''Death In Venice''
''Death In Venice''
Directed by | Luchino Visconti |
---|---|
Produced by | Luchino Visconti |
Written by | Luchino Visconti Nicola Badalucco Thomas Mann (novella 1912) |
Starring | Dirk Bogarde Silvana Mangano Romolo Valli Mark Burns Björn Andrésen |
Music by | Vittorio Trentino Giuseppe Muratori Gustav Mahler |
''ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗ ΒΕΝΕΤΙΑ''
1911. Μετά από μια κρίση δημιουργικότητας, ο μουσικός Γκούσταφ φον Άσενμπαχ φτάνει στο Λίντο της Βενετίας για να περάσει μόνος του μια περίοδο διακοπών όχι μόνο για να στοχαστεί, αλλά κι επειδή είναι κουρασμένος και άρρωστος. Στο ξενοδοχείο στο οποίο καταλύει, την προσοχή του προσελκύει μια οικογένεια πολωνών τουριστών και ιδιαίτερα ένας πανέμορφος έφηβος, ο Τάτζιο, για τον οποίο νιώθει αμέσως μεγάλη έλξη. Έχοντας σε αντάλλαγμα μιαν αμφίσημη ανταπόκριση, ο Γκούσταφ ακολουθεί με το βλέμμα το νεαρό στο ξενοδοχείο και στην παραλία, και αναστατωμένος απ’ το πάθος, αποφασίζει να φύγει, όταν ένα μπέρδεμα με τις αποσκευές τον αναγκάζει να επιστρέψει στο ξενοδοχείο. Ακολουθώντας τον νεαρό στα στενοσόκακα της Βενετίας, ο Άσενμπαχ ανακαλύπτει ότι στην πόλη έχει ξεσπάσει επιδημία πανούκλας. Οι αρχές αποκρύπτουν την κατάσταση, επειδή φοβούνται μην πληγεί ο τουρισμός. Ο Άσενμπαχ σκέφτεται να ειδοποιήσει την πολωνική οικογένεια, αλλά σωπαίνει, γιατί θέλει να συνεχίσει να βλέπει τον αγαπημένο του. Έχοντας μακιγιαριστεί για να κρύψει τα σημάδια των γηρατειών και της αρρώστιας, ο Γκούσταφ παρακολουθεί τον Τάτζιο στην παραλία για τελευταία φορά. Ενώ ο νεαρός μοιάζει να του δείχνει ένα σημείο στον ορίζοντα, ο Άσενμπαχ πεθαίνει.
Ο Γκούσταφ Άσενμπαχ είναι ένας συνθέτης (ο Mann στο βιβλίο αναφέρεται σε συγγραφέα) στο λυκόφως της ζωής του. Ο Dirk Bogarde παίζει εξαιρετικά τον ντροπαλό αστό, την επιτηδευμένη, κατηφή, κάποτε περιφρονητική, οξύθυμη πλευρά του, αυτό που ο Lukacs ονόμασε «συμπεριφορά» αλλά και την αδεξιότητα του, ακόμα και την αφέλεια του, όταν στην Βενετία τον κυριεύει ξαφνικά ο δαίμονας του πάθους. Είναι ένας μυστικιστής και ιδεαλιστής δημιουργός, όπως πολλοί άλλοι στα τέλη του 19ου αιώνα. Παθιασμένος με το απόλυτο, με τις αγνές ιδέες, τις υπέρτατες αξίες, θεωρεί πως η τέχνη δεν έχει καμία σχέση με τις αισθήσεις, τη χυδαιότητα του σώματος, την καθημερινότητα της ύπαρξης, αλλά με το μεγαλείο, το εξαίσιο της ψυχής. Αυτή η ηθική της αισθητικής αποτελεί το θέμα έντονων συζητήσεων μ’ ένα φίλο του που είναι κι αυτός μουσικός. Ο αντίπαλός του αντιτείνει ως μοναδικές αυθεντικές και γόνιμες πηγές της δημιουργίας το σαρκικό πάθος, το συγκεκριμένο συναίσθημα, έστω και το χυδαίο, το βίωμα, όπως θα λέγαμε σήμερα.
Ήδη, πριν την άφιξή του στη Βενετία, η αρρώστια και η εξάντληση επιβάλλουν στον Άσενμπαχ την πρώτη παρέκκλιση, την πρώτη «υποταγή» του πνεύματος στο σώμα. Βιολογικές ανάγκες ευνοούν την ανάδυση του απωθημένου: τη λανθάνουσα ομοφυλοφιλία του συνθέτη. Μετά την συνάντηση με τον Τάτζιο (που πασχίζει να τον προκαλέσει «αθώα») κυριαρχεί μέσα του το σεξ με όλη του τη σκληρότητα κι ανατρέπει όλη την ισορροπία της προσωπικότητάς του. Στην αρχή, ο Άσενμπαχ προσπαθεί να αντιμετωπίσει αυτή την κατάρρευση σαν μια καλλιτεχνική κρίση, ένα καλλιτεχνικό γεγονός. Αν και δεν συνθέτει καθόλου ή σχεδόν καθόλου, βυθίζεται ξανά στο «θεωρητικό» πρόβλημα της ζωής του ως δημιουργού στη Γερμανία: ο Άλφρεντ ο φίλος του είχε δίκιο, είχε προβλέψει σωστά;
Η εικόνα της Βενετίας έτσι όπως την παρουσιάζει η ταινία, είναι τουλάχιστον παράξενη. Η πόλη είναι καταθλιπτική και βρώμικη: σκουπίδια στοιβαγμένα σε κάθε γωνία Ωστόσο, στο ξενοδοχείο δεν παίρνουν καμία ιδιαίτερη προφύλαξη και πέρα από ένα-δυο περαστικούς, κανείς δεν νιώθει το κακό που πρέπει να έχει γεμίσει, όπως λένε, νεκροτομεία και νοσοκομεία. Αυτή η θλιβερή Βενετία καθρεφτίζει την εικόνα του Άσενμπαχ, καταβεβλημένη, γερασμένη, βασανισμένη (ο καθρέφτης του περουκέρη το επιβεβαιώνει). Ένας κινηματογραφιστής λιγότερο ρεαλιστής από τον Visconti θα την είχε ζωγραφίσει με τον τρόπο του Bosch. Στα σοκάκια, στους δαιδάλους, στις στοές της Βενετίας, ο Άσενμπαχ προβάλλει το δικό του χάος. Ο Θάνατος στη Βενετία είναι το πραγματικό «Προυστικό» έργο του Visconti, σίγουρα περισσότερο αυθεντικό από όσο θα ήταν η μεταφορά του «Αναζητώντας το χαμένο χρόνο».
Τι σκέφτεται, τι νιώθει ο Άσενμπαχ όταν στο τέλος λίγο πριν φύγει από τη ζωή, βλέπει τον Τάτζιο ν’ αγκαλιάζεται, να χαϊδεύεται και να νικιέται από ένα μεγαλύτερο αγόρι; Υποφέρει από ζήλια βλέποντας ένα νεαρό αγροίκο να κατακυριεύει και να αλλοιώνει τη λεπτότητα και την τελειότητα, ένα νεαρό που αγνοεί την ομορφιά, που την μεταχειρίζεται τόσο άσχημα; Ή καταλαβαίνει πικραμένος πως αυτή η ομορφιά τού είναι απαγορευμένη από μιαν άλλη ηλικία, πως οι επιθυμίες του θα διαλυθούν μπροστά στην ίδια του την αδυναμία, την -κυρίως φυσική-ανικανότητα, πως το καλύτερο που μπορεί να αποκτήσει είναι η ενατένιση; Έτσι, στο τέρμα του ταξιδιού, θα επιστρέψει παραδόξως στις παλιές, τις πρώτες του ιδέες: η μουσική του, η αισθητική του, που βασίζονταν στην εξιδανίκευση, στο πλατωνικό ιδεώδες, σε μια μεταφυσική αντίληψη για την τέχνη, δεν ήταν τόσο μάταιες! Η επιθυμία δε φτάνει ποτέ τον στόχο της: η ομορφιά, οι ηδονές, η μέθη που αναμένει κανείς, θα παραμείνουν Γη της Επαγγελίας, θα βρουν τη δύναμη και τη δικαίωσή τους σ’ αυτή τη γοητευτική, τη «θεϊκή» απομάκρυνση.
Στις τελευταίες εικόνες της ταινίας, η φωτογραφική μηχανή πάνω στο τρίποδο (υπάρχει στο βιβλίο του Thomas Mann) είναι προφανώς, η υπογραφή του Visconti. Ο κινηματογραφιστής βλέπει, είδε, όπως ο συνθέτης, και δικαιώθηκε. Ο Τάτζιο, με το δεξί χέρι τεντωμένο, δείχνει προς τα ανοιχτά, στο προπέτασμα των αχνών που φωσφορίζουν. Γίνεται παγανιστική φιγούρα, «πολιτιστική» μυθολογία, περαματάρης, μεσολαβητής, τοποθετεί την ομορφιά του (άδικη, μοιραία, δεδομένη) στα σύνορα του πραγματικού, ανάμεσα σ’ αυτό που είναι ορατό και σ’ αυτό που διακρίνει κανείς πέρα από το ορατό. Προς τι λοιπόν ο ρεαλισμός που βλέπει, αγγίζει και μιμείται τον πραγματικό κόσμο; Γι’ αυτό ακριβώς που προσεγγίζει και γι’ αυτό που είναι ανέγγιχτο μέσα στην πραγματικότητα
[ http://users.uoi.gr/kopi/?p=338 ]
ΣΧΕΤΙΚΑ
''ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗ ΒΕΝΕΤΙΑ''
-Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΤΟΜΑΣ ΜΑΝ
Ο ρόλος του συμβόλου στη νουβέλα του Τόμας Μαν "Θάνατος στη Βενετία"
[ http://www.logotexnia.net/index.php?option=com_content&view=article&id=50%3A---------q--q&Itemid=55 ]
Η νουβέλα του Τόμας Μαν Θάνατος στη Βενετία πρωτοεκδόθηκε το 1911. Αφορμή για τη συγγραφή της στάθηκε το ταξίδι του ίδιου του συγγραφέα στη Βενετία, όπου έμαθε για το θάνατο του φίλου του Γκούσταβ Μάλερ. Μέσα από την νουβέλα του ο Τόμας Μαν αναφέρεται στο ταξίδι ενός 50χρονου συγγραφέα στη Βενετία και τον ομοφυλόφιλο έρωτά του για έναν πανέμορφο 14χρονο νέο. Αυτό το μεμονωμένο επεισόδιο αποτελεί την αφορμή για να περιγράψει ο Τόμας Μαν όχι μόνο τις τάσεις παρακμής και πεσιμισμού της εποχής του (ας μην ξεχνάμε άλλωστε την έντονη επιρροή του Νίτσε και του Σόπενχάουερ), αλλά και την προσωπική του αγωνία για το θάνατο, καθώς και την αγωνία του καλλιτέχνη για την ομορφιά, την αισθητική και την αλλοίωσή της.
Η κλειστή μορφή της νουβέλας βοηθά τον Μαν να εξυψώσει το μεμονωμένο αυτό επεισόδιο σε ένα παραδειγματικό και συμβολικό γεγονός της αγωνίας μιας γενιάς και μιας εποχής. Κατορθώνει να συνθέσει αριστοτεχνικά την ακρίβεια της περιγραφής με την προσθετική αφήγηση λεπτομερειών με τη βοήθεια των συμβολισμών και σε συνδυασμό με την ειρωνεία να κρατήσει την απαραίτητη απόσταση, που δίνει στη νουβέλα έναν τόνο δισήμαντο, πειραματικό και μυστικιστικό. Ξεφεύγει κατά αυτό τον τρόπο από τον κίνδυνο, η αφήγησή του αυτή να μετατραπεί σε μία απλή παράθεση ενός ψυχογραφήματος του 50χρονου πρωταγωνιστή.
Τα σύμβολα αποτελούν λοιπόν στο θάνατο στη Βενετία το αντικείμενο εσωτερικής καλλιτεχνικής αντανάκλασης. Ο Μαν ‘παίζει’ με τα σύμβολα προκειμένου να αναγνωρίσει ο αναγνώστης τον κλειστό κόσμο του συγγραφέα και να τον ερμηνεύσει με τη δική του ερμηνεία της αλήθειας. Τα σύμβολα δε δυσχεραίνουν την κατανόηση, αλλά στην προκειμένη περίπτωση επεκτείνουν και επεξηγούν. Βοηθούν τον αναγνώστη να κατανοήσει περισσότερα από τον ίδιο τον πρωταγωνιστή. Εκτός αυτού βοηθούν στην ποιητική οικονομία. Προϊδεάζουν ώστε να μπορεί να εξελιχθεί η αφήγηση και τελικά να γίνει κατανοητό το σύνολο.
Στο θάνατο στη Βενετία ο Μαν χρησιμοποιεί τρεις τύπους συμβολισμών: τα αντικείμενα, τα πρόσωπα και τα νοήματα. Ήδη ο τίτλος παραπέμπει σε ένα κρυμμένο αντικείμενο σύμβολο. Η ίδια η πόλη της Βενετίας (όπως έχει αναφερθεί και από τον ίδιο το Νίτσε και τον κριτικό Μάιερ) κρύβει έναν δισήμαντο συμβολισμό. Η ομορφιά της, η ζωντάνιά της ελκύουν και απωθούν ταυτόχρονα τον επισκέπτη. Είναι η πόλη βουλιάζει μέσα στο νερό που μυρίζει θάνατο. Πάνω από το νερό φτερουγίζει ένα μαύρο πανί, που σε αυτή την πόλη θα πνίξει τη ζωή. Η απεραντοσύνη της θάλασσας που την περιβάλλει της προσδίδει μια αισθησιακή, πνευματική, ονειρική, φανταστική ατμόσφαιρα και παράλληλα τη δυνατότητα της φυγής στην άβυσσο του σκότους της Η γλυκύτητα, ο απαγορευμένος αισθησιασμός, το αδύνατο, η πόλη που παρασύρει με την τελειότητά της υποδηλώνουν και έναν κίνδυνο, μία ένταση που φθάνει μέχρι την οργιαστική λύτρωση και κατ’ επέκταση το θάνατο και την ερωτική παρακμή. Το ταξίδι στη Βενετία μετατρέπεται λοιπόν σε ταξίδι προς το θάνατο. Αυτά σύμβολα παραπέμπουν λοιπόν στο πάθος και τη μοίρα του Γκούσταβ φον Άσενμπαχ (το πρώτο συνθετικό του ονόματός του σημαίνει στα γερμανικά στάχτη). Η γόνδολα που μοιάζει με φέρετρο, θα τον οδηγήσει στην πόλη και τελικά μέχρι το θάνατο. Αγωνίζεται μέχρι το τέλος να ξεφύγει από την προκαθορισμένη του μοίρα, όμως τελικά θα υποκύψει στον έρωτά του, πίνοντας χυμό ροδιού, που και σε άλλους συγγραφείς σημαίνει την τροφή των νεκρών. Επίσης ο χυμός ροδιού παραπέμπει και στο Θεό Διόνυσο, που από το αίμα του μεγάλωσε μία ροδιά. Κατά αυτό τον τρόπο συνδέεται η διονυσιακή έκσταση που θα αισθανθεί ο πρωταγωνιστής με την επισφράγιση του επικείμενου θανάτου του.
Φιγούρες-σύμβολα εμφανίζονται επίσης με μεγάλη συχνότητα στην νουβέλα. Ο περιηγητής στο νεκροταφείο, ο ντυμένος γυναίκα άντρας, ο εισπράκτορας στο καράβι, ο γονδολιέρης, ο μουσικός και ο ίδιος ο νεαρός Τάτζιο, τον οποίο ερωτεύεται ο Άσενμπαχ. Τα σύμβολα αυτά διαφωτίζουν ψυχολογικά το ασυνείδητο του ίδιου του πρωταγωνιστή και βοηθούν στην εξέλιξη της νουβέλας. Ο περιηγητής δημιουργεί στον πρωταγωνιστή την όρεξη να κάνει ένα ταξίδι. Αφυπνίζει την συνείδησή του και του ξυπνά ένα περίεργο και πρωτόγνωρο πάθος. Τα μαλλιά του έχουν το χρώμα του πάθους, το μούσι του μοιάζει με τράγου (Θεός Πάν) και στέκεται σχεδόν δεσποτικά (όπως ο θάνατος) μπροστά του. Ο ντυμένος γυναίκα άντρας ανατριχιάζει τον Άσενμπαχ και του δημιουργεί το συναίσθημα της αποστροφής, παρόλο που στο τέλος και ο ίδιος θα φαίνεται όπως αυτός. Ο γονδολιέρης θα τον οδηγήσει στο θάνατο και δεν του ζητάει καν χρήματα (μήπως επειδή θα πληρώσει με την ίδια του τη ζωή;). Ο μουσικός που μοιάζει με φάντασμα θυμίζει ‘ξεπεσμένο’ καλλιτέχνη και υποδηλώνει την παρακμή του ίδιου του Άσενμπαχ. Τέλος ο Τάντζιο, που θυμίζει μυθική μορφή με την ελληνική του ομορφιά, θυμίζει παράλληλα τον ψυχοπομπό Ερμή, αλλά και τον απεσταλμένο του θανάτου, αφού είναι χλωμός και το χαμόγελό του μοιάζει με το χαμόγελο νεκρού. Εκτός όμως αυτού συμβολίζει και το ναρκισσισμό, που ταυτίζεται με την αναζήτηση για την ομορφιά, αλλά και την λύτρωση που προσφέρει το όμορφο.
Η τελευταία κατηγορία συμβόλων αναφέρεται στην νοηματική σφαίρα της νουβέλας και αποκαλύπτεται, εφ’ όσον αναλυθεί το απολλωνιακό-διονυσιακό μοτίβο (Νϊτσε). Το απολλωνιακό συμβολίζει το πνευματικό, το φως, το μέτρο, την τάξη, την ομορφιά της ζωής ενώ το διονυσιακό την παραζάλη, την έκσταση, την παρόρμηση, το ατομικό, το ασχημάτιστο, που οδηγεί μέχρι την μανία. Ο Άσενμπαχ είναι ένας συγγραφέας, που ζει μέσα στα πλαίσια του καθωσπρεπισμού, της τάξης και με βάση το πνεύμα υπηρεσίας και της εγκράτειας. Η Βενετία, ο έρωτας και τα οράματά του είναι που θα του αφυπνίσουν το ασυνείδητο και θα τον κάνει να αισθανθεί πάθος, αδυναμία που τελικά (παρά το δίλημμά του) θα τον οδηγήσει μέχρι την καταστροφή.
Ιωάννα Κασίμη
farah4