Η πόλη που χάνεται στα νερά της λήθης
Η πόλη που χάνεται στα νερά της λήθης
Ο εικαστικός και συγγραφέας Κάρολος Τσίζεκ θυμάται γεγονότα και πρόσωπα που καθόρισαν την κουλτούρα της Θεσσαλονίκης στον 20ό αιώνα
«Τα κείμενα σας κύριε δεν δείχνουν καμία αγωνία», θα πει ο Γιώργης Κιτσόπουλος, ένα από τα στελέχη του περιοδικού «Κοχλίας», στον Κάρολο Τσίζεκ, όταν ο ζωγράφος και συγγραφέας με καταγωγή από την Τσεχία θα τολμήσει να παρουσιάσει σχέδια και γραπτά στον «μυστικό» κύκλο του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη. Ο κύκλος αυτών των υπαρξιακών συγγραφέων, που συνήθιζαν να μαζεύονται στο φαρμακείο του Πεντζίκη, εξέδιδε το περιοδικό «Κοχλίας», στο οποίο ο νεαρός Τσίζεκ είχε σταθερή παρουσία.
Τον Τσίζεκ ορισμένοι τον γνωρίζουν περισσότερο και από την πρωταγωνιστική παρουσία του στο περιοδικό «Διαγώνιος» του Ντίνου Χριστιανόπουλου, όπου είχε την τυπογραφική επιμέλεια και δημοσίευε συχνά σκίτσα και ζωγραφιές. Λίγοι από τους νεότερους είχαν προσέξει το πεζογραφικό του ταλέντο. Θα περάσουν πολλά χρόνια για να πει ο Ντίνος Χριστιανόπουλος ότι «οι συντοπίτες του δεν κατάλαβαν ότι δίπλα τους ζούσε ένας γίγαντας». Ο κριτικός Αλέξης Ζήρας πρόσεξε τα κείμενα του, τα ζήτησε από τον ίδιο τον συγγραφέα και τώρα παρουσιάζονται σε ένα κομψό βιβλιαράκι με τίτλο «Η λιμνοθάλασσα της Γεωργικής Σχολής» (εκδόσεις Κίχλη).
Τα διηγήματα του Τσίζεκ, με έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία, αφορούν κυρίως την εφηβική ηλικία του και τα πρώτα νεανικά του χρόνια στον Μεσοπόλεμο και λίγο μετά το τέλος του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου στη Θεσσαλονίκη. Ο αυτοαναφορικός χαρακτήρας τους εμπεριέχει την υπαρξιακή του αγωνία (που αναζητούσε ο Κιτσόπουλος), αλλά και την αφέλεια της νιότης, τον αυθορμητισμό, την ελευθεροφροσύνη.
Πίσω από τα βιογραφικά στοιχεία βλέπεις ακόμα τη ζωή στη μεσοπολεμική Θεσσαλονίκη, και κυρίως τα πρόσωπα που έπαιξαν κάποιο ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του Κάρολου Τσίζεκ. Τα πεζά του συνέχει η συχνά επαναλαμβανόμενη αναδρομή στη γενεαλογία του συγγραφέα. Τον ταπεινό τόπο καταγωγής, τη διαδρομή του τεχνίτη πατέρα του από την νότιο Βοημία, παλιότερα έδαφος της Αυστροουγγαρίας και μετέπειτα της Τσεχοσλοβακίας, στην Ιταλία και την εγκατάσταση της οικογένειας στη Θεσσαλονίκη. Ήταν η εποχή που οι τεχνίτες μετακινούνταν στον χώρο των Βαλκανίων κατευθυνόμενοι όπου υπήρχε εργασία. Η κατάληξη πολλών από αυτούς στη Θεσσαλονίκη δεν ήταν τυχαία, αφού η πόλη ήταν πολυπολιτισμική, ανεκτική, ανεξίθρησκη μέσα στις τόσες θρησκείες και ευλύγιστη όσον αφορά την κοινωνική ζωή.
Ο Κάρολος Τσίζεκ καταφέρνει ταυτόχρονα να δώσει την προσωπογραφία επωνύμων και ανωνύμων της πόλης. Απομονωμένος στις εκβολές της αποξηραμένης και ανύπαρκτης, πια, λιμνοθάλασσας της Γεωργικής Σχολής, με αντίσκηνο ένα πανί, θα μιλήσει για την ποιήτρια Ζωή Καρέλλη, που θα εμφανιστεί έφιππη και ακατάδεκτη («με αγκαθερό παρουσιαστικό όπως και σε μερικούς στίχους της») και θα αρνηθεί το ποτηράκι ρακί που της προτείνει ένας φτωχός ψαράς, για να εξαφανιστεί μέσα στις ριπές του ανέμου. Εκεί θα τον επισκεφτεί και θα ζωγραφίσει έναν πίνακά του ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, ο Γιώργος Ιωάννου, που θα κοντέψει να τρελαθεί από την ησυχία, ο Τριαντάφυλλος Πίττας με την νευρωτική ιδιοσυγκρασία, αλλά και καρδιακοί του φίλοι, κοπέλες που θα τον προκαλέσουν, φτωχοί χωρικοί που τρελάθηκαν γιατί τους εγκατέλειψε η γυναίκα τους, ψαράδες και άλλοι.
Κάθε διήγημά του περιέχει πρόσωπα αλλά και τις πολιτιστικές συνήθειες κάθε εποχής. Για παράδειγμα στο «Ο θείος Τσάις και το τέλος του συμπατριωτισμού» μιλάει για πάρα πολλά πρόσωπα που γνώρισε στη διάρκεια της Κατοχής, αλλά και για τις δυσκολίες της εποχής. Για το κυνήγι να βρεις φαγητό (η χελώνα που αντικαθιστούσε το κοτόπουλο), τους εβραίους που εξαφανίστηκαν, επειδή πίστεψαν στις διαβεβαιώσεις των Γερμανών, αλλά και συγκλονιστικά στιγμιότυπα, όπως αυτό που του μετέφερε ο φίλος του Ντάνυ Μπεναχμίας, από τους λίγους επιζώντες των στρατοπέδων συγκεντρώσεως: μια εβραιοπούλα μπροστά στον επικείμενο θάνατο, σε ένα παραλήρημα αγωνίας ή πρόκλησης, τραγουδά τον βάλς του Στράους «Ο ωραίος γαλάζιος Δούναβης» και ο φρουρός που την εκτελεί συνεχίζει τον λικνιστικό σκοπό από εκεί που σταμάτησε.
Τα κείμενα του Κάρολου Τσίζεκ μοιάζουν σαν συνεχείς εικόνες. Ο συγγραφέας αρχίζει την αφήγησή του από ένα γεγονός για να θυμηθεί στην πορεία ένα άλλο και μετά ένα τρίτο, να ξαναγυρίσει στο δεύτερο και να πεταχτεί για λίγο στο σήμερα για να σου πει τι απέγινε ο ήρωάς του στα μετέπειτα χρόνια. Όλα αυτά δεμένα, λες, με ένα περίτεχνο μοντάζ, οφείλουν σίγουρα πολλά στον δάσκαλό του Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη και στη γραφή της ροής της συνείδησης. Εμπνέονται και αποτελούν μέρος της περίφημης ρεαλιστικής σχολής της Θεσσαλονίκης, με σημαντικότερους εκπροσώπους τον Γιώργο Ιωάννου, τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, τον Περικλή Σφυρίδη, αλλά και τον Ηλία Παπαδημητρακόπουλο.
Ποιητής, μεταφραστής, εκδότης
Ο Κάρολος Τσίζεκ είναι εικαστικός καλλιτέχνης και ποιητής της Θεσσαλονίκης. Γεννήθηκε το 1922 στην πόλη Μπρέσια της Ιταλίας από Τσέχους γονείς, οι οποίοι εν συνεχεία εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Βαφτίστηκε ορθόδοξος χριστιανός από το 1967 και πήρε την ελληνική υπηκοότητα το 1981. Σπούδασε στο Ιταλικό Λύκειο της πόλης και αποφοίτησε από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ. Ως ζωγράφος πρωτοεμφανίστηκε το '44, ενώ με τις γραφικές τέχνες ασχολήθηκε από τη δεκαετία του '60, αποσπώντας κάμποσα βραβεία έκτοτε. Μαζί με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο ήταν υπεύθυνοι για την έκδοση του περιοδικού "Διαγώνιος", από το 1958 έως το 1983 (τυπώθηκαν 60, συνολικά, τεύχη και 30 ανάτυπα, όλα στο τυπογραφείο του Νίκου Νικολαΐδη, που σήμερα δεν υπάρχει), καθώς και για τις εκδόσεις του ίδιου εκδοτικού οίκου (περίπου 170 βιβλία, με δική του γραφική και καλλιτεχνική επιμέλεια). Συμμετείχε ενεργά στην ομάδα του περιοδικού «Κοχλίας». Δημοσίευσε μεταφράσεις έργων από τα τσεχικά και τα ιταλικά. Τα έργα του τα δώρισε πέρυσι στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, όπου και εκτέθηκαν. Εφέτος κυκλοφορεί ο σχετικός κατάλογος.
Κριτική του Γιάννη Ν. Μπασκόζου για τη συλλογή πεζογραφημάτων του Κάρολου Τσίζεκ
«Η λιμνοθάλασσα της Γεωργικής Σχολής»,
Κίχλη 2013
''ΤΟ ΒΗΜΑ''
19-5-2013