Τουρίστας στην Ελλάδα του 1900
Χαρές και πανηγύρια για όσους εργάζονται στον τουριστικό τομέα – και για την ελληνική οικονομία γενικότερα. Οι διεθνείς αφίξεις αναμένεται να ξεπεράσουν εφέτος το καλοκαίρι τον στόχο των 17 εκατομμυρίων επισκεπτών, κομίζοντας το ανάλογο «ζωογόνο» συνάλλαγμα. Τεράστια η διαφορά, συγκριτικά με το απώτερο παρελθόν. Τότε που οι διακοπές στην Ελλάδι αποτελούσαν... εξωτική επιλογή για τους Ευρωπαίους -και μόνο- ταξιδιώτες (Ιάπωνες, Αραβες, Κινέζοι και λοιπές συναλλαγματοφόρες δυνάμεις θα αργούσαν πολύ να φανούν). Το μεγάλο τουριστικό κύμα ξεκίνησε ως… φλοίσβος, πριν από ένα -και πλέον- αιώνα. Με αφορμή την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων, το 1896, η Αθήνα, τα νησιά του Αιγαίου, η Πελοπόννησος, η Θεσσαλία (μέχρι εκεί που τελείωναν τα σύνορα της μικρής, ακόμα, Ελλάδας), υποδέχθηκαν τα πρώτα οργανωμένα γκρουπ, αλλά και πολλούς ανεξάρτητους-μεμονωμένους τουρίστες, που αποτέλεσαν τον πυρήνα του μετέπειτα «μωσαϊκού». Πολύτιμες μαρτυρίες για τη γέννηση του τουρισμού στην Ελλάδα δίνουν κάποιοι ξενόγλωσσοι οδηγοί της εποχής εκείνης, που ήλθαν να καλύψουν (και να τροφοδοτήσουν) το διαρκώς αυξανόμενο ενδιαφέρον των Ευρωπαίων για τη χώρα. Ηταν ένας κόσμος που ερχόταν παρακινούμενος, όχι μόνο από ενδιαφέρον για την αρχαία Ελλάδα και τα διασωζόμενα μνημεία της, αλλά και θέλοντας να γνωρίσει τη σύγχρονη, «αχαρτογράφητη» όψη της.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι έγκυροι γαλλικοί οδηγοί Les Guides Bleus, οι γνωστοί Μπλε Οδηγοί που συνεχίζουν να εκδίδονται από την Hachette. Το 1906, με αφορμή τη διοργάνωση της λεγόμενης Μεσολυμπιάδας στην Αθήνα, οι Μπλε Οδηγοί συμπεριέλαβαν, για πρώτη φορά στον κατάλογό τους, την Ελλάδα - μια σπάνια στις ημέρες μας έκδοση. Τα κείμενα του οδηγού υπέγραφε ο διευθυντής της Γαλλικής Σχολής Αθηνών, και καθηγητής στη Σορβόννη, Γκιστάβ Φουζέρ. Η λεπτομερής καταγραφή των ηθών, των εθίμων, της καθημερινής ζωής, αλλά και του… life style της εποχής, διασώζει άγνωστες πτυχές και αναπάντεχες πληροφορίες για το mondus vivendi των Ελλήνων στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. «Οι σύγχρονοι Ελληνες», σημειώνει ο συγγραφέας στον πρόλογο, «έχουν κληρονομήσει από τους προγόνους το ανήσυχο πνεύμα, την ευστροφία, την έφεση στο διάλογο και την πολιτική. Το «παλληκάρι» (από το πάλληξ, νεαρός άνδρας) ενσαρκώνει τον τύπο του δημοφιλούς πατριώτη. Ο ορεσίβιος της Αρκαδίας ή της Μάνης, με την ελαφρά σβελτάδα και την έντονη γενναιότητα, δίνει την εντύπωση μιας υγιούς και γενναιόδωρης δύναμης. Ο Ελληνας διατηρεί πολύ ζωντανή την αίσθηση της ανεξαρτησίας. Δεν θα συναντήσουμε εδώ τη δουλικότητα κάποιου που ικετεύει για φιλοδώρημα».
Την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν αεροπλάνα, ούτε πτήσεις τσάρτερ, φυσικά. Για να έλθει κάποιος στην Ελλάδα είχε δύο βασικές επιλογές: με τρένο από βορρά, ή με πλοίο από δυσμάς. «Η πιο ωραία είσοδος στην Ελλάδα είναι, αναντίρρητα, από την Κέρκυρα και τον Κορινθιακό κόλπο», υπερθεμάτιζε ο Μπλε Οδηγός. Οι προτεινόμενες διαδρομές για τους -γαλλόφωνους- τουρίστες, ήταν από Παρίσι σε Κέρκυρα, μέσω Μπρίντιζι, ή Παρίσι-Μασσαλία-Πειραιάς. Ακολουθώντας τη δεύτερη διαδρομή, ο Φουζέρ καταγράφει τα βασικά περάσματα του πλοίου με την ακρίβεια ενός ντοκιμαντερίστα: «Αφήνοντας αριστερά τους κόλπους της Μεσσηνίας και της Λακωνίας, περνάμε ανάμεσα στο Ελαφονήσι (de Cervi, στα ιταλικά) και τη βραχώδη νήσο του Τσιρίγου, τα αρχαία Κύθηρα, το νησί της Αφροδίτης. Τα ακρωτήριο Μαλέας είναι ένας τεράστιος βράχος, στην κορυφή του οποίου διακρίνουμε έναν φάρο με ένα λευκό σπιτάκι, όπου μένει ένας ερημίτης. Το ατμόπλοιο τον χαιρετά με ένα σφύριγμα της σειρήνας και εκείνος εμφανίζεται στην άκρη του βράχου σείοντας ένα λευκό πανί. Το ακρωτήριο Μαλέας, φοβερό για τους αρχαίους Ελληνες, σήμαινε για αυτούς το τέλος των ελληνικών υδάτων: «Αν περάσετε το ακρωτήριο του Μαλέα, έλεγε ένα γνωμικό, ξεχάστε την πατρίδα σας!».
Φθάνοντας με το πλοίο στον Πειραιά, ο ταξιδιώτης αντίκριζε (τότε, όπως και σήμερα) τον φάρο δεξιά στον προλιμένα, αλλά και «ένα μεγάλο κήπο που ανήκει στον βασιλιά» όπως σημειώνεται στον οδηγό. Τα επιβατικά πλοία που κατέπλεαν από το εξωτερικό παρέμεναν αρόδο και οι επιβάτες μεταφέρονταν με βάρκες στο τελωνείο για τον έλεγχο των αποσκευών. Η διαδικασία αποβίβασης, όμως, ήταν αρκετά περίπλοκη υπόθεση για όποιον δεν γνώριζε, ούτε τη γλώσσα, ούτε τις συνήθειες του τόπου: «Στο κατάστρωμα ο ταξιδιώτης δέχεται την επίθεση ενός πλήθους λιμενικών υπαλλήλων, βαρκάρηδων, αχθοφόρων, μεταφραστών, απέναντι στους οποίους πρέπει να αμυνθεί ενεργά. Επιλέγει μια βάρκα (1 δραχμή χωρίς μπαγκάζια, 2 δραχμές με μπαγκάζια), που θα τον μεταφέρει στο τελωνείο». Ο έλεγχος των αποσκευών και η πιθανή δασμολόγηση των εισαγομένων ειδών δεν παραλείπονται στις οδηγίες… ασφαλούς διέλευσης: «Οι βαλίτσες και τα μικρά δέματα περνούν χωρίς δυσκολία. Πρόβλημα ίσως υπάρξει αν μεταφέρετε κοντά αθλητικά παντελόνια (σ.σ. ο οδηγός κυκλοφόρησε με αφορμή τη διεθνή αθλητική εκδήλωση). «Νέα» είδη όπως οι φωτογραφικές μηχανές και ιδίως τα ρούχα, τα παπούτσια, τα γάντια κ.λπ., που δεν τα φοράτε αλλά βρίσκονται στις βαλίτσες σας, υπόκεινται σε αρκετά υψηλούς δασμούς».
«Παρά την ύπαρξη σιδηροδρομικών και οδικών δικτύων, καθώς και των ατμοπλοϊκών γραμμών που συνδέουν την πρωτεύουσα με τα νησιά, ο ταξιδιώτης που εμφορείται από ανήσυχο πνεύμα θα μπορέσει να ανακαλύψει νέους προορισμούς χρησιμοποιώντας βάρκα με κουπιά ή πανιά, όπως και άλογο ή μουλάρι: παρότι είναι πρωτόγονα μέσα, έχουν την ίδια αν όχι περισσότερη χάρη σε σχέση με τα άλλα μέσα μεταφοράς». Αυτά έγραφε ο -δυσεύρετος στις μέρες μας- τουριστικός οδηγός για την Ελλάδα, που κυκλοφόρησε το μακρινό 1906 στη γαλλική σειρά Les Guides Bleus (δες προηγούμενες αναρτήσεις). Στον οδηγό περιγράφονταν αναλυτικά τα δρομολόγια των τρένων σε μια Ελλάδα που τα σύνορά της ήταν, ακόμα, περιορισμένα: Αθήνα – Πειραιάς – Πελοπόννησος, με σύνδεση για Πύργο – Κατάκωλο, μαζί με τον οδοντωτό Διακοφτού – Καλαβρύτων. Επίσης: Πειραιάς – Αθήνα – Λάρισα, με σύνδεση για Αγρίνιο, καθώς και η γραμμή Βόλος – Μηλιές. «Η ταχύτητα των τρένων είναι 25-30 χιλ. την ώρα και πιο γρήγορο τρένο είναι το εξπρές Αθηνών – Πατρών και δεν υπάρχουν νυχτερινά δρομολόγια. Οι επιβάτες καπνίζουν παντού, παρά τους περιορισμούς που ισχύουν», πληροφορούσε τους τουρίστες ο Μπλε Οδηγός. Οσο για τους σταθμούς των τρένων: «Οι σταθμοί δεν διαθέτουν αίθουσα αναμονής, εκτός της γραμμής Αθηνών - Λαρίσης όπου οι ενδιάμεσοι σταθμοί έχουν υιοθετήσει γαλλικά στοιχεία επίπλωσης και διακόσμου. Πολλοί σταθμάρχες, με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη, μιλούν γαλλικά. Στους περισσότερους σταθμούς θα βρείτε αχθοφόρους (“χαμάλης” στα ελληνικά) για να ανεβάσουν ή να κατεβάσουν τα μπαγκάζια σας από το τρένο. Εκτός από τους σταθμούς της Κορίνθου και της Τριπόλεως, οι μπουφέδες προσφέρουν τοπικά αναψυκτικά, τουρκικό καφέ και μικρά γεύματα αλά ελληνικά, με σφιχτά αβγά, τυρί, φρούτα και ρετσίνα».
Το ταξίδι στα νησιά παρουσίαζε… ειδικό βαθμό δυσκολίας, που οφειλόταν στις συνθήκες ταξιδιού με τα πλοία της γραμμής: «Τα ατμόπλοια (“βαπόρι” ή “μπαμπόρι”) των ευάριθμων ναυτιλιακών εταιρειών είναι άνισης αξίας. Το ταξίδι με αυτά αποδεικνύεται, τις περισσότερες φορές, κατώτερο πάσης προσδοκίας. Μεταφέρουν βρόμικα ή κάκοσμα φορτία, όπως πρόβατα, κατσίκες, βόδια κ.λπ. Το καλοκαίρι είναι προτιμότερο να κοιμηθείτε στη γέφυρα, παρά σε μια στενάχωρη καμπίνα στοιχειωμένη από τις κατσαρίδες, ή στο εστιατόριο που τα βράδια μετατρέπεται σε δημόσιο υπνωτήριο». Αντίθετα, το ταξίδι στη στεριά με ιππήλατο μέσο πρόσφερε καλύτερες συνθήκες (και οικονομικότερη λύση) στη μεταφορά. Μοναδικό πρόβλημα ήταν η ταλαιπωρία των… αμάθητων οπισθίων: «Ο ταξιδιώτης χωρίς προκαταλήψεις, θα ξοδέψει πολύ λιγότερα χρήματα αν νοικιάσει για τις εκδρομές του μια ιππήλατη σούστα (κάρο με πάγκους) που στοιχίζει 2 ή 3 φορές λιγότερο από την αριστοκρατική άμαξα. Σούστες θα βρείτε σε όσες πόλεις εξυπηρετούνται οδικώς και μερικές είναι το ίδιο κοκέτες όσο και οι καρότσες της Σικελίας. Είναι λίγο ασταθείς, ιδίως σε ανώμαλο έδαφος, και μπορεί να σας ταλαιπωρήσουν. Οι αμαξηλάτες (“καραγωγοί”), όμως, είναι -κατά κανόνα- άξιοι οδηγοί και εξασφαλίζουν την ασφαλή μετακίνησή σας».
Για τις δύσβατες ορεινές ζώνες και τις περιοχές με κακοτράχαλα μονοπάτια, ο Μπλε Οδηγός πρότεινε το ασφαλέστερο, για την περίπτωση, μεταφορικό μέσο της εποχής: το μουλάρι. Οι σχετικές πληροφορίες ξεκινούσαν από το τιμολόγιο μίσθωσης: «Το κόστος για το ζώο και τον οδηγό (“αγωγιάτης”), που συνοδεύει πεζός, είναι 7-10 δραχμές την ημέρα. Η τροφή του ζώου (κριθάρι, σανό, άχυρο) στοιχίζει, επιπλέον, 1,5-2 δραχμές την ημέρα. Σπανίως η μίσθωση ξεπερνά αυτό το ποσό, εκτός αν η ανάβαση στο βουνό είναι ιδιαίτερα δύσκολη, ή πρόκειται για περίοδο τρύγου οπότε δύσκολα θα βρείτε διαθέσιμο οδηγό και ζώο. Αν πρόκειται να μισθώσετε τον αγωγιάτη για αρκετές ημέρες, συμφωνείστε εκ των προτέρων μαζί του ότι οι ενδιάμεσες μέρες ξεκούρασης δεν θα χρεωθούν. Γεγονός, πάντως, είναι ότι ο επαγγελματίας αγωγιάτης δεν θα υπολογίσει ούτε κόπο, ούτε χρόνο, προκειμένου να σας ικανοποιήσει. Μπορεί να βαδίζει συνεχώς, για αρκετές μέρες, 10-12 ώρες τη μέρα χωρίς να αξιώσει μια-δυο ώρες ανάπαυσης».
Το μουλάρι κερδίζει πόντους στις προτάσεις του Μπλε Οδηγού για τις δύσκολες -αλλά πανέμορφες- διαδρομές στην ελληνική φύση: «Η εκφυλισμένη όψη του ζώου δύσκολα συνηγορεί υπέρ του. Παρά την κακότροπη συμπεριφορά του, αντέχει στις κακουχίες και κινείται με άνεση στις πιο δύσκολες διαδρομές. Για τις ορεινές εξορμήσεις προτιμείστε το μουλάρι για τη σιγουριά του βηματισμού και την αξιοθαύμαστη ικανότητά του στα επικίνδυνα περάσματα. Ο ελληνικός αγροτικός ημίονος μπορεί να περνά από απόκρημνους στενωπούς όπου ο άνθρωπος θα ένιωθε ίλιγγο και θα κινδύνευε να γλιστρήσει». Ολοκληρώνοντας το κεφάλαιο αυτό, ο οδηγός παραθέτει ένα γλωσσάρι χρήσιμων εκφράσεων από τα γαλλικά στα ελληνικά που διασώζει το ύφος της παλαιότερης γλώσσας: «Οδηγέ, με κόβεις μια βεργούλα;», «Φθειάσε μου τις σκάλαις, η δεξιά είναι μακρυά, η αριστερά είναι κοντή», «Πήγαινε μπροστά. Μη το βαρέσης! Δεν θέλω να τρέχη. Αγάλια να πάμε» κ.λπ. Ο Μπλε Οδηγός διαβεβαίωνε τους τουρίστες που δυσκολεύονταν να αποδώσουν τέτοιου είδους φράσεις: «Θα μάθετε γρήγορα το ειδικό λεξιλόγιο που χρησιμοποιούν στην Ελλάδα όταν απευθύνονται στα ζώα: “Ντε!” (από το τουρκικό heide, προχώρα), “όξω!” για να απομακρυνθεί από έναν τοίχο, ένα δέντρο, ή κάποιο άλλο φυσικό εμπόδιο. Υπάρχει και μια ειδική φωνητική εντολή, για να το κάνετε να σταματήσει. Αυτή είναι η πιο δύσκολη. Καλύτερα να φωνάξετε τον αγωγιάτη, που μπορεί να βγάλει αυτό τον ήχο». Με άλλο λόγια, το πασίγνωστο «Πρρρρ!» (ή κάτι ανάλογο) ήταν αδύνατον να το πουν οι γαλλόφωνοι που μιλούσαν… με το «γο».
Άρης Μαλανδράκης
www.protagon.gr
3-8-2013