'' The Trial ''
''The Trial'' is a 1962 film directed by Orson Welles, who also wrote the screenplay based on the novel of the same name by Franz Kafka.
Welles stated immediately after completing the film that "The Trial is the best film I have ever made."
The film begins with Welles narrating Kafka's parable "Before the Law" to pinscreen scenes created by the artist Alexandre Alexeieff.
Anthony Perkins stars as Josef K., a bureaucrat who is accused of a never-specified crime, and Jeanne Moreau, Romy Schneider, and Elsa Martinelli play women who become involved in various ways in Josef's trial and life. Welles plays the Advocate, Josef's lawyer and the film's principal antagonist.
The Trial was filmed in Europe and has been praised for its creative set designs and cinematography, especially Welles's uses of unique angles and focus.
Welles stated immediately after completing the film that "The Trial is the best film I have ever made."
The film begins with Welles narrating Kafka's parable "Before the Law" to pinscreen scenes created by the artist Alexandre Alexeieff.
Anthony Perkins stars as Josef K., a bureaucrat who is accused of a never-specified crime, and Jeanne Moreau, Romy Schneider, and Elsa Martinelli play women who become involved in various ways in Josef's trial and life. Welles plays the Advocate, Josef's lawyer and the film's principal antagonist.
The Trial was filmed in Europe and has been praised for its creative set designs and cinematography, especially Welles's uses of unique angles and focus.
1.
''Η Δίκη''
(...)Κεντρικό πρόσωπο της αφήγησης είναι ο τραπεζοϋπάλληλος Γιόζεφ Κ. (το επώνυμο δεν αναφέρεται ποτέ), ενός συνηθισμένου ανθρώπου ανίκανου για οποιαδήποτε έξαρση και στου οποίου τη ζωή δεν συμβαίνει τίποτα το εξαιρετικό.
Ξαφνικά η ισορροπία της ζωής του ανατρέπεται όταν δύο άγνωστοι χτυπούν την πόρτα του και του ανακοινώνουν ότι ήρθαν να τον οδηγήσουν στον ανακριτή. Σίγουρα θα επρόκειτο για παρεξήγηση, είναι αδύνατον να έχει κάνει κάτι κακό ο Γιόζεφ Κ. Μετά την ανάκριση αφήνεται προσωρινά ελεύθερος, ωστόσο έχει χάσει πια την ηρεμία του. Δεν τον έχουν κατηγορήσει φανερά για τίποτα, όμως έχει την αίσθηση ότι τον θεωρούν ένοχο.
Όταν μετά από λίγες μέρες τον καλούν και πάλι για ανάκριση, ο Γιόζεφ Κ. βρίσκεται σ' ένα τεράστιο μουντό δικαστήριο, αντιμέτωπος με μία ομάδα από γέρους δικαστές που τον τυρρανούν με τις ερωτήσεις τους. Απόλυτα βέβαιος για την αθωότητά του προσπαθεί με όσες δυνάμεις διαθέτει να υπερασπιστεί τον εαυτό του και φεύγει από το δικαστήριο με την εντύπωση ότι τους έχει πείσει.
Είναι αδύνατον πια να νιώσει ήσυχος και πιστεύει πως ένας δικηγόρος θα μπορούσε να αποδείξει ότι είναι άσχετος με την κατηγορία την οποία ακόμη δεν γνωρίζει. Όμως ο δικηγόρος, όργανο της εξουσίας ο ίδιος, σπρώχνει τον Γιόζεφ Κ. βαθύτερα στο λαβύρινθο που έχει μπλεχτεί. Αναζητά τότε τη βοήθεια ενός φίλου του ζωγράφου αλλά επικαλείται κι έναν ιερέα μήπως θα μπορούσαν λόγω της ιδιότητάς τους να επηρεάσουν ευνοϊκά τους δικαστές, μάταια όμως.
Ούτε η επιστήμη, ούτε η τέχνη, ούτε η θρησκεία μπορούν να τον βοηθήσουν. Ολόκληρο το περιβάλλον του, ολόκληρος ο κόσμος γίνεται προέκταση του δικαστηρίου. Στον κάθε συμπολίτη του βλέπει κι έναν δικαστή, στο κάθε βλέμμα και μια κατηγορία. Αρχίζει να πιστεύει πως όλοι τον κατασκοπεύουν, ψάχνοντας να βρουν ακόμη και στις πιο απλές πράξεις του αποδείξεις ενοχής. Σιγά σιγά βεβαιώνεται πως η δίκη ήδη γίνεται, με κατηγορούμενο τον ίδιο, για ένα έγκλημα που δεν γνωρίζει. Βλέποντας πως καμία προσπάθειά του δεν καρποφορεί, περιμένει υπομονετικά τη μέρα που θα μάθει την ποινή που θα του επιβάλουν.
Ένα βράδυ δύο μαυροντυμένοι άνδρες του ζητούν να τους ακολουθήσει ως την άκρη της πόλης. Ανίκανος πια να καταλάβει αλλά και να αντιδράσει, ο Γιόζεφ Κ. τους ακολουθεί σ' ένα έρημο λατομείο, για να εκτελεστεί σε λίγο ψυχρά και απάνθρωπα με μια μαχαιριά στο στήθος
Η δίκη και η καταδίκη του Γιόζεφ Κ. για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε ή τουλάχιστον που δεν γνώριζε ότι διέπραξε, είναι μια ανοιχτή κριτική του συγγραφέα προς τη δύναμη της εξουσίας, αυτής που δίνει την αίσθηση στον κάθε πολίτη ότι όλα είναι πιο δυνατά απ' αυτόν και ότι κάθε αντίσταση είναι περιττή. Όπως ο Γιόζεφ Κ. έτσι κι ο κάθε άνθρωπος αφήνεται να παρασυρθεί από την εξουσία που τον απογυμνώνει από τα δικαιώματά του, του στερεί τη διάθεση για αντίσταση, αχρηστεύει κάθε νόμο και στο τέλος τον συνθλίβει.
(...)
2.
«Η Δίκη» του Κάφκα σήμερα
Στο αριστούργημα του Φραντς Κάφκα «Η Δίκη» ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος Γιόζεφ Κ. συλλαμβάνεται ένα πρωί καθώς βρίσκεται στο δωμάτιο και περιμένει το πρωινό του.
Χωρίς καθυστερήσεις και με λίγες εξηγήσεις, οι φύλακες τον συλλαμβάνουν. Ο Γιόζεφ Κ. ξεκινάει μια απέραντη περιπέτεια που συγκλονίζει τον αναγνώστη. Η χαρισματική ικανότητα του Κάφκα να μεταφέρει εικόνες και να δημιουργεί υπαρξιακούς προβληματισμούς είναι συγκινητική.
Στην καρδιά του μυθιστορήματος είναι η πάλη και η αγωνία του Γιόζεφ Κ. να καταλάβει και να εξηγήσει «γιατί» κατηγορείται.
Οι απαντήσεις που παίρνει παραμένουν ορθολογικές, τεκμηριωμένες αλλά και συνάμα δίχως ουσία. Η αγωνία του πρωταγωνιστή να εκφράσει τους προβληματισμούς του αμφιταλαντεύονται σε ένα πλαίσιο από έτοιμες απαντήσεις που πρέπει να αποδεχτεί. Κανόνες και αποφάσεις έλαβαν χώρα γι’ αυτόν αλλά δίχως αυτόν.
Σε αυτή την ακατανόητη εξέλιξη των πραγμάτων η πίεση που ασκείται για την ελευθερία του Γιόζεφ Κ. ξεπερνάει τους περιορισμούς του. Αφορά μια εξήγηση που ποτέ δεν του δίνεται και έτσι βρίσκεται αναγκασμένος να δεχτεί μια πραγματικότητα που του προσφέρεται ως «απόλυτη». Η δυσφορία και η ανάγκη για δικαιοσύνη παραμένουν έμφυτες και έτσι παρενοχλούν τον Γιόζεφ Κ να αντιδρά αλλά και να προσπαθεί να προσαρμοστεί.
Η απρόσωπη έκφραση της εξουσίας μέσα από την εξάσκηση αρχών και κανόνων συνθέτουν ένα πλαίσιο από διαδικασίες τα οποία ξεπερνούν τον ατομικισμό και την ουσία της ύπαρξης του. Για τον Γιόζεφ, η φρίκη της εξουσίας εκδηλώνεται μέσα από ορθολογικές απαιτήσεις που δεν δικαιολογούνται στην ανθρώπινη λογική. Η μόνη λογική είναι ο φόβος της συνέπειας που βασίζεται στην εξάσκηση δύναμης και των νόμων που ο Γιόζεφ Κ. δήθεν παρέβλεψε.
Όταν η δεσποινίς Μπύρστνερ αποδέχεται να βοηθήσει τον Γίόζεφ σαν σύμβουλός του αναφέρει «Ναι, αλλά αν πρόκειται να γίνω σύμβουλος σας, θα πρέπει να ξέρω περί τίνος πρόκειται» στο οποίο ο Γιόζεφ Κ. απαντά «Αυτό δεν το ξέρω ούτε εγώ ο ίδιος».
Η παρωδία της οικονομικής κρίσης στην χώρα μας, αλλά και έξω από αυτή, έρχεται να προσωποποιήσει την Δίκη του Κάφκα με κωμικοτραγικές ακρίβειες. Το έργο αυτό παίρνει σάρκα και οστά στην καθημερινότητα του Έλληνα πολίτη. Η προσπάθεια του ατόμου να συλλάβει το «γιατί» παραμένει βασική προϋπόθεση της ύπαρξης του. Ο πρωταγωνιστής καταστρέφεται πνευματικά, πολιτιστικά, ηθικά, όχι γιατί δικάζεται για λόγους που δεν ξέρει, αλλά γιατί προσπαθεί να βρει εξηγήσεις τη στιγμή που κανένας δεν είναι διαθέσιμος να ασχοληθεί μαζί του. Η διαφορετική αντιμετώπιση του «γιατί» από το σύστημα που εξουσιάζει και από τον άνθρωπο που προσπαθεί να καταλάβει τις εμπειρίες του, είναι άκρως σημαντική για το πώς αντιλαμβάνεται τον προορισμό του.
Η αντιπάθεια και αντίδραση για το σύστημα που έχει την δυνατότητα να συλλαμβάνει και να δικάσει (μεταφορικά και κυριολεκτικά) λαμβάνει χώρα στην δική μας πατρίδα. Σε αυτό το πλαίσιο κανένας από τις πολιτικές ηγεσίες δεν βρίσκει την δύναμη να ασχοληθεί με τους πραγματικούς λόγους που μπορούν να εξηγήσουν το «γιατί». Ίσως φοβούνται τις αντιδράσεις που οι εξηγήσεις θα μπορούσαν να δημιουργήσουν. Οι απαντήσεις που δίδονται είναι «έτοιμες» και εκλεπτυσμένες όπως στις εμπειρίες του Γιόζεφ Κ..
Οι κανονισμοί και ο φόβος της φυλακής γίνεται το πραγματικό μεταφορικό σχήμα που αναγκάζει τον πολίτη να πρέπει να αποδεχτεί μια τάξη πραγμάτων επειδή εξασκούνται από μία ανώτερη νομοθετική αρχή.
Στην αγωνία του καθημερινού πολίτη βρίσκεται η προσπάθεια να συλλάβει και να εξηγήσει αυτό που τον ξεπερνά. Η συσσώρευση αυτής της αγωνίας είναι σαν τον καρκίνο που μεγαλώνει και εξασθενεί το κοινωνικό γίγνεσθαι.
Το πιο σημαντικό σημείο στο έργο του Κάφκα είναι ότι κανένας από τους υπεύθυνους που «κινούν τα ηνία» δεν ασχολείται με την προσωπική αγωνία γιατί δεν τι θεωρεί αναγκαία. Θεωρούν την αποδοχή και συγκατάβαση του πρωταγωνιστή δεδομένη.
Η λογική του δεδομένου ίσως να γίνεται εύκολο μέσο αποφυγής δύσκολων απαντήσεων από τους υπεύθυνους. Συνάμα, η αποδοχή του δεδομένου παραμένει απόλυτα καταστρεπτική γιατί ανατρέπει την υπαρξιακή έννοια του ατομικισμού και συλλογικότητας.
Στην προσπάθεια ανόρθωσης της Ελληνικής οικονομίας η δυσκολία και αδυναμία των ισχυρών να δώσουν εξηγήσεις που ξεπερνούν το κατώφλι των έτοιμων απαντήσεων θα δημιουργούν όλο και μεγαλύτερο κενό στην σκέψη της Ελληνικής κοινωνίας.
Σαν τον Γιόζεφ Κ. ο καθημερινός πολίτης νιώθει ότι δικάζεται κάθε στιγμή από ένα σύστημα που τον ξεπερνά με αποτέλεσμα να μην μπορεί να βρει απαντήσεις. Τέτοιες απαντήσεις δεν αφορούν το αν θα πληρώσει τον λογαριασμό αλλά γιατί αναγκάζεται να υποστεί συνέπειες που δεν δημιούργησε. Ο πολίτης γίνεται ο τελικός αποδέκτης των αποφάσεων αλλά και έχει τις λιγότερες απαντήσεις που εξηγούν τους λόγους.
Αυτή η συσσώρευση αγωνίας κατακλύζει τις προσδοκίες και πίστη για μια χώρα και ένα σύστημα που τον αντιπροσωπεύουν. Ο πολίτης καλείται να στηρίζει ένα σύστημα το οποίο τον συνθλίβει αλλά και που πρέπει να αναγκαστεί να πιστέψει ότι τον αντιπροσωπεύει.
Αυτή είναι η μεγαλύτερη αντίφαση που δημιουργεί τεράστια κενά και πληγές που αμαυρώνουν την κοινωνική ταυτότητα αλλά και ευεξία των πολιτών.
Ο έλληνας πολίτης αντιπροσωπεύεται από τον Γιόζεφ Κ.. Το μόνο ουσιαστικό σημείο έναρξης για την ανόρθωση της κοινωνικής ευημερίας σήμερα είναι η κατανόηση της αγωνίας του ατόμου έτσι όπως εκδηλώνεται από τον Γιόζεφ Κ..
ΑΒΑΚΙΑΝ ΣΤΕΦΑΝΟΣ
- Καθηγητής στον κλάδο της Οργανωσιακής Συμπεριφοράς και Διοίκησης του Ανθρώπινου Δυναμικού
(Πανεπιστήμιο Brighton-Αγγλία)
''ΒΗΜΑ''
14-8-2012
3.
Φ. Κάφκα «Η Δίκη». Μια ψυχαναλυτική προσέγγιση
Το μυθιστόρημα «Η Δίκη» του Φραντς Κάφκα αποτελεί μια εξόφθαλμη προβολή των εσωτερικών δαιμόνων του συγγραφέα.
Ο κεντρικός χαρακτήρας, ο Γιόζεφ Κ., είναι ένα άτομο μοναχικό. Δεν ζει όμως στο περιθώριο της κοινωνίας, αντίθετα κατέχει μια διακριτή θέση, είναι τμηματάρχης σε Τράπεζα. Η κοινωνική θέση που δίνει ο συγγραφέας στον ήρωά του δεν είναι τυχαία. Μια και ο Γιόζεφ Κ. είναι η προβολή του Φραντς Κάφκα (Κ. σημαίνει Κάφκα, όπως και στον Πύργο ο κεντρικός χαρακτήρας λέγεται Κ.), πρέπει να είναι περίπου στην ίδια κοινωνική θέση με αυτόν. Επίσης, εφόσον γύρω του στήνεται η Δίκη, η αντίθεση γίνεται εντονότερη με έναν ευπρεπή υπάλληλο απ’ ό,τι με ένα περιθωριακό άτομο, διότι ο ευπρεπής αυτός υπάλληλος θα εκπέσει σιγά – σιγά, μέχρι να εξευτελιστεί πλήρως και στο τέλος να εκτελεστεί «σαν το σκυλί».
Υπάρχουν στο μυθιστόρημα αρκετές τέτοιες «τεχνητές» παρεμβολές του συγγραφέα που στόχο έχουν να εκλογικεύσουν το όραμά του και να το κάνουν αναγνώσιμο. Επιτρέπει ωστόσο στο διορατικό αναγνώστη να διεισδύσει στα βαθύτερα στρώματα της σκέψης του. Διότι σε όλο αυτό το έργο ο Κάφκα μιλά υπαινικτικά για τη φαντασίωση που τον κατατρύχει. Ξέρει όμως να κρατά τις ισορροπίες και να μην εκτρέπεται. Δύο παρεκτροπές μόνο επιτρέπει στην πένα του: α) αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο στο Μαστιγωτή – και όποιος κατάλαβε, κατάλαβε - και β) παρουσιάζει τις γυναικείες φιγούρες του μυθιστορήματος με τον αποκλίνοντα τρόπο που τις φαντασιώνεται ( πάλι όμως με διακριτικό τρόπο, μέσα στα όρια της συγγραφικής κοσμιότητας του καιρού του).
Όπως ήδη είπαμε στο πρώτο μέρος, η προσωπικότητα του Φραντς Κάφκα έχει στοιχεία παρανοειδούς, σχιζοειδούς και μεθοριακής διαταραχής. Τα στοιχεία αυτά είναι ολοφάνερα στη «Δίκη», όπου ο Γιόζεφ Κ., ένα μοναχικό άτομο (σχιζοειδές χαρακτηριστικό), κινείται σε ένα κόσμο χαοτικό (μεθοριακό χαρακτηριστικό), όπου οι άλλοι είναι πάντα ξένοι και μακρινοί, συχνά απειλητικοί και επίφοβοι, και όπου κάθε προσπάθεια του κεντρικού ήρωα να ανασυνταχθεί και να υπερασπίσει τον εαυτό του πέφτει στο κενό. Οι Άλλοι, ο κόσμος έξω από τον Γιόζεφ Κ., παραμένουν ύπουλοι, αινιγματικοί, αδιάφοροι στο δικό του δράμα. Ο Γιόζεφ Κ. είναι μόνος, κανείς δεν μπορεί και ούτε και θέλει ουσιαστικά να τον βοηθήσει. Οι Άλλοι, όλοι οι άλλοι μηδενός εξαιρουμένου, βρίσκονται απέναντι. Κανείς δεν βρίσκεται δίπλα. Η τεράστια μοναξιά του Γιόζεφ Κ. δεν αίρεται από τις ψυχρές και σπασμωδικές συζητήσεις που κάνει μαζί τους.
Μια πολιτική ερμηνεία του έργου θα σκόνταφτε ακριβώς σε αυτό το σημείο: απουσιάζει κάθε ίχνος συντροφικότητας, φιλίας, συμπαράστασης των Άλλων. Ο εξωτερικός κόσμος είναι ένας εφιάλτης, πουθενά δεν συναντούμε μια τρυφερή ανθρώπινη επαφή, μια έστω στιγμιαία αλλά ειλικρινή σύμπλευση δύο ψυχών. Και φυσικά κανένας, μα απολύτως κανένας χαρακτήρας, δεν διαθέτει γενναίο και περήφανο φρόνημα. Είναι ένας κόσμος καρικατούρα, ένας μη πραγματικός κόσμος. Καμιά πολιτική καταγγελία δεν υποκρύπτεται εδώ και, αν επιμένουμε να ερμηνεύουμε με πολιτικούς όρους τη «Δίκη», μπορούμε να το κάνουμε ασφαλώς, όμως θα έχουμε απομακρυνθεί από το πνεύμα του συγγραφέα. Ο οποίος θα γελούσε κάτω από τα μουστάκια του βλέποντας πόσο μακριά κατάφερε να μας παρασύρει.
Πρώτο και κύριο γνώρισμα αυτού του παράδοξου κόσμου, μέσα στον οποίο ξεδιπλώνεται στη «Δίκη», είναι το χάος. Δεύτερο γνώρισμα είναι η ενοχή. Τρίτο η πλήρης αδυναμία απέναντι στο μηχανισμό της Εξουσίας και η σταδιακή αναπόφευκτη ταπείνωση. Τέταρτο η λανθάνουσα σεξουαλικότητα που διατρέχει όλο το έργο. Πέμπτο, η μεγάλη σημασία της ιεραρχίας, όπου στη δουλικά οργανωμένη αυτή κοινωνία, ο καθένας είναι εξουσιαστής του κατώτερου και παράλληλα εξουσιάζεται από τον ανώτερο. Έκτο, η αίσθηση της μοναξιάς. Έβδομο, η παρανοϊκή ατμόσφαιρα.
Πιο αναλυτικά:
Το χάος
Ο Γιόζεφ Κ. βιώνει τον κόσμο ως χάος. Αυτή η προβολή του κόσμου ως χάους είναι χαρακτηριστική όσων πάσχουν από μεθοριακή διαταραχή. Όμως δεν πάσχει ο Γιόζεφ Κ. από μια τέτοια διαταραχή, πάσχει ο Φραντς Κάφκα που με αριστοτεχνικό τρόπο τοποθετεί τον ήρωά του μέσα σε ένα μη πραγματικό, χαοτικό περιβάλλον και τον υποχρεώνει να βιώσει αυτό που ο ίδιος βιώνει καθημερινά στην πραγματικότητά του.
Ο εξωτερικός κόσμος δεν είναι ο μικρόκοσμος της Τράπεζας ή της πανσιόν, όπου μένει ο Κ., αν και στην πανσιόν μπορούμε να δούμε μια μορφή χάους, καθώς νέα πρόσωπα, άγνωστοι ένοικοι, εμφανίζονται. Ο εξωτερικός κόσμος είναι στην ουσία ό,τι αντιπροσωπεύει αυτό το χαοτικό δικαστικό σύστημα που λειτουργεί παράπλευρα προς το επίσημο δικαστικό σύστημα και που έχει ύπουλα εξαπλωθεί στον υποδόριο ιστό του κοινωνικού σώματος.
Από την πρώτη αράδα του μυθιστορήματος, όταν ανακοινώνεται στον Κ. ότι είναι κατηγορούμενος, μέχρι το τέλος της ιστορίας, σε όλη τη διαδρομή του έργου ο αναγνώστης ακολουθεί τον Κ. και βιώνει μαζί του αυτό το ανεξήγητο χάος. Όλα είναι ρευστά, απροσδιόριστα, ασαφή και συγχρόνως επίβουλα, απειλητικά και επικίνδυνα. Τίποτα δεν είναι σταθερό, συγκεκριμένο και σαφές. Οι Δικαστές είναι πρόσωπα χαμένα στην απροσδιοριστία και στην αχλή. Ο Κ. δεν τους βλέπει, ακούει μόνο γι αυτούς και ό,τι ακούει είναι πάντα τρομαχτικό. Ο Κ. κινείται σε ακαθόριστα κτηριακά συγκροτήματα γραφείων, όπου ενοικούν μυστηριώδη πρόσωπα, κλητήρες, κατηγορούμενοι και συνεργαζόμενοι με αυτό το παράπλευρο δικαστικό σύστημα, όλοι με αμφίβολες και σκοτεινές αρμοδιότητες. Το χάος περιέχει μια διαρκή απειλή, ένα συνεχή κίνδυνο και ο Κ. νιώθει ανίκανος να το αντιμετωπίσει.
Η ενοχή
Ο Γιόζεφ Κ. είναι ένοχος. Αυτό αποτελεί μια αναπόσπαστη ιδιότητά του, το κύριο χαρακτηριστικό του, την ταυτότητά του. Ο ίδιος αρνείται αρχικά την ενοχή του, αλλά όσο προχωρεί η διαδικασία, τόσο αφήνεται να παρασυρθεί από τα γεγονότα με ένα μοιρολατρικό τρόπο, σαν να παραδέχεται κάπου στο βάθος της συνείδησής του ότι έχει τελικά αυτή την ιδιότητα. Το Δικαστήριο (ό,τι είναι δηλαδή έξω από αυτόν) τον θεωρεί ένοχο. Είναι κατηγορούμενος, οι ελπίδες αθώωσής του είναι μηδαμινές, ανύπαρκτες σχεδόν. Ο Γιόζεφ Κ. κυκλοφορεί στην πόλη με τη σφραγίδα του ένοχου. Όλοι το ξέρουν αυτό τώρα. Η ενοχή του δεν χρειάζεται αποδείξεις. Απλώς υπάρχει.
Η γυναίκα
Όλες οι γυναικείες μορφές του έργου – πλην της ηλικιωμένης σπιτονοικοκυράς - είναι φιλήδονες. Ο αισθησιασμός, κάθε φορά που εμφανίζεται μια γυναικεία μορφή, είναι ξεκάθαρος και ο Κάφκα φαίνεται να βιώνει εδώ τη γυναικεία παρουσία με καθαρά φιλήδονο τρόπο. Ο «ρομαντικός» – πείτε τον υγιή, αν θέλετε – έρωτας απουσιάζει τελείως. Αξίζει να αναφέρουμε πώς περιγράφει μια συντροφιά κοριτσιών που συναντά ο Γιόζεφ Κ. κατά την επίσκεψή του στο ζωγράφο. Η ηλικία τους είναι γύρω στα δεκατρία και έχουν όλα ένα κράμα παιδικότητας και διαφθοράς. Επικεφαλής είναι μια μικρή με καμπούρα και με ύφος τελείως διεφθαρμένο. Καμιά χάρη και καμιά δροσιά δεν βλέπει ο Κ. (δηλαδή ο Κάφκα) στη γυναίκα, ακόμα και όταν βρίσκεται σ’ αυτή την τρυφερή ηλικία.
Η κοινωνία
Είναι σαφώς κατηγοριοποιημένη σε ανώτερους και κατώτερους. Οι κατώτεροι είναι πάντα δουλοπρεπείς, ευτελίζονται, ταπεινώνονται από τους ανώτερους και υποτάσσονται σ’ αυτούς. Στην υποθετική αυτή κοινωνία δεν υπάρχει αξιοπρέπεια ούτε υπερήφανο φρόνημα. Ανώτεροι όλων είναι οι Δικαστές που και αυτοί ταξινομούνται σε ανώτερους και κατώτερους. Όσο ανεβαίνουμε στην ιεραρχία, βλέπουμε την απόλυτη αυταρχικότητα και την έλλειψη κάθε θετικού συναισθήματος προς όσους είναι κατώτεροι. Το σύστημα δουλεύει στηριζόμενο στην απάθεια, την αναλγησία, την απόλυτη απουσία της φιλίας, της αλληλεγγύης, της αγάπης. Οι ανώτεροι είναι στυγνοί, απαθείς, αδιάφοροι, αυταρχικοί, ανελέητοι, αμείλικτοι προς τους κατώτερους και παράλληλα δουλικοί, ταπεινοί και υποταγμένοι σε όσους είναι ανώτεροι από αυτούς. Το δίπολο εξουσιαστής – εξουσιαζόμενος (καθαρά μαζοχιστικό στοιχείο και όχι πολιτικό) βρίσκει εδώ την τέλεια μορφή του.
Παράλληλα υπάρχουν και αυτοί που κινούνται στο μικρόκοσμο του Γιόζεφ Κ: ο Διευθυντής και ο Υποδιευθυντής, ο θείος, η σπιτονοικοκυρά κλπ. Όλοι αυτοί αντιπροσωπεύουν τους Άλλους, είναι ξένοι προς τον ήρωα, δεν υπάρχει σημείο επαφής.
Το παράπλευρο δικαστήριο
Λειτουργεί παράλληλα με την επίσημη Δικαιοσύνη, δεν έχει όμως καμιά σχέση με αυτήν. Έχει τους δικούς του νόμους που είναι όμως ασαφείς και σκοτεινοί.
«Η υπηρεσία μας» εξηγεί στο Γιόζεφ Κ. ο ένας από τους δύο φύλακες που ήρθαν να τον συλλάβουν, «δεν αναζητά με δική της πρωτοβουλία τους πολίτες με ένοχη συνείδηση, αλλά, όπως ορίζει ο νόμος, έλκεται από την ενοχή. Αυτός είναι νόμος απαράβατος».
Πρόκειται, με άλλα λόγια, για ένα δικαστήριο εγκατεστημένο στη συνείδηση, αόρατο και άυλο μεν, αλλά υπαρκτό και μάλιστα ασύγκριτα ισχυρότερο από ένα κανονικό δικαστήριο. Πράγματι από αυτό το δικαστήριο δεν μπορεί να ξεφύγει καμιά ένοχη συνείδηση και είναι πολύ δύσκολο, σχεδόν ακατόρθωτο να απαλλαγεί από την κατηγορία που τη βαρύνει.
Εδώ τα γνωστά δικονομικά τερτίπια δεν έχουν πέραση. Ο Κ. ως κατηγορούμενος στερείται των δημοκρατικών δικαιωμάτων του. Οι δικαιολογίες του είναι άσκοπες ( μάταιες). Εννοείται ότι ένα τέτοιο δικαστήριο ελάχιστη σημασία δίνει στους συνηγόρους υπεράσπισης. Η κατηγορία και η συνακόλουθη ενοχή είναι αυτά που βαρύνουν εδώ, η υπεράσπιση είναι περιττή, κάτι σαν παρωδία, σαν φτιασίδι στην όλη υπόθεση, γι αυτό θα είναι ισχνή και προσχηματική και φυσικά αναποτελεσματική. Ο Κ. πρέπει να μάθει να υπερασπίζεται μόνος του τον εαυτό του – με άλλα λόγια θα σταθεί ανυπεράσπιστος μπροστά στους δικαστές του.
Ένα δικαστήριο συνείδησης δεν φυλακίζει, αφήνει τον κατηγορούμενο να περιφέρεται ελεύθερος, αλλά τον παρακολουθεί άγρυπνα. Η σύλληψή του είναι κάτι «πνευματικό», όχι όπως συλλαμβάνεται ένας κλέφτης, αυτό λέει στον Κ. η κυρία Γκρούμπαχ, η ιδιοκτήτρια της πανσιόν. Με άλλα λόγια ο Κ. μπορεί να κυκλοφορεί ελεύθερος, αλλά κυκλοφορεί με το στίγμα του κατηγορούμενου (και αυτή είναι η βαθιά αίσθηση κάθε ενοχικού ατόμου). Υποσυνείδητα ο Κ. ομολογεί το ενοχικό του συναίσθημα, όταν λέει στην κυρία Γκρούμπαχ: «Αν θέλετε να διαφυλάξετε την αξιοπρέπεια του σπιτιού σας, πρέπει πρώτα από όλα να διώξετε εμένα».
Τέλος μια φράση πολύ αποκαλυπτική για τη σχέση του ενοχικού, μαζοχιστικού ατόμου με την εξουσία είναι η φράση που βάζει ο συγγραφέας στο στόμα της δεσποινίδας Μπύρστνερ, καθώς συζητά με τον Κ.: «Οι δίκες ασκούν μια παράξενη έλξη σε όλους τους ανθρώπους». Όχι βέβαια σε όλους τους ανθρώπους, αλλά στους ενοχικούς και τους μαζοχιστές οπωσδήποτε.
Η πρώτη ανάκριση
Και μόνη η λέξη «ανάκριση» παραπέμπει στη συγκεκριμένη σαδομαζοχιστική φαντασίωση. Στην ουσία πρόκειται καθαρά για δημόσια διαπόμπευση. Η ανάκριση σ’ αυτό το μυστηριώδες δικαστήριο γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα, μια φορά συνήθως την εβδομάδα και την Κυριακή, όταν ο Κ. δεν εργάζεται. Αυτή η κανονικότητα (και η συχνότητα) των ανακρίσεων που παράλληλα εξευτελίζουν δημόσια το θύμα, μάς παραπέμπει σε σαδομαζοχιστικές τελετές που αποτελούν μια αγαπημένη φαντασίωση κάθε μαζοχιστή.
Η πρώτη ανάκριση πραγματοποιείται σε ένα απομακρυσμένο σπίτι – καμιά σχέση με δικαστικά μέγαρα. Ο ευρύτερος χώρος αποτελείται από γκρίζες, λαϊκές πολυκατοικίες. Ο Κ. νιώθει να τον παρακολουθεί ο Ανακριτής πίσω από κάποιο παράθυρο, καθώς αυτός είναι ακόμα στο δρόμο (αίσθηση διαρκούς παρακολούθησης, χαρακτηριστικό της παρανοειδούς διαταραχής). Η αίθουσα, ένας χώρος μεγάλος για τελετές, είναι κατάμεστη από κόσμο που θα παρακολουθήσει τη διαπόμπευση του Κ.
Πρώτη αποδοκιμασία: «Αργήσατε μία ώρα και πέντε λεπτά», λέει ο Ανακριτής στον Κ. Αυτός παραιτείται αμέσως από την υπεράσπιση του εαυτού του. Ελπίζει ωστόσο να κερδίσει τη συμπάθεια του κόσμου, αλλά, όπως θα αποδειχθεί παρακάτω, αυτό είναι αδύνατο. Όταν δηλώνει την ανώτερη επαγγελματική του θέση, προκαλεί τα γέλια του κόσμου (εξευτελισμός, γελοιοποίηση). Γελά κι αυτός (αυτοταπείνωση). Ο Ανακριτής όμως αντιτείνει ότι ο Κ. είναι ελαιοχρωματιστής (ταπείνωση) και αυτό το λέει με κατηγορηματικό τρόπο. Ο κόσμος έχει καρφώσει με ένταση τα μάτια πάνω του, παρακολουθεί άγρυπνα κάθε κίνησή του ( η ηδονή τού να είσαι θήραμα). Ο Κ. εκφωνεί ένα λογύδριο προσπαθώντας να ενισχύσει κάπως την αξιοπρέπειά του, αλλά φοβάται ότι οι υπάλληλοι του Δικαστηρίου θα διαδώσουν την είδηση της σύλληψης και θα δυσφημίσουν το όνομά του (γενική διαπόμπευση στην ευρύτερη κοινωνία).
Παρατηρεί ότι ο Ανακριτής κάνει νόημα με το βλέμμα σε κάποιον από το πλήθος και το καταγγέλλει με θάρρος (που απλώς θα αυξήσει τον εξευτελισμό και τη γελοιοποίησή του): «Μόλις τώρα ο κύριος Ανακριτής έκανε σε κάποιον από σας ένα κρυφό νεύμα. Υπάρχουν λοιπόν άτομα ανάμεσά σας που παίρνουν εντολές αποδώ πάνω».
Εδώ έχουμε ένα σαφέστατο σύμπτωμα παρανοειδούς διαταραχής, κατά την οποία το άτομο κυριαρχείται από μεγάλη καχυποψία για τους άλλους και διαβάζει κρυμμένα μειωτικά ή απειλητικά μηνύματα σε άσχετες παρατηρήσεις ή γεγονότα.
Στη συνέχεια ο παρανοϊκός ιδεασμός του εντείνεται. Λέει με δυνατή φωνή ότι έχει καταλάβει πως εδώ κρύβεται μια μεγάλη οργάνωση που διαθέτει πλήθος ανωτέρων και κατωτέρων υπαλλήλων (ιεραρχία), ακόμη και δημίους και συλλαμβάνει αθώους που δεν μπορούν να υπερασπίσουν τον εαυτό τους και που εξευτελίζονται σε δημόσιες συναθροίσεις : «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πίσω από όλες αυτές τις δραστηριότητες του εν λόγω δικαστηρίου, όπως φυσικά και πίσω από τη δική μου σύλληψη και τη σημερινή ανάκριση κρύβεται μια μεγάλη οργάνωση».
Μέσα σ’ αυτή την εξευτελιστική φαντασιώδη ατμόσφαιρα (που ο Γιόζεφ Κ. τη βιώνει ως μια ομιχλώδη ατμόσφαιρα), ο Κάφκα προσθέτει μια φαινομενικά άσχετη πινελιά: ένας άνδρας κοντά στην πόρτα έχει «στριμώξει» μια γυναίκα. Με το ρήμα αυτό μπορούμε να υποθέσουμε είτε ότι το ζευγάρι βρίσκεται σε ερωτικές διαχύσεις είτε ότι κάνει σεξ. Είναι πάντως μια άσεμνη, σεξουαλική εικόνα που μπορεί εξωτερικά να μην έχει καμιά σύνδεση με τα τεκταινόμενα, έχει όμως μια συνεπή εσωτερική σύνδεση, εφόσον εδώ, σ’ αυτό το κεφάλαιο, υλοποιούνται συγχρόνως όλες σχεδόν οι ψυχικές αποκλίσεις του συγγραφέα, δηλαδή έχουμε εδώ μια φαντασίωση που περιέχει έντονο το στοιχείο της παρανοειδούς και της μεθοριακής διαταραχής, του μαζοχισμού και των σεξουαλικών φαντασιώσεών του.
Η άσεμνη αυτή σκηνή προκαλεί τον ενθουσιασμό όσων βρίσκονται εκεί κοντά και ο Κ. συνειδητοποιεί ξαφνικά ότι όλοι όσοι είναι μέσα στην αίθουσα αποτελούν ένα «σινάφι». Παρατηρεί καλύτερα πόσο χαμερπής είναι η εξωτερική τους εμφάνιση και ανακαλύπτει ότι όλοι, ακόμα και ο Ανακριτής, φορούν κάποιο σήμα στο πέτο. Είναι δηλαδή μέλη μιας συμμορίας (παρανοϊκός ιδεασμός) που παρακολουθεί τις αντιδράσεις του Κ. και διασκεδάζει (εξευτελισμός). Αυτό το καταγγέλλει δυνατά: «Ώστε έτσι, είστε λοιπόν όλοι μέλη της διεφθαρμένης συμμορίας που τόση ώρα κατηγορούσα». Όλοι επομένως φαίνονται να είναι προσυνεννοημένοι και όλοι συνωμοτούν εναντίον του. Σ’ αυτό το σημείο το παρανοϊκό του ντελίριο βρίσκεται στην κορύφωσή του.
Πολύ γρήγορα, μια και εδώ δεν πρόκειται για διατριβή αλλά για ένα σύντομο άρθρο, μπορούμε να εντοπίσουμε μερικά ακόμη από τα πολλά νοσηρά στοιχεία που διατρέχουν το μυθιστόρημα.
«Στην άδεια αίθουσα των συνεδριάσεων».
Ο Κ. κατορθώνει να δει τα βιβλία του Ανακριτή, όπου μεταξύ άλλων παρατηρεί την άσεμνη ζωγραφιά ενός γυμνού ζευγαριού. Μια λαϊκή γυναίκα που φαίνεται εμπλεγμένη στο σύστημα προσπαθεί να τον σαγηνέψει. Είναι αυτή που στο προηγούμενο κεφάλαιο είχε παραδοθεί στις ερωτικές διαχύσεις κάποιου άνδρα μέσα στην αίθουσα της ανάκρισης. Είναι παντρεμένη με ένα κλητήρα του δικαστηρίου, αλλά έχει σχέσεις με διάφορους άλλους. Επίσης την ορέγεται ο Ανακριτής. Ο Κ. νιώθει γι αυτήν σεξουαλική έλξη. Αργότερα συναντά το σύζυγό της, ο οποίος χωρίς καμιά αναστολή τού λέει ότι τη γυναίκα του τη χρησιμοποιούν οι άνδρες του δικαστηρίου. Όλες αυτές οι λεπτομέρειες παραπέμπουν στις σεξουαλικές φαντασιώσεις του συγγραφέα.
«Η φίλη της δεσποινίδας Μπύρστνερ».
Ο Κ. συναντά μια φίλη και ένα φίλο της δεσποινίδας Μπύρστνερ. Και για τους δύο αυτούς είναι βέβαιος ότι πρόκειται για συνωμότες «που κρυμμένοι πίσω από το προσωπείο της πιο αθώας ανιδιοτέλειας προσπαθούν να τον κρατήσουν μακριά από τη δεσποινίδα Μπύρστνερ». (Παρανοειδής ιδεασμός).
«Ο μαστιγωτής».
Εδώ θα μπορούσαμε να πούμε πολλά, αλλά θα περιοριστούμε αναγκαστικά στα πιο κραυγαλέα σημεία. Ο μαστιγωτής έχει τα στερεότυπα χαρακτηριστικά, με τα οποία τον φαντασιώνονται οι μαζοχιστές: είναι ηλιοκαμένος σαν ναυτικός, με πρόσωπο τραχύ και γεμάτο υγεία, φορά μια δερμάτινη στολή που αφήνει γυμνά τα χέρια και το στέρνο του και κρατά μια βέργα. Τα θύματά του είναι δυο κατώτεροι φύλακες – καθόλου συμπτωματικά ο ένας από αυτούς λέγεται Φραντς - που πρέπει να μείνουν γυμνοί και να μαστιγωθούν ανελέητα για ένα ασήμαντο παράπτωμα. Η σκηνή εξελίσσεται σε μια αποθήκη της Τράπεζας.
«Η τιμωρία είναι δίκαιη και δεν υπάρχει τρόπος να την αποφύγουν», λέει ο μαστιγωτής στον Κ. Και πιο κάτω: «Το καθήκον μου είναι να δέρνω και θα δέρνω». Ο φύλακας με το όνομα Φραντς δέχεται ένα δυνατό χτύπημα με τη βέργα και αφήνει μια δυνατή κραυγή που αντιβουίζει σε όλο το κτήριο. Σωριάζεται κάτω «μισολιπόθυμος σπαρταρώντας από την αγωνία με τα χέρια να ψηλαφούν απεγνωσμένα το πάτωμα. Καθώς κυλιόταν κατάχαμα, η άκρη της βέργας ανεβοκατέβαινε πάνω του ρυθμικά». Ο Κ. φεύγει αποκεί με τη σκέψη ότι ο μαστιγωτής, καθώς διαθέτει απόλυτη εξουσία πάνω στους φύλακες, μπορεί να τους δείρει «μέχρι θανάτου». Την επόμενη μέρα που περνά πάλι από την αποθήκη και ανοίγει την πόρτα, βλέπει το ίδιο αποτρόπαιο θέαμα, το μαστιγωτή με τη βέργα στο χέρι και τους φύλακες γυμνούς να σκούζουν και να ικετεύουν για βοήθεια.
Ο μαστιγωτής δεν είναι παρά μια καρικατούρα του φοβερού πατέρα και εδώ μπορούμε να υποθέσουμε ότι υπολανθάνει ομοφυλόφιλος σαδομαζοχισμός.
«Η Λένι».
«Δεν υπάρχει τρόπος να αντισταθεί κανείς σ’ αυτό το δικαστήριο», λέει η Λένι στον Κ., ενώ πιέζει το στήθος της στο δικό του, «Η μόνη λύση είναι να ομολογήσει κανείς την ενοχή του». Υποταγή στην εξουσία και σεξουαλική διέγερση, δύο στοιχεία εμπλεγμένα σε ένα.
«Ο δικηγόρος – ο βιομήχανος – ο ζωγράφος».
Είναι αδύνατο να μεταφέρουμε εδώ το πλήθος των πληροφοριών που παραθέτει ο Κάφκα σχετικά με την αδυναμία του κατηγορούμενου να υπερασπιστεί τον εαυτό του στο παράπλευρο δικαστήριο. Σταχυολογούμε μόνο: ο Κ. μαθαίνει ότι «ο νόμος ούτε καν προβλέπει ρητά την ύπαρξη υπεράσπισης, απλώς την ανέχεται» και ότι το δωμάτιο των δικηγόρων («δικηγορίσκοι αμφιβόλων ικανοτήτων») είναι ένα στενό καμαράκι που «φανερώνει σ’ όλο της το μεγαλείο την περιφρόνηση με την οποία τους αντιμετωπίζει το δικαστήριο». Ακόμη «απαγορεύεται αυστηρά στους δικηγόρους να τολμήσουν την παραμικρή μεταρρύθμιση στο δωμάτιο έστω και με δικά τους έξοδα…Όσο περισσότερο αποθαρρύνεται η υπεράσπιση, τόσο ο κατηγορούμενος αναγκάζεται να στηριχθεί αποκλειστικά στον εαυτό του». Και πιο κάτω: «Ο κατηγορούμενος δεν έχει δικαίωμα να διαβάσει τη δικογραφία…και ο συνήγορος δεν έχει το δικαίωμα να παρευρίσκεται στις ανακρίσεις».
Με άλλα λόγια στο αφύσικο αυτό Δικαστήριο ο κατηγορούμενος δεν έχει ουσιαστικά δικαίωμα υπεράσπισης. Αν είχε, τότε η νοσηρή γοητεία αυτού του Δικαστηρίου θα εξατμιζόταν. Αλλά ο πυρήνας του μυθιστορήματος είναι ακριβώς αυτή η νοσηρή γοητεία.
Ο Τιτορέλι, ο ζωγράφος, λέει πολύ ενδιαφέροντα πράγματα στον Κ. Αναγκαστικά εδώ θα περιοριστούμε σε πολύ λίγα. «Δεν ξέρω κανέναν κατηγορούμενο που να έχει αθωωθεί οριστικά». «Οι κατώτεροι δικαστές δεν έχουν το δικαίωμα να απαλλάξουν κάποιον οριστικά. Αυτό το δικαίωμα το έχει μόνο το Ανώτατο Δικαστήριο που είναι τελείως απρόσιτο. Κανείς μας δεν ξέρει πώς είναι εκεί». «Το δικαστήριο δεν ξεχνά ποτέ».
Στη μαζοχιστική φαντασίωση ο κατηγορούμενος δεν έχει ποτέ δικαιώματα, είναι ανυπεράσπιστος μπροστά στην εξουσία, η δε εξουσία δεν ξεχνά και δεν συγχωρεί. Επομένως ο κατηγορούμενος είναι χαμένος από χέρι. Γι αυτό έχει μεγάλη σημασία για το συγκεκριμένο μύθο: α) να είναι ο Κ. κατηγορούμενος, χωρίς ακριβώς να ξέρει γιατί β) να μην έχει δικαίωμα υπεράσπισης γ) να μη γνωρίζει πότε θα τελειώσει αυτή η περιπέτειά του και συγχρόνως να ανησυχεί βάσιμα ότι δεν πρόκειται να τελειώσει ποτέ.
«Ο έμπορος Μπλοκ και η ανάκληση του δικηγόρου».
Ο έμπορος Μπλοκ που είναι κι αυτός κατηγορούμενος εξευτελίζεται μπροστά στο δικηγόρο του, γονατίζει, του φιλά το χέρι, ενώ ο δικηγόρος δείχνει αδιάφορος απέναντί του και περιφρονητικός. «Δεν υπάρχει καμιά αλληλεγγύη μεταξύ των κατηγορουμένων» λέει ο Μπλοκ στον Κ.
Μαζοχιστική σκηνή.
«Στη Μητρόπολη».
Εδώ έχουμε την περίφημη παραβολή του Νόμου και του Φύλακα. Η παραβολή έχει ερμηνευθεί με πολλούς τρόπους. Ακόμα και μια γνωστική προσέγγιση έχει επιχειρηθεί, δεδομένου ότι ο Κάφκα είχε ενδιαφερθεί για τους Γνωστικούς και τόσο «Η Δίκη» όσο και «Ο Πύργος» μπορούν πράγματι να ερμηνευθούν με τον τρόπο σκέψης των Γνωστικών.
Ο Νόμος υπάρχει απρόσιτος Κάπου σε ένα Χώρο, όπου κανείς δεν μπορεί να εισχωρήσει. Ο Νόμος μπορεί να είναι ο Νόμος, μπορεί να είναι ο Θεός, μπορεί να είναι οτιδήποτε πανίσχυρο, παντοδύναμο, σκοτεινό, ανεξιχνίαστο και απρόσιτο που ο ανθρώπινος νους το διαισθάνεται με ανατριχίλα. Είναι το υπέρτατο Δέος, μπροστά στο οποίο ο άνθρωπος εκμηδενίζεται.
Με μια ψυχαναλυτική προσέγγιση ο Νόμος είναι ο Πατέρας, ο Χέρμαν Κάφκα, η οντότητα εκείνη για την οποία ο Φραντς Κάφκα ένιωθε σε όλη του τη ζωή δέος, φόβο, σεβασμό, λατρεία και υποταγή, μια οντότητα που προϋπάρχει και είναι σχεδόν μυστηριακή, απρόσβλητη από το καθετί, κυρίαρχη των πάντων. Ο Πατέρας είναι το Ον.
Ο χωρικός που θα έρθει στην Πύλη και εκεί θα μείνει ως το θάνατό του παρακαλώντας το φύλακα να τον αφήσει να περάσει μέσα, είναι ο ίδιος ο Φράντς Κάφκα που θέλει να προσεγγίσει τον Πατέρα. Δεν θα τα καταφέρει ποτέ. Θα πεθάνει ικετεύοντας το φύλακα να του επιτρέψει την είσοδο. Ο φύλακας είναι όλοι εκείνοι οι αυτόματοι, ανακλαστικοί μηχανισμοί που αλυσιδωτά (είναι κι άλλοι φύλακες πιο μέσα) θα κρατήσουν τον ικέτη σε κατάσταση μάταιης προσμονής και υποταγής. Η Πύλη αυτή θα κλείσει με το θάνατο του ικέτη, ο Φραντς δεν θα συναντηθεί ποτέ με αυτό το προϋπάρχον και ασύλληπτο για το νου του Ον που καθόρισε (και, κατά την άποψή του, κατέστρεψε) τη ζωή του, δεν συναντηθεί ποτέ με τον πατέρα του.
«Το τέλος».
«Σαν το σκυλί!». Είναι η τελευταία σκέψη του Κ. καθώς πεθαίνει μαχαιρωμένος από δυο δήμιους του παράπλευρου δικαστηρίου. Και η τελευταία φράση του συγγραφέα: «Λες και η ντροπή θα εξακολουθούσε να υπάρχει και μετά το θάνατό του». Ο Κ. θα πεθάνει, η ντροπή και η ενοχή του όμως δεν θα σβήσουν ποτέ. Αυτό είναι ένα είδος Κόλασης, μια αιώνια τιμωρία, το τελευταίο δώρο που προσφέρει ο συγγραφέας στον Κ. στην προβολή του δηλαδή, στο avatar του.
Ο Φραντς Κάφκα θα επιθυμήσει την απόλυτη αυτοεξάλειψή του και στην πραγματική ζωή, θα επιθυμήσει να σβήσει κάθε ίχνος από το πέρασμά του από αυτό τον κόσμο. Η επιθυμία του δεν θα πραγματοποιηθεί, φρόντισε γι αυτό ο Μαξ Μπροντ. Σήμερα είναι από τους πιο πολυσυζητημένους και πολυδιαβασμένους συγγραφείς του καιρού μας και από τους κορυφαίους λογοτέχνες του 20ού αιώνα.
Ο ίδιος ο Κάφκα δεν θα μπορούσε να φανταστεί κάτι τέτοιο. Ερώτημα παραμένει, αν θα το ήθελε.
Καίτη Βασιλάκου
Πηγή
http://bibliotheque.gr/?p=15085
3.
«Δεν γνωρίζω για τι πράγμα κατηγορούμαι, αλλά και γιατί κλήθηκα να απολογηθώ...»
3.
Φ. Κάφκα «Η Δίκη». Μια ψυχαναλυτική προσέγγιση
Το μυθιστόρημα «Η Δίκη» του Φραντς Κάφκα αποτελεί μια εξόφθαλμη προβολή των εσωτερικών δαιμόνων του συγγραφέα.
Ο κεντρικός χαρακτήρας, ο Γιόζεφ Κ., είναι ένα άτομο μοναχικό. Δεν ζει όμως στο περιθώριο της κοινωνίας, αντίθετα κατέχει μια διακριτή θέση, είναι τμηματάρχης σε Τράπεζα. Η κοινωνική θέση που δίνει ο συγγραφέας στον ήρωά του δεν είναι τυχαία. Μια και ο Γιόζεφ Κ. είναι η προβολή του Φραντς Κάφκα (Κ. σημαίνει Κάφκα, όπως και στον Πύργο ο κεντρικός χαρακτήρας λέγεται Κ.), πρέπει να είναι περίπου στην ίδια κοινωνική θέση με αυτόν. Επίσης, εφόσον γύρω του στήνεται η Δίκη, η αντίθεση γίνεται εντονότερη με έναν ευπρεπή υπάλληλο απ’ ό,τι με ένα περιθωριακό άτομο, διότι ο ευπρεπής αυτός υπάλληλος θα εκπέσει σιγά – σιγά, μέχρι να εξευτελιστεί πλήρως και στο τέλος να εκτελεστεί «σαν το σκυλί».
Υπάρχουν στο μυθιστόρημα αρκετές τέτοιες «τεχνητές» παρεμβολές του συγγραφέα που στόχο έχουν να εκλογικεύσουν το όραμά του και να το κάνουν αναγνώσιμο. Επιτρέπει ωστόσο στο διορατικό αναγνώστη να διεισδύσει στα βαθύτερα στρώματα της σκέψης του. Διότι σε όλο αυτό το έργο ο Κάφκα μιλά υπαινικτικά για τη φαντασίωση που τον κατατρύχει. Ξέρει όμως να κρατά τις ισορροπίες και να μην εκτρέπεται. Δύο παρεκτροπές μόνο επιτρέπει στην πένα του: α) αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο στο Μαστιγωτή – και όποιος κατάλαβε, κατάλαβε - και β) παρουσιάζει τις γυναικείες φιγούρες του μυθιστορήματος με τον αποκλίνοντα τρόπο που τις φαντασιώνεται ( πάλι όμως με διακριτικό τρόπο, μέσα στα όρια της συγγραφικής κοσμιότητας του καιρού του).
Όπως ήδη είπαμε στο πρώτο μέρος, η προσωπικότητα του Φραντς Κάφκα έχει στοιχεία παρανοειδούς, σχιζοειδούς και μεθοριακής διαταραχής. Τα στοιχεία αυτά είναι ολοφάνερα στη «Δίκη», όπου ο Γιόζεφ Κ., ένα μοναχικό άτομο (σχιζοειδές χαρακτηριστικό), κινείται σε ένα κόσμο χαοτικό (μεθοριακό χαρακτηριστικό), όπου οι άλλοι είναι πάντα ξένοι και μακρινοί, συχνά απειλητικοί και επίφοβοι, και όπου κάθε προσπάθεια του κεντρικού ήρωα να ανασυνταχθεί και να υπερασπίσει τον εαυτό του πέφτει στο κενό. Οι Άλλοι, ο κόσμος έξω από τον Γιόζεφ Κ., παραμένουν ύπουλοι, αινιγματικοί, αδιάφοροι στο δικό του δράμα. Ο Γιόζεφ Κ. είναι μόνος, κανείς δεν μπορεί και ούτε και θέλει ουσιαστικά να τον βοηθήσει. Οι Άλλοι, όλοι οι άλλοι μηδενός εξαιρουμένου, βρίσκονται απέναντι. Κανείς δεν βρίσκεται δίπλα. Η τεράστια μοναξιά του Γιόζεφ Κ. δεν αίρεται από τις ψυχρές και σπασμωδικές συζητήσεις που κάνει μαζί τους.
Μια πολιτική ερμηνεία του έργου θα σκόνταφτε ακριβώς σε αυτό το σημείο: απουσιάζει κάθε ίχνος συντροφικότητας, φιλίας, συμπαράστασης των Άλλων. Ο εξωτερικός κόσμος είναι ένας εφιάλτης, πουθενά δεν συναντούμε μια τρυφερή ανθρώπινη επαφή, μια έστω στιγμιαία αλλά ειλικρινή σύμπλευση δύο ψυχών. Και φυσικά κανένας, μα απολύτως κανένας χαρακτήρας, δεν διαθέτει γενναίο και περήφανο φρόνημα. Είναι ένας κόσμος καρικατούρα, ένας μη πραγματικός κόσμος. Καμιά πολιτική καταγγελία δεν υποκρύπτεται εδώ και, αν επιμένουμε να ερμηνεύουμε με πολιτικούς όρους τη «Δίκη», μπορούμε να το κάνουμε ασφαλώς, όμως θα έχουμε απομακρυνθεί από το πνεύμα του συγγραφέα. Ο οποίος θα γελούσε κάτω από τα μουστάκια του βλέποντας πόσο μακριά κατάφερε να μας παρασύρει.
Πρώτο και κύριο γνώρισμα αυτού του παράδοξου κόσμου, μέσα στον οποίο ξεδιπλώνεται στη «Δίκη», είναι το χάος. Δεύτερο γνώρισμα είναι η ενοχή. Τρίτο η πλήρης αδυναμία απέναντι στο μηχανισμό της Εξουσίας και η σταδιακή αναπόφευκτη ταπείνωση. Τέταρτο η λανθάνουσα σεξουαλικότητα που διατρέχει όλο το έργο. Πέμπτο, η μεγάλη σημασία της ιεραρχίας, όπου στη δουλικά οργανωμένη αυτή κοινωνία, ο καθένας είναι εξουσιαστής του κατώτερου και παράλληλα εξουσιάζεται από τον ανώτερο. Έκτο, η αίσθηση της μοναξιάς. Έβδομο, η παρανοϊκή ατμόσφαιρα.
Πιο αναλυτικά:
Το χάος
Ο Γιόζεφ Κ. βιώνει τον κόσμο ως χάος. Αυτή η προβολή του κόσμου ως χάους είναι χαρακτηριστική όσων πάσχουν από μεθοριακή διαταραχή. Όμως δεν πάσχει ο Γιόζεφ Κ. από μια τέτοια διαταραχή, πάσχει ο Φραντς Κάφκα που με αριστοτεχνικό τρόπο τοποθετεί τον ήρωά του μέσα σε ένα μη πραγματικό, χαοτικό περιβάλλον και τον υποχρεώνει να βιώσει αυτό που ο ίδιος βιώνει καθημερινά στην πραγματικότητά του.
Ο εξωτερικός κόσμος δεν είναι ο μικρόκοσμος της Τράπεζας ή της πανσιόν, όπου μένει ο Κ., αν και στην πανσιόν μπορούμε να δούμε μια μορφή χάους, καθώς νέα πρόσωπα, άγνωστοι ένοικοι, εμφανίζονται. Ο εξωτερικός κόσμος είναι στην ουσία ό,τι αντιπροσωπεύει αυτό το χαοτικό δικαστικό σύστημα που λειτουργεί παράπλευρα προς το επίσημο δικαστικό σύστημα και που έχει ύπουλα εξαπλωθεί στον υποδόριο ιστό του κοινωνικού σώματος.
Από την πρώτη αράδα του μυθιστορήματος, όταν ανακοινώνεται στον Κ. ότι είναι κατηγορούμενος, μέχρι το τέλος της ιστορίας, σε όλη τη διαδρομή του έργου ο αναγνώστης ακολουθεί τον Κ. και βιώνει μαζί του αυτό το ανεξήγητο χάος. Όλα είναι ρευστά, απροσδιόριστα, ασαφή και συγχρόνως επίβουλα, απειλητικά και επικίνδυνα. Τίποτα δεν είναι σταθερό, συγκεκριμένο και σαφές. Οι Δικαστές είναι πρόσωπα χαμένα στην απροσδιοριστία και στην αχλή. Ο Κ. δεν τους βλέπει, ακούει μόνο γι αυτούς και ό,τι ακούει είναι πάντα τρομαχτικό. Ο Κ. κινείται σε ακαθόριστα κτηριακά συγκροτήματα γραφείων, όπου ενοικούν μυστηριώδη πρόσωπα, κλητήρες, κατηγορούμενοι και συνεργαζόμενοι με αυτό το παράπλευρο δικαστικό σύστημα, όλοι με αμφίβολες και σκοτεινές αρμοδιότητες. Το χάος περιέχει μια διαρκή απειλή, ένα συνεχή κίνδυνο και ο Κ. νιώθει ανίκανος να το αντιμετωπίσει.
Η ενοχή
Ο Γιόζεφ Κ. είναι ένοχος. Αυτό αποτελεί μια αναπόσπαστη ιδιότητά του, το κύριο χαρακτηριστικό του, την ταυτότητά του. Ο ίδιος αρνείται αρχικά την ενοχή του, αλλά όσο προχωρεί η διαδικασία, τόσο αφήνεται να παρασυρθεί από τα γεγονότα με ένα μοιρολατρικό τρόπο, σαν να παραδέχεται κάπου στο βάθος της συνείδησής του ότι έχει τελικά αυτή την ιδιότητα. Το Δικαστήριο (ό,τι είναι δηλαδή έξω από αυτόν) τον θεωρεί ένοχο. Είναι κατηγορούμενος, οι ελπίδες αθώωσής του είναι μηδαμινές, ανύπαρκτες σχεδόν. Ο Γιόζεφ Κ. κυκλοφορεί στην πόλη με τη σφραγίδα του ένοχου. Όλοι το ξέρουν αυτό τώρα. Η ενοχή του δεν χρειάζεται αποδείξεις. Απλώς υπάρχει.
Η γυναίκα
Όλες οι γυναικείες μορφές του έργου – πλην της ηλικιωμένης σπιτονοικοκυράς - είναι φιλήδονες. Ο αισθησιασμός, κάθε φορά που εμφανίζεται μια γυναικεία μορφή, είναι ξεκάθαρος και ο Κάφκα φαίνεται να βιώνει εδώ τη γυναικεία παρουσία με καθαρά φιλήδονο τρόπο. Ο «ρομαντικός» – πείτε τον υγιή, αν θέλετε – έρωτας απουσιάζει τελείως. Αξίζει να αναφέρουμε πώς περιγράφει μια συντροφιά κοριτσιών που συναντά ο Γιόζεφ Κ. κατά την επίσκεψή του στο ζωγράφο. Η ηλικία τους είναι γύρω στα δεκατρία και έχουν όλα ένα κράμα παιδικότητας και διαφθοράς. Επικεφαλής είναι μια μικρή με καμπούρα και με ύφος τελείως διεφθαρμένο. Καμιά χάρη και καμιά δροσιά δεν βλέπει ο Κ. (δηλαδή ο Κάφκα) στη γυναίκα, ακόμα και όταν βρίσκεται σ’ αυτή την τρυφερή ηλικία.
Η κοινωνία
Είναι σαφώς κατηγοριοποιημένη σε ανώτερους και κατώτερους. Οι κατώτεροι είναι πάντα δουλοπρεπείς, ευτελίζονται, ταπεινώνονται από τους ανώτερους και υποτάσσονται σ’ αυτούς. Στην υποθετική αυτή κοινωνία δεν υπάρχει αξιοπρέπεια ούτε υπερήφανο φρόνημα. Ανώτεροι όλων είναι οι Δικαστές που και αυτοί ταξινομούνται σε ανώτερους και κατώτερους. Όσο ανεβαίνουμε στην ιεραρχία, βλέπουμε την απόλυτη αυταρχικότητα και την έλλειψη κάθε θετικού συναισθήματος προς όσους είναι κατώτεροι. Το σύστημα δουλεύει στηριζόμενο στην απάθεια, την αναλγησία, την απόλυτη απουσία της φιλίας, της αλληλεγγύης, της αγάπης. Οι ανώτεροι είναι στυγνοί, απαθείς, αδιάφοροι, αυταρχικοί, ανελέητοι, αμείλικτοι προς τους κατώτερους και παράλληλα δουλικοί, ταπεινοί και υποταγμένοι σε όσους είναι ανώτεροι από αυτούς. Το δίπολο εξουσιαστής – εξουσιαζόμενος (καθαρά μαζοχιστικό στοιχείο και όχι πολιτικό) βρίσκει εδώ την τέλεια μορφή του.
Παράλληλα υπάρχουν και αυτοί που κινούνται στο μικρόκοσμο του Γιόζεφ Κ: ο Διευθυντής και ο Υποδιευθυντής, ο θείος, η σπιτονοικοκυρά κλπ. Όλοι αυτοί αντιπροσωπεύουν τους Άλλους, είναι ξένοι προς τον ήρωα, δεν υπάρχει σημείο επαφής.
Το παράπλευρο δικαστήριο
Λειτουργεί παράλληλα με την επίσημη Δικαιοσύνη, δεν έχει όμως καμιά σχέση με αυτήν. Έχει τους δικούς του νόμους που είναι όμως ασαφείς και σκοτεινοί.
«Η υπηρεσία μας» εξηγεί στο Γιόζεφ Κ. ο ένας από τους δύο φύλακες που ήρθαν να τον συλλάβουν, «δεν αναζητά με δική της πρωτοβουλία τους πολίτες με ένοχη συνείδηση, αλλά, όπως ορίζει ο νόμος, έλκεται από την ενοχή. Αυτός είναι νόμος απαράβατος».
Πρόκειται, με άλλα λόγια, για ένα δικαστήριο εγκατεστημένο στη συνείδηση, αόρατο και άυλο μεν, αλλά υπαρκτό και μάλιστα ασύγκριτα ισχυρότερο από ένα κανονικό δικαστήριο. Πράγματι από αυτό το δικαστήριο δεν μπορεί να ξεφύγει καμιά ένοχη συνείδηση και είναι πολύ δύσκολο, σχεδόν ακατόρθωτο να απαλλαγεί από την κατηγορία που τη βαρύνει.
Εδώ τα γνωστά δικονομικά τερτίπια δεν έχουν πέραση. Ο Κ. ως κατηγορούμενος στερείται των δημοκρατικών δικαιωμάτων του. Οι δικαιολογίες του είναι άσκοπες ( μάταιες). Εννοείται ότι ένα τέτοιο δικαστήριο ελάχιστη σημασία δίνει στους συνηγόρους υπεράσπισης. Η κατηγορία και η συνακόλουθη ενοχή είναι αυτά που βαρύνουν εδώ, η υπεράσπιση είναι περιττή, κάτι σαν παρωδία, σαν φτιασίδι στην όλη υπόθεση, γι αυτό θα είναι ισχνή και προσχηματική και φυσικά αναποτελεσματική. Ο Κ. πρέπει να μάθει να υπερασπίζεται μόνος του τον εαυτό του – με άλλα λόγια θα σταθεί ανυπεράσπιστος μπροστά στους δικαστές του.
Ένα δικαστήριο συνείδησης δεν φυλακίζει, αφήνει τον κατηγορούμενο να περιφέρεται ελεύθερος, αλλά τον παρακολουθεί άγρυπνα. Η σύλληψή του είναι κάτι «πνευματικό», όχι όπως συλλαμβάνεται ένας κλέφτης, αυτό λέει στον Κ. η κυρία Γκρούμπαχ, η ιδιοκτήτρια της πανσιόν. Με άλλα λόγια ο Κ. μπορεί να κυκλοφορεί ελεύθερος, αλλά κυκλοφορεί με το στίγμα του κατηγορούμενου (και αυτή είναι η βαθιά αίσθηση κάθε ενοχικού ατόμου). Υποσυνείδητα ο Κ. ομολογεί το ενοχικό του συναίσθημα, όταν λέει στην κυρία Γκρούμπαχ: «Αν θέλετε να διαφυλάξετε την αξιοπρέπεια του σπιτιού σας, πρέπει πρώτα από όλα να διώξετε εμένα».
Τέλος μια φράση πολύ αποκαλυπτική για τη σχέση του ενοχικού, μαζοχιστικού ατόμου με την εξουσία είναι η φράση που βάζει ο συγγραφέας στο στόμα της δεσποινίδας Μπύρστνερ, καθώς συζητά με τον Κ.: «Οι δίκες ασκούν μια παράξενη έλξη σε όλους τους ανθρώπους». Όχι βέβαια σε όλους τους ανθρώπους, αλλά στους ενοχικούς και τους μαζοχιστές οπωσδήποτε.
Η πρώτη ανάκριση
Και μόνη η λέξη «ανάκριση» παραπέμπει στη συγκεκριμένη σαδομαζοχιστική φαντασίωση. Στην ουσία πρόκειται καθαρά για δημόσια διαπόμπευση. Η ανάκριση σ’ αυτό το μυστηριώδες δικαστήριο γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα, μια φορά συνήθως την εβδομάδα και την Κυριακή, όταν ο Κ. δεν εργάζεται. Αυτή η κανονικότητα (και η συχνότητα) των ανακρίσεων που παράλληλα εξευτελίζουν δημόσια το θύμα, μάς παραπέμπει σε σαδομαζοχιστικές τελετές που αποτελούν μια αγαπημένη φαντασίωση κάθε μαζοχιστή.
Η πρώτη ανάκριση πραγματοποιείται σε ένα απομακρυσμένο σπίτι – καμιά σχέση με δικαστικά μέγαρα. Ο ευρύτερος χώρος αποτελείται από γκρίζες, λαϊκές πολυκατοικίες. Ο Κ. νιώθει να τον παρακολουθεί ο Ανακριτής πίσω από κάποιο παράθυρο, καθώς αυτός είναι ακόμα στο δρόμο (αίσθηση διαρκούς παρακολούθησης, χαρακτηριστικό της παρανοειδούς διαταραχής). Η αίθουσα, ένας χώρος μεγάλος για τελετές, είναι κατάμεστη από κόσμο που θα παρακολουθήσει τη διαπόμπευση του Κ.
Πρώτη αποδοκιμασία: «Αργήσατε μία ώρα και πέντε λεπτά», λέει ο Ανακριτής στον Κ. Αυτός παραιτείται αμέσως από την υπεράσπιση του εαυτού του. Ελπίζει ωστόσο να κερδίσει τη συμπάθεια του κόσμου, αλλά, όπως θα αποδειχθεί παρακάτω, αυτό είναι αδύνατο. Όταν δηλώνει την ανώτερη επαγγελματική του θέση, προκαλεί τα γέλια του κόσμου (εξευτελισμός, γελοιοποίηση). Γελά κι αυτός (αυτοταπείνωση). Ο Ανακριτής όμως αντιτείνει ότι ο Κ. είναι ελαιοχρωματιστής (ταπείνωση) και αυτό το λέει με κατηγορηματικό τρόπο. Ο κόσμος έχει καρφώσει με ένταση τα μάτια πάνω του, παρακολουθεί άγρυπνα κάθε κίνησή του ( η ηδονή τού να είσαι θήραμα). Ο Κ. εκφωνεί ένα λογύδριο προσπαθώντας να ενισχύσει κάπως την αξιοπρέπειά του, αλλά φοβάται ότι οι υπάλληλοι του Δικαστηρίου θα διαδώσουν την είδηση της σύλληψης και θα δυσφημίσουν το όνομά του (γενική διαπόμπευση στην ευρύτερη κοινωνία).
Παρατηρεί ότι ο Ανακριτής κάνει νόημα με το βλέμμα σε κάποιον από το πλήθος και το καταγγέλλει με θάρρος (που απλώς θα αυξήσει τον εξευτελισμό και τη γελοιοποίησή του): «Μόλις τώρα ο κύριος Ανακριτής έκανε σε κάποιον από σας ένα κρυφό νεύμα. Υπάρχουν λοιπόν άτομα ανάμεσά σας που παίρνουν εντολές αποδώ πάνω».
Εδώ έχουμε ένα σαφέστατο σύμπτωμα παρανοειδούς διαταραχής, κατά την οποία το άτομο κυριαρχείται από μεγάλη καχυποψία για τους άλλους και διαβάζει κρυμμένα μειωτικά ή απειλητικά μηνύματα σε άσχετες παρατηρήσεις ή γεγονότα.
Στη συνέχεια ο παρανοϊκός ιδεασμός του εντείνεται. Λέει με δυνατή φωνή ότι έχει καταλάβει πως εδώ κρύβεται μια μεγάλη οργάνωση που διαθέτει πλήθος ανωτέρων και κατωτέρων υπαλλήλων (ιεραρχία), ακόμη και δημίους και συλλαμβάνει αθώους που δεν μπορούν να υπερασπίσουν τον εαυτό τους και που εξευτελίζονται σε δημόσιες συναθροίσεις : «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πίσω από όλες αυτές τις δραστηριότητες του εν λόγω δικαστηρίου, όπως φυσικά και πίσω από τη δική μου σύλληψη και τη σημερινή ανάκριση κρύβεται μια μεγάλη οργάνωση».
Μέσα σ’ αυτή την εξευτελιστική φαντασιώδη ατμόσφαιρα (που ο Γιόζεφ Κ. τη βιώνει ως μια ομιχλώδη ατμόσφαιρα), ο Κάφκα προσθέτει μια φαινομενικά άσχετη πινελιά: ένας άνδρας κοντά στην πόρτα έχει «στριμώξει» μια γυναίκα. Με το ρήμα αυτό μπορούμε να υποθέσουμε είτε ότι το ζευγάρι βρίσκεται σε ερωτικές διαχύσεις είτε ότι κάνει σεξ. Είναι πάντως μια άσεμνη, σεξουαλική εικόνα που μπορεί εξωτερικά να μην έχει καμιά σύνδεση με τα τεκταινόμενα, έχει όμως μια συνεπή εσωτερική σύνδεση, εφόσον εδώ, σ’ αυτό το κεφάλαιο, υλοποιούνται συγχρόνως όλες σχεδόν οι ψυχικές αποκλίσεις του συγγραφέα, δηλαδή έχουμε εδώ μια φαντασίωση που περιέχει έντονο το στοιχείο της παρανοειδούς και της μεθοριακής διαταραχής, του μαζοχισμού και των σεξουαλικών φαντασιώσεών του.
Η άσεμνη αυτή σκηνή προκαλεί τον ενθουσιασμό όσων βρίσκονται εκεί κοντά και ο Κ. συνειδητοποιεί ξαφνικά ότι όλοι όσοι είναι μέσα στην αίθουσα αποτελούν ένα «σινάφι». Παρατηρεί καλύτερα πόσο χαμερπής είναι η εξωτερική τους εμφάνιση και ανακαλύπτει ότι όλοι, ακόμα και ο Ανακριτής, φορούν κάποιο σήμα στο πέτο. Είναι δηλαδή μέλη μιας συμμορίας (παρανοϊκός ιδεασμός) που παρακολουθεί τις αντιδράσεις του Κ. και διασκεδάζει (εξευτελισμός). Αυτό το καταγγέλλει δυνατά: «Ώστε έτσι, είστε λοιπόν όλοι μέλη της διεφθαρμένης συμμορίας που τόση ώρα κατηγορούσα». Όλοι επομένως φαίνονται να είναι προσυνεννοημένοι και όλοι συνωμοτούν εναντίον του. Σ’ αυτό το σημείο το παρανοϊκό του ντελίριο βρίσκεται στην κορύφωσή του.
Πολύ γρήγορα, μια και εδώ δεν πρόκειται για διατριβή αλλά για ένα σύντομο άρθρο, μπορούμε να εντοπίσουμε μερικά ακόμη από τα πολλά νοσηρά στοιχεία που διατρέχουν το μυθιστόρημα.
«Στην άδεια αίθουσα των συνεδριάσεων».
Ο Κ. κατορθώνει να δει τα βιβλία του Ανακριτή, όπου μεταξύ άλλων παρατηρεί την άσεμνη ζωγραφιά ενός γυμνού ζευγαριού. Μια λαϊκή γυναίκα που φαίνεται εμπλεγμένη στο σύστημα προσπαθεί να τον σαγηνέψει. Είναι αυτή που στο προηγούμενο κεφάλαιο είχε παραδοθεί στις ερωτικές διαχύσεις κάποιου άνδρα μέσα στην αίθουσα της ανάκρισης. Είναι παντρεμένη με ένα κλητήρα του δικαστηρίου, αλλά έχει σχέσεις με διάφορους άλλους. Επίσης την ορέγεται ο Ανακριτής. Ο Κ. νιώθει γι αυτήν σεξουαλική έλξη. Αργότερα συναντά το σύζυγό της, ο οποίος χωρίς καμιά αναστολή τού λέει ότι τη γυναίκα του τη χρησιμοποιούν οι άνδρες του δικαστηρίου. Όλες αυτές οι λεπτομέρειες παραπέμπουν στις σεξουαλικές φαντασιώσεις του συγγραφέα.
«Η φίλη της δεσποινίδας Μπύρστνερ».
Ο Κ. συναντά μια φίλη και ένα φίλο της δεσποινίδας Μπύρστνερ. Και για τους δύο αυτούς είναι βέβαιος ότι πρόκειται για συνωμότες «που κρυμμένοι πίσω από το προσωπείο της πιο αθώας ανιδιοτέλειας προσπαθούν να τον κρατήσουν μακριά από τη δεσποινίδα Μπύρστνερ». (Παρανοειδής ιδεασμός).
«Ο μαστιγωτής».
Εδώ θα μπορούσαμε να πούμε πολλά, αλλά θα περιοριστούμε αναγκαστικά στα πιο κραυγαλέα σημεία. Ο μαστιγωτής έχει τα στερεότυπα χαρακτηριστικά, με τα οποία τον φαντασιώνονται οι μαζοχιστές: είναι ηλιοκαμένος σαν ναυτικός, με πρόσωπο τραχύ και γεμάτο υγεία, φορά μια δερμάτινη στολή που αφήνει γυμνά τα χέρια και το στέρνο του και κρατά μια βέργα. Τα θύματά του είναι δυο κατώτεροι φύλακες – καθόλου συμπτωματικά ο ένας από αυτούς λέγεται Φραντς - που πρέπει να μείνουν γυμνοί και να μαστιγωθούν ανελέητα για ένα ασήμαντο παράπτωμα. Η σκηνή εξελίσσεται σε μια αποθήκη της Τράπεζας.
«Η τιμωρία είναι δίκαιη και δεν υπάρχει τρόπος να την αποφύγουν», λέει ο μαστιγωτής στον Κ. Και πιο κάτω: «Το καθήκον μου είναι να δέρνω και θα δέρνω». Ο φύλακας με το όνομα Φραντς δέχεται ένα δυνατό χτύπημα με τη βέργα και αφήνει μια δυνατή κραυγή που αντιβουίζει σε όλο το κτήριο. Σωριάζεται κάτω «μισολιπόθυμος σπαρταρώντας από την αγωνία με τα χέρια να ψηλαφούν απεγνωσμένα το πάτωμα. Καθώς κυλιόταν κατάχαμα, η άκρη της βέργας ανεβοκατέβαινε πάνω του ρυθμικά». Ο Κ. φεύγει αποκεί με τη σκέψη ότι ο μαστιγωτής, καθώς διαθέτει απόλυτη εξουσία πάνω στους φύλακες, μπορεί να τους δείρει «μέχρι θανάτου». Την επόμενη μέρα που περνά πάλι από την αποθήκη και ανοίγει την πόρτα, βλέπει το ίδιο αποτρόπαιο θέαμα, το μαστιγωτή με τη βέργα στο χέρι και τους φύλακες γυμνούς να σκούζουν και να ικετεύουν για βοήθεια.
Ο μαστιγωτής δεν είναι παρά μια καρικατούρα του φοβερού πατέρα και εδώ μπορούμε να υποθέσουμε ότι υπολανθάνει ομοφυλόφιλος σαδομαζοχισμός.
«Η Λένι».
«Δεν υπάρχει τρόπος να αντισταθεί κανείς σ’ αυτό το δικαστήριο», λέει η Λένι στον Κ., ενώ πιέζει το στήθος της στο δικό του, «Η μόνη λύση είναι να ομολογήσει κανείς την ενοχή του». Υποταγή στην εξουσία και σεξουαλική διέγερση, δύο στοιχεία εμπλεγμένα σε ένα.
«Ο δικηγόρος – ο βιομήχανος – ο ζωγράφος».
Είναι αδύνατο να μεταφέρουμε εδώ το πλήθος των πληροφοριών που παραθέτει ο Κάφκα σχετικά με την αδυναμία του κατηγορούμενου να υπερασπιστεί τον εαυτό του στο παράπλευρο δικαστήριο. Σταχυολογούμε μόνο: ο Κ. μαθαίνει ότι «ο νόμος ούτε καν προβλέπει ρητά την ύπαρξη υπεράσπισης, απλώς την ανέχεται» και ότι το δωμάτιο των δικηγόρων («δικηγορίσκοι αμφιβόλων ικανοτήτων») είναι ένα στενό καμαράκι που «φανερώνει σ’ όλο της το μεγαλείο την περιφρόνηση με την οποία τους αντιμετωπίζει το δικαστήριο». Ακόμη «απαγορεύεται αυστηρά στους δικηγόρους να τολμήσουν την παραμικρή μεταρρύθμιση στο δωμάτιο έστω και με δικά τους έξοδα…Όσο περισσότερο αποθαρρύνεται η υπεράσπιση, τόσο ο κατηγορούμενος αναγκάζεται να στηριχθεί αποκλειστικά στον εαυτό του». Και πιο κάτω: «Ο κατηγορούμενος δεν έχει δικαίωμα να διαβάσει τη δικογραφία…και ο συνήγορος δεν έχει το δικαίωμα να παρευρίσκεται στις ανακρίσεις».
Με άλλα λόγια στο αφύσικο αυτό Δικαστήριο ο κατηγορούμενος δεν έχει ουσιαστικά δικαίωμα υπεράσπισης. Αν είχε, τότε η νοσηρή γοητεία αυτού του Δικαστηρίου θα εξατμιζόταν. Αλλά ο πυρήνας του μυθιστορήματος είναι ακριβώς αυτή η νοσηρή γοητεία.
Ο Τιτορέλι, ο ζωγράφος, λέει πολύ ενδιαφέροντα πράγματα στον Κ. Αναγκαστικά εδώ θα περιοριστούμε σε πολύ λίγα. «Δεν ξέρω κανέναν κατηγορούμενο που να έχει αθωωθεί οριστικά». «Οι κατώτεροι δικαστές δεν έχουν το δικαίωμα να απαλλάξουν κάποιον οριστικά. Αυτό το δικαίωμα το έχει μόνο το Ανώτατο Δικαστήριο που είναι τελείως απρόσιτο. Κανείς μας δεν ξέρει πώς είναι εκεί». «Το δικαστήριο δεν ξεχνά ποτέ».
Στη μαζοχιστική φαντασίωση ο κατηγορούμενος δεν έχει ποτέ δικαιώματα, είναι ανυπεράσπιστος μπροστά στην εξουσία, η δε εξουσία δεν ξεχνά και δεν συγχωρεί. Επομένως ο κατηγορούμενος είναι χαμένος από χέρι. Γι αυτό έχει μεγάλη σημασία για το συγκεκριμένο μύθο: α) να είναι ο Κ. κατηγορούμενος, χωρίς ακριβώς να ξέρει γιατί β) να μην έχει δικαίωμα υπεράσπισης γ) να μη γνωρίζει πότε θα τελειώσει αυτή η περιπέτειά του και συγχρόνως να ανησυχεί βάσιμα ότι δεν πρόκειται να τελειώσει ποτέ.
«Ο έμπορος Μπλοκ και η ανάκληση του δικηγόρου».
Ο έμπορος Μπλοκ που είναι κι αυτός κατηγορούμενος εξευτελίζεται μπροστά στο δικηγόρο του, γονατίζει, του φιλά το χέρι, ενώ ο δικηγόρος δείχνει αδιάφορος απέναντί του και περιφρονητικός. «Δεν υπάρχει καμιά αλληλεγγύη μεταξύ των κατηγορουμένων» λέει ο Μπλοκ στον Κ.
Μαζοχιστική σκηνή.
«Στη Μητρόπολη».
Εδώ έχουμε την περίφημη παραβολή του Νόμου και του Φύλακα. Η παραβολή έχει ερμηνευθεί με πολλούς τρόπους. Ακόμα και μια γνωστική προσέγγιση έχει επιχειρηθεί, δεδομένου ότι ο Κάφκα είχε ενδιαφερθεί για τους Γνωστικούς και τόσο «Η Δίκη» όσο και «Ο Πύργος» μπορούν πράγματι να ερμηνευθούν με τον τρόπο σκέψης των Γνωστικών.
Ο Νόμος υπάρχει απρόσιτος Κάπου σε ένα Χώρο, όπου κανείς δεν μπορεί να εισχωρήσει. Ο Νόμος μπορεί να είναι ο Νόμος, μπορεί να είναι ο Θεός, μπορεί να είναι οτιδήποτε πανίσχυρο, παντοδύναμο, σκοτεινό, ανεξιχνίαστο και απρόσιτο που ο ανθρώπινος νους το διαισθάνεται με ανατριχίλα. Είναι το υπέρτατο Δέος, μπροστά στο οποίο ο άνθρωπος εκμηδενίζεται.
Με μια ψυχαναλυτική προσέγγιση ο Νόμος είναι ο Πατέρας, ο Χέρμαν Κάφκα, η οντότητα εκείνη για την οποία ο Φραντς Κάφκα ένιωθε σε όλη του τη ζωή δέος, φόβο, σεβασμό, λατρεία και υποταγή, μια οντότητα που προϋπάρχει και είναι σχεδόν μυστηριακή, απρόσβλητη από το καθετί, κυρίαρχη των πάντων. Ο Πατέρας είναι το Ον.
Ο χωρικός που θα έρθει στην Πύλη και εκεί θα μείνει ως το θάνατό του παρακαλώντας το φύλακα να τον αφήσει να περάσει μέσα, είναι ο ίδιος ο Φράντς Κάφκα που θέλει να προσεγγίσει τον Πατέρα. Δεν θα τα καταφέρει ποτέ. Θα πεθάνει ικετεύοντας το φύλακα να του επιτρέψει την είσοδο. Ο φύλακας είναι όλοι εκείνοι οι αυτόματοι, ανακλαστικοί μηχανισμοί που αλυσιδωτά (είναι κι άλλοι φύλακες πιο μέσα) θα κρατήσουν τον ικέτη σε κατάσταση μάταιης προσμονής και υποταγής. Η Πύλη αυτή θα κλείσει με το θάνατο του ικέτη, ο Φραντς δεν θα συναντηθεί ποτέ με αυτό το προϋπάρχον και ασύλληπτο για το νου του Ον που καθόρισε (και, κατά την άποψή του, κατέστρεψε) τη ζωή του, δεν συναντηθεί ποτέ με τον πατέρα του.
«Το τέλος».
«Σαν το σκυλί!». Είναι η τελευταία σκέψη του Κ. καθώς πεθαίνει μαχαιρωμένος από δυο δήμιους του παράπλευρου δικαστηρίου. Και η τελευταία φράση του συγγραφέα: «Λες και η ντροπή θα εξακολουθούσε να υπάρχει και μετά το θάνατό του». Ο Κ. θα πεθάνει, η ντροπή και η ενοχή του όμως δεν θα σβήσουν ποτέ. Αυτό είναι ένα είδος Κόλασης, μια αιώνια τιμωρία, το τελευταίο δώρο που προσφέρει ο συγγραφέας στον Κ. στην προβολή του δηλαδή, στο avatar του.
Ο Φραντς Κάφκα θα επιθυμήσει την απόλυτη αυτοεξάλειψή του και στην πραγματική ζωή, θα επιθυμήσει να σβήσει κάθε ίχνος από το πέρασμά του από αυτό τον κόσμο. Η επιθυμία του δεν θα πραγματοποιηθεί, φρόντισε γι αυτό ο Μαξ Μπροντ. Σήμερα είναι από τους πιο πολυσυζητημένους και πολυδιαβασμένους συγγραφείς του καιρού μας και από τους κορυφαίους λογοτέχνες του 20ού αιώνα.
Ο ίδιος ο Κάφκα δεν θα μπορούσε να φανταστεί κάτι τέτοιο. Ερώτημα παραμένει, αν θα το ήθελε.
Καίτη Βασιλάκου
Πηγή
http://bibliotheque.gr/?p=15085
3.
«Δεν γνωρίζω για τι πράγμα κατηγορούμαι, αλλά και γιατί κλήθηκα να απολογηθώ...»
Εγώ, η Ιωάννα Μπουραζοπούλου, αναγνώστρια, έχοντας επίγνωση των συνεπειών του Νόμου, ομολογώ ότι διάβασα το έργο του Φραντς Κάφκα, «Η Δίκη»...
Εισαγγελέας: Ενσταση, η κατηγορουμένη επιμένει να αποκρύπτει τη συγγραφική της ιδιότητα!
Συνήγορος: Η πελάτισσά μου προσάχθηκε ως αναγνώστρια, η συγγραφική της ιδιότητα δεν σχετίζεται με την υπόθεση.
Δικαστής: Δεν υπάρχει ιδιότητα της κατηγορουμένης που να μη σχετίζεται με αυτήν την υπόθεση.
... έργο που επηρέασε όχι μόνο την έμπνευσή μου αλλά και την κοινωνική μου συνειδητοποίηση, υποχρεώνοντάς με να αναγνωρίσω ως πραγματική, για να μην πω αναπόφευκτη, τούτη την ατέρμονη ακροαματική διαδικασία, που με αφορά έστω κι αν δεν με περιέχει, με περιέχει έστω κι αν δεν με αφορά.
1ος Ενορκος: Η επανάληψη ευτυχώς την ωρίμασε. 2ος ενορκος: Ηταν τόσο κουραστική όταν αρνιόταν την ενοχή της.
Διάβασα το συγκεκριμένο βιβλίο πριν από δεκατέσσερα χρόνια, Αύγουστο μήνα, στο κατάστρωμα ενός πλοίου με προορισμό την Αμοργό.
3ος Ενορκος: Το νησί μού φάνηκε εξ αρχής ύποπτο. 4ος Ενορκος: Το ίδιο και ο μήνας.
Η όμορφη παραλία της Αιγιάλης με τις ξαπλώστρες και γραφικά ταβερνάκια μεταμορφώθηκε σε μουντή αίθουσα δικαστηρίου με λερωμένα τζάμια και μουχλιασμένα έδρανα, όπου συνωστίζονται, ψιθυρίζοντας συνωμοτικά, μαυροντυμένες φιγούρες με ανέκφραστα πρόσωπα.
5ος Ενορκος (ψιθυρίζει): Ανέκφραστη είναι η σοβαρότητα. 6ος Ενορκος (ψιθυρίζει): Τα τζάμια μού φαίνονται καθαρά.
Εκτοτε αντιπαλεύω με το σουρεαλιστικό αδιέξοδο που μου σύστησε ο Κάφκα, σε κάθε μου φράση...
Μαστιγωτής: Υπάρχει μετά θάνατον ζωή;
Ιερέας: Εννοείτε, ζωή μετά από αυτή τη δίκη;
... και σε κάθε μου σκέψη.
Δικαστής: Πλατειάζεις κατηγορουμένη, περιορίσου σε όσα ξέρεις για την υπόθεση.
Η υπόθεση του έργου είναι η εξής: ένας ανυποψίαστος πολίτης, ο Γιόζεφ Κ., συλλαμβάνεται χωρίς να μάθει το γιατί, αφού δεν του απαγγέλλονται κατηγορίες. Αγωνιζόμενος να αποδείξει την αθωότητά του, μπλέκεται στα πλοκάμια ενός χαοτικού δικαστικού συστήματος που λειτουργεί με παράλογες εξωδικαστικές διαδικασίες, συμφιλιώνεται σταδιακά με τη ματαιότητα της αντίστασης και αποδέχεται την εκτέλεσή του.
7ος Ενορκος: Τι στρεβλή κατάθεση. 8ος Ενορκος: Κατ' αρχάς ο Γιόζεφ Κ. ήταν ένοχος.
Οι εφιάλτες μου απέκτησαν πρόσωπο - το δικό μου! - όταν διάβασα ότι η υπηρεσία που συνέλαβε τον Γιόζεφ Κ. δεν κινείται με δική της πρωτοβουλία, αλλά έλκεται από την ενοχή των συλληφθέντων και ότι η δικογραφία συμπληρώνεται σταδιακά, ανάλογα με τη στάση που τηρούν οι υπόδικοι.
9ος Ενορκος: Ως μέθοδος απόδοσης δικαιοσύνης, ακούγεται ορθή. 10ος Ενορκος: Θα έλεγα, ανθρωπιστική.
Το γεγονός ότι ο Γιόζεφ Κ. μετά τη σύλληψή του δεν υφίσταται κανέναν περιορισμό και εξακολουθεί να μένει στο σπίτι του, να εργάζεται στη δουλειά του, να διάγει κανονικά την καθημερινότητά του, με μόνη διαφορά την επίγνωση ότι είναι υπό κράτηση, διέλυσε και τις τελευταίες μου ψευδαισθήσεις ελευθερίας και αυτοδιάθεσης.
Δεσμοφύλακας: Η ελευθερία είναι υπερεκτιμημένη.
Απαγχονισμένος: Η αυτοδιάθεση είναι αστικός μύθος.
Κι όμως, δεν με τρόμαξε τόσο η σύλληψη χωρίς κατηγορία, η δίκη χωρίς δίκη και η βία χωρίς βία, όσο το γεγονός ότι το σύστημα χρησιμοποιεί ως κατώτερους υπαλλήλους ή ως μεσολαβητές καθημερινούς ανθρώπους, όπως γείτονες και συναδέλφους του Γιόζεφ Κ., πλύστρες, ζωγράφους, σπουδαστές, παραδουλεύτρες, ανήλικα κορίτσια, οι οποίοι στην ουσία συνιστούν ένα άτυπο σώμα Ενόρκων που διαρκώς μεγεθύνεται και παρακολουθεί σαρκάζοντας, απαξιώνοντας ή επικρίνοντας την προσπάθεια του υπόδικου, προοιωνίζοντας την καταδίκη του.
11ος Ενορκος (χασμουριέται): Αυτή η ομολογία τραβάει σε μάκρος.
Ως εκ τούτου και δεδομένου ότι δεν γνωρίζω για τι πράγμα κατηγορούμαι, αλλά και γιατί κλήθηκα να απολογηθώ ενώπιόν σας, ούτε ποιοι είστε εσείς και τι εκπροσωπείτε, όπως και τι αναμένετε από μέρους μου ή τι θα ήταν προς το συμφέρον μου να πω ή, ακόμη ακόμη, ποιο είναι το συμφέρον μου, από τι καθορίζεται και πώς προσδιορίζεται, επιλέγω να υπερασπιστώ τον εαυτό μου...
12ος Ενορκος: Θα υπερασπιστεί τον εαυτό της.
13ος Ενορκος: Αυτό είναι καθαρή τρέλα!
... απέναντι σε ανώνυμους Ενόρκους με γνώριμα πρόσωπα, που πολλαπλασιάζονται με τη μέθοδο της διχοτόμησης, σαν τις αμοιβάδες...
14ος Ενορκος: Εγώ ήμουν ανέκαθεν εδώ.
15ος Ενορκος: Μπορεί να μην ξέρω πότε ήρθα, αλλά είμαι σίγουρος ότι προηγήθηκα.
.. και έχουν καταλήξει σε ετυμηγορία προτού ακούσουν την απολογία μου...
16ος Ενορκος: Ενοχη!
... ετυμηγορία με την οποία ίσως και να μη διαφωνώ...
Εισαγγελέας: Ομολόγησε! Η κατηγορουμένη ομολόγησε την ενοχή της!
... διότι όταν υπερασπίζομαι τον εαυτό μου απέναντί σας είναι σαν να νομιμοποιώ την αυθαίρετη εξουσία σας και όταν δεν τον υπερασπίζομαι είναι σαν να αποδέχομαι τις κατηγορίες...
17ος Ενορκος: Μπορώ να πάρω τα ρούχα της μετά την εκτέλεση;
... με το μοναδικό επιχείρημα που διαθέτω: πως όταν διάβασα το συγκεκριμένο βιβλίο, με διάβασε κι εκείνο.
Συνήγορος: Ιδού! Η πελάτισσά μου βρισκόταν σε νόμιμη άμυνα!
Γνωρίζω ότι η έξοδος από τον φαύλο κύκλο του παραπάνω συλλογισμού θα είναι μόνο εθελούσια...
Εισαγγελέας: Οπως του Γιόζεφ Κ.
... έτσι δεν απορώ για το ότι, στα δεκατέσσερα χρόνια που διαρκεί αυτή η δίκη, δεν σημειώθηκε καμία απολύτως πρόοδος...
Συνήγορος: Το αποκαλούμε «παράταση ζωής».
... καθώς εξοικειώθηκα με τη ματαιότητα της επανάληψης και η λύση με τρομάζει.
Δικαστής: Απ' την αρχή, το χέρι σου στο ευαγγέλιο.
Εγώ, η Ιωάννα Μπουραζοπούλου, έχοντας επίγνωση των συνεπειών του Νόμου...
Της Ιωάννας Μπουραζοπούλου
''ΝΕΑ''
31-7-2012
4.
130 χρόνια από τη γέννηση του Φραντς Κάφκα
Στον μεγάλο τσέχο συγγραφέα του 20ού αιώνα
αφιερώνει το doodle της 3ης Ιουλίου η Google
Στη διάρκεια της ζωής του ο Κάφκα έγραφε διαρκώς –στα γερμανικά–, αλλά δημοσίευε ελάχιστα. Οι μελετητές του υπολογίζουν ότι, όσο ζούσε ο Κάφκα, είδαν το φως της δημοσιότητας λιγότερες από 450 σελίδες, διηγήματα τυπωμένα κυρίως σε λογοτεχνικά περιοδικά. Παίδευε πολύ τα κείμενά του και ό,τι δεν τον ικανοποιούσε αισθητικά κατέληγε στη φωτιά. Εκτιμάται ότι είχε καταστρέψει το ενενήντα τοις εκατό των γραπτών του. Αντίστοιχη ήταν και η οδηγία που άφησε πεθαίνοντας στον στενό φίλο του Μαξ Μπροντ (1884-1968), τον εκτελεστή της διαθήκης του: «Ακριβέ μου Μαξ, η τελευταία μου επιθυμία: Ολα όσα αφήνω πίσω μου… ημερολόγια, χειρόγραφα, επιστολές (δικές μου και άλλων), σημειώσεις κτλ. να καούν αδιάβαστα. Δικός σου, Φραντς Κάφκα».
Αν ο Μπροντ είχε εκτελέσει την τελευταία επιθυμία του φίλου του, σήμερα δεν θα γράφονταν αυτές οι γραμμές. Εκείνος όμως πίστευε πολύ στη ρηξικέλευθη γραφή του Κάφκα και δεν σκόπευε να καταστρέψει τα κείμενά του – του το είχε δηλώσει μάλιστα. Σε αυτή τη δήλωση στηρίχθηκε για να παραβεί την εκπεφρασμένη εντολή του φίλου του εκδίδοντας ένα ένα τα κείμενα του Κάφκα από τα ημιτελή χειρόγραφά του: «Δίκη» (1925), «Πύργος» (1926), «Αμέρικα» (1927)… Το 1939, φεύγοντας από την Πράγα για την Παλαιστίνη λίγο προτού οι ναζιστές κλείσουν τα σύνορα της Τσεχίας, ο Μπροντ παίρνει μαζί του μια βαλίτσα με τα κατάλοιπα του Κάφκα. Στη διάρκεια της ζωής του ο Μαξ Μπροντ δημοσίευσε περίπου 83 βιβλία του Κάφκα ή για τον Κάφκα, υποβάλλοντας στη διεθνή λογοτεχνική κοινότητα την αίσθηση ότι το έργο του ήταν τόσο ξεχωριστό, τόσο σπουδαίο, που αποτελούσε κοινό κτήμα της ανθρωπότητας και δεν ανήκε σε κανέναν για να το απαγορεύσει, ούτε στον ίδιο.
Αφιερωμένο στον Κάφκα το doodle της 3ης Ιουλίου η Google,
που παραπέμπει στην περίφημη νουβέλα του «Η μεταμόρφωση»
Το έργο του Κάφκα αντιστάθηκε σε όλες τις απαγορεύσεις και επιβιώνει παραμένοντας διαρκώς επίκαιρο και δημοφιλές. Οι φανταστικές εφιαλτικές ιστορίες του, το σουρεαλιστικό χιούμορ του και η εξπρεσιονιστική γραφή του, που εκφράζει το άγχος, την αγωνία και την αποξένωση του σύγχρονου ανθρώπου σε έναν εχθρικό κόσμο απρόσωπης γραφειοκρατικής εξουσίας και καταπίεσης, άφησαν το αποτύπωμά τους σε μια ολόκληρη στρατιά επιγόνων – ξεκινώντας με τον πολύ συγγενικό του και εξίσου επιδραστικό Μπόρχες και περνώντας στον Σαρτρ και στους υπαρξιστές, στον Καμί, στον Ιονέσκο, στον Κούντερα, στον Ναμπόκοφ, στον Σαραμάγκου, στον Μάρκες... Ενας κόσμος, μια θεματολογία, μια ατμόσφαιρα, μια άποψη για την ανθρώπινη κατάσταση και την κοινωνία, που περικλείονται σε ένα επίθετο το οποίο έχει πλέον ενταχθεί στο καθημερινό λεξιλόγιο: «καφκικός».
Ο Κάφκα πέθανε στις 3 Ιουνίου του 1924 στο σανατόριο Κίρλινγκ στα περίχωρα της Βιέννης. Ταλαιπωρημένος από τη φυματίωση, ο λαιμός του αρνιόταν να καταπιεί οτιδήποτε του έδιναν να φάει. «Eσβησε» από ασιτία, όπως ο εμπορικός αντιπρόσωπος Γκρέγκορ Σάμσα, ο άνθρωπος-κατσαρίδα που πρωταγωνίστησε στην περίφημη νουβέλα του «Η μεταμόρφωση (1915)», ένα από τα ελάχιστα κείμενα που τύπωσε ο Κάφκα όσο ζούσε. Hταν 41 ετών.
Σ Χ Ε Τ Ι Κ ΕΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
''Η Δίκη''-'Ολο το κείμενο στα ελληνικά (Μετάφραση:Γιάννης Βαλούρδος)
[ http://www.scribd.com/doc/124225523/%CE%A6%CF%81%CE%B1%CE%BD%CF%84%CF%82-%CE%9A%CE%AC%CF%86%CE%BA%CE%B1-%CE%97-%CE%94%CE%AF%CE%BA%CE%B7 ]
ΦΡΑΝΤΣ ΚΑΦΚΑ
wiki / ''The Trial'' (1962 film)
wiki / ''The Trial''
''The Trial'' , Orson Welles - ΕΙΚΟΝΕΣ
Ιnterview with the BBC in 1962:
Orson Welles discusses his approach to filming The Trial
[ http://diaryofascreenwriter.blogspot.gr/2013/03/welles-and-kafka-on-making-trial_7.html ]
Καίτη Βασιλάκου – Φραντς Κάφκα σε τρία μέρη