Ο γάιδαρος στις Κρηνίδες
Photo: Vegas Mellor/Flickr
Ανοιχτά τα χέρια, τα πόδια κλειστά. Δουλέψαμε, κουβαλήσαμε, ανεβήκαμε ανηφόρες, κατεβήκαμε κατηφόρες. Ιδρώσαμε. Κάτι καταφέραμε. Πήραμε ένα μπράβο που άξιζε τον κόπο. Από τον άγνωστο άνθρωπο, απ’ τον « κανένα», απ’ τον καθένα. Ήσυχα τώρα, ήσυχα. Σαν τον γάιδαρο. Σαν τον γάιδαρο στη σκιά.
Δεμένος, λυτός, μακάριος, αποχαυνωμένος... Τραγουδιστής. Φάλτσος. Θεόφαλτσος. Γκάιδα των αγρών. Αυτός των αγρών. Εγώ της πόλης, των πόλεων. Αγρόν ηγόρασα…
Μήπως πρέπει να αγοράσω έναν γάιδαρο; Δεν στοιχίζει και τίποτα. Στ’ άχυρα ξαπλώνει, στα τριφύλλια. Μασάει το σανό του, πίνει το νερό του. Δεν χρειάζεται ούτε να τον δένεις. Στέκεται. Περιμένει. Μέχρι να έρθεις να τον πάρεις. Μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία. Μήπως πρέπει να αγοράσω έναν γάιδαρο; Σαν εκείνο τον προ-πρόγονό μου, που κατέβηκε στη ζωοπανήγυρη της Τεγέας να αγοράσει ένα άλογο και γύρισε καβάλα γκαρίζοντας και τραγουδώντας πάνω σε ένα πανέμορφο γαϊδούρι. Τον είδαν οι συγγενείς και σταυροκοπήθηκαν: «Ο Ιησούς Χριστός στην Ιερουσαλήμ. Φέρτε τα βάγια.».
Ο γάιδαρος, η αγάπη μου η καλοκαιρινή. Εκεί, μέρα-νύχτα στην υπομονή.
Ταπεινός, ήρεμος, σταθερός, να με βλέπει, να τον βλέπω. Στην υπομονή, στη διαδρομή για το αρχαίο θέατρο, για τους Φιλίππους. Να του κλείνω το μάτι, να μου κουνάει τα αυτιά. Να του κορνάρω, να μου γκαρίζει, να γυρίζει γύρω-γύρω από το δέντρο με τα καπούλια του.
Ο οδοιπόρος. Ο παντοτινός, ο μυθικός, ο Αίαντας ο Τελαμώνιος.
Ο ξεσαμάρωτος. Ο Γάιδαρος. Η βρισιά η όμορφη: γομάρι, τομάρι, παλιοτόμαρο, ζωντόβολο, γαϊδούρι, γαϊδουράκι.
Ο γάιδαρος είναι καλός άνθρωπος. Να κυλιέμαι στα ξερόχορτα, γαϊδουροκυλίστρα, να ξύνω την πλάτη μου, τη χαίτη, τα πλευρά, να τεντώνομαι, να διώχνω τη μύγα, τη σκέψη την κακή, το φαρμάκι, να τανύζομαι, να στήνομαι, να υψώνομαι, να κορδώνομαι.
Στητός, αθώος, καλοκαιρινός, αιώνιος. Γάιδαρος.
Ο γάιδαρος στις Κρηνίδες, δίπλα από το αρχαίο θέατρο, ο κυρ Μέντιος ο Τριφυλλιός, το Βασταγούρι, το Βασταγερό, το Βασταγό, το Αηδόνι του Μαγιού, το Γαδούρι μου.
Να κουβαλάω στην πλάτη μου όλη την ανατολή. Τις ιστορίες του Ναστραντίν Χότζα. Όλο το στάρι της Αιγύπτου. Να γκαρίζει ξαφνικά την ώρα της παράστασης, να ζητά το μερτικό του στο χειροκρότημα, στις αποδοκιμασίες, στα γιούχα, στα αίσχος, στα μπράβο, στο σανό…
Να επικροτεί, να διαφωνεί, να συμφωνεί, να απορρίπτει, να χαίρεται, να δακρύζει, να γελάει… Να καθοδηγεί με τον τρόπο του τους ηθοποιούς, τους σκηνοθέτες, τους φωτιστές, τους θεατές.
Ο γάιδαρος στις Κρηνίδες, ο καινούργιος μου φίλος. Ο καημένος…
«Το χορτάρι του μασούσε κι ήταν τρισευτυχισμένος ο καημένος
Τους εχθρούς του συγχωρούσε κι ήτανε συγχωρεμένος ο καημένος
Τον Θεό παρακαλούσε για να μένει εκεί δεμένος και να βόσκει όσο θα ζούσε ο καημένος…».
Ήσυχα τώρα, στη σκιά, παρακολουθώντας την, παρακαλώντας την, κυνηγώντας την, στην αγκαλιά της, στο μάθημά της, στα φιλιά της, στη δροσιά της, στη σοφία της, στο λευκό της σεντόνι, μαζί με το γάιδαρο, το γάδαρό μου. Δεμένοι. Τον δέσαμε το γάιδαρό μας. Πάει κι αυτό. Θα ξεκουραστούμε, δεν θα ξεχαστούμε. Γαϊδούρια είμαστε, δεν είμαστε τεμπέληδες, έχουμε δρόμους μπροστά μας, ανηφόρες, κατηφόρες, φορτία… φορτώματα. Έχουμε να περάσουμε ποτάμια, να διασχίσουμε κάμπους, να ανεβούμε βουνά. Έχει κι η σκιά την άσκησή της. Το νεκρό στο κύμα, είπαμε, θα κάνουμε, για λίγο, όχι τον πεθαμένο. Όσο χρειάζεται για να πάρουμε πάλι μπρος, να μαζέψουμε, να αποταμιεύσουμε, να γεμίσουμε, να ξεκινήσουμε.
Ξέρει ο γάιδαρος, είναι καμήλα, είναι καλός άνθρωπος, δεν ξεχνάει. Ξέρει τη ράχη του, το σαμάρι του, τη δύναμή
του, τα φορτώματά του, τη δουλειά του, τους δρόμους του. Τα μάτια μας τέσσερα, τα πόδια μας, τα χέρια μας, τα μυαλά μας. Στη θέση τους. Στη θέση μας.
Θοδωρής Γκόνης
http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.blog&id=25861