Ζούμε τον κόσμο του Κάφκα
(...)
ένας κόσμος με όλα τα μεσοπολεμικά χαρακτηριστικά της απώλειας της ελευθερίας και της παρακμής της δημοκρατίας, της κλειστότητας που επιβάλλει ο ανεξέλεγκτος διαρκής αυταρχισμός ενός κράτους που όχι απλώς δεν υπηρετεί, αλλά στοχοθετεί τους πολίτες του που δεν αντιδρούν. Κι αυτό, με την επίκληση μίας υπέρτερης αξίας η οποία, όμως, ουδέποτε εκπληρώνεται και συνεπώς ουδέποτε σταματά να υπάρχει, αλλά δεν οδηγεί και πουθενά, στηριγμένη σε ένα πρωτοφανές δίκαιο της ανάγκης που διαρκώς καταπατά τη συνταγματική τάξη
(...)
Πολλοί ήταν εκείνοι που εξεπλάγησαν από την τεράστια διεθνή απήχηση που είχε
η πρόσφατη επέτειος των 130 ετών της γέννησης του Κάφκα. Κι όμως δεν θα έπρεπε:
ο κόσμος στον οποίο σήμερα ζούμε και, κυρίως, εκείνος που φαίνεται να έχουμε
μπροστά μας έχει φτάσει σε σημείο να είναι πιο «καφικικός» από κάθε άλλη φορά
στα μεταπολεμικά χρόνια. Οι άνθρωποι το νιώθουν, το αντιλαμβάνονται, το ζουν στο
πετσί τους. Αλλωστε, ο Κάφκα έζησε στα σκοτεινά χρόνια της Δημοκρατίας της
Βαιμάρης, με τα οποία τόσο συστηματικά πια παραλληλίζεται από όλο και
περισσότερους διεθνώς η σημερινή Ελλάδα.
Εϊναι ένας κόσμος με όλα τα μεσοπολεμικά χαρακτηριστικά της απώλειας της
ελευθερίας και της παρακμής της δημοκρατίας, της κλειστότητας που επιβάλλει ο
ανεξέλεγκτος διαρκής αυταρχισμός ενός κράτους που όχι απλώς δεν υπηρετεί, αλλά
στοχοθετεί τους πολίτες του που δεν αντιδρούν. Κι αυτό, με την επίκληση μίας
υπέρτερης αξίας η οποία, όμως, ουδέποτε εκπληρώνεται και συνεπώς ουδέποτε
σταματά να υπάρχει, αλλά δεν οδηγεί και πουθενά, στηριγμένη σε ένα πρωτοφανές
δίκαιο της ανάγκης που διαρκώς καταπατά τη συνταγματική τάξη: οι συντακτικές
πράξεις και η αναδρομικότητα των νέων φόρων είναι τα τελευταία από τα πάμπολλα
παραδείγματα.
Ο Κάφκα έγινε μεγάλος περιγράφοντας με ανεπανάληπτη ενάργεια έναν τέτοιο
κόσμο στον οποίο ο άνθρωπος, ο πολίτης, δεν έχει καμία άμυνα απέναντι στο
σύστημα. Όμως, σε αντίθεση με τους πνευματικούς δημιουργούς όπως ο Κάφκα που
ήταν αιματηρά αυτοκριτικός και ήθελε το μεγαλύτερο μέρος του έργου του να
καταστραφεί, οι πολιτικοί, οι περισσότεροι τουλάχιστον, δεν διατηρούν αμφιβολίες
για τη σημασία του εαυτού τους και την ιστορική αναγκαιότητα, ενίοτε τη
σπουδαιότητα, της ύπαρξής τους – και κυρίως για τα όσα πράττουν χτίζοντας έναν
τέτοιο αυταρχικό κόσμο.
Αντί να τοποθετούνται εκείνοι μέσα στον κόσμο και την πορεία του, συνήθως
συμβαίνει το αντίστροφο: αντιλαμβάνονται σχεδόν τα πάντα με βαθύτερο σημείο
αναφοράς την ύπαρξή τους – αυτό, το διαπιστώνει εύκολα ο καθένας. Αυτό επιτρέπει
σε θλιβερές μετριότητες, σε ανθρώπους που δεν έχουν κάνει τίποτε στη ζωή τους,
να αναγορεύονται σε ταγούς μιας κοινωνίας που την κατάντησαν, κυριολεκτικά, - κι
ας επιτραπεί το ελαφρώς αδόκιμο της έκφρασης - σαν τα μούτρα τους.
Με αυτή την ορμέφυτη έπαρση, την κυτταρική αδιαφορία για την ουσία, την
ευκολία και την επιφανειακότητα, τη μαεστρία να λένε το άσπρο μαύρο και να
αλλάζουν «πιστεύω» και «θέσεις» όπως τους βολεύει, οι πλείστοι των πολιτικών μας
συμβάλλουν στο να χτίζονται σιγά σιγά αυτοί οι κόσμοι που τους μοιάζουν. Κόσμοι
που όμως, κάποτε, ακριβώς λόγω αυτών των χαρακτηριστικών τους έρχεται η ώρα που
δεν αντέχουν πια, που καταρρέουν κάτω από το βάρος της ίδιας της σαθρότητάς
τους. Αυτούς τους κόσμους που οι πολιτικοί συνδημιουργούν, έρχονται κάποιοι
μεγάλοι του πνεύματος να αποκαλύψουν, με την πλήρη έννοια του όρου.
Τα τελευταία εξήντα και πλέον χρόνια η, δυτική τουλάχιστον, Ευρώπη (και ως
κομμάτι της εδώ και λίγες δεκαετίες και η Ελλάδα) πίστευε ότι είχε ξεφύγει
οριστικά και αμετάκλητα από ένα τέτοιο κόσμο. Εκανε λάθος.
Η έμφαση τόσο στα δικαιώματα του ανθρώπου και στην ποιότητα της δημοκρατίας
του μεταπολεμικού κόσμου, όσο και η επί μεγάλο διάστημα αληθής προσπάθεια
υπέρβασης των εθνικών ανταγωνισμών προς όφελος του «κοινού σπιτιού» της Ευρώπης,
γέμισαν δύο γενιές με μία αφελή, όπως αποδείχθηκε, αισιοδοξία. Όμως τα γεγονότα
των λίγων τελευταίων χρόνων στάθηκαν ικανά όλα αυτά να τα γκρεμίσουν.
Ενώ λοιπόν μέχρι τις αρχές της Τρίτης χιλιετίας ζούσαμε στην αισιοδοξία ενός
κόσμου που του ταιριάζει να έχει για «εθνικό» ύμνο του τους στίχους του Σίλερ
και τη μουσική του Μπετόβεν για τις μεγάλες αξίες όπως την αδελφοσύνη, σήμερα,
ζούμε ξαφνικά σε έναν άλλον, που ταιριάζει πολύ περισσότερο σε εκείνον που
αναδύεται μέσα από τις μεγαλειώδεις σκοτεινές σελίδες του Κάφκα, ή, από μίαν
άλλη όψη του Μπετόβεν, αυτή των πιο σκοτεινών και μεγάλων έργων της μουσικής,
των τελευταίων του κουαρτέτων.
Φυσικά, όλα αυτά, δεν λένε τίποτα στους πολιτικούς μας την ώρα που εκφωνούν
δεκάρικους ή τσακώνονται σαν τα κοκόρια στις τηλεοράσεις. Ε, ακριβώς αυτό είναι
το πρόβλημα. Ότι δεν λένε.
Και ότι οι άνθρωποι που κατέστρεψαν αυτό τον τόπο (τώρα τσακώνονται ποιος
φταίει λιγότερο) είναι κι εκείνοι που δήθεν θα τον «σώσουν»…
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΛΟΥΧΟΣ
''ΒΗΜΑ''
10-7-2013
ΣΧΕΤΙΚΑ