Οι τσαπατσουλιές της εσχάτης ώρας

(...)
το κύριο πρόβλημα.
 Ηταν (και παραμένει…) το πολιτικό σύστημα των πελατών και του παρασιτισμού. 
Εξαιτίας του, κάθε χρόνο 
(α) η οικονομία γίνεται ασθενέστερη 
και 
(β) η τρόικα απαιτεί μέτρα που πριν από λίγους μήνες ήταν αδιανόητα – δεν έθετε για συζήτηση, καν.
(...)



 οι πολιτικές ελίτ που κυβερνούν τον τόπο, με άνετες πλειοψηφίες συνήθως, έχουν φθαρεί ανεπίστρεπτα, περισσότερο κι από τους άνεργους και τους κατεστραμμένους της κρίσης. Οι ολίγες, ούτως ή άλλως, ικανότητές τους φαίνονται εντελώς ανεπαρκείς τώρα ενώπιον των ιστορικών προκλήσεων. Πέραν αυτού, νοητικά και ψυχικά είναι προσανατολισμένοι σταθερά στην αυτοαναπαραγωγή τους και στην αναπαραγωγή ενός κράτους χαμηλών προσδοκιών, υπό απόλυτο έλεγχο, εργαλείο για τις δικές τους επιδιώξεις. Δεν ξέρουν και δεν επιθυμούν κάτι άλλο.Επιπλέον, και τούτο το χαρακτηριστικό διατρέχει εγκάρσια το πολιτικό σύστημα, δεν είναι σε θέση να επιχειρήσουν συγκλίσεις και συνθέσεις, πόσω μάλλον υπερβάσεις. Δεν είναι σε θέση να αποκριθούν στις κατεπείγουσες κλήσεις της Ιστορίας. Η ενεργητικότητα και οι δυνάμεις τους όλες αναλώνονται στη διαπάλη για τη νομή της εξουσίας· μακριά από την εξουσία, η συντριπτική πλειονότητα δεν μπορεί καν να αναπνεύσει. (...)Στην παρούσα οριακή φάση εντούτοις το πολιτικό παίγνιο αποκτά για πρώτη φορά μετά πολλές δεκαετίες εξόχως συγκρουσιακό χαρακτήρα(...) Το σοκ της πτώχευσης και της ύφεσης εξαφάνισε την πολυτέλεια της μετριοπάθειας, της αρμονικής συνύπαρξης των τάξεων, της, έστω συμβατικής, συναίρεσης των αντιθέτων.(...) Οι διαιρέσεις πλέον δεν συμβαίνουν σε επίπεδο ιδεολογίας, οικογενειακής ή τοπικής παράδοσης, πελατειακότητας, αλλά πάνε βαθιά, στον πυρήνα των υλικών προϋποθέσων της βιοτής και της απορρέουσας αυτοσυνείδησης. Οσοι επιδιώκουν άρα τον διχασμό με όρους ιδεολογικούς ή διαχείρισης φόβου, θα πρέπει αργά ή γρήγορα να απαντήσουν καίρια στις υλικές ανάγκες των θυμάτων της κρίσης. Και είναι πολλά τα θύματα, μπορούν να γείρουν τη ζυγαριά.
(...)



(...) 
Στην περίπτωση της Ελληνικής κρίσης δεν πρόκειται για λανθασμένες πρακτικές ή επιλογές, αλλά για σκόπιμες πράξεις, εκ μέρους της πολιτικής τάξης, οι οποίες απέβλεπαν στην ιδιοποίηση του κράτους και στη νομή του δημόσιου αγαθού και, μάλιστα, με λεηλατικούς όρους. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η Ελληνική κρίση είναι πρωτογενώς πολιτική. Από τη δεκαετία του 1980 τέθηκαν οι βάσεις για την εγκατάσταση στην εξουσία της πλέον απεχθούς εκδοχής της φαυλοκρατίας του 19ου αιώνα ... 
(...)


Η ιδέα της αναδιάρθρωσης του κράτους υφίσταται συντριπτικά διαδοχικά πλήγματα. Το πρώτο δόθηκε με μια αντισυνταγματική Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου και τον απίθανο χειρισμό της ΕΡΤ: Αντί να ακολουθηθεί μια διαδικασία αναδιάρθρωσης εν λειτουργία, την κλείνουν, απολύουν 2.500 υπαλλήλους, τους αποζημιώνουν, θα επαναπροσλάβουν 2.000 περίπου και, μετά, θα σκαρώσουν κάποια άλλη ΕΡΤ, που παραμένει απροσδιόριστη. Κι αυτό, το είπαν… μεταρρύθμιση. Τριάντα ημέρες μετά, δεύτερο πλήγμα: Αντί να ξεκινήσουν την αναδιάρθρωση του κράτους, επιδίδονται στο κυνήγι των αριθμών. Διώχνουν υπαλλήλους είτε τους χρειάζονται οι υπηρεσίες όπου δούλευαν είτε όχι και τους τοποθετούν σε άλλες, είτε τους χρειάζονται είτε όχι. Η Δημοτική Αστυνομία, για παράδειγμα, καταργείται (χρειαζόταν ή όχι;..), οι 4.000 υπάλληλοι μετακινούνται στην ΕΛ.ΑΣ. (χρειάζεται, άραγε, 4.000 ακριβώς;..) χωρίς να εξετάζεται αν πληρούν τις προδιαγραφές όλοι, κανένας ή κάποιοι. Αυτό, το λένε… κινητικότητα.
Χωρίς κριτήρια, αξιολόγηση υπηρεσιών και υπαλλήλων, χωρίς ένα υποτυπώδες σχέδιο για ένα κράτος φιλικό στην ανάπτυξη, στην αλυσίδα των χαμένων ευκαιριών προστίθεται άλλη μία: Η ευκαιρία της αναδιάρθρωσης του κράτους. Ενοχοποιείται, πάλι, η έννοια της μεταρρύθμισης και (το δεινό…) με τσαπατσουλιές της εσχάτης ώρας, μπαίνουν τα θεμέλια για ένα δυσοίωνο αύριο της Ελλάδας, καθώς η επίδραση όσων διαπράττονται δεν είναι στιγμιαία, μένει και συνθλίβει το αύριο. Οπως συμβαίνει από το 2007 και μετά, την τελευταία 3ετία ειδικά. Από το 2010, όταν μας έκοψαν οι αγορές, μέχρι σήμερα, έχουμε δανειστεί από την τρόικα 208,5 δισ. ευρώ με ευνοϊκά επιτόκια. Δεν ήταν τα λεφτά, λοιπόν, το κύριο πρόβλημα. Ηταν (και παραμένει…) το πολιτικό σύστημα των πελατών και του παρασιτισμού. Εξαιτίας του, κάθε χρόνο (α) η οικονομία γίνεται ασθενέστερη και (β) η τρόικα απαιτεί μέτρα που πριν από λίγους μήνες ήταν αδιανόητα – δεν έθετε για συζήτηση, καν.
Για να μην πάνε χαμένες οι θυσίες του ελληνικού λαού και να μην ανατραπούν όσα έχουν επιτευχθεί χάρη σε αυτές, είναι ανάγκη να μπει πάτος στο βαρέλι της ύφεσης και τέλος στις τσαπατσουλιές της εσχάτης ώρας που (όπως σήμερα, πάλι…) προσφέρονται για τη δικαιολόγηση μιας στυγνά ταξικής πολιτικής. Τον Ιούνιο 2014 θα πάρουμε την τελευταία δόση από το δανειακό πακέτο των 240 δισ. ευρώ συνολικά. Τότε, είτε θα πρέπει να αναζητήσουμε στις αγορές δάνεια με υψηλά επιτόκια, που θα πνίξουν τη χώρα, είτε θα έχουμε μια νέα συμφωνία με την Ευρώπη και το ΔΝΤ – αν παραμείνει στην Ευρώπη. Οι διαπραγματεύσεις θα πρέπει να αρχίσουν φέτος, το φθινόπωρο. Ολα θα τεθούν εξαρχής – το υπάρχον Μνημόνιο γίνεται παρελθόν. Δύο είναι τα ενδεχόμενα: (α) Είτε να συρθούμε σε μια εθνικά επιβλαβή συμφωνία που θα παρατείνει τα αδιέξοδα. (β) Είτε να σχεδιάσουμε και να θέσουμε στο τραπέζι ένα πρόγραμμα ανάταξης της χώρας, χωρίς έωλες υποσχέσεις, με ειλικρίνεια, δικαιοσύνη και αξιοκρατία. Ο κίνδυνος είναι να συρθούμε στο πρώτο, αν δεν υπάρξουν οι πολιτικές προϋποθέσεις προκειμένου να διεκδικήσουμε το δεύτερο.
Του Κώστα Καλλίτση
http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathpolitics_1_07/07/2013_507949