Η κρίση συνείδησης ενός «κοριού»


Από μάγος των υπολογιστών, συνεργάτης των υπηρεσιών πληροφοριών και εν συνεχεία κοινωνός των μυστικών τους στην κοινή γνώμη. Η περίπτωση του Εντουαρντ Σνόουντεν προσδίδει νέες διαστάσεις στην ηθική της ψηφιακής εποχής
Είναι μια ιστορία που ξεκίνησε σαν την ταινία «Ολοι οι άνθρωποι του προέδρου» και εξελίχθηκε σαν το «Terminal». Στις 6 Ιουνίου 2013 μια ανώνυμη πηγή των αμερικανικών υπηρεσιών ασφαλείας επιβεβαίωσε στον «Guardian» και στη «Washington Post» την ύπαρξη ενός τεράστιου προγράμματος παρακολουθήσεων με το όνομα PRISM, υπεύθυνου για τη συνάθροιση δεδομένων αναφορικά με τηλεφωνικές συνδιαλέξεις, e-mail, chat, φωτογραφίες, μεταφορά αρχείων και στοιχείων κοινωνικών δικτύων εντός και εκτός Ηνωμένων Πολιτειών, στο πλαίσιο της αντιτρομοκρατικής επαγρύπνησης. Τρεις ημέρες μετά, το «Βαθύ λαρύγγι» του 21ου αιώνα αποκάλυψε την ταυτότητά του – «για να μη βαρύνουν οι υποψίες πρώην συναδέλφους του», όπως δήλωσε. Και από τις 23 Ιουνίου, έχοντας εγκαταλείψει τον αρχικό προορισμό του, το Χονγκ Κονγκ, από όπου κινδύνευε με έκδοση στις ΗΠΑ, ο Εντουαρντ Σνόουντεν διαβιοί στο αεροδρόμιο Σερεμέτιεβο της Μόσχας, όπως περίπου ο Τομ Χανκς στην ταινία του Σπίλμπεργκ, ένας άπατρις, ηλεκτρονικός φυγάς, σε αναζήτηση πολιτικού ασύλου.

Η εκπαίδευση ενός χάκερ
Παιδί μιας γενιάς που μεγάλωσε με έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή ανά χείρας, ο Σνόουντεν δεν διέθετε ολοκληρωμένη πανεπιστημιακή μόρφωση, είχε όμως από νεαρή ηλικία βυθιστεί στην κουλτούρα της τεχνολογίας. Στα γυμνασιακά του χρόνια, σε μια μικρή πόλη έξω από τη Βαλτιμόρη, αυτός και οι φίλοι του κατασκεύαζαν μόνοι τους υπολογιστές παραγγέλνοντας εξαρτήματα μέσω Ιnternet, έπαιζαν βιντεοπαιχνίδια και παρακολουθούσαν φανατικά ιαπωνικά κινούμενα σχέδια, τα λεγόμενα «Αnime». Δραστήριο μέλος του δικτυακού τόπου Ars Technica, ενός φόρουμ αφιερωμένου σε gamers, χάκερ και λοιπούς φανατικούς της ηλεκτρονικής, ο Εντουαρντ ήταν γνωστός στους υπόλοιπους με μια σειρά ψευδωνύμων, όπως «ο αληθινός HOOHA» και «Phish». Διακρινόταν για την ευφυΐα του, όχι όμως και για το εργασιακό ήθος του: «Νομίζω ότι ούτε καν διάβασε, απλώς ήρθε, έδωσε εξετάσεις και πέρασε» έλεγε ένας συμφοιτητής του στο τοπικό κοινοτικό κολέγιο. «Τα μεγάλα μυαλά δεν χρειάζονται το πανεπιστήμιο για να καταστούν αξιόπιστα» φέρεται να δηλώνει περίπου την ίδια εποχή ο Σνόουντεν. «Παίρνουν όσα χρειάζονται και ανοίγουν ήσυχα τον δικό τους δρόμο στην Ιστορία». Οντας μόλις 20 ετών τότε, είχε δικαίωμα στην αισιοδοξία. Τόσο, ώστε την επόμενη χρονιά να ενημερώσει τους οικείους του ότι σκόπευε να ενταχθεί σε ένα πρόγραμμα των Ειδικών Δυνάμεων Εφέδρων με απώτερο στόχο να πολεμήσει στο Ιράκ «για την απελευθέρωσή του από την καταπίεση». Οταν εξαιτίας ενός ατυχήματος έσπασε και τα δύο πόδια του, εξαναγκάστηκε σε πρόωρη αποστρατεία έπειτα από μόλις τέσσερις μήνες.
Αν η απόφαση να κατέλθει στο πεδίο της μάχης ήταν μια ξεκάθαρη περίπτωση νεανικής παρόρμησης με έξτρα δόση ιδεαλισμού, η αντιφατική στροφή στη συνεργασία με τις υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ φανερώνει μια άλλη πτυχή της προσωπικότητάς του. Παρά τη φοίτησή του σε σχολείο και κολέγιο, ο Σνόουντεν δεν διέθετε κανένα πτυχίο και πάντοτε τόνιζε την επαγγελματική  αναγνώρισή του σε πείσμα της απουσίας τους. Από το 2006 και εντεύθεν θα τον μισθοδοτούσαν με διόλου ευκαταφρόνητα ποσά, της τάξεως των 120.000-200.000 δολαρίων τον χρόνο, για να χειρίζεται τις απόκρυφες δομές που διέπουν δίκτυα και διακομιστές: η ευφορία της επιτυχίας στην αγορά εργασίας ήταν αρκετή ώστε να καλύψει τις όποιες αμφιβολίες θα μπορούσε να έχει ένας νέος των 00s, εθισμένος στην αντιαυταρχική κουλτούρα του Διαδικτύου, ο οποίος δουλεύει για την Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας (NSA) και τη CIA.
Η κρίση συνείδησης θα ερχόταν αργότερα, σύμφωνα με όσα δηλώνει στους «New York Times» μια πρώην συνάδελφός του: έχοντας εργαστεί διαδοχικά στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Ελβετία και στην Ιαπωνία, μιλούσε πια ανοιχτά για το «άγχος και τον φόρτο» των όσων γνώριζε. Απογοητευμένος από τον Μπαράκ Ομπάμα («προωθούσε ακριβώς τις πολιτικές που νόμιζα ότι θα χαλιναγωγούσε»), στήριξε το 2012 την υποψηφιότητα του Ρεπουμπλικανού γερουσιαστή Ρον Πολ, ενός ιδιότυπου libertarian δεξιού. Και κάποια στιγμή, μεταξύ της παραίτησής του από τη CIA και της πρόσληψής του από την εταιρεία Dell σε σύμβαση έργου με την NSA, το 2009, άρχισε την αργή πορεία της μετάλλαξης από insider σε whistleblower, από άνθρωπο των μηχανισμών σε πληροφοριοδότη του κοινού. Του πήρε ως τον Μάιο του 2013, οπότε επικαλέστηκε την ανάγκη υποτιθέμενης θεραπείας για ανύπαρκτη επιληψία, και εγκατέλειψε τις ΗΠΑ για το Χονγκ Κονγκ, έτοιμος να τινάξει το μυστικό πρόγραμμα επιτήρησης των παγκόσμιων επικοινωνιών στον αέρα.

«Ακτιβιστές» ή «προδότες»
Η κίνησή του προκάλεσε διεθνή σάλο: οι ευρωπαίοι σύμμαχοι ζήτησαν ευθέως τον λόγο από την υπερατλαντική φίλη Κίνα, ο Μπαράκ Ομπάμα βρέθηκε στη γωνία υπερασπιζόμενος ξανά πρακτικές συνδεδεμένες με το Γκουαντάναμο του προκατόχου του, το οποίο θα έκλεινε, υποτίθεται, από την πρώτη θητεία του, ενώ Google, Facebook, Microsoft και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις ζήτησαν αμέσως να ενημερώσουν το κοινό για το εύρος της συμμετοχής τους προκειμένου να μην πληγεί το brand name τους και ο Σνόουντεν κατέστη παγκοσμίως οικείος – για κάποιους μάρτυρας της διαφάνειας, για άλλους προδότης της πατρίδας. Δημοσκόπηση του περιοδικού «Time» έδειξε ότι το 54% των Αμερικανών εγκρίνουν την πράξη του – αλλά και σε ποσοστό 53% πιστεύουν ότι πρέπει να δικαστεί για αυτήν. Ο διχασμός προεκτείνεται στο πολιτικό επίπεδο: ο σκηνοθέτης Μάικλ Μουρ, αυθεντικός εκπρόσωπος της φωνασκούσας αριστεράς των Δημοκρατικών, τον θεωρεί «ήρωα της χρονιάς» σε μια αποστροφή του στο Τwitter, το ίδιο (στο ίδιο μέσο) και ο Γκλεν Μπεκ, σύμβολο της φασαριόζικης Δεξιάς των Ρεπουμπλικανών. Από την άλλη πλευρά, τόσο η προβεβλημένη Δημοκρατική γερουσιαστής Νταϊάν Φάινσταϊν όσο και ο Ρεπουμπλικανός πρόεδρος της Βουλής Τζιν Μπένερ δεν δίστασαν να τον χαρακτηρίσουν «προδότη».
Οι «προδότες» ακτιβιστές σαν τον Σνόουντεν μοιάζουν, όμως, να πολλαπλασιάζονται τα τελευταία χρόνια. Το 2010 ήταν ο 26χρονος στρατιώτης Μπράντλεϊ Μάνινγκ που παρέδωσε στο Wikileaks τα βίντεο επιθέσεων στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν συνδεδεμένων με «παράπλευρες απώλειες» δεκάδων ατόμων, 250.000 αποκρυπτογραφημένα διπλωματικά τηλεγραφήματα και 500.000 στρατιωτικές εκθέσεις με τίμημα το στρατοδικείο, το 2012 ο 28χρονος προγραμματιστής Τζέρεμι Χάμοντ, αυτουργός της διαρροής 5 εκατ. e-mail της ιδιωτικής εταιρείας πληροφοριών Stratfor στο Wikileaks και υπόδικος σήμερα για την πράξη του.
Βαδίζοντας στα χνάρια του Ντάνιελ
Ελσμπεργκ, ο οποίος το 1971 είχε δώσει στη δημοσιότητα τα περίφημα «αρχεία του Πενταγώνου» που τεκμηρίωναν σειρά ψευδών της αμερικανικής κυβέρνησης στην πορεία της εμπλοκής στον πόλεμο του Βιετνάμ, οι σύγχρονοι αυτοί ακτιβιστές αντιτίθενται ρητά στους περιορισμούς στη διακίνηση της πληροφορίας και στην κατάχρηση εξουσίας από μέρους των κυβερνήσεων: «Δεν μπορώ με ήσυχη συνείδηση να αφήνω την αμερικανική κυβέρνηση να καταστρέφει την ιδιωτική ζωή, την ελευθερία του Διαδικτύου και τις θεμελιώδεις ελευθερίες των ανθρώπων ανά τον κόσμο με τον μαζικό μηχανισμό παρακολούθησης που συγκροτούν κρυφά» δήλωνε χαρακτηριστικά ο Σνόουντεν στον «Guardian» στις 10 Ιουνίου.


Ιδεοληψίες και πανάκειες
Το λάθος της αμερικανικής κυβέρνησης είναι ότι αντιμετωπίζει τον Σνόουντεν και τους συν αυτώ ιδεαλιστές σαν πράκτορες του Ψυχρού Πολέμου. Το υπουργείο Δικαιοσύνης δεν δίστασε να χαρακτηρίσει τον φυγά «υπονομευτή» της χώρας του και να τον κατηγορήσει για κατασκοπεία, επιδιώκοντας την έκδοσή του στις ΗΠΑ, τη δίκη και την παραδειγματική καταδίκη του σε ισόβια, κατά τις πληροφορίες του «Time». Το πρόβλημα με την εν λόγω φιλοσοφία είναι διττό. Αφενός διαβάζει το πολύπλοκο τοπίο του 21ου αιώνα με τα γυαλιά πρεσβυωπίας του 20ού, όπου τον καπιταλιστικό παράδεισο επιβουλευόταν ο σοβιετικός μπαμπούλας ανατροπέων κατασκόπων. Αφετέρου αγνοεί τη βαθιά ανησυχία τόσο της αμερικανικής όσο και της παγκόσμιας κοινής γνώμης για τα ζητήματα παραβίασης της ιδιωτικής ζωής μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Ταυτόχρονα, αδιαφορεί επιδεικτικά για την αυξανόμενη αίσθηση παράκαμψης των δημοκρατικών θεσμών διά της ενίσχυσης της εκτελεστικής εξουσίας και της δικής της απευθείας ανάθεσης εντολών σε όργανα που δεν επιδέχονται εποπτεία.
Το λάθος του Σνόουντεν και των λοιπών καλοπροαίρετων whistleblowers, από την άλλη πλευρά, είναι η άνευ όρων πίστη τους στην πανάκεια του Ιnternet. Αν πιστέψει κανείς τους πολυπληθείς ευαγγελιστές της πληροφορίας, από τον μακαρίτη Στιβ Τζομπς ως τον τελευταίο ενθουσιώδη οπαδό των social media, το Διαδίκτυο αποτελεί αφ’ εαυτού του υπέρτατο αγαθό και η ανοιχτή διακίνηση δεδομένων προοιωνίζεται την απόλυτη διαφάνεια με την οποία οι λαοί θα ελέγχουν τους κυβερνώντες. Περισσότερο από ευχολόγιο, μια παρόμοια στάση συνιστά ευσεβέστατο πόθο επειδή παραγνωρίζει τη βασικότερη ίσως διάσταση της ψηφιακής πραγματικότητας: το Ιnternet είναι μέσο και ως μέσο δεν έχει μία και μόνο φύση, ενιαία και απαράγραπτη. Δεν είναι εξ ορισμού καλό ή κακό, είναι ένα εργαλείο πρόθυμο να ανταποκριθεί στις διαθέσεις του εκάστοτε χρήστη του – το καλύτερο σύμβολό του θα ήταν πιθανότατα το δίκοπο μαχαίρι. Η αναμφισβήτητη επαναστατικότητά του δεν διασφαλίζει αυταμάτως την αναμόρφωση του κόσμου προς το καλύτερο, όσο για τα ζητήματα διαφάνειας τις ίδιες ελπίδες είχε εκθρέψει και η ανάπτυξη του μαζικού Τύπου τον 19ο αιώνα – με ένα μέσο ανεξάρτητο κρατικών επιταγών, έτοιμο να ελέγξει τα πάντα ως «τέταρτη εξουσία», τα άπλυτα της πολιτικής θα διαλευκαίνονταν και νέα ήθη θα επικρατούσαν.
Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, ότι ο Εντουαρντ Σνόουντεν όφειλε να παραμείνει θεατής. Και όσοι τον κατηγορούν επειδή κατέφυγε στις προβληματικές σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων Κίνα και Ρωσία μάλλον θέλουν την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο. Το κόστος για τον ίδιο είναι μεγάλο: μακριά από τους οικείους του, είναι προς το παρόν καταδικασμένος σε μια ζωή στον δημόσιο χώρο, όσο τουλάχιστον οι αιτήσεις πολιτικού ασύλου δεν ευοδώνονται. Βενεζουέλα, Νικαράγουα και Βολιβία έχουν προθυμοποιηθεί, η αμερικανική διπλωματία, όμως, ασκεί διεθνείς πιέσεις και η παραμονή στο αεροδρόμιο της Μόσχας παρατείνεται. Είναι αμφίβολο αν σε αυτή την κατάσταση η μέσω Τwitter πρόσφατη πρόταση γάμου της όμορφης ρωσίδας κατασκόπου Αννα Τσάπμαν θα τον συγκινήσει. Περισσότερο ίσως να τον ικανοποιούσε η είδηση ότι μια ομάδα συνταξιούχων αξιωματούχων της CIA τον τίμησε στις 8 Ιουλίου με το ετήσιο βραβείο που αποδίδει σε μέλη της υπηρεσίας που όρθωσαν το ανάστημά τους για ζητήματα ηθικής ακεραιότητας. Και οι πράκτορες έχουν ψυχή.




Καρασαρίνης Μάρκος 
 www.tovima.gr/vimagazino 
16-7-2013


ΣΧΕΤΙΚΑ



  Με αφορμή την υπόθεση Σνόουντεν