για την «Ψυχή βαθιά» του Βούλγαρη ]


4.
http://www.studio52.gr/info_gr.asp?infoID=00000zjg
     [ Μουσική και τραγούδια του Γιάννη Αγγελάκα για την νέα πολυαναμενόμενη ταινία του Παντελή Βούλγαρη "Ψυχή Βαθιά". Όπως σημειώνει ο Παντελής Βούλγαρης: "Η μουσική του Γιάννη Αγγελάκα περπατάει τους τόπους της ιστορίας και μας τους φέρνει στο σήμερα αφήνοντας στο αυτί και στην σκέψη μας, απαλά και λιτά, το θρήνο, το σεβασμό, τον καημό." Στην ηχογράφηση του soundtrack συμμετείχαν,  το πολυφωνικό σχήμα ΔΙΩΝΗ, η παραδοσιακή ορχήστρα  ΛΟΖΙΟΣ ΚΙ'ΑΝΑΚΑΤΩΣΙΑ. Την ενορχήστρωση έκαναν ο Γιάννης Αγγελάκας και ο Νίκος Βελιώτης. Στο soundtrack πέρα από τα ορχηστρικά θέματα περιλαμβάνονται και "Το "Εμβατήριο του Δημοκρατικού Στρατού" σε μουσική Γιάννη Αγγελάκα και στίχους αγνώστου στιχουργού της εποχής του εμφυλίου και του Γιάννη Αγγελάκα, και το "Ψυχή Βαθιά" σε μουσική και στίχους του Γιάννη Αγγελάκα. -Minos-EMI-

Λίστα Τραγουδιών:

  1. Τ'ΑΔΕΛΦΙΑ ΑΦΗΝΟΥΝ ΤΟ ΧΩΡΙΟ
  2. ΨΥΧΗ ΒΑΘΙΑ
  3. Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΗΣ ΓΙΑΝΝΟΥΛΑΣ
  4. ΜΕΤΑ ΤΗ ΜΑΧΗ
  5. ΝΑΠΑΛΜ - ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΒΛΑΣΗ - ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΝΤΟΥΛΑ
  6. Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΠΑΝΩ ΑΠ' ΤΟΝ ΓΡΑΜΜΟ
  7. ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ
  8. ΠΡΩΤΟ ΓΡΑΜΜΑ
  9. ΟΠΙΣΘΟΧΩΡΗΣΗ
10. ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΜΑΧΗ
11. ΠΟΛΕΜΟΣ
12. ΜΑΚΕΔΟΝΙΤΙΚΟ
13. ΒΟΛΤΑ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ
14. ΟΙ ΑΝΤΑΡΤΕΣ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
15. ΤΟ ΤΕΛΟΣ
16. ΣΥΝΣΝΤΗΣΗ
17. ΤΟ ΚΑΡΡΟ
18. ΝΕΚΡΗ ΓΙΑΝΝΟΥΛΑ
19. ΣΤΟΝ ΑΔΗ ΘΑ ΚΕΤΕΒΩ
20. ΕΡΗΜΑ ΒΟΥΝΑ  ]


5.

Γιώργος Βελουδής, «Εμφύλιος πόλεμος», "Ελευθεροτυπία", 5.12.2009

Αλέξης Ζήρας, Οι δικές μας αλήθειες και οι αλήθειες της τέχνης, Περιοδικό "Διαβάζω", τχ. 502, Δεκέμβριος 2009

Πέτρος Πιζάνιας, Ένας εμφύλιος περικλείει άλλους, "The Athens Review of Books", τχ. 2, Δεκέμβριος 2009




Άννα Φραγκουδάκη, Ο εμφύλιος τότε και σήμερα, "Τα Νέα"/ "Βιβλιοδρόμιο", 7.11.2009

Κώστας Γεωργουσόπουλος, Οι Μύθοι Βρικόλακες, "Τα Νέα"/ "Βιβλιοδρόμιο", 7.11.2009



Νέστορας Πουλάκος, Ψυχή βαθιά, "Απογευματινή", 2.11.2009

Ηλίας Κανέλλης, Οι Έλληνες είναι όλοι καλοί. Κακοί είναι οι Αμερικάνοι, "The Athens Review of Books", τχ. 1, Νοέμβριος 2009








Γιώργος Κακουλίδης, Ψυχή φραπέ, "Ριζοσπάστης", 1.11.2009





Μανώλης Πιμπλής, Εμφύλιος για τον... Εμφύλιο, "Τα Νέα"/ "Βιβλιοδρόμιο", 24.10.2009

Ψυχή βαθιά, "Έθνος", 22.10.2009






Εριφύλη Μαρωνίτη, Όλοι ήταν καλοί στον Γράμμο!, "Τα Νέα"/ "Βιβλιοδρόμιο", 17.10.2009



Πηγή
http://www.biblionet.gr/book/146697/